Μονή Τοπλού: Το πράσινο μοναστήρι
Η Μονή είναι ευφήμως γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα περίφημα βιολογικά της προϊόντα, το κρασί και το ελαιόλαδο με την ιστορική επωνυμία «Τοπλού».
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, που βρίσκεται στο βόρειο-ανατολικό άκρο της Κρήτης, αποτελεί μια από της πιο παλιές και πιο ιστορικές μονές στην Κρήτη στο πέρασμα των αιώνων. Είναι κτισμένη ανατολικά της Σητείας και κοντά στο Φοινικόδασος του Βάι. Κτίστηκε κατά τον 14ο αιώνα, όπως προκύπτει από την χρονολόγηση των αγιογραφιών του κεντρικού ναού.
Η Μονή ήταν στο απόγειο της δόξας της στα μέσα του 14ου και 15ου αιώνα, κρίνοντας από τις πολύ σημαντικές εικόνες τις περιόδου εκείνης. Οι εικόνες αυτές αντιπροσωπεύουν την ανάπτυξη της βυζαντινής αγιογραφίας, η οποία επηρέασε την Κρήτη σταδιακά μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η μεγάλη καλλιτεχνική αξία των εικόνων αυτών υποδεικνύει το υψηλό επίπεδο μόρφωσης των μοναχών της περιόδου εκείνης, οι οποίοι βοήθησαν στην αναβάθμιση του πολιτισμικού επιπέδου της Κρήτης κατά την περίοδο της αναγέννησης.
Το μοναστήρι με το περίτεχνο καμπαναριό του να δεσπόζει από μακριά, αποτέλεσε ασφαλές φρούριο για τους κατοίκους της γύρω περιοχής στα δύσκολα χρόνια των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε. Για το λόγο αυτό η Μονή είχε το προνόμιο να διαθέτει κανόνι για καθαρά αμυντικούς λόγους. Γι᾿ αυτό και ονομάστηκε μετά την κατάληψη της Σητείας από τους Τούρκους «Τοπλού».
Η Μονή ήταν κέντρο καλλιέργειας των Τεχνών και των Γραμμάτων και βρισκόταν σε ακμή κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Αυτό φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου που διαθέτει. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας των Μοναχών της Μονής, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της Αναγεννησιακής Κρήτης στα χρόνια της Ενετοκρατίας.
Καταστράφηκε ολοσχερώς από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1612 και ανοικοδομήθηκε γρήγορα στη σημερινή της μορφή, χάρη στις χορηγίες της Ενετικής Συγκλήτου με τη βοήθεια των δύο μεγάλων ενετικών οικογενειών της Επαρχίας Σητείας των Κορνάρων (Cornari) και των Μέτζων (Mezzi) και την επίβλεψη του δραστήριου και επιδέξιου διαχειριστή Ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου. Παρέμεινε το προπύργιο για την άμυνα ολόκληρης της Ανατολικής Κρήτης και προικοδοτήθηκε με πολλά κτήματα για να
εκπληρώσει τη στρατιωτική αμυντική αποστολή της στην περιοχή. Η περιουσία της Μονής διατηρήθηκε και αυξήθηκε, με κύριες καλλιέργειες την ελιά, το αμπέλι και τα σιτηρά για τις ανάγκες των Μοναχών και των πολλών εργαζομένων.
Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, μετά την κατάληψη της Σητείας, το 1646, η Μονή παρέμεινε πάντοτε στο επίκεντρο των αγώνων για την ελευθερία και ανέπτυξε σπουδαίο εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο. Ήταν από τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά και πνευματικά κέντρα της Κρήτης. Το 1704 με Συγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Γαβριήλ ανακηρύχθηκε ως Σταυροπηγιακή και η τεράστια περιουσία της θεωρείται αδούλωτη και αναπαλλοτρίωτη. Παρά ταύτα, τον Ιούνιο του 1821 η Μονή λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, οι θησαυροί της συλήθηκαν και σφαγιάσθηκαν 12 Μοναχοί και 12 λαϊκοί. Στη νέα Μεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866 η Μονή ήταν κέντρο Επαναστατικό με αρχηγό τον Ηγούμενο Μελέτιο.
Από το 1856, με ευθύνη της Δημογεροντίας, λειτούργησε στους χώρους της Μονής οργανωμένο Σχολείο, ενώ από 1870 συστήθηκε Αλληλοδιδακτικό Σχολείο. Σε καταγραφή του 1874, η Μονή Τοπλού θεωρείται η πολυπληθέστερη της Κρήτης σε Μοναχούς και καλλιεργητές των κτημάτων, τα οποία βρίσκονταν γύρω από τη Μονή αλλά και σε πολλά Μετόχια που διατηρούσε σε όλη την Ανατολική Κρήτη, μέχρι και στην πόλη του Ηρακλείου.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας και αργότερα μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το 1913, η Μονή συνεχίζει να επιτελεί μοναδικό κοινωνικό, φιλανθρωπικό και εθνικό έργο στη γύρω περιοχή. Κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής η Μονή φιλοξενούσε ασύρματο και περιέθαλπτε αντάρτες των συμμαχικών δυνάμεων. Πλήρωσε όμως βαρύ φόρο αίματος, αφού ο Ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης, δύο Μοναχοί και αρκετοί λαϊκοί αγνωνιστές συνελλήφθησαν από τους Γερμανούς και εκτελέστηκαν στην Αγυιά Χανίων.
Σήμερα, η Ιερά Μονή Τοπλού, ανακαινισμένη και αναστηλωμένη πλήρως, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Ηγουμένου Φιλοθέου Σπανουδάκη, αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά πολιτισμικά μνημεία της Χώρας μας. Οι τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυροί της (συλλογές φορητών εικόνων και κειμηλίων, χειρογράφων και παλαιτύπων, χαρακτικών και χαλκογραφιών κ.α) εκτίθενται συντηρημένοι σε ειδικά διαμορφωμένους επισκέψιμους χώρους και προσελκύουν μεγάλο αριθμό προσκυνητών – επισκεπτών, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό.
Η Μονή ακολουθώντας την παράδοση πολλών αιώνων και με την καλλιεργητική εμπειρία των Πατέρων πρωτοστατεί στη βιολογική καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία της κτίσεως και στη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος, όπως διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Το Μοναστηριακό συγκρότημα περιβάλλεται από αμπέλια και ελαιώνες και ό,τι παράγεται είναι βιολογικό χωρίς τη χρήση επιβλαβών για τον άνθρωπο και το περιβάλλον χημικών φυτοφαρμάκων. Άλλωστε, οι διατροφικές συνήθειες των Μοναχών βασίζονται αποκλειστικά σε μη επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά, τα οποία βοηθούν στην καθημερινή υγιεινή διατροφή, ιδιαιτέρως κατά τις μέρες τις νηστείας.
Το κρασί και το ελαιόλαδο είναι προϊόντα που χρησιμοποιούνται στις λατρευτικές ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τα Ιερά Μυστήρια, από τα χρόνια του Κυρίου Ιησού Χριστού και έχουν ιδιαίτερο συμβολισμό. Ο ίδιος ο Χριστός μάς παρέδωσε κατά το Μυστικό Δείπνο με τους Μαθητές του το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τρώγοντας ψωμί και πίνοντας κρασί, που συμβολίζει αντίστοιχα το Τίμιο Σώμα και Αίμα του. Επίσης, λίγο πριν τη Σταύρωση, αποσύρθηκε στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί κάτω από το ευλογημένο δένδρο της ελιάς.
Η Μονή είναι ευφήμως γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα περίφημα βιολογικά της προϊόντα, το κρασί και το ελαιόλαδο με την ιστορική επωνυμία «Τοπλού». Διαθέτει σύγχρονο οινοποιείο και αποστακτήριο που επεξεργάζεται και οινοποιεί τα βιολογικά σταφύλια των ιδιόκτητων αμπελώνων της και παράγει τα περίφημα βιολογικά κρασιά και την παραδοσιακή τσικουδιά. Παράλληλα, για πολλά χρόνια ηγείται της προσπάθειας βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς και της παραγωγής, τυποποίησης και εμπορίας του
μοναδικού στον κόσμο βραβευμένου σητειακού ελαιολάδου Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, προστατεύοντας το μοναδικό αυτό προϊόν και δίδοντάς του υψηλή ποιοτική αξία.