Dogma

Μνημόσυνο για τα θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής στη Μητρόπολη Βεροίας

Την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου (μετά της Υψώσεως) το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.

Ο Μητροπολίτης Βεροίας, στο τέλος της θείας Λειτουργίας τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής, με την παρουσία των τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Εν συνεχεία εκφώνησε ομιλία εντός του Ιερού Ναού και αμέσως μετά μετέβη στο προσφυγικό μνημείο στην περιοχή Τσερμένι όπου τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων.

Διαβάστε το κήρυγμα του Μητροπολίτη Βεροίας κατά τη Θεία Λειτουργία:

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολου­θεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».

Δύο προϋποθέσεις θέτει στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριός μας. Δύο προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ὀφείλει νά πληροῖ ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νά ἐπιτύ­χει τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, προ­κειμένου νά εἶναι γνήσιος ἀκόλου­θος τοῦ Κυρίου μας καί νά κληρο­νομήσει τήν αἰώνιο ζωή. Οἱ προϋ­πο­θέσεις αὐτές δέν ἀφοροῦν μόνο τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κάθε ἄνθρωπο, τόν καθένα δηλαδή ἀπό ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι βαπτισθήκαμε καί φέρουμε τό ὄνο­μά του. Καί αὐτό γίνεται προφανές ἀπό τήν εἰσαγωγική φράση πού προ­ηγεῖται τῆς εὐαγγελικῆς περι­κο­πῆς.

Τί λέγει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής; «Καί προσκαλεσάμενος» ὁ Ἰησοῦς «τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐ­τοῦ εἶπεν αὐτοῖς».

Δέν ἀπευθύνεται, λοιπόν, ὁ Κύ­ριός μας μόνο στούς δώδεκα μαθη­τές του, καί δέν θά εἶχε ἰδιαίτερο νόημα νά ἀπευθύνεται μόνο σέ αὐ­τούς, διότι αὐτοί εἶχαν ἤδη ἀφήσει τά πάντα πίσω τους καί εἶχαν ἀρ­νηθεῖ καί γονεῖς καί συζύγους καί τέκνα καί συγγενεῖς καί τόν εἶχαν ἀκολουθήσει ἀπό τήν πρώτη στιγ­μή πού τούς κάλεσε. Ἀπευθύνεται κυρίως στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού ἄκουε τή διδασκαλία του, ἀλλά συγχρόνως ὑπενθυμίζει καί στούς μαθητές του τίς προϋπο­θέ­σεις πού ἀπαιτοῦνται.

Καί τό κάνει αὐτό ὁ Χριστός γιά δύο λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι γιά νά μήν θεωρήσουμε ὅτι οἱ προϋποθέ­σεις ἀφοροῦν μόνο ἕνα περιορι­σμέ­νο κύκλο ἀνθρώπων, τῶν μα­θητῶν του τότε, τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν στίς ἡμέρες μας, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι μποροῦν νά θεωροῦνται μαθητές του, χωρίς νά ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά τίς τηροῦν.

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ τή­ρηση τῶν προϋποθέσεων αὐτῶν δέν εἶναι μία στιγμιαία πράξη, ἀλλά εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἡ τήρηση τους θά εἶναι διαρκής, καί αὐτό δέν θά πρέπει νά ξεχνοῦμε.

Ποιές εἶναι ὅμως οἱ δύο προϋπο­θέ­σεις αὐτές τίς ὁποῖες καλούμεθα νά τηρήσουμε στή ζωή μας, ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε πράγματι μα­θη­τές τοῦ Χριστοῦ καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας του;

Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, νά βαδί­σει δηλαδή στή ζωή του σύμφωνα μέ τίς ἐντολές καί τό θέλημά του, ἐάν δέν εἶναι ἕτοιμος νά παραμερί­σει τά δικά του θέλω καί τίς δικές του ἀδυναμίες, γιά νά κάνει αὐτό πού ζητᾶ ὁ Χριστός.

Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθή­σει τόν Χριστό, ἐάν θεωρεῖ ὅτι ἄλλα πράγματα καί πρόσωπα, ἄλ­λες ἀπασχολήσεις καί ἐπιδιώξεις  ἔχουν στή ζωή του μεγαλύτερη ἀξία καί σημασία ἀπό Ἐκεῖνον.

Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθή­σει τόν Χριστό, ἐάν ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του μόνο στιγμιαῖα, μόνο ἐπάνω στόν ἐνθουσιασμό του, καί στή συνέχεια ζεῖ τή ζωή του, ἀκο­λουθεῖ τίς δικές του ἐπιλογές καί ἐπιθυμίες καί ξεχνᾶ τόν Χριστό. Ἤ  ἀκόμη προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά δικά του θέλω μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ, ὅ,τι τόν βολεύει, ὅ,τι δέν τοῦ ἀκυρώνει τό πρόγραμμα πού ἔχει ὁ ἴδιος γιά τή ζωή του.

Ὅλα αὐτά ὅμως δέν εἶναι ἀπάρ­νηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί δέν συμ­βιβάζονται μέ τήν ἰδιότητα τοῦ μαθητοῦ καί ἀκολούθου τοῦ Χρι­στοῦ. Γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητᾶ μόνο νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας προκειμένου νά τόν ἀκολουθήσουμε καί νά βαδίσουμε μέ συνέπεια στά ἴχνη του.

Ὁ σταυρός, λοιπόν, εἶναι ἡ δεύ­τερη προϋπόθεση τήν ὁποία πρέπει νά τηρήσουμε, καί μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό νά ἀκολουθήσουμε τόν Χρι­στό δέν εἶναι μία εὔκολη ὑπόθεση, ἀλλά συνοδεύεται καί ἀπό θλίψη καί ἀπό πόνο καί ἀπό δυσκολίες καί προβλήματα, τά ὁποῖα καλού­με­θα νά ἀντιμετωπίσουμε μέ ὑπο­μονή καί μέ καρτερία γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Γιά νά σηκώσουμε ὅμως τόν σταυ­ρό μας θά πρέπει νά ἔχουμε ἀπαλ­λαγεῖ ἀπό τό βάρος τοῦ δικοῦ μας θελήματος καί τῶν δικῶν μας ἐπι­διώξεων καί ἀδυναμιῶν, διότι δια­φορετικά δέν θά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε τό βάρος καί νά σηκώ­σουμε ὡς γνήσιοι μαθητές τοῦ Κυ­ρίου μας.

Καί αὐτό καλούμεθα νά κάνουμε καί ἐμεῖς, ὅπως ἔκαναν τόσο ἡ ἁγία μάρτυς Σοφία καί οἱ θυγατέρες της Πίστη, Ἀγάπη καί Ἐλπίδα, ὅσο καί οἱ ἱερομάρτυρες καί ἐθνομάρτυρες Μητροπολίτες Χρυσόστομος Σμύρ­νης, Ἀμβρόσιος Μοσχονησίων, Γρη­γόριος Κυδωνιῶν, Προκόπιος Ἰκονίου, Εὐθύμιος Ζήλων καί οἱ σύν αὐτοῖς ἀναιρεθέντες κατά τή μικρασιατική καταστροφή, τῶν ὁποίων τή μνήμη ἐπιτελοῦμε σή­με­ρα.

Ἄν κατόρθωσαν νά σηκώσουν τόν σταυρό τους, καί μάλιστα ἕνα σταυρό βαρύτερο ἀπό κάθε ἄλλο, γιατί ἦταν σταυρός μαρτυρίου καί θυσίας τῆς ζωῆς τους, ἦταν γιατί προηγουμένως εἶχαν ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό τους καί εἶχαν ἀποφα­σίσει νά ἀκολουθήσουν τόν Χρι­στό, ὅπου καί ἄν τούς ὁδηγοῦσε. Καί μπορεῖ νά ὑπέμειναν φοβερά καί πολυώδυνα βασανιστήρια, μπο­ρεῖ νά θυσίασαν τήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή τους, κέρδισαν ὅμως τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ὑποσχέ­θηκε ὁ Χριστός στούς ἐκλεκτούς του, καί καλοῦν καί ἐμᾶς, πού τιμοῦμε σήμερα τή μνήμη τους, νά ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας καί τό παράδειγμά τους, ὥστε νά βαδίσουμε στή ζωή μας ὡς γνήσιοι μαθητές τοῦ Χρι­στοῦ καί νά φθάσουμε καί ἐμεῖς μέ τή χάρη του καί τίς πρεσβεῖες τους στό ποθητό τέρμα, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Tόν περασμένο Σεπτέμβριο τιμή­σαμε τήν ἐπέτειο τῶν 100 χρόνων ἀπό τή Μικρασιατική καταστροφή, ἀπό τή μεγαλύτερη ἐθνική κατα­στρο­φή πού ἔπληξε τόν Ἑλληνισμό στά νεώτερα χρόνια, καί μάλιστα πρίν ἀκόμη νά ὁλοκληρώσει τήν ἀπελευθέρωση τῆς πατρώας γῆς ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό.

Ἀπό τά 3 σχεδόν ἑκατομμύρια Ἑλ­λήνων πού κατοικοῦσαν στή Μι­κρά Ἀσία, 1.500.000 ἀναγκάσθηκαν βίαια νά ἐγκαταλείψουν τά σπίτια καί τή γῆ τους καί νά γίνουν πρόσ­φυγες. Σέ 600.000 χιλιάδες ἀνέρχο­νται οἱ νεκροί πού ἔμειναν πίσω, ἔχοντας ὑπομείνει φοβερά μαρτύ­ρια καί βασανιστήρια, ἐνῶ πολλοί ἄφη­σαν τήν τελευταία τους πνοή στόν δρόμο πρός τήν Ἑλλάδα καί κάτω ἀπό τίς τραγικές συνθῆκες διαβιώ­σεως ὑπό τίς ὁποῖες ἔζησαν, ὅταν ἔφθασαν στήν Ἑλλάδα.

Ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, ἡλι­κι­ω­μένοι, ἀσθενεῖς καί ἀδύναμοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ἄρχοντες καί πτωχοί, ἔζησαν τή φρίκη τῆς μα­νίας καί τοῦ μίσους τῶν Τούρ­κων, πού βρίσκοντας ἀφορμή τήν ἀποτυ­χημένη ἐκστρατεία τοῦ ἑλ­λη­­νικοῦ στρατοῦ στήν Ἰωνία θέ­λη­­σαν νά ἀφανίσουν ὁριστικά τόν Ἑλληνισμό ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔζησε καί μεγαλούργησε ἐπί 2.500 χρόνια.

Ἔτσι ἔσφαξαν, ἔκαψαν, βασάνι­σαν μέ κάθε ἀπάνθρωπο τρόπο πού μποροῦσε νά ἐπινοήσει τό μίσος τους γιά ὅ,τι ἑλληνικό, ὄχι μόνο γιά νά τούς ἐκδικηθοῦν ἀλλά καί γιά νά τρομοκρατήσουν καί τούς ὑπόλοιπους καί νά ἐπιτύχουν αὐτό πού αἰῶνες δέν εἶχαν κατορθώσει, νά τούς κάνουν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί τήν ἐθνική τους ταυ­τότητα.

Οἱ συνθῆκες ἦταν γιά τόν Ἑλ­λη­νισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας δύσκο­λες, τραγικές. Διώκοντο μέσα στόν ἴδιο τους τόν τόπο, χωρίς νά εἶναι ὑπαί­τιοι κανενός ἐγκλήματος. Ὅμως δέν ὑποχωροῦσαν, δέν συμ­βι­βαζό­ταν, γιατί ἀντλοῦσαν θάρ­ρος καί δύναμη ἀπό τή στάση τῶν ἱεραρ­χῶν καί τοῦ κλήρου, τῶν πνευμα­τικῶν τους ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο τούς στήριζαν, τούς παρηγο­ροῦσαν καί τούς ἐνίσχυ­αν, ἀλλά προσπα­θοῦσαν νά ἀνταπο­κρι­θοῦν καί σέ κάθε ἀνάγκη τους.

Καί ἐκεῖ­νοι, οἱ πατέρες καί οἱ μη­τέρες μας στή Μικρά Ἀσία αἰσθανό­ταν τήν Ἐκκλησία μητέρα τους καί τούς ναούς δεύτερα σπίτια τους.

Ποιός μπορεῖ νά μήν θυμηθεῖ τόν μαρτυρικό ἐπίσκοπο τῆς Σμύρνης, τόν ἅγιο Χρυσόστομο, πού εἶχε ἀνοίξει τίς πύλες τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως καί τῆς Μητρο­πόλεώς του γιά νά φιλοξενήσει χιλιά­δες ἀπροστάτευτους καί ἀδύ­να­μους ἀνθρώπους, πού διωγμένοι ἀπό τήν ἐνδοχώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας, πρίν νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ κατα­στρο­φή, ζητοῦσαν καταφύγιο, ζη­τοῦ­σαν τόπο γιά νά μείνουν μέ τίς οἰκογέ­νειες καί τά παιδιά τους.

Ἡ θαρραλέα στάση τῶν ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά φύγουν γιά νά ἀποφύγουν τό μαρτύριο καί νά γλυτώσουν τή ζωή τους, ἦταν αὐτή πού ἐνίσχυε περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο τόν Μικρασιατικό Ἑλ­ληνισμό.

«Εἶναι παράδοση τοῦ ἱεροῦ μας κλήρου», εἶχε πεῖ στόν καθολικό ἀρχιεπίσκοπο Σμύρνης, ὁ ἅγιος Χρυ­σό­στομος, ἐκφράζοντας καί τούς ἄλλους ἱεράρχες τῶν Μικρα­σια­τικῶν πόλεων, «ἀλλά καί ὑπο­χρέωση τοῦ καλοῦ ποιμέ­νος νά παραμένει μέ τό ποίμνιό του», μέ ὅποιο κόστος, ζωντανός ἤ νεκρός.

Καί αὐτό ἔκαναν ὅλοι οἱ ἱεράρχες καί οἱ κληρικοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ὅσοι ὑπέστησαν τή θηριωδία τῶν Τούρκων καί μαρτύρησαν, ἀλλά καί ὅσοι συνόδευσαν τό ποί­μνιό τους στόν δρόμο τῆς προσφυ­γιᾶς καί τῶν ἀτρύτων κόπων καί πόνων τούς ὁποίους ὑπέφεραν.

Στά πρόσωπα τῶν κληρικῶν καί τῶν ἱεραρχῶν οἱ Ἕλληνες τῆς Μι­κρᾶς Ἀσίας ἔβλεπαν τούς ἀγω­νι­στές ὄχι μόνο τῆς πίστεως ἀλλά καί τοῦ Γένους. Ἔβλεπαν τή συνέ­χεια καί τήν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνι­σμοῦ πού ἀγωνιζόταν γιά τήν ἐλευ­θερία. Ἔβλεπαν τήν ἀνιδιοτε­λῆ ἀγάπη τους γιά κάθε ἄνθρωπο πού εἶχε ἀνά­γκη καί ἦταν τό στήριγμα καί ἡ προστασία κάθε ἀδικουμένου καί διωκομένου χρι­στια­νοῦ.

Καί ἀκόμη γνώριζαν οἱ Μικρα­σιά­τες ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί οἱ λειτουρ­γοί της ἦταν τό σημεῖο ἀνα­φορᾶς τους σέ κάθε στιγμή, σέ κάθε δυ­σκολία, σέ κάθε ἀνάγκη. Χάρη σέ αὐτούς εἶχαν διατηρήσει ὄχι μόνο τήν πίστη τους ἀλλά καί τή γλώσσα τους, καί αὐτοί, οἱ κληρικοί, οἱ ἐπί­σκοποι, ἦταν ἐκεῖ­νοι πού τούς ὑπερασπιζόταν θαρ­ραλέα ἀπό τίς ἀδικίες τῶν Τουρκι­κῶν ἀρχῶν καί οἱ μόνοι πού τούς ἐπισκεπτόταν, ὅταν φυλακιζόταν ἄδικα, χωρίς νά ὑπολογίζουν τί συνέπειες μπορεῖ νά εἶχε γι᾽ αὐτούς μιά τέτοια στάση.

Γνώριζαν ὅμως οἱ Ἕλληνες πόσο ἐπικίνδυνο ἦταν αὐτό πού ἔκαναν οἱ Μητροπολίτες καί οἱ ἱερεῖς τους, γιατί γινόταν καί αὐτοί μέ τή σειρά τους μάρτυρες τῶν δικῶν τους διώ­ξεων ἀπό τούς Τούρκους. Δέν ἦταν ἄλλωστε λίγες οἱ φορές πού τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνα­γκα­ζόταν νά τούς μεταθέσει σέ ἄλ­λη Μητρόπολη εἴτε μετά ἀπό ἀπαί­τηση τῶν Τούρκων εἴτε γιά νά ἐξο­μα­λυνθοῦν οἱ τεταμένες σχέσεις πού ἐπικρατοῦσαν.

Γνώριζαν ὅμως καί οἱ Τοῦρκοι τή σημασία καί τόν ρόλο τῆς Ἐκκλη­σίας καί τοῦ κλήρου, γι᾽αὐτό καί οἱ πρῶτοι, στούς ὁποίους ξεσποῦσαν τήν ὀργή τους μέ κάθε εὐκαιρία, ἦταν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ κληρικοί. Ἰδιαίτερα στά χρόνια αὐτά τῶν διωγμῶν τῶν Ἑλλήνων τῆς Μι­κρα­σίας πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ὑπέμειναν θάνατο μαρτυρικό, μέ πρῶτο τόν ἡρωικό Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος δέν ὑπέμεινε μόνο φρικτά βασανιστή­ρια, ἀλλά καί τό ἱερό λείψανό του ὑπέστη τήν πιό ἀνόσια βεβήλωση, τήν ὁποία ἦταν ἀδύνατο νά συλλά­βει ποτέ ἀνθρώπινος νοῦ.

Κοντά σ᾽ αὐτόν τόν γενναῖο ἱε­ράρ­­χη καί ὁ συνεργάτης του ἀπό τή διακονία τους στή Μακεδονία καί στή Δράμα, ὁ Μητροπολίτης Κυδω­νιῶν ἅγιος ἐθνοϊερομάρτυρας Γρη­γό­ριος, ὁ ὁποῖος στίς κρίσιμες ὧρες πρίν ἀπό τήν καταστροφή προσπά­θησε νά πείσει ὅσο περισσότερους Ἕλ­λη­νες μποροῦσε νά φύγουν πρός τή Μυτιλήνη καί μέ τήν ἐπιμ­ονή του κατόρθωσε νά ἔλθουν ἑλληνι­κά πλοῖα μέ ἀμερικανική σημαία στό Ἀϊβαλί, στά ὁποῖα ἐπιβιβάσθηκαν 20 ἀπό τίς 35 χιλιάδες Ἑλλήνων τῆς ἐπαρχίας του καί σώθηκαν.

Ὁ ἴδιος παρέμεινε στήν πόλη, στό Ἀϊβαλί, συνελήφθη μαζί μέ δεκά­δες ἱερεῖς καί προκρίτους καί σφα­γιά­σθηκε.

Μαρτυρικό τέλος εἶχε καί ὁ Μη­τροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρό­σιος, βοηθός ἀρχικά τοῦ Μητροπο­λί­του Σμύρνης πού τόν χειροτό­νη­σε ἐπίσκοπο, ἐξελέγη Μητροπολί­της Μοσχο­νησίων μόλις τόν Φε­βρου­άριο τοῦ 1922. Ἡ συνεργασία καί ὁ σύνδεσμός του μέ τόν Μη­τροπο­λίτη Σμύρνης ἦταν ἀφορμή γιά τόν μαρτυρικό θάνατό του. Συνελήφθη καί αὐτός ἀπό τούς Τούρκους στίς 15 Σεπτεμβρίου καί μαζί μέ ἄλλους ἱερεῖς τόν ἔθαψαν ζωντανό σέ ἕναν λάκκο ἔξω ἀπό τίς Κυδωνιές.

Συνεργάτης τοῦ ἡρωϊκοῦ Μητρο­πολίτη Καστορίας Γερμανοῦ Καρα­βαγ­γέλη ὁ τρίτος ἅγιος ἱεράρχης, ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος ἀνέ­πτυξε μέ μεγάλη ἐθνική δράση στόν Πόντο καί ὅπου ἀλλοῦ δια­κόνησε. Συνελήφθη καί αὐτός, φυλα­κίσθηκε καί ὑπέμεινε φρικτά βασανιστήρια στή φυλακή, ὅπου καί ἄφησε τήν τελευ­ταία του πνοή.

Οἱ Τοῦρκοι ὅμως δέν περιορίσθη­καν σ᾽ αὐτό καί κρέ­μασαν τό ἱερό λείψανό του ἀπό ἕνα δένδρο στήν πλατεία τῆς Ἀμα­σεί­ας γιά παρα­δειγ­μα­τισμό.

Σημαντικότατη ἦταν καί ἡ προσ­φορά τοῦ ἁγίου Προκοπίου, μητρο­πολίτου Ἰκονίου.

Ἀπό τό 1911, ὁπότε ἐξελέγη Μη­τρο­πολί­της Ἰκο­νίου, ἀφοῦ εἶχε ποιμάνει προη­γου­μένως τή Φιλα­δέλ­φεια, τό Δυρρά­χιο καί ἀρκετές πόλεις τῆς Μακε­δονίας, μερίμνησε ἰδιαίτερα γιά τήν ἵδρυση σχολείων καί τήν τόνωση τῶν ἑλληνικῶν κοι­νοτή­των. Ἰδιαίτερα σθεναρή ἦταν ἡ ἀντίστασή του στήν προ­σπά­θεια τῶν Τούρκων νά παρα­πλα­νήσουν τούς χριστιανούς ἱδρύ­οντας ἕνα ψευ­δεπίγραφο πατριαρ­χεῖο.

Γιά τή δράση του ἐξορίστηκε ἀπό τούς Τούρκους καί τελικά πέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τίς ταλαιπω­ρίες.

Τούς πέντε αὐτούς μαρτυρικούς ἱεράρχες μαζί μέ δεκάδες κληρι­κούς καί τούς λοιπούς μαρτυρικῶς τελειωθέντες κατά τή Μικρασια­τική καταστροφή ἀνέγραψε ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἁγιολογικές της δέλτους πρίν ἀπό 30 ἀκριβῶς χρό­νια, γιά νά τούς τιμᾶ ὡς ἁγίους καί μάρτυρες καί νά μνημονεύει τή θυσία καί τό μαρτύριό τους γιά τήν πίστη στόν Χριστό.

Τό μαρτύριό τους  ἀποτελεῖ ὄχι μό­­νο γιά τούς Μικρασιάτες, οἱ ὁποῖοι δικαίως τούς τιμοῦν, ἔχο­ντας δώσει τά ὀνόματά τους σέ πολ­λές ὁδούς τῶν τόπων ὅπου ἐγ­κα­ταστάθησαν, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν Ἑλληνισμό, τήν πιό ἰσχυρή ἀνά­­μνηση τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐθνι­κῆς καταστροφῆς ἀλλά καί τῆς γεν­ναιότητος αὐτῶν τῶν ἐθνο­ϊε­ρο­­­μαρτύρων, χάρη στούς ὁποίους ἡ Μικρά Ἀσία δέν εἶναι μία χαμένη πατρίδα, ἀλλά εἶναι ἡ πατρίδα πού μένει ζωντανή στήν ψυχή μας καί θά παραμένει ἀλησμόνητη ὅσες γε­νιές καί ἄν περάσουν.

Γιατί κανείς δέν θά μπορέσει νά ξεχάσει ὅσα φοβερά ὑπέστη ἄδικα καί ἀναίτια ὁ Μικρασιατικός Ἑλ­ληνισμός, ἀλλά καί ὅσα πολλά προσέφεραν οἱ ἅγιοι πού τιμοῦμε σήμερα καί ὅλοι οἱ μαρ­τυρικῶς τελειωθέντες κατά τή Μικρασιατι­κή καταστροφή γιά τή διατήρηση τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλ­λη­νισμοῦ στίς πατρογονικές ἑστί­ες, ὥστε νά μήν σβύσουν οἱ λυχνίες τῶν Ἐκ­κλησιῶν τῆς Ἀποκαλύ­ψε­ως, πού καῖνε πλέον καί θά καῖνε στίς ψυχές μας.