Την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου το απόγευμα ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης.
Στο τέλος του Πανηγυρικού Εσπερινού, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, χειροθέτησε Αναγνώστη τον κ. Γεώργιο Μώκιο, ο οποίος διακονεί στην ενορία.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δεῦτε οὖν φιλέορτοι πάντες εὐφρανθῶμεν, τῆς προσκαίρου εὐφροσύνης τήν κρείττονα καί τελεωτέραν, Μηνᾶ τοῦ ἀθλητοῦ τήν μνήμην τελοῦντες»
Μέτοχοι τῆς εὐφροσύνης τῆς σημερινῆς πανηγύρεως μᾶς καλεῖ νά γίνουμε ὁ ἱερός ὑμνογράφος, μιᾶς εὐφροσύνης ὅμως πού δέν πρόσκαιρη καί ἐφήμερη, πού δέν εἶναι περαστική καί ἐπιπόλαιη, ἀλλά εἶναι βαθειά καί οὐσιαστική, εἶναι ἀνώτερη καί τελειότερη ἀπό κάθε ἄλλη χαρά. Γιατί εἶναι ἡ χαρά καί εὐφροσύνη πού αἰσθάνεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἑορτάζει καί τιμᾶ ἕναν μάρτυρα, ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη πού αἰσθάνεται ἡ ψυχή ἑνός ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τιμᾶ ἕναν ἅγιο, ἕναν ἐκλεκτό δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος τιμώντας τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ αἰσθάνεται αὐτήν τή διαφορετική, τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση;
Θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κανείς πολλούς λόγους· θά περιοριστῶ ὅμως σέ δύο μόνο.
Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ συγγένεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἁγίους. Καί ἡ συγγένεια αὐτή ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι πνοή Θεοῦ, εἶναι δημιουργημένη κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί διαθέτει ὅλες τίς προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά φθάσει στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου ἔφθασαν μέ τόν ἀγώνα, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἄσκηση ἤ μέ τό μαρτύριο καί οἱ ἅγιοι τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, ἐκεῖ πού ἔφθασε καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος ἔνδοξος μεγαλομάρτυς Μηνᾶς. Γιατί πράγματι ἔφθασε ὁ ἅγιος Μηνᾶς στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό, καί ἔφθασε ἀφενός μέ τήν προσευχή καί τήν ἄσκηση καί ἀφετέρου μέ τό μαρτύριο τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς.
Ἐπειδή δέν μποροῦσε ὁ ἅγιος Μηνᾶς νά ἀντέξει νά βλέπει νά τιμῶνται καί νά λατρεύονται τά εἴδωλα, ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀνέβηκε σέ ἕνα βουνό, ὅπου ζοῦσε καθαίροντας τήν ψυχή του μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Καί ὅταν αἰσθάνθηκε προετοιμασμένος γιά νά ὁμολογήσει τόν Χριστό καί νά ἐλέγξει τούς ἀνθρώπους γιά τήν πίστη τους στούς ψεύτικους θεούς τῶν εἰδώλων, τότε κατέβηκε ἀπό τό βουνό, ὅπου ἀσκήτευε, καί ὁμολόγησε μέ θάρρος τόν Χριστό, μέ συνέπεια νά συλληφθεῖ καί νά ὑπομείνει μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια τό μαρτύριο. Ἔτσι ἔφθασε στόν Θεό, ἐπέτυχε δηλαδή τόν στόχο τῆς ζωῆς του, ὁ ὁποῖος εἶναι κοινός στόχος τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί ἑπομένως καί τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Ἡ δεύτερη σχέση πού ἔχουμε μέ τούς ἁγίους εἶναι ὁ κοινός μας ἀγώνας ἐναντίον τοῦ ἀντιδίκου τῆς ψυχῆς μας, ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου πού φέρει ὁ καθένας μας μέσα του, ἐναντίον τοῦ σαρκικοῦ νόμου πού ὑπάρχει στό εἶναι μας καί ἀντιστρατεύεται τήν ἀγαθή προσπάθειά μας. Ἡ διαφορά μας μέ τούς ἁγίους εἶναι ὅτι αὐτοί ἐπέτυχαν ἤδη τόν στόχο τους, νέκρωσαν τόν παλαιό ἄνθρωπο, νίκησαν τόν ἀντίδικο, κατόρθωσαν νά καθάρουν τήν ψυχή τους καί τόλμησαν νά ὁμολογήσουν μέ θάρρος τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἐνῶ ἐμεῖς συνεχίζουμε νά ἀγωνιζόμεθα.
Προκειμένου, λοιπόν, νά μᾶς ἐνισχύσει σέ αὐτόν τόν ἀγώνα ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τήν ἐπιτυχία τῶν ἁγίων μας καί τούς τιμᾶ ἑορτάζοντας τή μνήμη τους. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων γεμίζει μέ οὐράνια χαρά ἐμᾶς πού τήν ἑορτάζουμε, μέ χαρά ἀνάλογη μέ αὐτήν πού αἰσθανόμεθα, ὅταν κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο ἐπιτυγχάνει ἕναν στόχο τῆς ζωῆς του, καί ἀκόμη μεγαλύτερη. Γιατί ἡ ἐπιτυχία τους δέν εἶναι προσωρινή ἀλλά αἰώνια.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἀκόμη λόγος γιά τόν ὁποῖο αἰσθανόμεθα χαρά καί εὐφροσύνη πνευματική ἑορτάζοντας καί τιμώντας τούς ἁγίους. Καί αὐτός εἶναι γιατί τήν χαρά μᾶς τήν προσφέρουν οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι. Ὅπως, ὅταν ἐπισκεπτόμεθα τό σπίτι ἑνός συνανθρώπου μας πού ἑορτάζει, συνηθίζεται νά μᾶς προσφέρουν κάτι ὡς ἀνταπόδοση τῆς ἐπισκέψεώς μας καί τῆς τιμῆς πού τούς κάναμε, τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν ἐπισκεπτόμεθα τόν οἶκο τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου, στόν ναό του.
Ἐμεῖς ἐρχόμεθα προσφέροντάς του τά δῶρα μας, τό κερί πού ἀνάβουμε στήν εἰκόνα του ἤ τό πρόσφορο πού φέρνουμε γιά τή θεία Λειτουργία, καί ἀκόμη τήν τιμητική προσκύνηση τῆς εἰκόνος ἤ τῶν ἱερῶν του λειψάνων καί πάνω ἀπό ὅλα τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό πρός τό πρόσωπό του, καί ἐκεῖνος μᾶς ἀνταποδίδει τήν τιμή καί τήν ἀγάπη προσφέροντάς μας ὄχι κάτι ὑλικό καί ἐπίγειο, ὄχι κάτι κοσμικό καί προσωρινό, ἀλλά κάτι ἄυλο καί θεῖο, κάτι διαρκές καί ἀνεκτίμητο. Μᾶς προσφέρει τή θεία χαρά, ἡ ὁποία, ὅπως λέγει καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καί γι’ αὐτό «οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν».
Αὐτή ἡ χαρά καί τήν εὐφροσύνη, τήν ὁποία πιστεύω ὅτι αἰσθανθήκαμε ὅλοι, τιμώντας ἐδῶ στόν ναό του τή μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, ἄς μᾶς συνοδεύει ὄχι μόνο σήμερα ἀλλά καί σέ ὅλη μας τή ζωή, κυρίως ὅμως ἄς μᾶς παρακινεῖ νά ἀγωνιζόμεθα γιά νά φθάσουμε καί ἐμεῖς στόν κοινό μας προορισμό, στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.