Ο Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στον Πολιούχο της Βεροίας
Με την καλούμενη θρησκευτική ευλάβεια και τάξη τελέστηκε ο Όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στον Πολιούχο της Βεροίας
Την Μεγάλη Τρίτη 23 Απριλίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στην Ακολουθία του Νυμφίου και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου Πολιούχου Βεροίας.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Βεροίας:
«Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»
Μία ἁμαρτωλή γυναίκα εἶναι τό κεντρικό πρόσωπο τῆς σημερινῆς ἡμέρας. «Τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν», ἀκούσαμε στό Συναξάριο τῆς ἡμέρας. Εἶναι ἡ γυναίκα ἐκείνη γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε ὅτι, ὅπου καί ἄν κηρυχθεῖ τό εὐαγγέλιό του, θά ἀναφέρεται ἡ πράξη τῆς εὐγνωμοσύνης της πρός τό πρόσωπό του.
Καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ πράξη της γίνεται ἔμπνευση γιά μία ἄλλη γυναίκα, ἐννέα αἰῶνες ἀργότερα, γιά τήν μοναχή Κασία ἤ Κασσιανή, ἡ ὁποία παρουσιάζει μέσα ἀπό τούς ἀνεπανάληπτους στίχους τοῦ θαυμασίου ἰδιομέλου δοξαστικοῦ, τό ὁποῖο τόσο μελωδικά καί κατανυκτικά ἔψαλαν πρό ὀλίγου οἱ ἱεροψάλτες μας, τήν ἁμαρτωλή αὐτή γυναίκα σέ μία μοναδική στιγμή τῆς ζωῆς της. Στή στιγμή τῆς προσωπικῆς της ἐξομολογήσεως πρός τόν Χριστό. Στή στιγμή πού ἐξωτερικεύει ὄχι μόνο τά μύχια τῆς ψυχῆς της ἀλλά καί τή μεγάλη της μετάνοια καί συγχρόνως τή μεγάλη της ταπείνωση καί τή μεγάλη της πίστη. Διότι μετάνοια καί ἐξομολόγηση χωρίς ταπείνωση καί χωρίς πίστη δέν νοοῦνται, δέν ἔχουν νόημα, δέν ἔχουν οὐσία καί περιεχόμενο.
Ἐάν ἡ γυναίκα αὐτή δέν εἶχε τήν ταπείνωση πού ἀπαιτεῖται, γιά νά παραδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτωλότητά του καί νά τήν ὁμολογήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐάν δέν πίστευε ἀκράδαντα ὅτι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἁμαρτωλότητα, τότε οὔτε θά εἶχε μετανοήσει οὔτε θά εἶχε κάνει αὐτή τήν ὑπέροχη πράξη τῆς μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία συγκινεῖ κάθε ἄνθρωπο εἴκοσι αἰῶνες τώρα, οὔτε θά εἶχε λάβει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν της.
Γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στόν Θεό, δέν πιστεύει στήν ἁγιότητά του καί στίς ἐντολές του, τότε ὅ,τι καί ἄν κάνει δέν τό θεωρεῖ κακό, δέν τό θεωρεῖ ἁμαρτία, γιατί ὁ ἐγωισμός δέν τόν ἀφήνει νά σκεφθεῖ ὅτι μπορεῖ κάπου νά σφάλλει, μπορεῖ κάπου νά ἀστοχεῖ στήν προσπάθειά του νά ἐπιτύχει τόν στόχο του.
Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πίστη στόν Θεό καί ταπείνωση, τότε δέν ἔχει λόγο νά παραδεχθεῖ τίς ἁμαρτίες του καί τίς ἀστοχίες του, γιατί ἡ ὁμολογία του δέν τόν βοηθᾶ σέ τίποτε, ἐφόσον δέν ἀναγνωρίζει τό ἄπειρο ἔλεος καί δέν πιστεύει στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀκόμη καί ἐάν παραδεχθεῖ τά σφάλματα καί τίς ἁμαρτίες του, τότε ἡ παραδοχή καί ἡ ἀναγνώριση αὐτή ἀντί νά τόν ὁδηγήσει στή μετάνοια καί τή σωτηρία, τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Αὐτές τίς τρεῖς ἀρετές τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός ἐκφράζει καί μέ τήν ἐρώτηση πού βάζει στά χείλη τῆς γυναικός ἡ ἱερή ὑμνογράφος: «Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»
Μπορεῖ νά ρωτᾶ ἡ γυναίκα, ἀλλά δέν ἀμφιβάλλει. Μπορεῖ νά ρωτᾶ, ἀλλά δέν ἀμφισβητεῖ. Μπορεῖ νά ρωτᾶ, ἀλλά ἡ ἐρώτηση ἔχει μία καί μόνη βέβαιη ἀπάντηση. Κανείς δέν μπορεῖ νά μετρήσει τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν της, ἀλλά καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξερευνήσει τό ἀτελείωτο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί προστρέχει στήν ἀγάπη του. Γι᾽ αὐτό καί δέν διστάζει νά ζητήσει τή χάρη του. Γι᾽ αὐτό καί γονατίζει ἐνώπιόν του καί πλύνει μέ τό πολύτιμο μύρο της τά πόδια τοῦ Κυρίου καί τόν ἱκετεύει νά τῆς χαρίσει τό πολυτιμότερο καί ἀπό τό μύρο της ἔλεός του. Διαφορετικά δέν θά τολμοῦσε νά πλησιάσει τόν Χριστό. Δέν θά τολμοῦσε νά τόν ἀγγίσει. Δέν θά τολμοῦσε νά τοῦ ζητήσει τή συγχώρηση καί τήν ἄφεση.
Αὐτές τίς τρεῖς ἀρετές της, τήν ταπείνωση, τήν πίστη καί τή μετάνοια τῆς πρώην ἁμαρτωλῆς γυναικός, μᾶς καλεῖ καί ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία μας νά μιμηθοῦμε. Ὅ,τι καί ἐάν ἔχουμε κάνει στή ζωή μας, ὅσο πολλές καί μεγάλες καί ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, ἄς μήν ἀπογοητευόμαστε, γιατί τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερα. Ἀρκεῖ νά πιστεύουμε σέ αὐτά. Ἀρκεῖ νά ταπεινωθοῦμε ἐνώπιόν του ἀναγνωρίζοντας καί ὁμολογώντας τίς ἁμαρτίες μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ἀρκεῖ νά δείχνουμε ἔμπρακτα τή μετάνοιά μας, ὅπως τό ἔκανε καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, προσφέροντας στόν Χριστό ἀντί μύρου τά δάκρυα τῆς μετανοίας μας, γιά νά λάβουμε καί ἐμεῖς τή συγχώρηση καί τή σωτηρία πού ὁ Χριστός προσφέρει σέ ὅσους τόν προσεγγίζουν μέ ταπείνωση καί πίστη, ὅπως ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, τήν ὁποία προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τήν προβάλλει ὡς πρότυπο πίστεως, ταπεινώσεως καί μετανοίας, ἀλλά συγχρόνως καί ὡς τεκμήριο καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀπείρου ἀγάπης καί τοῦ ἀμετρήτου ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εὔχομαι καί διά πρεσβειῶν τοῦ πολιούχου μας ἁγίου Ἀντωνίου νά χαρίσει σέ ὅλους μας ὁ Θεός.