Το μοναστήρι ιδρύθηκε το έτος 1148 με προσωπική εργασία των πιστών της περιοχής.
Άκμασε τον 18ο αιώνα, συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό μοναχών. Σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ γίνεται αναφορά για τη Μονή της Μπουνάσας ως γυναικεία μονή στις αρχές του 17ου αιώνα, που, όμως, μετράπηκε σε ανδρώνα το 18ο αιώνα. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και τυπολογικά ανήκει στους αθωνικούς ναούς. Στο μοναστήρι της Μπουνάσας λειτουργούσε και βιβλιοδετικό εργαστήριο, του οποίου γνωρίζουμε έναν βιβλιογράφο, το μοναχό Γαλάκτιο, που άρχισε το μοναχικό του βίο εκεί το έτος 1601.
Το μοναστήρι στην περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει μεγάλη αντιστασιακή δράση. Ήταν λημέρι κλεφτών και αρματωλών, καθώς και νοσοκομείο για τους λαβωμένους. Εδώ, άλλωστε, είχαν ζητήσει πολλές φορές καταφύγιο ξακουστοί Μακεδονομάχοι, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Θεόδωρος Ζιάκας, γνωστός ήρωας στην περιοχή των Γρεβενών. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το μοναστήρι επί Τουρκοκρατίας ήταν και κρυφό σχολειό. Παιδιά από τη γύρω περιοχή, και κυρίως από την Παλιουριά, έρχονταν νύχτα εδώ και με κίνδυνο της ζωής τους, για να μάθουν ελληνικά γράμματα.
Η Ευαγγελίστρια ήταν, από τον καιρό της ανέγερσής της έως την παρακμή της, ξακουστή για τον πλούτο της. Μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και αμπελιών ανήκαν στο μοναστήρι, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής δεν παρέλειπαν να συνδράμουν στο ταμείο του μοναστηριού με αρνιά και κατσίκια, ή με μέρος της ετήσιας σοδειάς τους. Τα χωράφια του μοναστηριού βρίσκονταν κυρίως στην περιοχή Καρούτι κοντά στην Παλιουριά.
Εκτός όμως από χωράφια, το μοναστήρι είχε και δικά του κοπάδια με πρόβατα, καθώς και δικούς του στάβλους. Είχε επίσης και μελίσσια, που απέδιδαν πολλά κιλά μέλι κάθε χρόνο, όπως και αγελάδες, ξακουστές για το γάλα τους από το οποίο έφτιαχναν το πιο νόστιμο τυρί της περιοχής. Λέγεται ότι το μοναστήρι είχε τα καλύτερα βόδια σε όλη τη γύρω περιοχή και τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα που γινόταν τότε με ξυλάλετρο. Ακόμη, το μοναστήρι είχε στην κατοχή του πολλά μουλάρια, μόνο θηλυκά, που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή ως μέσο μεταφοράς.
Το μοναστήρι, σύμφωνα με την παράδοση, το προστάτευε η Παναγία. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1944, οι Γερμανοί έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και οι κάτοικοι για να προστατευτούν, ζήτησαν προστασία στο μοναστήρι. Στις 10 Φεβρουαρίου, οι αδίστακτοι κατακτητές έριξαν με όλμο τρία βλήματα προς το μοναστήρι, από τη διασταύρωση Δεσκάτης, κοντά στην περιοχή Λάκκο, με σκοπό να σκοτώσουν όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο ναό του μοναστηριού. Πράγματι, το ένα βλήμα έπεσε μπροστά στην είσοδο του ναού, το δεύτερο τρύπησε τον τρούλο και έπεσε στο κέντρο ακριβώς του ναού και το τρίτο χτύπησε το καμπαναριό, που βρίσκεται λίγα μέτρα ψηλότερα από το χώρο του ναού. Όμως, κανένα από τα τρία βλήματα δεν έσκασε και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα.
Κάτοικοι της περιοχής πίστευαν ότι η προστασία στο μοναστήρι οφειλόταν στην απείρου κάλλους εικόνα του Ευαγγελισμού, που αυτό είχε. Η εικόνα αυτή ήταν φτιαγμένη από καθαρό ασήμι που απεικόνιζε τον Αρχάγγελο την ώρα που πρόσφερε τον κρίνο στη Μαρία.
Από τη βρύση μέσα στο ιερό ανάβλυζε καθαγιασμένο νερό, το λεγόμενο φριξονέρι. Αυτό το νερό, οι πιστοί το δίνουν στα παιδιά και στους μεγάλους για να μην φοβούνται. Θεωρείται μάλιστα το καλύτερο γιατρικό για παιδιά με σπασμούς.