Κατά την ομιλία του ο π. Επιφάνιος τόνισε ότι το κήρυγμα είναι ιερουργία, επειδή έχει ως επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού, είναι δηλαδή Χριστοκεντρικό. Ιερουργία το καθιστά επίσης το γεγονός ότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θείας λατρείας, όπως μαρτυρεί η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι το κήρυγμα δεν αυτονομείται σαν να είναι οποιοσδήποτε ανθρώπινος λόγος, αλλά μεταμορφώνεται σε κοινωνία του ανθρώπινου λόγου με τον Λόγο του Θεού, ο οποίος είναι παρών την τράπεζα της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, το κήρυγμα εμποδίζει την θεώρηση της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας ως μαγικής τελετουργίας και ενώνει τον λόγο με το μυστήριο. Φανερώνει έτσι την καθολικότητα της Εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Στο ιερό θυσιαστήριο ιερουργείται ο λόγος του Θεού με τις δύο μορφές του· τον άσαρκο και τον ένσαρκο λόγο. Το κήρυγμα είναι συνυφασμένο με την ιερατική διακονία. Όπως μας διδάσκει η αποστολικός λόγος και η πράξη, η διακονία του θείου κηρύγματος είναι το πρώτιστο έργο του κληρικού και προηγείται της φιλανθρωπικής δράσης. Ο π. Επιφάνιος τόνισε, επίσης, ότι δεν υπάρχει ελπίδα πνευματικής ζωής σε μια ενορία, αν δεν υπάρχει λόγος Θεού. Υπάρχουν όμως και προϋποθέσεις για την ιερουργία του κηρύγματος. Χρειάζεται θεολογική παιδεία και γνώσει της ομιλητικής τέχνης. Είναι επίσης απαραίτητη η προετοιμασία, η δια βίου μελέτη, η συμφωνία λόγου και βίου από την πλευρά του κηρύττοντος αλλά και η πρόσληψη των ερεθισμάτων της εποχής, προκειμένου το κήρυγμα να μιλά στον σύγχρονο άνθρωπο και να απαντά στα ερωτήματά του. Τέλος, το κήρυγμα θα πρέπει να γίνεται με παρρησία, χωρίς συμβιβασμούς ή ανθρωπαρέσκεια. Με αυτές τις προϋποθέσεις το κήρυγμα καθίσταται ιερουργία και ο κηρύττων ιερουργός.
Μετά το πέρας της ομιλίας ακολούθησε εκτεταμένος διάλογος με τους παρισταμένους κληρικούς, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ ευχαρίστησε και επαίνεσε τον π. Επιφάνιο για την άρτια εισήγησή του.