Ο Μητροπολίτης Βεροίας, στο τέλος της θείας Λειτουργίας τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής, με την παρουσία των τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Εν συνεχεία εκφώνησε ομιλία εντός του Ιερού Ναού και αμέσως μετά μετέβη στο προσφυγικό μνημείο στην περιοχή Τσερμένι όπου τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.
Διαβάστε το κήρυγμα του Μητροπολίτη Βεροίας κατά τη Θεία Λειτουργία:
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Δύο προϋποθέσεις θέτει στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριός μας. Δύο προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ὀφείλει νά πληροῖ ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, προκειμένου νά εἶναι γνήσιος ἀκόλουθος τοῦ Κυρίου μας καί νά κληρονομήσει τήν αἰώνιο ζωή. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές δέν ἀφοροῦν μόνο τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κάθε ἄνθρωπο, τόν καθένα δηλαδή ἀπό ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι βαπτισθήκαμε καί φέρουμε τό ὄνομά του. Καί αὐτό γίνεται προφανές ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση πού προηγεῖται τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Τί λέγει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής; «Καί προσκαλεσάμενος» ὁ Ἰησοῦς «τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς».
Δέν ἀπευθύνεται, λοιπόν, ὁ Κύριός μας μόνο στούς δώδεκα μαθητές του, καί δέν θά εἶχε ἰδιαίτερο νόημα νά ἀπευθύνεται μόνο σέ αὐτούς, διότι αὐτοί εἶχαν ἤδη ἀφήσει τά πάντα πίσω τους καί εἶχαν ἀρνηθεῖ καί γονεῖς καί συζύγους καί τέκνα καί συγγενεῖς καί τόν εἶχαν ἀκολουθήσει ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού τούς κάλεσε. Ἀπευθύνεται κυρίως στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού ἄκουε τή διδασκαλία του, ἀλλά συγχρόνως ὑπενθυμίζει καί στούς μαθητές του τίς προϋποθέσεις πού ἀπαιτοῦνται.
Καί τό κάνει αὐτό ὁ Χριστός γιά δύο λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι γιά νά μήν θεωρήσουμε ὅτι οἱ προϋποθέσεις ἀφοροῦν μόνο ἕνα περιορισμένο κύκλο ἀνθρώπων, τῶν μαθητῶν του τότε, τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν στίς ἡμέρες μας, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι μποροῦν νά θεωροῦνται μαθητές του, χωρίς νά ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά τίς τηροῦν.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ τήρηση τῶν προϋποθέσεων αὐτῶν δέν εἶναι μία στιγμιαία πράξη, ἀλλά εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἡ τήρηση τους θά εἶναι διαρκής, καί αὐτό δέν θά πρέπει νά ξεχνοῦμε.
Ποιές εἶναι ὅμως οἱ δύο προϋποθέσεις αὐτές τίς ὁποῖες καλούμεθα νά τηρήσουμε στή ζωή μας, ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε πράγματι μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας του;
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, νά βαδίσει δηλαδή στή ζωή του σύμφωνα μέ τίς ἐντολές καί τό θέλημά του, ἐάν δέν εἶναι ἕτοιμος νά παραμερίσει τά δικά του θέλω καί τίς δικές του ἀδυναμίες, γιά νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ἐάν θεωρεῖ ὅτι ἄλλα πράγματα καί πρόσωπα, ἄλλες ἀπασχολήσεις καί ἐπιδιώξεις ἔχουν στή ζωή του μεγαλύτερη ἀξία καί σημασία ἀπό Ἐκεῖνον.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ἐάν ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του μόνο στιγμιαῖα, μόνο ἐπάνω στόν ἐνθουσιασμό του, καί στή συνέχεια ζεῖ τή ζωή του, ἀκολουθεῖ τίς δικές του ἐπιλογές καί ἐπιθυμίες καί ξεχνᾶ τόν Χριστό. Ἤ ἀκόμη προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά δικά του θέλω μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ, ὅ,τι τόν βολεύει, ὅ,τι δέν τοῦ ἀκυρώνει τό πρόγραμμα πού ἔχει ὁ ἴδιος γιά τή ζωή του.
Ὅλα αὐτά ὅμως δέν εἶναι ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἰδιότητα τοῦ μαθητοῦ καί ἀκολούθου τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητᾶ μόνο νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας προκειμένου νά τόν ἀκολουθήσουμε καί νά βαδίσουμε μέ συνέπεια στά ἴχνη του.
Ὁ σταυρός, λοιπόν, εἶναι ἡ δεύτερη προϋπόθεση τήν ὁποία πρέπει νά τηρήσουμε, καί μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό δέν εἶναι μία εὔκολη ὑπόθεση, ἀλλά συνοδεύεται καί ἀπό θλίψη καί ἀπό πόνο καί ἀπό δυσκολίες καί προβλήματα, τά ὁποῖα καλούμεθα νά ἀντιμετωπίσουμε μέ ὑπομονή καί μέ καρτερία γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά σηκώσουμε ὅμως τόν σταυρό μας θά πρέπει νά ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό βάρος τοῦ δικοῦ μας θελήματος καί τῶν δικῶν μας ἐπιδιώξεων καί ἀδυναμιῶν, διότι διαφορετικά δέν θά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε τό βάρος καί νά σηκώσουμε ὡς γνήσιοι μαθητές τοῦ Κυρίου μας.
Καί αὐτό καλούμεθα νά κάνουμε καί ἐμεῖς, ὅπως ἔκαναν τόσο ἡ ἁγία μάρτυς Σοφία καί οἱ θυγατέρες της Πίστη, Ἀγάπη καί Ἐλπίδα, ὅσο καί οἱ ἱερομάρτυρες καί ἐθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χρυσόστομος Σμύρνης, Ἀμβρόσιος Μοσχονησίων, Γρηγόριος Κυδωνιῶν, Προκόπιος Ἰκονίου, Εὐθύμιος Ζήλων καί οἱ σύν αὐτοῖς ἀναιρεθέντες κατά τή μικρασιατική καταστροφή, τῶν ὁποίων τή μνήμη ἐπιτελοῦμε σήμερα.
Ἄν κατόρθωσαν νά σηκώσουν τόν σταυρό τους, καί μάλιστα ἕνα σταυρό βαρύτερο ἀπό κάθε ἄλλο, γιατί ἦταν σταυρός μαρτυρίου καί θυσίας τῆς ζωῆς τους, ἦταν γιατί προηγουμένως εἶχαν ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό τους καί εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό, ὅπου καί ἄν τούς ὁδηγοῦσε. Καί μπορεῖ νά ὑπέμειναν φοβερά καί πολυώδυνα βασανιστήρια, μπορεῖ νά θυσίασαν τήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή τους, κέρδισαν ὅμως τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός στούς ἐκλεκτούς του, καί καλοῦν καί ἐμᾶς, πού τιμοῦμε σήμερα τή μνήμη τους, νά ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας καί τό παράδειγμά τους, ὥστε νά βαδίσουμε στή ζωή μας ὡς γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί νά φθάσουμε καί ἐμεῖς μέ τή χάρη του καί τίς πρεσβεῖες τους στό ποθητό τέρμα, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Tόν περασμένο Σεπτέμβριο τιμήσαμε τήν ἐπέτειο τῶν 100 χρόνων ἀπό τή Μικρασιατική καταστροφή, ἀπό τή μεγαλύτερη ἐθνική καταστροφή πού ἔπληξε τόν Ἑλληνισμό στά νεώτερα χρόνια, καί μάλιστα πρίν ἀκόμη νά ὁλοκληρώσει τήν ἀπελευθέρωση τῆς πατρώας γῆς ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό.
Ἀπό τά 3 σχεδόν ἑκατομμύρια Ἑλλήνων πού κατοικοῦσαν στή Μικρά Ἀσία, 1.500.000 ἀναγκάσθηκαν βίαια νά ἐγκαταλείψουν τά σπίτια καί τή γῆ τους καί νά γίνουν πρόσφυγες. Σέ 600.000 χιλιάδες ἀνέρχονται οἱ νεκροί πού ἔμειναν πίσω, ἔχοντας ὑπομείνει φοβερά μαρτύρια καί βασανιστήρια, ἐνῶ πολλοί ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή στόν δρόμο πρός τήν Ἑλλάδα καί κάτω ἀπό τίς τραγικές συνθῆκες διαβιώσεως ὑπό τίς ὁποῖες ἔζησαν, ὅταν ἔφθασαν στήν Ἑλλάδα.
Ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, ἡλικιωμένοι, ἀσθενεῖς καί ἀδύναμοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ἄρχοντες καί πτωχοί, ἔζησαν τή φρίκη τῆς μανίας καί τοῦ μίσους τῶν Τούρκων, πού βρίσκοντας ἀφορμή τήν ἀποτυχημένη ἐκστρατεία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στήν Ἰωνία θέλησαν νά ἀφανίσουν ὁριστικά τόν Ἑλληνισμό ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔζησε καί μεγαλούργησε ἐπί 2.500 χρόνια.
Ἔτσι ἔσφαξαν, ἔκαψαν, βασάνισαν μέ κάθε ἀπάνθρωπο τρόπο πού μποροῦσε νά ἐπινοήσει τό μίσος τους γιά ὅ,τι ἑλληνικό, ὄχι μόνο γιά νά τούς ἐκδικηθοῦν ἀλλά καί γιά νά τρομοκρατήσουν καί τούς ὑπόλοιπους καί νά ἐπιτύχουν αὐτό πού αἰῶνες δέν εἶχαν κατορθώσει, νά τούς κάνουν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί τήν ἐθνική τους ταυτότητα.
Οἱ συνθῆκες ἦταν γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας δύσκολες, τραγικές. Διώκοντο μέσα στόν ἴδιο τους τόν τόπο, χωρίς νά εἶναι ὑπαίτιοι κανενός ἐγκλήματος. Ὅμως δέν ὑποχωροῦσαν, δέν συμβιβαζόταν, γιατί ἀντλοῦσαν θάρρος καί δύναμη ἀπό τή στάση τῶν ἱεραρχῶν καί τοῦ κλήρου, τῶν πνευματικῶν τους ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο τούς στήριζαν, τούς παρηγοροῦσαν καί τούς ἐνίσχυαν, ἀλλά προσπαθοῦσαν νά ἀνταποκριθοῦν καί σέ κάθε ἀνάγκη τους.
Καί ἐκεῖνοι, οἱ πατέρες καί οἱ μητέρες μας στή Μικρά Ἀσία αἰσθανόταν τήν Ἐκκλησία μητέρα τους καί τούς ναούς δεύτερα σπίτια τους.
Ποιός μπορεῖ νά μήν θυμηθεῖ τόν μαρτυρικό ἐπίσκοπο τῆς Σμύρνης, τόν ἅγιο Χρυσόστομο, πού εἶχε ἀνοίξει τίς πύλες τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως καί τῆς Μητροπόλεώς του γιά νά φιλοξενήσει χιλιάδες ἀπροστάτευτους καί ἀδύναμους ἀνθρώπους, πού διωγμένοι ἀπό τήν ἐνδοχώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρίν νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ καταστροφή, ζητοῦσαν καταφύγιο, ζητοῦσαν τόπο γιά νά μείνουν μέ τίς οἰκογένειες καί τά παιδιά τους.
Ἡ θαρραλέα στάση τῶν ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά φύγουν γιά νά ἀποφύγουν τό μαρτύριο καί νά γλυτώσουν τή ζωή τους, ἦταν αὐτή πού ἐνίσχυε περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο τόν Μικρασιατικό Ἑλληνισμό.
«Εἶναι παράδοση τοῦ ἱεροῦ μας κλήρου», εἶχε πεῖ στόν καθολικό ἀρχιεπίσκοπο Σμύρνης, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐκφράζοντας καί τούς ἄλλους ἱεράρχες τῶν Μικρασιατικῶν πόλεων, «ἀλλά καί ὑποχρέωση τοῦ καλοῦ ποιμένος νά παραμένει μέ τό ποίμνιό του», μέ ὅποιο κόστος, ζωντανός ἤ νεκρός.
Καί αὐτό ἔκαναν ὅλοι οἱ ἱεράρχες καί οἱ κληρικοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ὅσοι ὑπέστησαν τή θηριωδία τῶν Τούρκων καί μαρτύρησαν, ἀλλά καί ὅσοι συνόδευσαν τό ποίμνιό τους στόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς καί τῶν ἀτρύτων κόπων καί πόνων τούς ὁποίους ὑπέφεραν.
Στά πρόσωπα τῶν κληρικῶν καί τῶν ἱεραρχῶν οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἔβλεπαν τούς ἀγωνιστές ὄχι μόνο τῆς πίστεως ἀλλά καί τοῦ Γένους. Ἔβλεπαν τή συνέχεια καί τήν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ πού ἀγωνιζόταν γιά τήν ἐλευθερία. Ἔβλεπαν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη τους γιά κάθε ἄνθρωπο πού εἶχε ἀνάγκη καί ἦταν τό στήριγμα καί ἡ προστασία κάθε ἀδικουμένου καί διωκομένου χριστιανοῦ.
Καί ἀκόμη γνώριζαν οἱ Μικρασιάτες ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί οἱ λειτουργοί της ἦταν τό σημεῖο ἀναφορᾶς τους σέ κάθε στιγμή, σέ κάθε δυσκολία, σέ κάθε ἀνάγκη. Χάρη σέ αὐτούς εἶχαν διατηρήσει ὄχι μόνο τήν πίστη τους ἀλλά καί τή γλώσσα τους, καί αὐτοί, οἱ κληρικοί, οἱ ἐπίσκοποι, ἦταν ἐκεῖνοι πού τούς ὑπερασπιζόταν θαρραλέα ἀπό τίς ἀδικίες τῶν Τουρκικῶν ἀρχῶν καί οἱ μόνοι πού τούς ἐπισκεπτόταν, ὅταν φυλακιζόταν ἄδικα, χωρίς νά ὑπολογίζουν τί συνέπειες μπορεῖ νά εἶχε γι᾽ αὐτούς μιά τέτοια στάση.
Γνώριζαν ὅμως οἱ Ἕλληνες πόσο ἐπικίνδυνο ἦταν αὐτό πού ἔκαναν οἱ Μητροπολίτες καί οἱ ἱερεῖς τους, γιατί γινόταν καί αὐτοί μέ τή σειρά τους μάρτυρες τῶν δικῶν τους διώξεων ἀπό τούς Τούρκους. Δέν ἦταν ἄλλωστε λίγες οἱ φορές πού τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγκαζόταν νά τούς μεταθέσει σέ ἄλλη Μητρόπολη εἴτε μετά ἀπό ἀπαίτηση τῶν Τούρκων εἴτε γιά νά ἐξομαλυνθοῦν οἱ τεταμένες σχέσεις πού ἐπικρατοῦσαν.
Γνώριζαν ὅμως καί οἱ Τοῦρκοι τή σημασία καί τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κλήρου, γι᾽αὐτό καί οἱ πρῶτοι, στούς ὁποίους ξεσποῦσαν τήν ὀργή τους μέ κάθε εὐκαιρία, ἦταν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ κληρικοί. Ἰδιαίτερα στά χρόνια αὐτά τῶν διωγμῶν τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρασίας πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ὑπέμειναν θάνατο μαρτυρικό, μέ πρῶτο τόν ἡρωικό Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος δέν ὑπέμεινε μόνο φρικτά βασανιστήρια, ἀλλά καί τό ἱερό λείψανό του ὑπέστη τήν πιό ἀνόσια βεβήλωση, τήν ὁποία ἦταν ἀδύνατο νά συλλάβει ποτέ ἀνθρώπινος νοῦ.
Κοντά σ᾽ αὐτόν τόν γενναῖο ἱεράρχη καί ὁ συνεργάτης του ἀπό τή διακονία τους στή Μακεδονία καί στή Δράμα, ὁ Μητροπολίτης Κυδωνιῶν ἅγιος ἐθνοϊερομάρτυρας Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος στίς κρίσιμες ὧρες πρίν ἀπό τήν καταστροφή προσπάθησε νά πείσει ὅσο περισσότερους Ἕλληνες μποροῦσε νά φύγουν πρός τή Μυτιλήνη καί μέ τήν ἐπιμονή του κατόρθωσε νά ἔλθουν ἑλληνικά πλοῖα μέ ἀμερικανική σημαία στό Ἀϊβαλί, στά ὁποῖα ἐπιβιβάσθηκαν 20 ἀπό τίς 35 χιλιάδες Ἑλλήνων τῆς ἐπαρχίας του καί σώθηκαν.
Ὁ ἴδιος παρέμεινε στήν πόλη, στό Ἀϊβαλί, συνελήφθη μαζί μέ δεκάδες ἱερεῖς καί προκρίτους καί σφαγιάσθηκε.
Μαρτυρικό τέλος εἶχε καί ὁ Μητροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, βοηθός ἀρχικά τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης πού τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο, ἐξελέγη Μητροπολίτης Μοσχονησίων μόλις τόν Φεβρουάριο τοῦ 1922. Ἡ συνεργασία καί ὁ σύνδεσμός του μέ τόν Μητροπολίτη Σμύρνης ἦταν ἀφορμή γιά τόν μαρτυρικό θάνατό του. Συνελήφθη καί αὐτός ἀπό τούς Τούρκους στίς 15 Σεπτεμβρίου καί μαζί μέ ἄλλους ἱερεῖς τόν ἔθαψαν ζωντανό σέ ἕναν λάκκο ἔξω ἀπό τίς Κυδωνιές.
Συνεργάτης τοῦ ἡρωϊκοῦ Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανοῦ Καραβαγγέλη ὁ τρίτος ἅγιος ἱεράρχης, ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος ἀνέπτυξε μέ μεγάλη ἐθνική δράση στόν Πόντο καί ὅπου ἀλλοῦ διακόνησε. Συνελήφθη καί αὐτός, φυλακίσθηκε καί ὑπέμεινε φρικτά βασανιστήρια στή φυλακή, ὅπου καί ἄφησε τήν τελευταία του πνοή.
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως δέν περιορίσθηκαν σ᾽ αὐτό καί κρέμασαν τό ἱερό λείψανό του ἀπό ἕνα δένδρο στήν πλατεία τῆς Ἀμασείας γιά παραδειγματισμό.
Σημαντικότατη ἦταν καί ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Προκοπίου, μητροπολίτου Ἰκονίου.
Ἀπό τό 1911, ὁπότε ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἰκονίου, ἀφοῦ εἶχε ποιμάνει προηγουμένως τή Φιλαδέλφεια, τό Δυρράχιο καί ἀρκετές πόλεις τῆς Μακεδονίας, μερίμνησε ἰδιαίτερα γιά τήν ἵδρυση σχολείων καί τήν τόνωση τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων. Ἰδιαίτερα σθεναρή ἦταν ἡ ἀντίστασή του στήν προσπάθεια τῶν Τούρκων νά παραπλανήσουν τούς χριστιανούς ἱδρύοντας ἕνα ψευδεπίγραφο πατριαρχεῖο.
Γιά τή δράση του ἐξορίστηκε ἀπό τούς Τούρκους καί τελικά πέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τίς ταλαιπωρίες.
Τούς πέντε αὐτούς μαρτυρικούς ἱεράρχες μαζί μέ δεκάδες κληρικούς καί τούς λοιπούς μαρτυρικῶς τελειωθέντες κατά τή Μικρασιατική καταστροφή ἀνέγραψε ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἁγιολογικές της δέλτους πρίν ἀπό 30 ἀκριβῶς χρόνια, γιά νά τούς τιμᾶ ὡς ἁγίους καί μάρτυρες καί νά μνημονεύει τή θυσία καί τό μαρτύριό τους γιά τήν πίστη στόν Χριστό.
Τό μαρτύριό τους ἀποτελεῖ ὄχι μόνο γιά τούς Μικρασιάτες, οἱ ὁποῖοι δικαίως τούς τιμοῦν, ἔχοντας δώσει τά ὀνόματά τους σέ πολλές ὁδούς τῶν τόπων ὅπου ἐγκαταστάθησαν, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν Ἑλληνισμό, τήν πιό ἰσχυρή ἀνάμνηση τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐθνικῆς καταστροφῆς ἀλλά καί τῆς γενναιότητος αὐτῶν τῶν ἐθνοϊερομαρτύρων, χάρη στούς ὁποίους ἡ Μικρά Ἀσία δέν εἶναι μία χαμένη πατρίδα, ἀλλά εἶναι ἡ πατρίδα πού μένει ζωντανή στήν ψυχή μας καί θά παραμένει ἀλησμόνητη ὅσες γενιές καί ἄν περάσουν.
Γιατί κανείς δέν θά μπορέσει νά ξεχάσει ὅσα φοβερά ὑπέστη ἄδικα καί ἀναίτια ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός, ἀλλά καί ὅσα πολλά προσέφεραν οἱ ἅγιοι πού τιμοῦμε σήμερα καί ὅλοι οἱ μαρτυρικῶς τελειωθέντες κατά τή Μικρασιατική καταστροφή γιά τή διατήρηση τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ στίς πατρογονικές ἑστίες, ὥστε νά μήν σβύσουν οἱ λυχνίες τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, πού καῖνε πλέον καί θά καῖνε στίς ψυχές μας.