Μητροπολίτης Δράμας: «Τα κλαπέντα κειμήλια της Εικοσιφοίνισσας πονούν την τοπική μας Εκκλησία» – Ηθελημένα ενταφιάζεται η διαδικασία επιστροφής τους
Ο Δράμας Πάυλος για τα κλαπέντα κειμήλια της Μονής Εικοσιφοίνισσας.
Του Αναστάσιου Μαρίνη, θεολόγου-Ιστορικού
Στο χρόνιο ζήτημα της επιστροφής των κλαπέντων κειμηλίων της Ι. Μονής Εικοσιφοινίσσης από το Βουλγαρικό Κράτος, αναφέρθηκε ο Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Πρακτορείο «Ορθοδοξία».
Πρόκειται για ένα ζήτημα που χρονολογείται από τον Μάρτιο του 1917, όταν βουλγαρικά στρατεύματα υπέκλεψαν ένα μεγάλο αριθμό ιερών κειμηλίων της Μονής και τα μετέφεραν στη βουλγαρική πρωτεύουσα, όπου και παρακρατούνται έως σήμερα.
Ο κ. Παύλος, αναφερόμενος στην υπόθεση της επιστροφής των κειμηλίων, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε την αδιαφορία των υπευθύνων να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα, τονίζοντας παράλληλα, πως η χρονοβόρα παρεμπόδιση και επιβράδυνση έναρξης των εργασιών από την Πολιτεία για την επιστροφή των κλαπέντων, προσομοιάζει με έναν τρόπο ηθελημένου ενταφιασμού αυτής της υπόθεσης.
Στα κλαπέντα κειμήλια έχει αναφερθεί και ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος, στο παρελθόν, άσκησε διπλωματικές πιέσεις προκειμένου να ξεκινήσει ο, έστω, σταδιακός επαναπατρισμός τους, κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Σόφια.
Στο ζήτημα αυτό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναφέρθηκε παλαιότερα και ο Ευρωβουλευτής Αλέξης Γεωργούλης, ως αρμόδιος την περίοδο εκείνη για θέματα πολιτισμού και μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου, ο οποίος και δεσμεύτηκε για την εκκίνηση της προσπάθειας σε ευρωπαϊκό πλαίσιο για την επαναφορά των θησαυρών στον φυσικό τους χώρο. κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Μονή, τον Αύγουστο του περασμένου έτους.
Στα κλαπέντα κειμήλια που παρακρατούνται σήμερα στη Σόφια, περιλαμβάνονται θησαυροί ανεκτίμητης αξίας, μεταξύ των οποίων χρυσοκέντητα και μεγάλης αξίας ιερατική άμφια, χρυσά και αργυρά εγκόλπια, επιστήθιοι σταυροί, μίτρες με πολύτιμους λίθους, ράβδοι, ωμοφόρια και στιχάρια χρυσοκέντητα, καλύμματα Αγίας Τραπέζης μεγάλης αξίας, ιερές εικόνες μαργαριτοποίκιλτες, ενδεδυμένες με πολύτιμους λίθους, χρυσά ιερά σκεύη, θυμιατά και εξαπτέρυγα.
Ανάμεσα στα κλαπέντα κειμήλια ξεχωρίζει ένα επίχρυσο Ευαγγέλιο του 1354, γνωστό ως «του Κατακουζηνού», η ποδιά της Παναγίας (Εσθής), η πρώτη, στολισμένη με 55 αργυρά διάφορα αφιερώματα και άλλα Ευαγγέλια από σμάλτο.
Ξεχωριστή θέση στους κλαπέντες θησαυρούς κατέχουν τα ιερά λείψανα, πολλά στον αριθμό, μεταξύ των οποίων η Κάρα του Αγίου Διονυσίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το δεξί χέρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, τεμάχιο λειψάνου του Αποστόλου Ανδρέου κ.ά.
Τον μεγάλο κατάλογο των κλαπέντων συμπληρώνουν παλαιά χειρόγραφοι κώδικες, βιβλία και έντυπα, τεράστιας ιστορικής και πολιτισμικής σημασίας και σπουδαιότητας.
Ο Μητροπολίτης Δράμας, στη συνέντευξή του, καταλήγει «ότι πρόκειται για ένα διαχρονικό πρόβλημα, εδώ και 105 χρόνια, που παραμένει άλυτο και πληγώνει την τοπική εκκλησία».
Μένει να δούμε αν στο επόμενο χρονικό διάστημα θα παρθούν συγκεκριμένους πρωτοβουλίες, τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο προκειμένου να αρχίσει η σταδιακή επιστροφή των θησαυρών στο φυσικό τους χώρο.
Δυο λόγια για την Ι. Μονή:
Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας είναι ένα ιστορικό μοναστήρι με μεγάλη σημασία, καθώς αποτελεί την παλαιότερη εν ενεργεία μονή στη Ελλάδα και την Ευρώπη. Βρίσκεται σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, σε μια κατάφυτη με δέντρα περιοχή, και είναι γυναικείο μοναστήρι που φιλοξενεί 25 περίπου μοναχές.
Η Μονή βρίσκεται στο Νομό Καβάλας, στα όρια με το Νομό Σερρών, αλλά υπάγεται διοικητικά στη Μητρόπολη Δράμας. Οι δύο πιο κοντινές πόλεις σε αυτήν είναι η Δράμα και η Καβάλα, σε ίση περίπου απόσταση 36 χιλιομέτρων.
Ο πρώτος μοναστικός οικισμός χτίστηκε στην περιοχή από τον Άγιο Σώζοντα στα μέσα του 5ου αιώνα, αλλά αργότερα εγκαταλείφθηκε. Κατά την παράδοση, το πρώτο μοναστήρι στο σημείο αυτό ιδρύθηκε από τον Άγιο Γερμανό, μετά την επιστροφή του από την Παλαιστίνη, το 518 μ.Χ.
Το ιδιαίτερο όνομα της μονής προέρχεται από ένα θαύμα που έλαβε χώρα: Όταν ο Άγιος Γερμανός ολοκλήρωσε τα εκκλησάκι της μονής, έψαξε να βρει ένα ξύλο κατάλληλο για να απεικονίσει επάνω του την Παναγία. Όταν το βρήκε και το ετοίμασε, το ξύλο αυτό ξαφνικά ράγισε, και μέσα από ένα λαμπρό κόκκινο (“φοινικούν”) φως εμφανίστηκε η Παναγία με τον Χριστό, και η εικόνα της Παναγίας εντυπώθηκε στο ξύλο. Από τον τρόπο που δημιουργήθηκε η αχειροποίητος αυτή εικόνα (“εικών” + “φοίνισσα”) προέρχεται το χαρακτηριστικό όνομα της ιεράς μονής.
Χαρακτηριστικό της ιστορικότητας του μοναστηριού είναι το Ιερό Βήμα του, το οποίο είναι του 11ου αιώνα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της μονής είναι τα 2 κυπαρίσσια, που με θαυματουργό τρόπο μεγαλώνουν, εδώ και πολλά χρόνια, στη στέγη του ναού. Στο μοναστήρι βρίσκονται και 3 κτίρια με ξενώνες επισκεπτών, που μπορούν να φιλοξενήσουν μέχρι και 200 άτομα.
Μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της μονής γράφτηκε στις 25 Αυγούστου 1507, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν τους 172 μοναχούς της, γιατί στήριζαν τη διατήρηση της ελληνικότητας των κατοίκων της περιοχής. Το μοναστήρι έμεινε έρημο για 3 χρόνια, μέχρι που το ανασύστησαν ξανά 10 μοναχοί που ήρθαν για τον σκοπό αυτό από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, το μοναστήρι αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως πνευματικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας, με τη λεγόμενη “Ελληνική Σχολή” να λειτουργεί σε αυτό, και οι ηγούμενοί του είχαν στενή επαφή με μεγάλες μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην περιοχή, όπως ο Εμμανουήλ Παπάς. Ο 19ος αιώνας, όμως, έμελλε να είναι καταστροφικός για τη μονή, καθώς αυτή έπαθε μεγάλες ζημίες από σεισμό το 1829, κάηκε από πυρκαγιά το 1854, και το 1864 μια τρομερή επιδημία πανώλης αποδεκάτισε τους μοναχούς της.
Οι δοκιμασίες της Ιεράς Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, όμως, συνεχίστηκαν και κατά τον 20ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-1918), οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τον προηγούμενο της μονής, Μακάριο, φυλάκισαν τους μοναχούς, πολλοί από τους οποίους πέθαναν λόγω των απάνθρωπων συνθηκών κράτησης, και υφάρπαξαν τα ιερά κειμήλια της μονής (περισσότερα από 1.500 συνολικά τον αριθμό), τα πιο σημαντικά από τα οποία βρίσκονται και εκτίθενται ακόμη και σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας στη Βουλγαρία, παρά τις πολλές προσπάθειες που έγιναν εδώ και έναν αιώνα για την επιστροφή τους.
Το μοναστήρι υπέστη μεγάλα πλήγματα πάλι κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτή τη φορά, ενώ λειτουργεί κανονικά ξανά από το 1965, όταν έγιναν σε αυτό εκτεταμένες εργασίες αναπαλαίωσης και κατασκευής νέων κτισμάτων, και εγκαταστάθηκε σε αυτό γυναικεία αδελφότητα.