Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας στο «μικροσκόπιο» της Επιτροπής Διαλόγου του Ποταμιού
Με πλούσιο προβληματισμό διεξήχθη η συζήτηση που διοργάνωσε η Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού με θέμα την αμοιβαία χειραφέτηση του Κράτους και της Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης συζητήθηκαν διεξοδικά οι αναγκαίες αλλαγές στο Σύνταγμα, όπως επίσης οι διοικητικές και οικονομικές σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Νίκος Αλιβιζάτος στάθηκε στα βήματα προόδου που έχει κάνει η Εκκλησία σε πολλά ζητήματα, αλλά αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε ορισμένους ακραίους κύκλους της Εκκλησίας που αναβιώνουν το κλίμα της αντιπαράθεσης. Στη συνέχεια χαρακτήρισε «ανεξήγητη» την πρόθεση του σημερινού Αρχιεπισκόπου να μην αντιπαρατεθεί με αυτό το σκληρό πυρήνα της Εκκλησίας και τόνισε ότι το Άρθρο 3 του Συντάγματος που αναφέρεται στην «επικρατούσα θρησκεία» πρέπει να αφαιρεθεί. Παράλληλα, μιλώντας για τα οικονομικά της Εκκλησίας τόνισε ότι οι δωρεές μεν πρέπει να εξαιρεθούν από τη φορολογία αλλά τόνισε ότι το εισόδημα από εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να φορολογείται. «Είναι δυνατόν ποτέ εν ονόματι του κοινωνικού ρόλου που διαδραματίζει η εκκλησία να μην υπόκεινται σε οποιαδήποτε φορολογία» ανέφερε χαρακτηριστικά και προσέθεσε ότι δεν πρέπει να υπάρχει σκότος στη διαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας. Σχολιάζοντας την υπόθεση του Βατοπεδίου σχολίασε ότι «Μπορεί να θριαμβολογούν ορισμένοι για την αθώωση τους αλλά το πρόβλημα είναι εκεί». Τέλος, ο κ. Αλιβιζάτος ανέφερε ότι θα πρέπει να ξεχάσουμε τη λέξη «χωρισμός» στη συζήτηση μεταξύ Κράτους – Εκκλησίας καθώς φορτίζει το κλίμα των συζητήσεων και να μιλήσουμε για «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες τελικά θα οδηγήσουν στον ουσιαστικό διαχωρισμό. «Αρκεί σε αυτή τη πολύ κρίσιμη στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος να χειραφετηθεί από τα βαρίδια των πολύ σκληρών της Εκκλησίας της Ελλάδος» ανέφερε κλείνοντας την εισήγηση του.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας και Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ κ.κ. Χρυσόστομος αναφερόμενος στο «σφιχταγκάλιασμα», μεταξύ κράτους και εκκλησίας ότι αυτό είναι κάτι που «ίσως εξυπηρετεί το κράτος και όχι την Εκκλησία». Όπως είπε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας «ο ισχυρισμός ότι η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους η οποία ουσιαστικά προσβλέπει στον θρησκευτικό αποχρωματισμό, οδηγεί σε μια μορφή λαϊκού κράτους, εν ονόματι της θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι δυνατόν να προβληθεί ως επιχείρημα επιβεβαίωσης της θρησκευτικής ισότητας». Αναφερόμενος στην αναθεώρηση του Συντάγματος τόνισε: «Δεν είναι θέμα ιδεολογικό αλλά κυρίως εθνικό, είναι θέμα εθνικής ιδιοπροσωπείας, αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας όπως αυτά υπαγορεύονται από την εθνική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου». Περιέγραψε ως «ώριμο και σκόπιμο» να οργανωθεί ένας σοβαρός και ψύχραιμος διάλογος, ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία, βασισμένος όμως στον αμοιβαίο σεβασμό στη βαθιά γνώση της φύσης των δύο θεσμών και στην πλήρη συνεκτίμηση όλων των ιστορικών, πολιτειολογικών δεδομένων για το ζήτημα των σχέσεών τους. Τέλος, ο Μητροπολίτης ανέφερε ότι όλες οι κυβερνήσεις προεκλογικά υπόσχονται «χωρισμό» αλλά μόλις αναλάβουν την εξουσία αυτό το ξεχνάνε.
Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Χρυσόστομος Σταμούλης από την πλευρά του τόνισε ότι «ζούμε την απόλυτη έκρηξη του φονταμενταλισμού γι’ αυτό βλέπουμε ανεξήγητες κινήσεις». Στη συνέχεια εξέφρασε την άποψη ότι σε νομοθετικό επίπεδο υπάρχουν «λίγα πράγματα» στη σχέση Εκκλησίας – Κράτους και τα προβλήματα δημιουργούνται όπου υπάρχουν υπερβάσεις από τη μια ή την άλλη πλευρά. Ο κ. Σταμούλης στάθηκε ιδιαίτερα στο μάθημα των Θρησκευτικών λέγοντας ότι όποτε υπήρξαν αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών αντιδρά η Εκκλησία, ενώ θα έπρεπε να έχει αποκλειστικά συμβουλευτικό ρόλο. «Αυτό που αποδέχεται σήμερα το «πετροβολούσε» πριν μερικά χρόνια γιατί έχει τεράστιο πρόβλημα με την αλλαγή και την κίνηση» ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ επέκρινε και την Πολιτεία λέγοντας ότι δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και γνώση των προβλημάτων. Παράλληλα τόνισε ότι εντός κοσμικού κράτους βρίσκεται και η Εκκλησία και έκλεισε την τοποθέτηση του αναφέροντας: «Ας τολμήσουμε και ως πολιτεία και ως εκκλησία με ειλικρίνεια και ευθύνη να φτάσουμε σε ουσιαστικό διάλογο για να προχωρήσει ο τόπος».
Τελευταίος πήρε το λόγο ο καθηγητής Κοινωνιολογίας κ. Αντώνης Παπαρίζος, και μέλος της Επιτροπής Διαλόγου, ο οποίος κατέθεσε την εισήγηση του Ποταμιού για την δημιουργία ενός δημόσιου, μη κρατικού, ορθόδοξου ομολογιακού, θεολογικού Πανεπιστημίου, με τις ίδιες αρχές των κρατικών υπό την κοσμοθεωρητική, ομολογιακή, αλλά και οικονομική ευθύνη της εκκλησίας, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν άμεσα οι Θεολογικές Σχολές των δύο κρατικών Πανεπιστημίων των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. «Το δημόσιο αυτό Ορθόδοξο Θεολογικό Πανεπιστήμιο θα αποτελέσει την βάση του διαχωρισμού της θρησκευτικής από την πολιτική παιδεία, την βάση της αμοιβαίας χειραφέτησης και πλήρους διάκρισης της εκκλησίας από το κράτος» ανέφερε.
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, σε παρέμβαση του αναφέρθηκε στην αυτονομία της Εκκλησίας, λέγοντας ότι υπάρχουν παρεμβάσεις εκατέρωθεν στη σχέση Κράτους – Εκκλησίας και τόνισε ότι με τις παρεμβάσεις του νομοθέτη υπάρχει περιορισμός της αυτονομίας. Σε αυτή την κατεύθυνση τόνισε ότι η Εκκλησία πρέπει να επιδιώξει την παύση των παρεμβάσεων του Κράτους ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία. «Η διάκριση νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δεν είναι η ύπατη διάκριση των νομικών προσώπων όπως νομίζουμε» και τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια άλλη κατηγορία ειδικά για τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας: Εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα.
Τη συζήτηση συντόνισε η Αθηνά Δρέττα.