Dogma

Οικουμενικός Πατριάρχης: Σεβαστείτε την Κυριακή αργία

«Καλούμε όλους να σεβαστούν την Κυριακή αργία» είπε με έμφαση ο Οικουμενικός Πατριάρχης που έγινε δεκτός σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης στην βυζαντινή πόλη του Διδυμοτείχου.

Λουδάρος Ανδρέας

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗ: Ανδρέας Λουδάρος – Γιώργος Φερδής

Σεβασμό στην Κυριακή αργία ζήτησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθιολομαίος από τον θρόνο του μητροπολιτικού ναού της Ελευθερώτριας στο Διδυμότειχο.

«Καλούμεν όλους προς σεβασμόν της Θείας εντολής της Κυριακής αργίας και της αφιερώσεως της ημέρας ταύτης είς την λατρείαν του εν Τριάδι Θεού» είπε με έμφαση ο Οικουμενικός Πατριάρχης που έγινε δεκτός σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης στην βυζαντινή πόλη του Διδυμοτείχου.

«Σας καλωσορίζουμε στο σπίτι σας» είπε ο Δήμαρχος της πόλης στον Πατριάρχη ενώ ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου κ. Δαμασκηνός απευθυνόμενος προς τον Πατριάρχη έκανε ειδική αναφορά στην ιστορία και την πορεία της τοπικής Εκκλησίας.

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ

H πόλις τοῦ Διδυμοτείχου, ἡ πόλις τῶν Κάστρων, τῶν θρύλων καί τῆς Ἱστορίας, μέ αἰσθήματα βαθείας εὐλαβείας, μετά παλμῶν ἱερᾶς συγκινήσεως καί μέ ἀνυπόκριτο ἐνθουσιασμό, ὑποδέχεται σήμερα τήν Ὑμετέρα Θειοτάτη Παναγιότητα, τόν Σεπτό Πρωθιεράρχη τῆς ὑπ’ Οὐρανόν Ὀρθοδοξίας, στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἐλευθερώτριας, τοῦ ὁποίου φέτος ἑορτάζεται ἡ συμπλήρωση 20 ἐτῶν ἀπό τῶν ἐγκαινίων του καί τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Κτίτορά του, Μητροπολίτου Διδυμοτείχου κυροῦ Νικηφόρου, πού σέ λίγες μέρες συμπληρώνονται 5 χρόνια ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία του. Ἡ ἄμεση ἀνταπόκρισή Σας στήν πρόσκληση πού Σᾶς ὑποβάλλαμε μαζί μέ τόν Ἐντιμότατο Δήμαρχο τῆς πόλης κ. Παρασκ. Πατσουρίδη γιά νά ἐπισκεφθῆτε τή πόλη μας, διατρανώνει τό θερμό ἐνδιαφέρον Σας γιά τήν πόλη καί, κατ’ ἐπέκταση, γιά τούς ἀκρίτες πού κατοικοῦν στήν εὐαίσθητη αὐτή περιοχή.

Μπορεῖ ἡ πόλις αὐτή σήμερα νά βρίσκεται στήν ἐσχατιά τῆς Πατρίδος, ὅμως ἔχει ἕνα πολύ ἔνδοξο παρελθόν, διότι ἄλλοτε βρισκόταν στό κέντρο τῶν ἐξελίξεων. Ἔχει μεγάλη ἱστορία πού ξεκινάει ἀπό τούς προϊστορικούς χρόνους, περνάει στό Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Τραϊανό, πού πρός τιμήν τῆς συζύγου του τήν ὀνομάζει Πλωτινούπολη καί φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς δόξας της στό Βυζάντιο καί ἰδιαίτερα στά χρόνια τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων. Ἀλλά καί στά ὕστερα χρόνια ἐδῶ κτίζεται τό 1421 τό ἀρχαιότερο Τέμενος τῆς Εὐρώπης, πρᾶγμα πού δηλώνει τήν γεωπολιτική καί στρατηγική σημασία πού εἶχε αὐτή ἡ πόλη γιά ὅλους ὅσους τήν κατεῖχαν κατά καιρούς, λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως, τῆς γειτνίασής της μέ τήν Βασιλεύουσα καί τοῦ ἀπόρθητου Κάστρου της. Τήν ἱστορική της αἴγλη μαρτυροῦν τά μνημεῖα της· ἡ Πλωτινούπολη μέ τά ψηφιδωτά της, τό Βυζαντινό Κάστρο της, τά ὑπολείματα τῶν παλαιολόγειων Μονῶν της, οἱ μεταβυζαντινοί Ναοί της μέ τά ὑπέροχα τέμπλα τους, ἀλλά καί τά νεοκλασσικά ἀρχοντικά της.

Ἄλλωστε τί σημασία ἔχει τό πρῶτο καί τό ἔσχατο μπροστά στό Μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δύναται ἔτι δέ καί αὐτήν τήν ἔννοιαν τοῦ πρώτου καί τοῦ ἐσχάτου νά ἀνατρέπη μέ αὐτήν τοῦ μεγάλου καί ὑψηλοῦ, μέσα στήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος! γιατί Ἐκεῖνος εἶναι τό Μέτρον τῆς Ζωῆς καί τῆς Δημιουργίας!

Ἀλλά γιά αὐτούς πού γνωρίζουν τήν Παγκόσμια Ἱστορία καί τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τοῦ πρώτου καί τοῦ ἐσχάτου στόν χῶρο τῆς πίστης ἔχει προσλάβει, ἤδη ἀπό τῶν χρόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅλως διαφορετική διάσταση καί δυναμική θαυμαστή. Αὐτό πού εἶναι σημαντικό καί ἀδιαμφισβήτητο εἶναι ὅτι ὅσοι ἐξαρτῶνται ἐκ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅσοι διατελοῦν ἐν κοινωνία μετ’ Αὐτῆς μετέχουν, κατά τρόπον μυστικόν, τοῦ ἡθικοῦ μεγαλείου καί τῆς ἀπαραμίλλου δόξης Της. Ἄρα οὔτε ἔσχατοι, οὔτε περιφρονημένοι εἶναι. Εἶναι σημαντικοί καί σπουδαῖοι.

Καί ἡ Ἐπαρχία αὐτή ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα κλῆμα τῆς Ἀμπέλου, δηλαδή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Καί ἐφ’ ὅσον παραμένει «ἐν τῆ ἀμπέλῳ», δύναται νά φέρη καρπό, τοῦ Κυρίου εὐδοκοῦντος, καί καρπό ἀγαθό, μέσα εἰς τή διαχρονική ἐξέλιξη τῆς Ἱστορίας. Εἴθε, Παναγιώτατε καί Θειότατε Δέσποτα, ἡ ταπεινή αὐτή Ἐπαρχία νά μένη πάντοτε ἐν τῆ Ἀμπέλῳ, διότι, ὡς γνωστόν, κάθε κλῆμα πού ἀποσπᾶται ἀπό τήν Ἄμπελο ξηραίνεται καί «εἰς πῦρ βάλλεται». Ἐπιβεβαιώνεται δέ ὁ εὐαγγελικός αὐτός λόγος καί εἰς τήν περίπτωση τήν ἰδική μας, διότι ἡ πανσθενουργός Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ Εὐλογία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς εὐκληματούσης Ἀμπέλου, σκέπασαν καί προστάτευσαν ἀνά τούς αἰῶνας τήν ἀκριτική αὐτή Ἐπαρχία.

Τόσον, λοιπόν, ἡ πόλις τοῦ Διδυμοτείχου εἰς τήν καθημερινότητά της, ὅσο καί ἡ τοπική μας Ἐκκλησία κάτω ἀπό τήν σκιά καί τήν προστασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν ἱστορικῶν περιστάσεων, διετήρησαν ἀκηλίδωτη καί ἀκέραιη τήν πατροπαράδοτη ταυτότητά τους. Στήν πολυκύμαντη ἱστορία της ἡ πόλη μας γνώρισε στιγμές μεγαλείου καί στιγμές θυσίας. Γνώρισε τήν πτώση καί τήν Ἀνάσταση. Πέρασαν κατακτητές καί ἐπίβουλοι, ὅμως τό Κάστρο τοῦ Διδυμοτείχου στάθηκε μέχρι σήμερα προπύργιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ δέ ὁμιλῶν ἔχει τήν βεβαιότητα ὅτι τήν ἱερά καί ἐπίσημο αὐτή στιγμή τῆς ἐπισκέψεώς Σας στήν Καστροπολιτεία τοῦ Διδυμοτείχου ἀνασύρονται στή σκέψη ὅλων μας καί στό στοχασμό μας γεγονότα τοῦ παρελθόντος. Καί ὅσα βλέπουμε διά τῆς ἐνοράσεως ἀποτελοῦν μία ἀδιάψευστη πραγματικότητα, πού ἐπιζῆ διά τῶν αἰώνων ὡς μεγαλοπρεπές θησαύρισμα παρελθούσης δόξης, δόξης προγονικῆς καί ἄφωνος μαρτυρία τῆς πατρῴας εὐσεβείας καί φιλογενείας. Ἡ ἀνακύλιση δέ αὐτή τῶν στοχασμῶν καί τῶν ἱερῶν συναισθημάτων μας ἀποκαλύπτει ὅτι τό παρελθόν αὐτό εἶναι ποτισμένο μέ τίς ἀλήθειες τῆς Πίστεως, μέ καθαρμούς καί θυσίες, μέ καλλίνικους ἀγῶνες καί εὐγενεῖς ἄθλους. Παράλληλα ὅλα αὐτά ἀναδεικνύουν μία ἀδιάψευστη ἀλήθεια· ὅτι δηλαδή ἡ ἀνεξιχνίαστη Βουλή τοῦ Θεοῦ καί Οἰκονομία, ἡ ὑπερβάλλουσα τούς σχηματισμούς τῆς ἱστορίας, συνῆψε μέ μυστηριώδη δεσμό ἀόρατο τήν Μητέρα Ἐκκλησία μέ τό Διδυμότειχο. Ἀνασύροντες τό παραπέτασμα τῆς ἱστορίας του ἀναγνωρίζουμε τά ἴχνη τῶν βημάτων ὁσίων καί γενναίων ἀνδρῶν, τῶν ὁποίων ἡ θεοφιλής δράση καί τά παθήματα ἀποτελοῦν γιά τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία κεφάλαιο ἀνεκτίμητο καί τιμαλφῆ κληρονομιά.

Αἰσθανόμεθα σήμερα ὅτι γύρω μας συνεορτάζουν καί συναγάλλονται μυστικά ἐπί τῇ ἐπισκέψει Σας στό Διδυμότειχο, Παναγιώτατε, τά μακάρια πνεύματα θεοφρόνων Ἱεραρχῶν, κληρικῶν καί βασιλέων, ἀλλά καί μαρτύρων, μορφῶν φωτεινῶν, πού σήκωσαν τόν χρηστό τοῦ Κυρίου ζυγό, ὅπως ὁ ἡγιασμένος Ἐπίσκοπος Διδυμοτείχου Νικηφόρος, ἕνας ἐκ τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐπί Φωτίου τοῦ Μεγάλου συνελθούσης Συνόδου τό 879 στήν Κωνσταντινούπολη. Αἰσθανόμεθα ἐπίσης ἔντονη τήν παρουσία τοῦ μαρτυρικοῦ προκατόχου Σας Πατριάρχου Ἰωάννου Καματηροῦ (1198-1206).

Ὁ γενναῖος καί ἐξαιρετικά πεπαιδευμένος αὐτός Πατριάρχης ἦταν ἐκεῖνος πού πέντε μέρες μετά τήν πρώτη ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους τό 1204 καί τή σφαγή, ὁδήγησε τούς ἐπιζῶντες εὐγενεῖς στήν ἔξοδο τους ἀπό τή Βασιλεύουσα, «ἄραβδος καί ἀσάνδαλος, χιτώνιον ἕν περικείμενος» ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Νικήτας Χωνιάτης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό ἐκείνους πού τόν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰωάννης Καματηρός ἐγκαθίσταται στό Διδυμότειχο καί ἀπό ἐδῶ ὑπέβαλε τήν παραίτησή του τήν ἄνοιξη τοῦ 1206, ἀφοῦ ἀπέρριψε τήν πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Θεοδώρου Λάσκαρη νά ἀναλάβη ἐκ νέου καθήκοντα, καθώς ἦταν ἐξαιρετικά ἐξαντλημένος. Στό Διδυμότειχο «πλάνης καί ἄποικος» ἀπεβίωσε λίγο ἀργότερα, στίς 26 Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ὑπερίπταται ὡσαύτως σήμερα ἀνάμεσά μας ἡ ἱερά μορφή τοῦ ἐνδόξου καί ἁγίου βασιλέως Ἰωάννου Βατάτζη, πού γεννήθηκε τό 1193 στό Διδυμότειχο. Ὁ μέγας αὐτός βασιλεύς μέ τήν ἐλεημοσύνη του ἀπέσπασε τό σεβασμό τῶν ὑπηκόων του καί μέ τούς ἀγῶνες του ἀνέτρεψε τό βαρύ κλῖμα πού δημιουργήθηκε μέ τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Σταυροφόρους καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στήν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας νά τήν ἀνακαταλάβη τό 1261.
Ἐδῶ στό Διδυμότειχο ἐγκαθίστανται διαδοχικά ἡ αὐτοκρατορική αὐλή τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου καί τοῦ Ἰωάννου ΣΤ΄ Κατακουζηνοῦ, κατά τήν ταραγμένη περίοδο τῶν ἐμφυλίων πολέμων τοῦ α΄ ἡμίσεως του 14ου αἰῶνα. Ἐδῶ γεννιέται ὁ υἱός τοῦ πρώτου Ἰωάννης Ε΄ Παλαιολόγος ὁ Πορφυρογέννητος καί ἐδῶ στέφεται αὐτοκράτορας ὁ δεύτερος τό 1341. Ἀπό τό Διδυμότειχο ξεκινάει καί ὁ δευτερότοκος υἱός τοῦ Ἰωάννου ΣΤ΄ Κατακουζηνοῦ, Μανουήλ, γιά νά ἑδραιώση τήν ἐξουσία του στό Μωριά, πού στή συνέχεια ἐξελίσσεται στό Δεσποτάτο τοῦ Μυστρᾶ.
Στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τό Διδυμότειχο ἐξελίσσεται σέ ἕνα ἀπό τά σημαντικά κέντρα τοῦ ἡσυχασμοῦ. Οἱ Μονές τοῦ Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ καί ἡ ἄλλη τῆς Ὁδηγήτριας στό Διδυμότειχο ἀλλά καί ἡ μοναστική πολιτεία τῆς Ροδόπης ὑπερασπίσθηκαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν δυτικόφρονη πλάνη τοῦ Βαρλαάμ καί τόν ἐπηρεασμό της ἀπό τό ἀπατηλό προσωπεῖο τοῦ σχολαστικισμοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ φιλοξενοῦν, κατά τήν παράδοση, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐπισκέπτεται τό Διδυμότειχο μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ ὁμόφρονος μέ αὐτόν Ἰωάννου ΣΤ΄ Κατακουζηνοῦ. Συνεχίζεται καί συμπληρώνεται ἡ ὁλοφώτεινη μακρά αὐτή σειρά τῶν διακεκριμένων Ἱεραρχῶν, ὁσίων καί βασιλέων στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας μέ τούς μάρτυρες τῆς πίστεως, ὅπως εἶναι ὁ ὁσιομάρτυς ἅγιος Ἰάκωβος ὁ νέος, ὁ μαρτυρήσας μαζί μέ τόν Διάκονο Ἰάκωβο καί τόν Μοναχό Διονύσιο τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1520 καί ὁ νέος ἱερομάρτυς Παρθένιος ὁ ἐκ Πάτμου ὁ σφαγιασθείς πρό τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Διδυμοτείχου τήν 5η Μαρτίου 1805. Ἀπό τίς πολλές ἀκόμα φωτεινές προσωπικότητες πού ἀνέθαλαν καί ἀνεδείχθησαν στούς στοργικούς κόλπους τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς Μητρός καί τροφοῦ τοῦ Γένους, τῆς ὁποίας τή δόξα ἀντιλαλοῦν οἱ αἰῶνες, καί πού διηκόνησαν τήν ἱστορική αὐτή καθέδρα, μποροῦμε νά μνημονεύσουμε τόν μετέπειτα προκάτοχό Σας Διονύσιο τόν Ε΄ τόν Χαριτωνίδη (1887-1891), τόν κατοπινό Γέροντα Ἡρακλείας Φιλάρετο Βαφείδη, τόν συγγραφέα τῆς τρίτομης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καί τόν ἀπό Ἀπολλωνιάδος ἡρωϊκό Ἰωακείμ Σιγάλα.
Ὁ λαός μας εἶναι λαός πιστός στόν Χριστό, Παναγιώτατε, καί στίς παραδόσεις τοῦ Γένους. Κρατάει ὅσα παρέλαβε ἀπό τούς προγόνους του. Ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῶν φωτεινῶν ἀγωνιστῶν τοῦ πνεύματος καί τῆς Πατρίδας. Παρά τίς δυσμενεῖς συγκυρίες καί εἰς πεῖσμα τῶν ἐπιρροῶν πού δέχεται, πορεύεται τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τοῦ Χριστοῦ. Ζητᾶ καί ἀναμένει τήν ἐλπίδα καί τήν παρηγοριά ἀπό τήν Ἐκκλησία του. Καί ἡ παρουσία Σας ἐδῶ σήμερα εἶναι «φωνή αὔρας λεπτῆς», πού δίνει σέ ὅλους μας τήν δύναμη νά συνεχίσουμε… Νά συνεχίσουμε νά ἀγωνιζόμεθα για ἕνα καλύτερο μέλλον, πού τά πάντα θά πλημμυρίζουν ἀπό το Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἀναστάσεως.
Δοξολογοῦμε τό ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι ὑμνολογουμένου Θεοῦ καί Σᾶς καταθέτουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας, πλειοδοτοῦντες σέ αἰσθήματα εὐλαβείας ὡς τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας, πρός τόν πνευματικό τους Πατέρα καί γονυκλινεῖς ἀπευθύνουμε τήν δέησή μας πρός τόν μόνο ἀληθινό Θεό καί ὅν ἀπέστειλε Ἰησοῦν Χριστόν, ὅπως «πολυχρόνιον ποιῆσαι Κύριος ὁ Θεός τόν Παναγιώτατον καί Θειότατον αὐθέντην ἡμῶν καί Δεσπότην, τόν Οἰκουμενικόν ἡμῶν Πατριάρχην, Κύριον, Κύριον Βαρθολομαῖον, διαφυλάττων Αὐτόν εἰς πολλά ἔτη».