Ο Προκαθήμενος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας χοροστάτησε απόψε στον Μέγα Πατριαρχικό, Πανηγυρικό Εσπερινό, στον πανηγυρίζοντα μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό της Αναλήψεως Βόλου, συγχοροστατούντων των Σεβ. Μητροπολιτών του Αλεξανδρινού Θρόνου Τριπόλεως κ. Θεοφυλάκτου και Γουϊνέας κ. Γεωργίου, του εκ της Σιωνίτιδος Εκκλησίας Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ και του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Ιγνατίου. Στον Εσπερινό, της μεγάλης χορείας των Κληρικών μας, προεξήρχε ο Αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Αρχιμ. Νικόδημος Τότκας, ενώ συμμετείχαν εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ο Αρχιμ. Αθανάσιος Καγιέμπε και ο Διάκονος Εμμανουήλ Καμάνια. Στον Εσπερινό συμμετείχαν, επίσης, οι Υφυπουργοί Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου και Εσωτερικών, Δημόσιας Δ/σης & Αποκέντρωσης Μαρίνα Χρυσοβελώνη, ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός, η Αντιπεριφερειάρχης Μαγνησίας & Βορείων Σποράδων Δωροθέα Κολυνδρίνη, οι Βουλευτές Μαγνησίας Χρήστος Μπουκώρος και Παναγιώτης Ηλιόπουλος, ο Δήμαρχος Βόλου Αχιλλέας Μπέος, οι επικεφαλής των Στρατιωτικών, Λιμενικών, Αστυνομικών και Πυροσβεστικών Αρχών και μέγα πλήθος πιστών.
Περί το μέσον του Εσπερινού, τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Αλεξανδρείας προσφώνησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, εκφράζοντας την χαρά και την αγάπη της Τοπικής μας Εκκλησίας, για την ευλογητή παρουσία του δευτέρου τη τάξει Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε στους παλαιούς προσωπικούς δεσμούς του με τον Μακαριώτατο κ. Θεόδωρο, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε στους δεσμούς της Μαγνησίας με την με την Αλεξανδρινή Εκκλησία, «γεγονός που διατρανώθηκε με τις εδώ επισκέψεις των δύο αμέσων προκατόχων σας, του απλού και σοφού Παρθενίου και του συνετού και τόσο αδοκήτως κοιμηθέντος Πέτρου. Ο Βόλος και το Πήλιο είναι η πατρίδα πολλών Ελλήνων της Αιγύπτου, όπως του Αλεξάνδρου Αθανασάκη από την Πορταριά και των αδελφών Αχιλλόπουλων από την Τσαγκαράδα, των οποίων οι μεγάλες ευεργεσίες συνιστούν σημαντικό κεφάλαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας και γέφυρα που συνδέει το Πήλιο και την Αίγυπτο…».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στο ένδοξο παρελθόν της Αλεξανδρινής Εκκλησίας: «Ατενίζουμε, Μακαριώτατε, στο πρόσωπό σας την αποστολική διαδοχή και την πατερική συνέχεια του Αλεξανδρινού Θρόνου, που ξεκινά από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Αναλογιζόμαστε ότι έχουμε εν μέσω ημών τον διάδοχο των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και Αγίων Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αθανασίου του Μεγάλου, Κυρίλλου, Ιωάννου του Ελεήμονος. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε διαχρονικά κοιτίδα του Ελληνισμού και ένας από τους κατ’ εξοχήν χώρους της γόνιμης και καρποφόρου συνάντησης της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής σκέψης…». Ο κ. Ιγνάτιος μίλησε, όμως και για το ελπιδοφόρο μέλλον της Ορθοδοξίας στην Μαύρη Ήπειρο: «είσθε, Μακαριώτατε, ο Πατριάρχης της Μαύρης ηπείρου, της αχανούς και πολυπρόσωπης Αφρικής. Εάν ο χριστιανισμός συρρικνώνεται σήμερα στην Ευρώπη, στην ήπειρό Σας γνωρίζει αλματώδη διάδοση. Προΐστασθε, Μακαριώτατε, της κατ’ εξοχήν ιεραποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας που μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας στις ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένες αφρικανικές ψυχές. Παρακολουθούμε μακρόθεν τις ιεραποστολικές πρωτοβουλίες σας, την ίδρυση νέων τοπικών Εκκλησιών και την εγκαθίδρυση νέων επισκόπων, την προσωπική σας μέριμνα όχι μόνο για τις πνευματικές αλλά και τις υλικές ανάγκες του ευρύτερου ποιμνίου σας, τις πολυήμερες ιεραποστολικές περιοδείες σας στις διάφορες χώρες της Αφρικής. Στην Αφρική, όπως και στην Ασία, βρίσκεται το μέλλον του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Γνωρίζουμε ότι, έχοντας επίγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας, αναλώνετε τις δυνάμεις και τα χαρίσματα με τα οποία Σας έχει προικίσει ο Θεός, κυρίως δε το πράον, μειλίχιον και αγαπητικόν της προσωπικότητός Σας, ώστε να ανταποκριθείτε στο ιστορικό αυτό καθήκον του ευαγγελισμού των αφρικανών αδελφών μας…».
Ακολούθως, ο Σεβασμιώτατος απένειμε στον Μακαριώτατο κ. Θεόδωρο την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ήτοι τον χρυσούν της σταυρόν μετά Διπλώματος και Αστέρος, ως ελάχιστη αναγνώριση των μεγάλων υπηρεσιών που προσφέρει σε σύνολη την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μικρή αντίδοση της μεγάλης ευλογίας της επισκέψεώς Του και, τέλος, ως τεκμήριο της ταπεινής συνδρομής της τοπικής μας Εκκλησίας στο τιτάνιο αποστολικό έργο που επιτελεί στην Αφρικανική ήπειρο.
Στην αντιφώνησή του ο Μακαριώτατος κ. Θεόδωρος, αναφερόμενος στην μεγάλη Δεσποτική εορτή, επεσήμανε ότι «η Ανάληψη δεν είναι χωρισμός, αλλά υπόσχεση ότι δεν μείναμε ορφανοί. Διότι, αν ο Χριστός βρίσκεται στον ουρανό, τότε, αν Τον πιστεύουμε, αν ελπίζουμε σε Αυτόν και αν Τον αγαπούμε, είμαστε κι εμείς μαζί Του. Κι αν εμείς μένουμε αδιάφοροι κι αν εμείς δείχνουμε αχαριστία προς τον Μεγάλο Δωρεοδότη, Εκείνος μας περιμένει να γίνουμε ανώτεροι ακόμα και από αυτούς τους Αγγέλους του». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Μακαριώτατος τόνισε ότι «στην Εκκλησία βρίσκουμε κατατεθέν το συμβόλαιο που Εκείνος έκανε μαζί μας, το Ευαγγέλιό Του. Το Ευαγγέλιο που απλώθηκε σαν αστραπή στην Ελληνική Κοινοπολιτεία, που ο Μεγάλος της Ιστορίας Αλέξανδρος δημιούργησε. Το Ευαγγέλιο, που παρά τους διωγμούς, τους πόνους και τους πειρασμούς, μεταλαμπαδεύτηκε, ακολουθώντας δρόμους ναυτικούς, από φρυκτωρία σε φρυκτωρία, από φάρο σε φάρο, από λιμάνι σε λιμάνι, μετατρέποντας την Μεσόγειο σε θάλασσα Αποστολική, με ναυαρχίδα στο κέρας της Αφρικής την Πόλη του Αλεξάνδρου, την μεγάλη Πόλη του Λόγου του Θεού…».
Ο Μακαριώτατος Πατριάρχης κ. Θεόδωρος με συγκίνηση ευχαρίστησε τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας κ. Ιγνάτιο για την απονομή της Ανωτάτης Τιμητικής Διακρίσεως και αναφέρθηκε επίσης στους δεσμούς αγάπης και φιλίας, που τον συνδέουν μαζί του από χρόνων πολλών. Εξέφρασε δε και την ευγνωμοσύνη του για την πολύ σημαντική βοήθεια που προσφέρει η Τοπική μας Εκκλησία στα Ιεραποστολικά Κλιμάκια της Αφρικής, μέσω του Ιδρύματος «Λειτουργοί Υγείας της Αγάπης» και ευχήθηκε σε όλους πατρικώς, μεταφέροντας την ευλογία του Ευαγγελιστού Μάρκου, ιδρυτού της Παλαιφάτου Αλεξανδρινής Εκκλησίας.
Μετά το πέρας του Εσπερινού, ακολούθησε η λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος της Αναλήψεως στους πέριξ του Ναού δρόμους, υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής του Δήμου Βόλου, παρουσία στρατιωτικού αγήματος, εκπροσώπων παραδοσιακών Σωματείων, με τις χαρακτηριστικές φορεσιές και πλήθους λαού.