Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός περί εικονομαχίας
Του Δρος Θεολογίας, Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, για να κατανοηθεί χρειάζεται ερμηνεία και ερμηνευτές της είναι κυρίως οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί έχουν το ίδιο Άγιο Πνεύμα με αυτό που είχαν και οι συγγραφείς – συντάκτες των Ιερών Κειμένων. Με αυτήν την αλήθεια, ως βάση, καταφεύγουμε στα συγγράμματά τους και αναζητούμε τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις.
Εις των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Έγραψε κείμενα που βοήθησαν την Εκκλησία να εδραιώσει τα δόγματά της και να τα κάνει γνωστά στους πιστούς. Είναι σπουδαία τα όσα αναφέρει στον λόγο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρείς». Τον λόγο αυτό επιμελήθηκε ο καθηγητής Νικόλαος Ματσούκας και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πουρναρά. Από την σημαντική αυτή εργασία θα λάβουμε την βάση όσων θα αναφέρουμε.
Καταρχήν χρειάζεται να πούμε ότι η Εκκλησία ταλαιπωρήθηκε από την αίρεση των εικονομάχων επί δεκαετίες και η συμβολή του Αγίου Ιωάννου ήταν καθοριστική. Ο Ιερός Πατέρας περιγράφει την δυσκολία των χρόνων εκείνων με την φουρτουνιασμένη θάλασσα, λέγοντας: « …σαν σε άγρια φουρτούνα με ατελείωτα κύματα, ν’ ανακατώνεται και να ταράζεται, και ο υφασμένος με θεία χάρη χιτώνας του Χριστού να κομματιάζεται…». Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια θεολογεί και μας προσφέρει επιχειρήματα για την αξία των εικόνων και την τιμητική και όχι λατρευτική τους προσκύνηση.
Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι η γνώση από τον Ιερό Δαμασκηνό των τοποθετήσεων των προηγουμένων αυτού Αγίων Πατέρων, όπως για παράδειγμα του Μεγάλου Βασιλείου. Χρησιμοποιεί τα κείμενά τους ως βάση των δικών του λόγων.
Ας δούμε και την ευσυνειδησία του Πατρός για την διαφύλαξη της Αλήθειας και την μη αλλοίωσή της. Φαίνεται ότι γνωρίζει απέξω την Αγία Γραφή. Αναφέρει δύο χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, και τα δύο από τους Προφήτες. «Αν υποχωρήσεις, δεν θα έχεις την επιδοκιμασία μου» (Αββ. 2,4) και «Αν δεις να ζυγώνει μαχαίρι και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα γυρέψω το αίμα από εσένα» (Ιεζ. 36,6). Και στα δύο ο Θεός ζητά από τους διακόνους του να μην είναι αδιάφοροι για τους γύρω τους και υπερασπίζονται την αλήθεια και την δικαιοσύνη με αφοσίωση και θυσία. Και ενώπιον βασιλιάδων και αρχόντων, προτρέπει να μην φοβούνται οι εργάτες του αμπελώνα του να μιλούν την γλώσσα της αληθείας. Όλοι είναι «μαθητές» ενώπιον του Νόμου Του. Παρατηρούμε ότι οι Πατέρες είχαν ένα θάρρος που προέρχεται από την εμπιστοσύνη τους στο Θεό και τον άνωθεν φωτισμό.
Για το ζήτημα των ιερών εικόνων που πραγματικά ταλάνισε την Εκκλησία, οι Πατέρες μας έδωσαν σπουδαίες πραγματείες. Χρησιμοποίησαν για να απαντήσουν σε όσους υποστήριζαν ως ειδωλολατρία την τιμητική προσκύνηση των εικόνων, κατά βάση, την Αγία Γραφή, αλλά και την προ αυτών Πατερική Γραμματεία. Μεταφέρουμε με απλότητα τι αναφέρει σχετικά ο Ιερός Δαμασκηνός: «Δεν προσκυνώ την κτίση στην θέση του κτίστη, αλλά προσκυνώ τον κτίστη που κτίστηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει την δική του φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσης (Βλ. Β’ Πετρ.1,4). Προσκυνώ μαζί με τον βασιλιά και θεό το βασιλικό ένδυμα του σώματος και όχι σαν ένδυμα μήτε σαν τέταρτο πρόσωπο (μακριά μια τέτοια βλασφημία), αλλά ως ομόθεο πρόσλημμα, όπως αυτό το ίδιο που το έχρισε, καθώς καθιερώθηκε και έγινε ομόθεο αμετάβλητα∙ δεν έγινει βέβαια θεότητα η φύση της σάρκας, αλλ’ όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε άτρεπτα σάρκα και παρέμεινε ό,τι ήταν πρίν, έτσι και η σάρκα έγινε Λόγος χωρίς να χάσει αυτό πού είναι ταυτιζόμενη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπόσταση. Γι’ αυτό με πεποίθηση εικονίζω τον αόρατο Θεό όχι ως αόρατο, αλλ’ ως ορατό, καθώς έγινε για μας, προσλαμβάνοντας ανθρώπινη φύση. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω του Θεού την σάρκα που είναι ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον τον Θεό που χάρισε και στην ψυχή την άυλη ιδιότητα;».