Την Κυριακή 27 Ιανουαρίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Παλατίτσια Ημαθίας, επί τη εορτή της Ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Αντώνιο Κακαγιάννη.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Καί ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθεν καταλῦσαι».
Μία σωτήρια συνάντηση μᾶς περιέγραψε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τή συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀρχιτελώνη τῆς Ἰεριχοῦς, τόν Ζακχαῖο, ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε τή φήμη τοῦ ἐκμεταλλευτοῦ τῶν ἀνθρώπων, ἑνός ἀνθρώπου πού πλούτιζε καταπιέζοντας τούς συμπολίτες του καί κερδίζοντας μέ ἄδικο τρόπο ἀπό τόν κόπο τους.
Καί ὅμως παρά ὅλα τά ἀρνητικά πού ἀκουόταν εἰς βάρος τοῦ Ζακχαίου, ὅταν κυκλοφόρησε ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Χριστός θά περάσει ἀπό τήν Ἰεριχώ, ἐκεῖνος ἔσπευσε καί ἀνέβηκε σέ ἕνα δένδρο στόν κεντρικό δρόμο τῆς πόλεως, προκειμένου νά δεῖ τόν Χριστό, καθώς, ἐπειδή ἦταν μικρόσωμος, τό πλῆθος πού συγκεντρώθηκε τόν ἐμπόδιζε.
Ἡ ἐξέλιξη τοῦ περιστατικοῦ εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας καί τήν ἀκούσαμε πρό ὀλίγου νά τήν περιγράφει καί ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ὁ Χριστός κάλεσε τόν Ζακχαῖο νά κατεβεῖ ἀπό τό δένδρο, λέγοντάς του ὅτι θέλει νά μείνει στό σπίτι του, καί ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε νά χαρίσει τή μισή του περιουσία στούς πτωχούς καί νά ἐπιστρέψει τό τετραπλάσιο σέ ὅσους εἶχε ἀδικήσει ἤ συκοφαντήσει.
Σέ αὐτή τήν ἐντυπωσιακή ἀλλαγή τοῦ ἀρχιτελώνου Ζακχαίου ἑστιάζεται συνήθως ἡ προσοχή μας, καί ὁ Ζακχαῖος ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα τόν πρωταγωνιστή, πού μᾶς διδάσκει μέ τό μέγεθος καί τή δύναμη τῆς μετανοίας του.
Ὅμως ὁ ἱερός εὐαγγελιστής ἀναφέρεται καί σέ κάποιους ἄλλους. Ἀναφέρεται σέ κάποιους πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ Χριστοῦ νά μείνει στήν οἰκία τοῦ Ζακχαίου. Ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ Χριστοῦ νά ἐπισκεφθεῖ κάποιον πού θεωροῦσαν ἁμαρτωλό καί κατά συνέπεια ἀκατάλληλο γιά νά συναναστρέφεται μαζί του ὁ διδάσκαλος.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν τούς κατονομάζει, ἀλλά εἶναι εὐνόητο ποιοί εἶναι. Εἶναι κάποιοι δῆθεν εὐσεβεῖς, κάποιοι πού ἔχουν ἄποψη γιά ὅ,τι συμβαίνει γύρω τους καί ἔχουν μία εὐκολία νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν τούς πάντες, ἀκόμη καί τόν Χριστό, γιά τίς ἐπιλογές του, χωρίς νά λαμβάνουν ὑπόψη τους ἤ νά θέλουν νά κατανοήσουν τή σημασία καί τό βαθύτερο νόημα τῶν ἐπιλογῶν καί πράξεων του. Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι καί σέ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις κατακρίνουν τόν Χριστό καί ἀγανακτοῦν ἐναντίον του, λέγοντας ὅτι πῆγε νά μείνει σέ ἕνα ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.
«Καί ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθεν καταλῦσαι».
Πόση διαφορά ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς δύο εἰκόνες πού μᾶς παρουσίασε τό σημερινό εὐαγγέλιο. Ὁ ἁμαρτωλός Ζακχαῖος ἀνταποκρίνεται στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλάζει τή ζωή του μέ τή μετάνοια καί κερδίζει τή σωτηρία. Οἱ δῆθεν εὐσεβεῖς παραμένουν στήν ἁμαρτία, γιατί ἁμαρτία εἶναι ἡ κατάκριση, καί μάλιστα διπλῆ, γιατί δέν κατακρίνουν μόνο τόν Ζακχαῖο ὡς ἁμαρτωλό ἀλλά καί τόν Χριστό πού τόν ἐπισκέπτεται. Καί ἔτσι στεροῦνται καί τή χαρά τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπολαμβάνει ὁ Ζακχαῖος, καί τή χαρά τῆς σωτηρίας, διότι ὅποιος κρίνει καί κατακρίνει τούς ἀδελφούς του, αὐτός κρίνεται καί κατακρίνεται ἀπό τόν Θεό.
«Καί ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθεν καταλῦσαι».
Ἡ στάση τῶν ἀνθρώπων πού περιγράφει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ὁ γογγυσμός καί ἡ ἀγανάκτησή τους ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ἡ κρίση καί ἡ κατάκρισή τους ἐπαναλαμβάνεται σέ ὅλες τίς ἐποχές. Ἐπαναλαμβάνεται ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀλλά νομίζουν ὅτι μποροῦν νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ὅσα συμβαίνουν σέ αὐτήν καί ὅσα κάνουν οἱ λειτουργοί της, χωρίς νά γνωρίζουν οὔτε τίς συνθῆκες οὔτε τούς λόγους γιά τούς ὁποίους τά κάνουν.
Ἐπαναλαμβάνεται, δυστυχῶς, κάποιες φορές καί ἀπό ἀνθρώπους ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν μία εὐκολία νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ: «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθεῖτε», καί καταδικάζοντας τόν ἑαυτό τους στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶχαν τήν εὐκαιρία καί τή δυνατότητα νά τήν ἀποφύγουν.
Ἔτσι, ἀδικοῦν ὅλοι αὐτοί τόν ἑαυτό τους καί συγχρόνως θέτουν προσκόμματα στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της, οἱ ὁποῖοι, ὅ,τι καί ἄν κάνουν, ἀποβλέπουν στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, πού ἀποτελεῖ καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτό συνέβη καί μέ τόν μεγάλο ἱεράρχη καί πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τοῦ ὁποίου τή μετακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἀπό τά Κόμανα τοῦ Πόντου, ὅπου ἐκοιμήθη ἐξόριστος, στήν Κωνσταντινούπολη ἑορτάζουμε σήμερα.
Βρέθηκε ὁ ἅγιος στό στόχαστρο τῆς κριτικῆς τόσο τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας ὅσο καί κάποιων ἐπισκόπων πού ἐνοχλοῦντο ἀπό τά κηρύγματά του, ἀπό τό ἔργο του, ἀπό τή συμπαράσταση πού προσέφερε στούς πτωχούς καί ἀδικουμένους, ἀπό τήν ἁγία ζωή του. Καί γι᾽ αὐτό τόν συκοφάντησαν, τόν κατεδίκασαν καί τόν ἐξόρισαν, παρά τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού τόν ἀγαποῦσε, ἐμποδίζοντάς τον νά συνεχίσει τό ἔργο του.
Ὅμως τό ἔργο καί ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι αὐτή πού παραμένει ζωντανή μέσα στήν Ἐκκλησία καί μᾶς φωτίζει ὅλους, ἐνῶ ὅσοι τόν ἔκριναν καί τόν κατέκριναν ξεχάστηκαν καί λησμονήθηκαν.
Ἐκεῖνος ἀδικήθηκε ἀπό κάποιους ἀνθρώπους, δικαιώθηκε ὅμως ἀπό τόν Θεό καί τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς μέγας φωστήρ καί ἱεράρχης της.
Ἄς διδαχθοῦμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἀπό τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀλλά καί ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί ἄς ἀποφεύγουμε τήν κρίση καί τήν κατάκριση, ὥστε καί διά τῶν πρεσβειῶν του, νά κερδίσουμε καί ἐμεῖς τή σωτηρία μας, ὅπως καί ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος.
Ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε καί σέ ἄλλη εὐκαιρία, «οὐκ ἦλθε καλέσαι δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν». Εἶδε, λοιπόν, ὅλους πού τόν ἐπευφημοῦσαν, ἀλλά ἤθελε νά σώσει τόν ἁμαρτωλό Ζακχαῖο καί γι᾽ αὐτό ζήτησε νά πάει στό σπίτι του. Καί ὄντως σώθηκε ὁ Ζακχαῖος, πέρα ἀπό τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε, γιατί βασικά μετανόησε γιά τή ζωή του.
Ἔτσι, λοιπόν, πολλές φορές καί ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε γιατί ὁ ἱερεύς, ὁ ἀρχιερεύς μπορεῖ νά κάνει τό ἄλφα ἤ βῆτα ἔργο, γιατί δέν γνωρίζουμε ποιά εἶναι τά κίνητρά του γι᾽ αὐτό τό ἔργο ἤ τήν ἀπόφαση. Βασικά τό ἔργο μας εἶναι νά σώσουμε τόν ἄνθρωπο καί κυρίως αὐτούς πού ἔχουν περισσότερη ἀνάγκη, ὄχι αὐτούς πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ζοῦν μυστηριακή ζωή, ἔχουν ἐξομολόγηση, ἀλλά αὐτούς οἱ ὁποῖοι στεροῦνται ὅλων αὐτῶν, στεροῦνται τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κάθε ποιμένας, κάθε ἱερεύς ἔχει αὐτή τήν ἀγωνία, νά σώσει τόν πλανηθέντα ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά εἴμεθα πολύ προσεκτικοί καί νά μήν κρίνουμε γιά νά μήν κριθοῦμε.