Νέα χρονιά, νέες ελπίδες
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Λίγο πριν την έλευση του Νέου Έτους, η Εκκλησία της Ελλάδος πήρε ξεκάθαρη θέση απέναντι στο επικείμενο νομοσχέδιο που προτίθεται να καταθέσει η Κυβέρνηση και αφορά το γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την υιοθέτηση τέκνων απ᾿ αυτούς.
Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε Ανακοίνωση, την οποία απέστειλε στην Αρχιεπισκοπή και σε όλες της μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, όπου, μεταξύ άλλων, τονίζει την άρνησή της να αποδεχθεί τον ομόφυλο γάμο, αλλά και την ομόφυλη γονεϊκότητα, καθώς, όπως υποστηρίζει, είναι ξένα με την διδασκαλία και την Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
«Παρ’ ότι δεν τίθεται θέμα διαφωνίας ειδικά με τον πολιτικό γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, διότι συνολικά ο πολιτικός γάμος (αδιακρίτως φύλου ζευγαριών) δεν ενδιαφέρει την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η Εκκλησία της Ελλάδος, επειδή έχει ως αποστολή και την μέριμνα για την ορθή ανατροφή των παιδιών και των νέων, διαφωνεί : 1) με την ομόφυλη γονεϊκότητα, γιατί δεν ικανοποιεί τα δικαιώματα των παιδιών να έχουν πατέρα και μητέρα, 2) με τον ομόφυλο γάμο, διότι οδηγεί σε ομόφυλη γονεϊκότητα (δεν είναι νομικά επιτρεπτή η επέκταση του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια με αποκλεισμό τους από το δικαίωμα υιοθεσίας που ισχύει σήμερα για τα έγγαμα ζευγάρια)», τονίζεται στην Ανακοίνωση της Συνόδου.
Βέβαια, είχαν προηγηθεί δημόσιες δηλώσεις Ιεραρχών, που είχαν στείλει το «μήνυμα» στην Κυβέρνηση, αναφορικά με τις κινήσεις που πρόκειται να έχει η Εκκλησία στο ζήτημα αυτό.
Την ίδια ώρα, αν και το νομοσχέδιο περί γάμου των ομοφύλων και της παρ᾿αυτών γονεϊκότητας αποτελεί προεκλογική δέσμευση της Κυβέρνησης με ορίζοντα ψήφισης και υλοποίησης του νομοσχεδίου μέσα στην τετραετία (έως και το 2027), πολλά στελέχη της, δεχόμενα και πιέσεις από τις κατά τόπους εκλογικές τους περιφέρειες, εκφράζουν την αντίθεσή τους και είναι έτοιμα να επιδείξουν μη κομματική πειθαρχία, όταν το νομοσχέδιο κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Έως τότε, η Εκκλησία θα αναμένει προκειμένου να οργανώσει, εάν χρειασθεί, τις όποιες αντιδράσεις της και, ενδεχομένως, να δούμε την πρώτη δημόσια σύγκρουση Εκκλησίας και Πολιτείας εντός του 2024.
Το ζήτημα των ηλικιωμένων μητροπολιτών που, εκ των πραγμάτων, αδυνατούν να εκπληρώσουν και να ανταπεξέλθουν στα διοικητικά και λειτουργικά τους καθήκοντα, θα απασχολήσει τη Σύνοδο της Ιεραρχίας μέσα στο νέο έτος. Οι τελευταίες παραιτήσεις των πρώην μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Φλωρίνης και Παραμυθίας, αν και αποσυμπίεσαν λίγο το ήδη τεταμένο κλίμα εντός της Ιεραρχίας, εντούτοις φαίνεται πως δεν στάθηκαν αρκετές να τιθασεύσουν φωνές εντός της Συνόδου, με Ιεράρχες να φωτογραφίζουν άλλους γηραιούς μητροπολίτες ή, για να θυμηθώ και «πανηγυρικά» συλλείτουργα προ μηνών, κάποιοι εξ αυτών να σπεύδουν να συναντήσουν τους ηλικιωμένους ιεράρχες διά ζώσης προκειμένου να ασκήσουν όση πειθώ τούς επιτρέπει η επιρροή και η «εύνοια» της Αθήνας!
Αναφορικά δε με τους ψιθύρους που, ήδη, από τα μέσα του 2023, υποστηρίζουν την ανάγκη παραίτησης του αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου, μιας και η ηλικία του δεν διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη εκείνη των μητροπολιτών που «παραιτήθηκαν» το Καλοκαίρι του περασμένου έτους, καλά πληροφορημένες πηγές τονίζουν στην «Κ.τ.Ο.» ότι το νέο έτος θα σημάνει πολλές αλλαγές και στην ευρύτερη δομή της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, κυρίως σε πρόσωπα γύρω από τον κ. Ιερώνυμο. Λέτε να δούμε αλλαγές και στον αρχιεπισκοπικό θώκο; Ουδείς μπορεί να το αποκλείσει.
Το ζήτημα του νέου διοικητή του Αγίου Όρους και η επιλογή προσώπου από την Κυβέρνηση, αν και δεν συμπορεύεται με τις αντίστοιχες προτιμήσεις των «εκλεκτών» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς ώρας, φαίνεται πως δεν επηρεάζει τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, με τον Πρωθυπουργό να αποφεύγει έως σήμερα οποιαδήποτε, επίσημη ή μη, επίσκεψή του στον Άθω, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για τις δημόσιες «κομματικές» προτιμήσεις και παροτρύνσεις μερίδος μοναχών, κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, υπέρ του πολιτικού κόμματος της «Νίκης».
Η Εκκλησία, αν και στο ζήτημα της ψηφιακής αναβάθμισης και διασύνδεσης των ενοριών μεταξύ τους, κατά πρώτον και έπειτα όλων των ενοριών με την τοπική μητρόπολη, φαίνεται πως είχε θετικά αποτελέσματα, έως σήμερα, στο ζήτημα της επένδυσης στο Σχιστό απέτυχε παντελώς.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία μεταξύ της Εκκλησίας και του ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση του ακινήτου-φιλέτου στην περιοχή Σχιστού-Σκαραμαγκά υπεγράφη τον Σεπτέμβριου του 2022, καθώς η συγκεκριμένη επένδυση θα αποτελούσε το μικρό Ελληνικό της Δυτικής Αττικής. Στην αναξιοποίητη έκταση των 3.000 στρεμμάτων της Εκκλησίας θα δημιουργούνταν εμπορικές και οικονομικές χρήσεις, συνδυασμένες με οικιστική ανάπτυξη και διαμόρφωση χώρου πρασίνου συνολικής έκτασης περίπου1.200 στρεμμάτων. Αναλυτικά, το σχέδιο περιελάμβανε την κατασκευή γραφείων και κατοικιών, αποθηκών και χώρων στάθμευσης, κέντρου logistics, εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, ιατρικού κέντρου, εμπορικού κέντρου και σταθμών εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, χώρους για τοποθέτηση και λειτουργία Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, πιθανότατα φωτοβολταϊκών. Παράλληλα, με την υλοποίησή του θα άνοιγαν περίπου 10.000 νέες θέσεις εργασίας, ενώ έντονο ήταν το ενδιαφέρον των ξένων και Ελλήνων επενδυτών. Η Εταιρεία ΣΧΙΣΤΟ ΑΕ, προ μηνών, τέθηκε υπό εκκαθάριση, απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε στο ΓΕΜΗ στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ εγκρίθηκε από τη ΓΣ της εταιρείας στις 6 Σεπτεμβρίου. Με αυτήν την εξέλιξη μπήκαν οριστικά τίτλοι τέλους στην επένδυση της τάξεως των 700-800 εκατ. ευρώ, που θα υλοποιούνταν με την κοινή συνεργασία Εκκλησίας και Δημοσίου και θα άλλαζε ριζικά την εικόνα της Δυτικής Αττικής.
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα δοκιμάσει τις «αντοχές» και αντιδράσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι σε μια σειρά πρωτοβουλιών από την πλευρά της Πολιτείας. Έως τότε, όμως, όλοι από κοινού, θα αναμένουν και θα προσβλέπουν σε ένα πλέον ειρηνικό και συνεργάσιμο νέο έτος!
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας