Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024, στον Κινηματογράφο «ΑΠΟΛΛΩΝ» της πόλεως του Αιγίου, η εκδήλωση την οποία η Ιερά Μητρόπολή μας, με πρωτοβουλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Ιερωνύμου, διοργάνωσε σε συνεργασία με τη ΓΕΧΑ Αιγίου, τη Χριστιανική Ένωση Αιγίου, τον Σύλλογο πολυτέκνων και τον Σύλλογο Τριτέκνων της πόλεως και άλλους τοπικούς Φορείς, με θέμα το προς ψήφιση νομοσχέδιο για τον «γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών» και την τεκνοθεσία.
Στην εκδήλωση χαιρετισμούς απηύθυναν ο Αντιδήμαρχος κ. Νικόλαος Καραΐσκος, ο οποίος εκπροσώπησε τον Δήμαρχο Αιγιαλείας κ. Δημήτριο Καλογερόπουλο, και ο Βουλευτής του κόμματος «Νίκη» κ. Σπυρίδων Τσιρώνης, οι οποίοι ξεκάθαρα εξέφρασαν την αντίθεσή τους προς το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, το οποίο είναι αντισυνταγματικό και αντιεκκλησιαστικό. Παρευρέθησαν επίσης ο εκπρόσωπος της Ενώσεως Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων Αιγιαλείας κ. Λεωνίδας Θεοφανόπουλος, ο Πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Αιγίου κ. Φάνης Ραμπαβίλας, κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως και πολλοί γονείς.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκαν οι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες εισηγήσεις της κ. Αρχοντούλας Ρέλλα, Φιλολόγου και συνεργάτιδος της Ιεράς Μητροπόλεώς, με θέμα: «Η οικογένεια ως κατ’ οίκον Εκκλησία σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου μας και τις υποθήκες των αγίων Πατέρων», και της κ. Παναγιώτας Χατζηγιαννάκη – Τσαγκαροπούλου, Ιατρού Πνευμονολόγου, με θέμα: «»Γάμος» ομοφυλοφίλων και τεκνοθεσία. Πορεία προς νέα αδιέξοδα;».
Στην εμπεριστατωμένη εισήγησή της η κ. Ρέλλα αναφέρθηκε στον ιερό θεσμό της οικογένειας, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αποστόλων και την πατερική παράδοση, υπογραμμίζοντας ότι «η οικογένεια είναι ένας θεσμός θεϊκής προελεύσεως και χαρακτήρος. Δεν είναι απλώς μία κοινωνική συμφωνία, η οποία πηγάζει από τις απαιτήσεις των γηίνων υποθέσεων… Καθιερώνεται και εγκαινιάζεται κατά την ώρα της τέλεσης του Μυστηρίου του Γάμου και τη σύσταση της Οικογένειας. Όλη η τελετή του Γάμου γίνεται «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Επειδή όμως η φύση του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι ανεπαρκής, «ενδεής», επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, ο φιλάνθρωπος Θεός εξασφαλίζει την επανένωση εντάσσοντας στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας τον γάμο ως μέσο αποκατάστασης εκείνης της ενότητας. Γι’ αυτό και δημιουργήθηκε και ο γάμος, ώστε εκείνο που λείπει από τον ένα να συμπληρώνεται από τον άλλο και η ενδεής φύση μας να γίνεται με αυτόν τον τρόπο αυτάρκης. Οι όροι πατρότητα και μητρότητα είναι δηλωτικοί της οικογενειακής κοινωνίας. Περιγράφουν και χαρακτηρίζουν μία κατάσταση υπέρβασης της ατομικότητας και μετάβασης σε προσωπικούς και διαπροσωπικούς ρόλους. Ο άνδρας γίνεται πατέρας και η γυναίκα μητέρα. Πατρότητα και μητρότητα, επομένως, είναι δύο θεόσδοτοι ρόλοι για την οικοδομή της οικογένειας, της Εκκλησίας και της κοινωνίας».
Επίσης, η ομιλήτρια αναφέρθηκε εκτενώς στη σχετική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για την οικογένεια και κατέληξε, αναφέροντας ότι «η Ποιμαίνουσα Εκκλησία επισημαίνει ότι η παράλληλη θέσπιση της «ομοφυλόφιλης γονεϊκότητας» μέσω υιοθεσίας και (με διάφορες διόδους) μέσω παρένθετης κύησης συμβάλλει στην κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας, στη μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα, καθώς και στην εξαφάνιση των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια, ενώ θέτει πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλόφιλων ενηλίκων. Τα παιδιά ουσιαστικά εγκαταλείπονται να μεγαλώσουν σε ένα αμφιλεγόμενο περιβάλλον, που δεν συμβάλλει στην ψυχική τους ισορροπία και δεν εγγυάται την ομαλή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη. Οφείλουμε, λοιπόν, να έχουμε πλήρη συνείδηση της υπέρτατης αξίας και αναντικατάστατης φύσεως της οικογενείας, να μελετήσουμε τη θεολογία μας και να γνωρίσουμε πώς οι θεοφώτιστοι και πάντοτε επίκαιροι Άγιοι Πατέρες μας, οι ασφαλείς οδοδείκτες της ζωής, ερμήνευσαν τις Γραφές, τι είπαν και έγραψαν για τον γάμο και την οικογένεια, τη σχέση του άνδρα και της γυναίκας και τους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ τους, αρδεύοντας έτσι τον χέρσο αγρό της καθημερινής ζωής με τους ποταμούς της θεολογίας».
Στη συνέχεια, η κ. Παναγιώτα Χατζηγιαννάκη – Τσαγκαροπούλου αναφέρθηκε στα σημεία του προς ψήφιση νομοσχεδίου και ανέλυσε τις ολέθριες συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή του τόσο στην οικογένεια, όσο και στην κοινωνία μας ευρύτερα, επισημαίνοντας ότι: «Η νόμιμη αναγνώριση του ομόφυλου «γάμου» ανατρέπει την επιστημονική σκέψη και την παιδαγωγική έρευνα αιώνων. Στο όνομα της άκριτης αποδοχής οποιασδήποτε διαφορετικότητας φιμώθηκε ο ελεύθερος λόγος και η ελευθερία της έκφρασης. Καταπατούνται τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τα βαπτισμένα παιδιά της, τα δικαιώματα των παιδιών της να μορφωθούν κατά Χριστόν και να σώσουν την ψυχή τους. Παρεμποδίζονται οι γονείς να δώσουν την αγωγή που κρίνουν για τον γάμο και τη σεξουαλικότητα στα παιδιά τους, ενώ παραβιάζονται οι αρχές πολλών μελών της κοινωνίας μας, που αναγκαστικά θα τον συνδράμουν. Δεν πιστεύουμε πως ο ομόφυλος «γάμος» θα λύσει κάποιο από τα υπάρχοντα προβλήματα, κοινωνικό, παιδαγωγικό ή οικογενειακό. Θα αποτελέσει μόνον τη δικαίωση εκ μέρους της πολιτείας μη γόνιμων και μη κανονικών σεξουαλικών επιλογών, που όμως θα συνοδεύεται από την καταπάτηση σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων άλλων ομάδων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι η νομιμοποίηση του ομοφυλόφιλου «γάμου» δεν επιβάλλεται ούτε από το Ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο αντιθέτως στο άρθρο 21, παρ. 1 (Περί προστασίας οικογένειας, γάμου, μητρότητας και παιδικής ηλικίας) ρητώς αναφέρει: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους», αλλά ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Στην παραδοσιακή οικογένεια θυσιάζονται οι ενήλικες για χάρη των παιδιών. Στην ομόφυλη σύζευξη θυσιάζονται τα παιδιά και επιβαρύνεται η κοινωνία για να δικαιωθεί μια στείρα ένωση και τα θεωρούμενα σεξουαλικά της «δικαιώματα». Η γνήσια αγάπη θυσιάζει το δικό της θέλημα για χάρη του αγαπημένου. Αυτή εδώ η «αγάπη» ζητά από τους πιο αδύναμους, δηλαδή από τα παιδιά, αλλά και από όλη την κοινωνία να κάνουν θυσίες για να ικανοποιηθεί εκείνη. Για τους παραπάνω λόγους, δεν συμφωνούμε με τη νομοθετική κατοχύρωση της συμβίωσης των ομόφυλων ατόμων ως ισότιμης «γάμου και οικογένειας», θεωρώντας ότι κακοποιεί και προσβάλλει την ανθρώπινη φύση, αδικεί τα παιδιά που αναλαμβάνει, αλλοιώνει τον χαρακτήρα της οικογένειας, απομακρύνει τον άνθρωπο από τις πνευματικές και βιολογικές του ρίζες, επιτίθεται στη θρησκευτική και επιστημονική συνείδηση και παραβιάζει την ελευθερία του λόγου και της συνείδησης, ενώ δημιουργεί τεράστια κοινωνικά βάρη και αδικίες. Σας καλούμε, λοιπόν, όλους να μην αποδεχθείτε αυτό το επαίσχυντο νομοσχέδιο και να αντιδράσετε με κάθε έννομο μέσο σε αυτή την πρωτοφανή κακοποίηση και αδικία για την Οικογένεια και την Πατρίδα μας».
Ο Σεβασμιώτατος, αφού ευχαρίστησε θερμά τις δύο ομιλήτριες για τις άκρως διαφωτιστικές και τεκμηριωμένες εισηγήσεις τους, με συνοχή ψυχής ανέφερε: «Ο Θεός να μας ελεήσει. Θα πρέπει να κάνουμε καθημερινή πράξη την μονολόγιστη προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», όχι μόνον εμάς, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η ισοπέδωση της πατρίδας μας, της κοινωνίας μας, της οικογένειας έχει αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια χωρίς εμείς να το αντιληφθούμε. Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι μας να αντισταθούμε, να αγωνιστούμε και να αμυνθούμε σε όλα αυτά που θα νομοθετηθούν σε λίγο. Και η άμυνα η δική μας είναι η διαρκής ενημέρωση, είναι η φωνή μας, είναι εν τέλει η θερμή προς τον Θεό προσευχή. Η άμυνα των γονέων είναι να συμβουλεύουν τα παιδιά τους ότι όλα αυτά που σε λίγο θα νομοθετηθούν είναι αντίθετα με τον νόμο του Θεού. Γι’ αυτό η Εκκλησία επαναστατεί. Διότι βλέπει ξεκάθαρα τα θλιβερά που θα ακολουθήσουν τη νομοθέτηση του γάμου των ομοφυλοφίλων, που είναι η θέσπιση της πολυγαμίας, της κτηνοβασίας και τέλος της ευθανασίας.
Τι θα κάνουμε λοιπόν; Πώς θα αντισταθούμε; Με την ενημέρωση. Με το να ομιλούμε στους Ναούς. Οι πνευματικοί να διαφωτίσουν τους πιστούς και ιδιαίτερα τους νέους γι’ αυτά που μέλλουν να νομοθετηθούν, τα οποία διαλύουν την κοινωνία μας. Να γίνουμε όλοι μας ιεραπόστολοι, να μιλήσουμε για τον Χριστό, για τη διδασκαλία του, για τη χριστιανική ηθική, για τις αρχές και τις αξίες που διέπουν μία υγιή οικογένεια και κατ’ επέκταση μία σωστή κοινωνία.
Όλοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό και παρά ταύτα θα ψηφίσουν ή είναι υπέρ του νομοσχεδίου αυτού, έρχονται αντιμέτωποι με τη συνείδησή τους διότι γνωρίζουν ότι με τη στάση τους καταστρατηγούν τον νόμο του Θεού. Ο ξεκάθαρος λόγος του Κυρίου λέγει ότι «ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου» (Ματθ. 5, 17-19), οι πολιτικοί μας, όμως, όχι μόνο αλλάζουν το «ἰῶτα», αλλά παραβλέπουν ολόκληρο το Ευαγγέλιο και με την ψήφο τους ίστανται εναντίον του Θεού.
Γι’ αυτό κάνουμε ύστατη έκκληση προς τους Υπουργούς και τους Βουλευτές μας να σκεφθούν και να ερωτήσουν τη συνείδησή τους πώς θα απολογηθούν ενώπιον του λαού Θεού που τους ψήφισε και ενώπιον του ίδιου του Θεού. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν μέσα τους: ή πιστεύουν στον Θεό και το Ευαγγέλιό Του, καθώς «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός», και συνεπώς δεν θα αποδεχτούν το νομοσχέδιο αυτό, ή διαφορετικά δεν πιστεύουν…
Θα πρέπει να οπλιστούμε με δύναμη, με θάρρος, με πίστη στον Θεό, να αποκτήσουμε ένα ομολογιακό πνεύμα και με τη ζωή μας να διακηρύττουμε τον Χριστό». Και κατέληξε ο Σεβασμιώτατος, λέγοντας: «Εμείς με την παρουσία μας εδώ απόψε δηλώνουμε εμφαντικά σε όσους θέλουν να καταστρέψουν, να αποϊεροποιήσουν και να αποχριστιανοποιήσουν την οικογένεια και την κοινωνία μας ότι θα μας βρουν αντίθετους, ότι θα αγωνιστούμε έως τέλους κηρύττοντας Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα, παραμένοντας πιστοί στην ενίσχυση και διατήρηση της οικογένειας, όπως την δημιούργησε ο Θεός.».