Ομιλητής ήταν ο Αιδεσιμολ. Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Γεν. Αρχ. Επίτροπος της Ι.Μ. Κερκύρας, με θέμα :”Ζήτα τον Θεό και μην ζητάς πού κατοικεί ”. Ο Σεβασμιώτατος στην προσλαλιά του, ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας το πνευματικό του τέκνο π. Θεμιστοκλή και παίρνοντας αφορμή από την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας μας, τόνισε ότι ο Θεός χαίρεται να “νικιέται” από τον άνθρωπο. Χαίρεται δηλαδή βλέποντας το θάρρος και την επιμονή του ανθρώπου κατά την προσευχή. Η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, ομοιάζει με εκείνην του πατέρα με το παιδί, το οποίο είναι απαιτητικό. Εντός της Εκκλησίας η σχέση μας με τον Θεό είναι πολύ απλοϊκή, αρκεί να του μιλάμε και να έχουμε αγάπη και εμπιστοσύνη σε Εκείνον. Εν συνεχεία ο π. Θεμιστοκλής, αφού ευχαρίστησε και εκείνος με την σειρά του τον Μητροπολίτη Κερκύρας, έκανε μια αναφορά στην αξία της ασκητικής παράδοσης στους καιρούς μας, αναφέροντας ότι η παράδοση αυτή τοποθετεί τον άνθρωπο στην γραμμή της συνάντησης τόσο με τον Θεό, όσο και με τον συνάνθρωπο. Η ασκητικότητα δεν είναι αυτόνομη, ούτε προς υπερηφάνεια του ανθρώπου, αλλά μέσα από αυτήν ο άνθρωπος ασκείται στην αγάπη και την ταπείνωση, όπου αμφότερα λείπουν στους καιρούς μας.
Επιπλέον ο π. Θεμιστοκλής έκανε μια σύντομη ερμηνεία στην ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου : “Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου”, υπό την ασκητική σκοπιά. Στην προσευχή αυτή αναγνωρίζεται ότι ο Θεός είναι ο Κύριος, ο δεσπόζων της ζωής μας. Τα πνεύματα-πάθη που αναφέρονται, της αργίας, της περιέργειας, της αργολογίας και της φιλαρχίας, όχι μόνο τα πράττουμε, αλλά τα θεωρούμε και αναπόφευκτα και ενίοτε και καλά, είνα αυτά όμως που μας αποξενώνουν από τους αδελφούς μας. Από την άλλη οι αρετές η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη, πρέπει και αυτές να ανα-νοηματοδοτηθούν. Επίσης σήμερα μάς λείπει το “Χάρισαί μοι”, διότι προϋποθέτει την εμπιστοσύνη. “Δώρησαί μοι” : εδώ λείπει ο πλησίον, ο αδελφός μας ως ελεύθερη προσωπικότητα, ως πτώση και Ανάσταση. Δεν χαιρόμαστε γιατί είμαστε μαζί, χαιρόμαστε γιατί έχει να μας δώσει και γι’αυτό τον κατακρίνουμε. Ακολούθως ο ομιλητής αναφέρθηκε στον Αββά Σισώη, έναν μεγάλο ασκητή του 5ου αιώνα, πάνω στο θέμα της ασκητικής παράδοσης και πώς συναντούμε τον Θεό. Συγκεκριμένα ο π. Θεμιστοκλής υπογράμμισε ότι η ασκητικότητα ως λόγοι και ως εμπειρία είναι απαραίτητη στους καιρούς μας, διότι μάς διδάσκει και μάς παροτρύνει τέσσερις αρχές : Ότι ο Θεός είναι η Αιτία και ο σκοπός της ύπαρξής μας και χρειάζεται η φύση μας και το πρόσωπό μας να αγιαστούν στην ζωή που μας προτείνει. Ότι έχουμε πάθη, που γίνονται βαρίδια, καθώς μάς τραβούν στο αίσθημα ότι το εφήμερο και το δικαίωμα είναι πιό πάνω από την αγάπη και η αμαρτία είναι κατασκεύασμα, ενώ ο εαυτός μας στην πράξη βασανίζεται, διότι δεν μπορεί να ησυχάσει. Ότι υπάρχει ο αγώνας της αρετής, στον οποίο δεν είμαστε μόνοι, αλλά μάς δωρίζεται, όπως ο Θεός το να μην αυτοδικαιωνόμαστε, αλλά να αγαπάμε ταπεινά. Η αγάπη είναι η μόνη πληρότητα. Ότι υπάρχει ο πλησίον μας, το πρόσωπο του οποίου κάποτε είναι απογοητευτικό, αλλά μάς δείχνει τον αληθινό εαυτό μας και μας βοηθά να συν- οδοιπορήσουμε, αρκεί να δεσμευτούμε στην διακονία του, ακόμη και αν αυτή είναι η προσευχή μας.
Ακολούθως ο π. Θεμιστοκλής αναφέρθηκε πρωτίστως στον Αββά Σισώη και τον περίφημο λόγο του, έμπροσθεν του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου : “Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;”, που αποτελεί μιά από τις σημαντικότερες εκφράσεις της ασκητικής παραδόσεώς μας και ακολούθως παρουσίασε γεγονότα, από την ασκητική γραμματεία. Καταλήγοντας ο ομιλητής απαντώντας στο ερώτημα : “Πού κατοικεί ο Θεός ;”, υπογράμμισε ότι το πιό σημαντικό είναι να ζητάμε τον Θεό και να μην ζητάμε πού κατοικεί. Όπου και αν είμαστε, στο σπίτι, στον ναό, στο μοναστήρι, στην εργασία μας, στον πλησίον, στον εαυτό μας, όλα ας γίνονται αναζήτηση Θεού. Η επιθυμία του Θεού είναι το παν. Το θέλημα Εκείνου βρίσκεται πίσω από κάθε συνάντηση, στη απουσία και στην παρουσία, στον σταυρό και στην δοκιμασία, αλλά και στην χαρά, στην νηστεία, στην γιορτή, στην αγάπη και στην συγχώρεση. Παντού βρίσκεται ο Θεός. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέγει “εν Πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν”. Αυτό σημαίνει ότι προτεταιότητα δεν είναι το πού, αλλά το πώς. Εν Πνεύματι, εν Αγίω Πνεύματι, εν αληθεία, εν Ιησού Χριστώ. Αυτός είναι πίσω απ’όλα και χρειάζεται η σχέση μαζί Του, αλλιώς η πίστη γίνεται μια ιδεολογία, ένα κλείσιμο σε έναν τρόπο ζωής, χωρίς όμως πρόσωπο, γίνεται θρησκευτικότητα που παρηγορεί μεν, αλλά δεν λυτρώνει. Η ασκητικότητα, η νηστεία, η αγρυπνία ( έλεγχος των λογισμών-αυτοκριτική και αυτογνωσία), η προσευχή μάς βοηθούν παντού να ζητάμε τον Θεό. Άλλωστε πρώτος Εκείνος είναι παντού. Τον Χριστό είχε ο Αββάς Σισώης να τον παραλάβει, Αυτόν που αναζήτησε και διηκόνησε σε όλη του την ζωή.