Dogma

Ου μη πιστεύσω εάν μη ίδω καγώ

Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

«Των θυρών κεκλεισμένων, επέστης, Χριστέ, προς τους Μαθητάς. Τότε ο Θωμάς οικονομικώς ουχ ευρέθη μετ’ αυτών˙ έλεγε γαρ˙ Ου μη πιστεύσω, εάν μη ίδω καγώ τον Δεσπότην˙ ίδω την πλευράν, όθεν εξήλθε το αίμα, το ύδωρ, το βάπτισμα˙ ίδω την πληγήν, εξ ης ιάθη το μέγα τραύμα ο άνθρωπος˙ ίδω πως ουκ ην ως πνεύμα, αλλά σαρξ και οστέα. Ο τον θάνατον πατήσας και Θωμάν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικό αποστίχων των αίνων, Τρίτης Θωμά).

(Ενώ ήταν κλεισμένες οι θύρες, φανερώθηκες, Χριστέ, προς τους μαθητές (την πρώτη ημέρα που αναστήθηκες). Τότε ο Θωμάς κατ’ οικονομία (Θεού) δεν ήταν μαζί τους. Γιατί έλεγε: Δεν θα πιστέψω, αν δεν δω κι εγώ ο ίδιος τον Δεσπότη. Αν δεν δω την πλευρά, από όπου βγήκε το αίμα, το ύδωρ, το βάπτισμα. Αν δεν δω την πληγή, από την οποία ιάθηκε το μέγα τραύμα, δηλαδή ο άνθρωπος. Αν δεν δω ότι δεν ήταν ο Χριστός πνεύμα (ένα φάντασμα), αλλά (κανονικός άνθρωπος) με σάρκα και οστά. Κύριε, Συ που πάτησες τον θάνατο και πληροφόρησες τον Θωμά (με την εμφάνισή Σου μετά οκτώ ημέρες) δόξα Σοι).

Τον προβληματισμό του Θωμά και τον δραματικό χαρακτήρα των ενστάσεών του απέναντι στους άλλους συμμαθητές του που τον βεβαίωναν για την αναστημένη παρουσία του Κυρίου προβάλλει ο άγιος υμνογράφος. Βρισκόμαστε στη δεύτερη εβδομάδα μετά την Ανάσταση του Κυρίου που το κύριο πρόσωπο στην υμνογραφία της Εκκλησίας είναι ο θεωρούμενος άπιστος μαθητής. Κι ήταν εκείνος που απογοητευμένος, όπως και οι άλλοι απόστολοι από την εξέλιξη των γεγονότων και τον σταυρικό θάνατο του Διδασκάλου, επέλεξε όχι την κοινωνία των μαθητών, αλλά την απομόνωσή του. Οι λογισμοί απιστίας και η διαφαινόμενη απόγνωσή του φαίνεται να τον κατέκλυσαν, γι’ αυτό και όταν οι άλλοι μαθητές τον βεβαίωσαν για την Ανάσταση του Κυρίου, εκείνος εξέφρασε τις αμφιβολίες του και την «απαίτησή» του να βεβαιωθεί με τις αισθήσεις του για ό,τι του έλεγαν. Η περιγραφή, από τον υμνογράφο, των αμφιβολιών του δείχνουν αφενός τον εσωτερικό πόλεμο που ζούσε, αφετέρου το «άνοιγμά» του προς την πίστη, γιατί οι εκτιμήσεις του έχουν βαθιά θεολογικό χαρακτήρα και στηρίζονται στον αποκαλυπτικό λόγο του Διδασκάλου.

– Να δω κι εγώ τον Κύριο για να πιστέψω˙ εξακολουθεί και τον χαρακτηρίζει Κύριο, Δεσπότη.

– Να δω τη λογχισμένη πλευρά, με το αίμα και το ύδωρ που βγήκαν˙ το ύδωρ τον παραπέμπει στο βάπτισμα της Εκκλησίας, δια του οποίου γινόμαστε μέλη Χριστού.

– Να δω την πληγή από τα καρφιά˙ μία πληγή που θεωρείται ότι απετέλεσε την ίαση του ανθρώπου. Ο ποιητής βάζει στο στόμα του «απίστου» Θωμά τον προφητικό λόγο του Ησαΐα για τον Μεσσία: «τω μώλωπι αυτού ημείς οι πάντες ιάθημεν», κάτι που η Εκκλησία μας το εξαγγέλλει έκτοτε ποικιλοτρόπως: «τω πάθει Σου, Χριστέ, παθών ηλευθερώθημεν». Και ιάθηκε βεβαίως ο άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει ο Θωμάς «μέγα τραύμα» – η αποδοχή της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία που έφερε τον θάνατό του, πνευματικό και σωματικό, «διά της αμαρτίας ο θάνατος».

– Να δω Εκείνον αναστημένο που δεν φάνηκε ως ένα απλό πνεύμα, αλλά ήταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα και οστά˙ η σωματικότητα του Χριστού είναι η βεβαία απόδειξη ότι όντως αναστήθηκε. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν αποδέχτηκε μία πνευματοκρατία, αλλά τον ρεαλισμό ότι ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή, ψυχή και σώμα, και τα δύο είναι ισάξια και ισοδύναμα, και τα δύο μετέχουν εξίσου στη χάρη του Θεού – ο άνθρωπος σώζεται ολόκληρος.

Κι ο υμνογράφος βεβαίως καταλήγει με την «αποθέωση» της αγάπης του Θεού απέναντι στο πλάσμα Του: και τον θάνατο καταπάτησε ο Χριστός, το αποτέλεσμα δηλαδή της αμαρτίας την οποία σήκωσε και ξέπλυνε πάνω στον Σταυρό, αλλά και τον Θωμά «επληροφόρησε», γιατί συγκατέβη στην αδυναμία του – δεν τον αποπήρε, δεν τον έκανε πέρα. Κι εκείνο που θεωρείται το πιο συγκινητικά παράδοξο ίσως στον ύμνο είναι ότι αυτό που συνέβη με τον Θωμά συνέβη «οικονομικώς». Το ήξερε και το ήθελε δηλαδή ο Θεός, προκειμένου διά της «απιστίας» του μαθητή Του να δώσει απάντηση σε όλες τις απιστίες και τις ολιγοπιστίες και τις αμφιβολίες που θα εκφράζονταν σε όλους τους αιώνες. «Ω καλή απιστία του Θωμά!»

Το κίνητρο της αγάπης του Θεού μας για κάθε ενέργειά Του είναι πράγματι εκείνο που κάνει όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, να προσπίπτουν τελικώς και να κραυγάζουν προς τον Χριστό: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!