Dogma Newsdesk
Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, σεπτέ Προκαθήμενε τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατε ἅγιε ἐκπρόσωπε τῆς Αὑτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου,
Σεβασμιώτατε ἅγιε Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τατύτης,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοί πατέρες,
Ὁσιώτατες ἀδελφές,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν,
Ἀγαπητοί πενθοῦντες ἀδελφοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν,
Μετ’ ὀδύνης βαθυτάτης προπέμπομεν σήμερον ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τά αἰώνια τόν πολυσέβαστο Μητροπολίτη Γρεβενῶν κυρό Σέργιο. Βαρεῖα ἡ ἀπώλεια γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἑνός ἐκλεκτοῦ, ἀξιωτάτου καί διαπρεποῦς Ποιμένος Αὐτῆς, χαρισματικοῦ καί ἱκανοτάτου ἐν Ἱεράρχαις. Ἡ Ἐκκλησία δικαίως θρηνεῖ, ἀλλ’ ὀφείλεται μᾶλλον τιμή καί εὐγνωμοσύνη πρός τοῦτον τόν ἄοκνο, ταπεινό καί ἀκαταπόνητο ἐργάτη τοῦ θείου ἀμπελῶνος. Ἡ πορεία του διεγράφη πλήρης προσφορᾶς καί εὐλογιῶν. Καί «ἀγαθῆς ζωῆς ἀριθμός ἡμερῶν καί ἀγαθόν ὄνομα εἰς αἰώνα διαμενεῖ», κατά τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Σόφ. Σείρ. 41, 13).
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Γρεβενῶν κυρός Σέργιος, κατά κόσμον Ἀντώνιος Σιγάλας, ἐγεννήθη τό ἔτος 1934 στόν Πειραιά. Υἱός τοῦ Πέτρου καί τῆς Τερψιχόρης Σιγάλα, οἱ ὁποῖοι τόν ἀνέθρεψαν κατά Χριστόν καί τοῦ ἐνέπνευσαν τήν πηγαία εὐσέβεια. Ἀπό μικρός διεκρίνετο γιά τήν ἐπιμέλεια καί τό ἦθος του. Ἐκ τῶν μαθητικῶν του χρόνων εὑρέθη στά Κατηχητικά Σχολεῖα τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Πειραιῶς (Ταμπουρίων), ὅπου καί συνεδέθη ἰδιαιτέρως μέ τόν π. Γεώργιο Κρητικό, τόν φωτισμένο κληρικό καί πνευματικό πλείστων χριστιανῶν. Ὁ ἴδιος πρόκειται νά γράψει ἀργότερα γιά τόν πνευματικό του υἱό: «Δοξάζω τόν Θεόν, πού ἐκεῖνον τόν σοβαρόν, τόν σώφρονα, τόν ἐνάρετον μαθητήν καί πνευματικό μου παιδί, τόν Ἀντωνάκη Σιγάλα, τόν καμαρώνω σήμερα Ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας καί Μητροπολίτην Γρεβενῶν».
Τό 1952 εἰσήχθη στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ διδάσκοντες τούς Π. Τρεμπέλα καί Π. Μπρατσιώτη. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ οἰκογενειακή του ἀνατροφή, ἡ μελέτη, οἱ θεολογικές σπουδές καί ὁ ἱερός πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στήν Ἐκκλησία ὁδήγησαν τά βήματά του στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πεντέλης, στήν ὁποία ἔγινε δεκτός τό 1954 ὡς δόκιμος μοναχός, λαβών τό ὄνομα Σέργιος. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο συνεδύασε τή μοναχική ζωή μέ τή φοίτηση στή Θεολογική Σχολή, ἐκ τῆς ὁποίας ἀπεφοίτησε τό 1958.
Διάκονος ἐχειροτονήθη ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό 1955, ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Μεσσηνίας κυρό Χρυσόστομο (Δασκαλάκη) καί Πρεσβύτερος τό 1959, ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος κυρό Ἰάκωβο. Ἐν τῷ μεταξύ διετέλεσε Ἱεροκῆρυξ στίς τάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ (1957-58) καί ἐν συνέχεια διωρίσθη Ἱεροκῆρυξ στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐλασσῶνος. Ὅπως σημειώνει ὁ τότε οἰκεῖος Ἱεράρχης, «Ἐν μέσῳ μυρίων ἀντιξοοτήτων, εἰς μίαν περιοχήν κατ’ ἐξοχήν δύσβατον καί ὀρεινήν, στερουμένην ἐν πολλοῖς καί τοῦ στοιχειώδους ὁδικοῦ δικτύου, ἀνυπάρκτων ὄντων τῶν συγκοινωνιακῶν μέσων, νυκτός καί ἡμέρας, οὐκ ἐπαύσατο κακοπαθῶν, ἴνα πληροφορήσῃ τήν διακονίαν του καί κηρύξῃ τόν θεῖον λόγον εὐκαίρως καί ἀκαίρως καί εἰς αὐτάς εἰσέτι τάς καλύβας τῶν ποιμένων τῆς περιοχῆς».
Ἀφοῦ συνεπλήρωσε σχεδόν δεκαετῆ εὐδόκιμη ὑπηρεσία, ἐκλήθη νά διακονήσει στήν ἰδιαιτέρα πατρίδα του, τόν Πειραιᾶ, ὡς Ἐφημέριος καί ἱερατικῶς Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι τό 1967 «ἐπισυνέβη ὁ θάνατος τοῦ μοναδικοῦ κατά σάρκα ἀδελφοῦ αὐτοῦ», Δημητρίου, καί ἡ ἀγαπημένη του μητέρα εἶχε ἀνάγκη τήν φροντίδα του. Στόν ἱερόν αὐτόν ναό ὑπηρέτησε ἐπί ἑξαετίαν. Παρουσίασε πλούσιο ἔργο καί μάλιστα προέβη σέ ἀνακαίνιση καί ἐπαναγιογράφησή του. Ἡ ἀναγνώριση τῶν σημαντικῶν του ὑπηρεσιῶν ἦλθε τό 1974, ὅταν ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Πειραιῶς Χρυσοστόμου προετάθη πρός ἀναγραφήν εἰς τόν κατάλογον τῶν πρός Ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων. Κι ὅταν στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῶν Ἀθηνῶν ἀνῆλθε ὁ ἀείμνηστος κυρός Σεραφείμ, μεταξύ τῶν συνεργατῶν πού ἐπέλεξε ἦταν καί ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκλήθη νά διακονήσει ἐπιπροσθέτως στό Ἰδιαίτερο Γραφεῖο τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου, ἀρνούμενος μάλιστα νά εἰσπράξει τήν ἀποζημίωση πού ἀναλογοῦσε σ’ αὐτή τή θέση.
Μητροπολίτης Γρεβενῶν ἐξελέγη τήν 12η Αὐγούστου 1976. Κατά τήν χειροτονία του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, προσφωνώντας τόν μόλις ἐψηφισμένο Μητροπολίτη, ἀνέφερε: «Ἡ φιλοπονία ἐν σεμνότητι, ἀφ’ ἧς ἐξ ἀγάπης ἀληθοῦς πρός τό τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας γεώργιον συγκατηριθμήθης, ὑπῆρξαν τά διάσημά τῆς ὑπερεικοσαετοῦς πολυμεροῦς διακονίας σου. Κορωνίς ὅμως πάντων σημειωθήτω τό πρᾶον του χαρακτῆρος σου, τό καί μόνον ὑπεραρκετόν ἴνα τόν γαλήνιον Διδάσκαλον ἡμῶν πάντων ὑπενθυμίζῃ. Θά τό γνωρίσουν καί θά τό ἐκτιμήσουν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τά νέα πνευματικά σου τέκνα, καί θά σέ ἀγαπήσουν πλεῖον πάντων τῶν λοιπῶν ἐγνωσμένων ποιμαντορικῶν σου προσόντων».
Κατά τήν πρώτη Θεία Λειτουργία στόν κατάμεστο Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Ἀχιλλίου Γρεβενῶν, ὡς νέος Μητροπολίτης σημείωσε: «Δέν ἔρχομαι εἰς τά αἱματοστάλακτα καί μαρτυρικά χώματα τῆς Νομαρχίας Γρεβενῶν, τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως, ὡς φωνασκῶν κῆρυξ ἐν μέσῳ λαοῦ, οὐδέ ὡς θορυβοποιός ρήτωρ καί κριτής πράξεων ἀδυνάτων ἀδελφῶν, ἐπιζητῶν καί ἐπιδιώκων κοσμικήν ἐπίδειξιν· ἔρχομαι καί εὑρίσκομαι ἤδη ἐν μέσῳ ὑμῶν ἐν ἀγάπη, ἐν πνεύματι διακονίας, ἐν πνεύματι θυσίας ὑπέρ τῆς ὑμετέρας προκοπῆς, ἔρχομαι ὡς καλός κἀγαθός ἀδελφός, ὡς στοργικός πατήρ ὑπήκων ἐν πλήρει γνώσει καί θελήσει εἰς τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, τοῦ Πρώτου μετά τόν Ἕνα, λέγοντος «ἄλλοις ὑπηρετῶν ἀναλίσκομαι». Ναί, γνωρίζω ὅτι κατά τήν διακονίαν μου ἐν μέσῳ ὑμῶν θά ἀναλωθῶ διά τήν Χάριν τοῦ Χριστοῦ «διδάσκων ὡς ποιμήν τό ποίμνιον αὐτοῦ» (Σόφ. Σείρ. 18, 13) καί διά τήν ἰδικήν σας σωτηρίαν. Ἀδελφοί μου, δέν ἐκζητῶ ἐξ ὑμῶν προνόμια· τά προνόμια ἀνήκουν εἰς τούς ἥρωας, εἰς τούς γενναίους. Πιστεύω ὅτι κατωθεν τῶν θεϊκῶν βλεμμάτων εἴμεθα ἅπαντες ἀδελφοί, ἐργάται Εὐαγγελίου, συνεργοί Θεοῦ εἰς ἀγαθόν. Ἐάν ὑπάρχουν προνόμια, ταῦτα ἀνήκουν εἰς τό παιδί καί εἰς τήν φίλην νεότητα. … Ἔρχομαι ὡς βακτηρία ἀγάπης, ὡς στηριγμός εἰς τούς ἀδυνάτους».
Ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἀνέλαβε τή διαποίμανση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, ἐπεδόθη δημιουργικά καί μέ ἀποστολικό ζῆλο σέ εὐρύτατο λειτουργικό, κατηχητικό, φιλανθρωπικό καί διοικητικό ἔργο. Προχώρησε στήν ἀναδιοργάνση τῆς Μητροπόλεως καί τή στελέχωσή της μέ ἀξίους κληρικούς, καθώς οἱ μισές σχεδόν ἐνορίες της ἐστεροῦντο ἐφημερίου.
Ἰδιαίτερη μέριμνα ἐπέδειξε γιά τήν ἀνέγερση καί τήν ἀνακαίνιση Ἱερῶν Ναῶν, ὁ ἀριθμός τῶν ὁποίων ἀνέρχεται σέ μερικές δεκάδες. Τιτάνια προσπάθεια κατεβλήθη ἀπό τόν ἴδιο γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν ζημιῶν πού προκάλεσε ὁ σεισμός τοῦ 1995, κατά τόν ὁποῖο τό ἥμισυ σχεδόν τῶν ναῶν τῶν Γρεβενῶν ὑπέστη μερική ἤ ὁλική καταστροφή.
Τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος προσείλκυσε κυρίως ἡ Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Θείας Μεταμορφώσεως – Ὁσίου Νικάνορος (Ζάβορδας), ἡ ὁποία, ὅταν ἀνέλαβε τά καθήκοντά του, εὑρίσκετο σέ ἐρειπιώδη κατάσταση. Τό ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου συνεδέθη ἀρρήκτως μέ τήν Ἱερά αὐτή Μονή. Μερίμνησε γιά τήν ἀνακαίνισή της, τήν καταγραφή τῶν ἱερῶν λειψάνων, εἰκόνων, σκευῶν, ἀφιερωμάτων, παλαιτύπων βιβλίων καί χειρογράφων. Τό ἔργο αὐτό ἀποτυπώθηκε στό συγγραφικό του πόνημα μέ τίτλο Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Νικάνορος καί τό κειμηλιοφυλάκιον αὐτῆς (Γρεβενά, 1991). Ὅταν στόν σεισμό τοῦ 1995 τά κτίσματα τοῦ μοναστηριοῦ ἐπλήγησαν σοβαρότατα, προέβη στήν ἐκ θεμελίων ἀνοικοδόμησή τους, πλήν τοῦ κωδωνοστασίου, πού εἶχε μείνει ἀσάλευτο, καί τοῦ ἱστορικοῦ Καθολικοῦ.
Στά ἔργα παρακαταθήκης του ὑπέρ τῆς Μητροπόλεως συγκαταλέγονται: ἡ ἀνέγερση τοῦ διωρόφου Πνευματικοῦ Κέντρου· τό περιοδικό «Ὅσιος Νικάνωρ»· τό Γηροκομεῖο «Ἅγιος Ἀχίλλιος»· τό Ἐκκλησιαστικό Κειμηλιοφυλάκιο. Διοργανώνει διαλέξεις καί ἔκθεση χριστιανικοῦ βιβλίου. Δεῖγμα τῶν σχέσεων ἀγαστῆς συνεργασίας μέ τούς τοπικούς φορεῖς τό γεγονός ὅτι ἡ Νομαρχιακή Αὐτοδιοίκηση ὑπῆρξε χορηγός στήν ἔκδοση τριῶν τόμων τῆς σειρᾶς «Ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν» καί τοῦ βιβλίου «Οἱ τρεῖς Ἅγιοι τῶν Γρεβενῶν», καρποῦ τῆς προνοίας του καί τοῦ φιλαγίου χρέους του πρός ἀνάδειξη τῶν τοπικῶν Ἁγίων: τοῦ Ὁσίου Νικάνορος, τοῦ Ὁσιομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Νέου ἐκ Σαμαρίνης καί τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου.
Τό συγγραφικό καί ἐκδοτικό ἔργο του περιλαμβάνει ὑπέρ τούς εἴκοσι τίτλους, ἐξόχως σημαντικούς γιά τά χριστιανικά Γράμματα: βιβλία ἀφιερωμένα στόν Ὅσιο Νικάνορα, τόν Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Δημήτριο τόν Νέο, τόν Ἱεράρχη τῆς θυσίας, ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γρεβενῶν Αἰμιλιανό, τήν Μονή τοῦ Ὁσίου Νικάνορος καί τό ἱστορικό της ἀρχεῖο. Προέβη ἐπίσης στήν ἐπανέκδοση τοῦ κλασικοῦ ὀρθοδόξου ἔργου τοῦ 18ου αἱ. «Ἑρμηνεῖαι εὐσεβεῖς περί Μιμήσεως Χριστοῦ», πού τόσο τόν συντρόφευσε στά νεανικά του χρόνια. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι δέν ἐφείσθη κόπου καί δαπάνης, ἀφοῦ τό δακτυλογράφησε ὁ ἴδιος καί ἡ ἔκδοση ὑπῆρξε ἰδιαιτέρως πολυτελής καί ἐπιμελημένη, προκειμένου νά τό ἐπανεκδώσει «ὡς ἔχει τό πρωτότυπον, διά τήν κοινήν ὠφέλειαν τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν».
Μνημειῶδες ὑπῆρξε τό ἔργο ζωῆς τῆς ἐκδόσεως τῶν ἀρχείων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, σέ ἔξι τόμους, στό ὁποῖο διασώζονται, ἐκτός τῶν ἄλλων, πολύτιμα ἱστορικά στοιχεῖα τῆς περιοχῆς τῶν Γρεβενῶν. Ἡ ἀνεξάντλητη μέριμνα καί ὁ ζῆλος του πρός διάσωση τοῦ ἱστορικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ πλούτου ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία τό 2009 τόν βράβευσε ἐπισήμως «δι’ ἅπαν τό περί τήν Δυτικήν Μακεδονίαν ἐρευνητικόν, συγγραφικόν τε καί ἐκδοτικόν αὐτοῦ ἔργον».
Κατά τήν μακρά ἐπισκοπική διακονία του, ὁ ἀείμνηστος Γέρων ὑπῆρξε μέλος πολλῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν. Ὑπηρέτησε ὡς Συνοδικός Σύνεδρος καί μάλιστα διετέλεσε τακτικό μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς τρεχούσης περιόδου. Ἐπί πλέον, τοῦ ἀνετέθη ἡ προεδρία τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἀνωνύμου Ἑταιρείας «Διαχειρίσεως Χώρων Σταυθμέσεως Αὐτοκινήτων» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (2002-2011).
Στενότατοι ἦταν οἱ δεσμοί του μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο. Σέ ἀρκετές περιπτώσεις τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά ἐκπροσωπήσει τήν Α.Θ. Παναγιότητα σέ ἐπίσημες ἐκδηλώσεις. Εὐτύχησε μάλιστα νά ὑποδεχθεῖ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο στήν Μητρόπολή του, τό 1999.
Ἄς μου ἐπιτραπεῖ στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρω ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό κείμενο πού δημοσιεύθηκε στόν ἀθηναϊκό τύπο πρό τεσσάρων ἐτῶν: «Εἶναι μητροπολίτης τῆς πιό φτωχῆς Μητρόπολης, ἀλλά ἀπό τίς πλέον δραστήριες τῶν Νέων Χωρῶν. Ὅλα ἐδῶ ἔχουν τήν τάξη τους, τήν ἀποστολή τους, τό ἔργο τους. Μέ τό δεσπότη νά μένει μόνος του, νά φροντίζει τό φαγητό του καί τρεῖς ὅλους κι ὅλους ἱερεῖς στό παλιό καί σχετικά ἁπλό κτίριο τῆς Μητρόπολης. Ὁ Γρεβενῶν Σέργιος σήμερα ἀκολουθεῖ μία αὐστηρά μοναστική ζωή. Ἀποφεύγει τίς μεγάλες εἰκόνες ἁγίων καί τά πολλά λιβάνια, ἀλλά καί τά χαλιά. Ζεῖ μόνος του, χωρίς μάγειρες, διακόνους, ὑπαλλήλους καί γραμματεῖς. Λιτότητα ἐφαρμόζει καί στόν ὕπνο. Κοιμᾶται κάπου στίς 11 καί ξυπνᾶ στίς 3 τά ξημερώματα γιά νά ἀσχοληθεῖ μέ τή μελέτη τῶν Ἀρχείων τῆς Μητρόπολης· καί γράφει. … Χωρίς ἔσοδα ἀπό ἀκίνητα ἤ ἀπό ἄλλες πηγές, ἡ Μητρόπολη ἔχει νά παρουσιάσει σημαντικό φιλανθρωπικό ἔργο. Ὁ κ. Σέργιος ἐπιμένει ὅτι μιά Μητρόπολη, ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχει χρήματα, μπορεῖ νά προσφέρει πολλά. Νά σταθεῖ δίπλα στούς πάσχοντες καί τούς νέους». «Τό ξέρω», σημείωνε ὁ ἴδιος, «τό καταλαβαίνουμε ὅλοι ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἔχει ἀπαξιωθεῖ ἡ Ἐκκλησία καί ὁ ρόλος της. Ὅμως δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία· ἐμεῖς φταῖμε. Ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τούς νέους. Ἔχουν χαθεῖ ἀξίες. … Κι ἐμεῖς ὡς κληρικοί ἔχουμε τή μεγάλη εὐθύνη».
Ὁ κεκοιμημένος Ἱεράρχης ἠγαπήθη ὑπό κλήρου καί λαοῦ καί ἐξετιμήθη ὑπό πάντων τῶν συνεπισκόπων του. Σέ κείμενο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Γερβασίου Ραπτοπούλου, δημοσιευμένο στόν «Ὅσιο Νικάνορα», διαβάζουμε: «Βρίσκεσθε πάντα στό δρόμο πού ὁδηγεῖ πότε στή μιά καί πότε στήν ἄλλη Ἐνορία. Ἡ κουβέντα τῶν χριστιανῶν τῆς Ἐπαρχίας σας εἶναι μία καί μόνο: «Πέρασε ὁ Δεσπότης». Καί πολλές φορές εἶναι ὧρες πού θά μπορούσατε νά ἀναπαύεσθε. Ἀλλά γιατί τό σημειώνω αὐτό; Γιατί διερωτῶμαι, ὅπως καί ὁ καθένας: Πότε βρίσκετε τό χρόνο καί γράφετε τόσα πολλά βιβλία καί μάλιστα πολυσέλιδα; Ἡ ἀπόκριση εἶναι ἁπλή. Τή νύχτα τήν κάνετε μέρα. Ποιά ἄλλη, πιό μεγάλη καί πιό ἱερή ἱστορία θά μπορούσατε νά γράψετε ὡς Μητροπολίτης Γρεβενῶν ἐκτός ἀπό αὐτήν; Ἤδη ἔχετε καταξιωθεῖ ὡς ἕνας λαμπρός, ἀνεπίληπτος καί ὑποδειγματικός Ἐπίσκοπος στό λαό τῶν Γρεβενῶν καί πέραν αὐτοῦ».
Ἄς ἀποδώσουμε δόξαν τῷ Θεῶ (Ἰω. 9, 24), διότι χάρισε τέτοιον Ποιμένα στήν Ἐκκλησία του. Ἄν κ’ ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Δέν ἔκανα κάτι ἀξιόλογο πού πρέπει νά προβληθεῖ. Κι ἄν κάτι φαίνεται ἀξιόλογο στά μάτια τῶν χριστιανῶν μας δέν εἶναι δικό μου κατόρθωμα· «Θεοῦ τό δῶρον»» (Ἐφεσ. 2, 8). Εἶχε πάντοτε ὡς μέριμνά του νά διακονεῖ, νά προσφέρει, νά στηρίζει τούς πιστούς καί πάντας ὅσοι προσφεύγουν στήν Ἐκκλησία. Γνήσιος, αὐθόρμητος καί ἀνεπιτήδευτος, διεκρίνετο ἀπό ἀκεραιότητα καί παραδοσιακή ἁπλότητα. Βαθύτατος ὁ ψυχικός δεσμός μέ τούς οἰκείους του, ἄν καί δέν πρόλαβαν νά χαροῦν τήν ἐκλογή του σέ Ἐπίσκοπο. Ποιμήν ἀξιώτατος καί ἱκανότατος, ἄριστος λειτουργός, μέ νηφάλια, ἀθόρυβη καί φίλεργη προσωπικότητα, μέ σύνεση, προσήλωση καί ὑψηλή συναίσθηση τῆς διακονίας του, μέ μεγάλη ταπείνωση. Μέ τή μνήμη ὅσων εἰργάσθη, κοπιῶν ἔργῳ, λόγῳ καί γραφίδι κατά τήν πολυετή του ποιμαντορία καί τήν ὅλη διακονία του, ἱστάμεθα εὐγνώμονες, συναισθανόμενοι τό χρέος νά διατηρήσουμε τό ἔργο του, τά ἁγνά του ὁράματα καί τό σεβαστό του ὄνομα ἀθάνατα στίς μελλοντικές γενεές.
Καί νῦν, ἀξιομακάριστε Δέσποτα, πορεύεσαι τήν μακαρίαν ὁδόν μετά τῆς συνοδείας τῶν προσευχῶν ἡμῶν. Ὁ Κύριος ἄς σέ ἀναπαύσῃ ὡς οὐρανοπολίτη τῆς βασιλείας Του. Ἄς σέ κατατάξει ἐν χώρᾳ ζώντων καί τόπῳ ἀναπαύσεως μετά τῶν δικαίων. Πάντες ἡμεῖς οἱ παρεστῶτες καί κυκλούμενοι τό σεπτόν σου σκῆνος, ἄς ἔχουμε τήν εὐχή σου. Ἄς εἶναι αἰωνία σου ἡ μνήμη, πολυσέβαστε Γέροντά μας.