Ἕνα δυστυχισμένο παιδὶ στέκει αἰχμάλωτο μιᾶς σκληρῆς κυριαρχίας: τῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου. Ψυχικὰ κὰι σωματικὰ τὸ ἔχει τσακίσει. Ὅσοι βρίσκονται γύρω του καὶ παρακολουθοῦν τὴν τραγωδία, ἀποδεικνύονται ἀνίκανοι νὰ τὸ βοηθήσουν. Μὲ τὴν ἀπιστία τους ὀρθώνονται ἐμπόδια στὴ λύτρωσή του.
Σ’ αὐτὸ τὸ δύσπιστο κόσμο ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ οἱ μαθητές του καὶ οἱ ἀμέσως ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὸ βασανισμένο παιδὶ – ὅπως ὁ πατέρας του. Τὴ διάχυτη δυσπιστία στὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ δαιμονικοῦ κατεστημένου, ἐκφράζει παραστατικὰ ὁ διάλογος μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συνέβη αὐτό;» ρωτάει ὁ Ἰησοῦς, καθὼς τὸ παιδὶ κυλιόταν κάτω καὶ ἄφριζε, ἐξουθενωμένο ἀπὸ τὸν δαίμονα. «Ἀπό τὰ παιδικά του χρόνια», ἦταν ἡ ἀπάντηση. «Πολλὲς φορὲς καὶ στὴ φωτιὰ τὸν ἔστειλε καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσει. Ἀλλὰ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοήθησέ μας, σπλαχνίσου μας.»
Μαζί μέ τήν ἀπόγνωση πού τυραννοῦσε τήν καρδιά του, ἡ ἀμφιβολία τήν δάγκωνε καί τήν μάτωνε. Ἡ σκιὰ τῆς ἀμφιβολίας δὲν ἔπαψε νὰ πέφτει βαριὰ στὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀμφιβολία ὅμως σκοτίζει τήν σκέψη, τῆς κλείνει τόν ὁρίζοντα, νεκρώνει τήν ἐλπίδα, τήν τυλίγει στό σκοτάδι. Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τὸ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος. Τὸ δεύτερο τὸ καθορίζει ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε «Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν ἐγὼ μπορῶ νὰ θεραπεύσω τὸ παιδί σου, ἀλλά ἂν ἐσὺ μπορεῖς νὰ πιστέψεις. Σ’ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἀναζήτησε τὴ λύση τοῦ δράματός σου. Στὴν καρδιά σου. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ ἐμπόδιο. Τὸ κλειδὶ γιὰ ν’ ἀνοίξουν οἱ βαρειὰ κλεισμένες πόρτες, μὴν τὸ ζητᾶμε ἀλλοῦ. Ἐμεῖς τὸ ἔχουμε. Τὸ πετάξαμε στὴ σκοτεινὴ γωνιὰ τῶν δισταγμῶν καὶ τῆς ἀμφιβολίας μας. Ἀπὸ κεῖ θὰ πρέπει τὸ συντομότερο νὰ τὸ ἀνασύρουμε.
Τὸ κλειδὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη – ἡ δική μας, συνειδητή, προσωπικὴ πίστη – στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέπει νὰ ἰσχυροποιηθεῖ καί νὰ πάρει στὴ ζωή μας τὴν κεντρικὴ θέση ποὺ τῆς ἁρμόζει.Ἡ καρδιά τοῦ πατέρα ἀναταράζεται, καθώς συναισθάνεται ὅτι ὁ ἴδιος στέκει μέ τήν ἀπιστία του ἐμπόδιο στή θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του καί μέ μιά ὕστατη προσπάθεια ἀπελευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς δυσπιστίας, φωνάζει «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ δὲν σκέπτονται κἂν νὰ καταφύγουν σ’ Ἐκεῖνον στὶς δυσκολίες, στὴν ἀρρώστεια, στὸν πόνο τους. Ὁ πατέρας τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, μετὰ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τὸ παιδί του, δὲν ἔφυγε, δὲν ἀπογοητεύτηκε ὁριστικά, ἀλλὰ προχώρησε καὶ ζήτησε τὴν προσωπικὴ παρέμβαση τοῦ Σωτῆρος.
Μέ ἀνάλογη διάθεση ἄς πλησιάζουμε καί ἄς παλεύουμε μέ τήν ἀμφιβολία στίς ἀποτυχίες, στίς θλίψεις, στίς ἀπογοητεύσεις τῆς ζωῆς μας. «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».