Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Μετά την άρση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την προστασία του κορωνοϊού, το φετινό Καλοκαίρι προμηνυόταν ως μια ξεχωριστή ευκαιρία, ώστε οι πολίτες να οργανώσουν τις διακοπές τους. Και πράγματι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία τουριστικών γραφείων, η αύξηση του τουρισμού στην Ελλάδα, σε σύγκριση με μια καλή τουριστική χρονιά, ως αυτή προ πανδημίας του 2019, είναι της τάξεως του 30 και 35 %, με κάποιους δημοφιλείς προσκυνηματικούς προορισμούς να αγγίζει και το 40%.
Μέσα στα πλαίσια, όμως του λεγόμενου «Θρησκευτικού- Προσκυνηματικού Τουρισμού» είναι και η προσκυνηματική επίσκεψη πιστών σε Ιερές Μονές, Προσκυνηματικούς Ναούς, όχι τόσο βέβαια γνωστούς, γεγονός που εξασφαλίζει μεγαλύτερη πνευματική ξεκούραση και ησυχία.
Οι θιασώτες αυτού του είδους των «διακοπών» έχουν την ευκαιρία να έλθουν σε πνευματική επαφή με μοναχούς και μοναχές, να εγκλιματιστούν έστω και λίγο στην ησυχαστική ζωή μιας Μονής, ενός Ησυχαστηρίου. Μία πνευματική ομιλία, η συμμετοχή, όχι υποχρεωτική, στις Ι. Ακολουθίες της Μονής και στα μυστήρια, η βοήθεια σε μοναστηριακές εργασίες, η άμεση επαφή με τη φύση, όλα αυτά είναι κάποιες από τις χαρές που μπορεί ο επισκεπτης να γνωρίσει και να αποκομίσει από τη διαμονή και επίσκεψή του σε κάποιο μοναστήρι.
Κυρίως, αυτό που αναζητούν όσοι επιλέγουν αυτού του είδους τις προσκυνηματικές «διακοπές» είναι η επαφή τους με την ησυχία, όρος που στη μοναστική ζωή δεν ταυτίζεται μόνο με τον τόπο, αλλά περισσότερο με τον τρόπο ζωής και την άσκηση.
Τυατόχρονα, το τυπικό που ισχύει στα μοναστήρια, δηλαδή, η κοινή τράπεζα σε συγκεκριμένη ώρα, οι κοινές εργασίες και τα διαφορετικά διακονήματα, οι απαγορεύσεις που εντάσσονται στο τυπικό κάθε μονής, όλα αυτά παρακινούν τους επισκέπτες να βιώσουν, έστω και λίγο, μια διαφορετική καθημερινότητα, πιο ήσυχη, πιο πνευματική, πιο ξεκούραστη σε σύγκριση με όσα πριν ακολουθούσαν.
Ασφαλώς, όσοι επιλέγουν αυτές τις «διακοπές», άλλοι από πεποίθηση και επιλογή, άλλοι από απλή περιέργεια ή απλώς αυξημένη αγάπη προς τη φύση, σίγουρο είναι πως ,μετά το πέρας της διαμονής τους, όλο και κάτι κερδίζουν και παίρνουν μαζί τους φεύγοντας. Κάτι που, συνήθως, τούς κάνει να επιστρέφουν ξανά, επιθυμώντας να ζήσουν και πάλι, έστω και λίγο, μέσα στην καθημερινότητα μιας μοναστικής κοινότητας.