Την Τετάρτη 8 Αυγούστου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Αγκαθιάς στα πλαίσια της πανηγύρεως του Αγίου Νικάνορος.
Ὡς νικητή, πού ἔλαβε τό ἄφθαρτο στεφάνι τῆς νίκης ἀπό τόν Θεό καί τό ἔπαθλο τῶν ἀγώνων του περιγράφει ὁ ἱερός ὑμνογράφος στό ἀπολυτίκιό του τόν ὅσιο Νικάνορα τόν θαυματουργό, τόν ὁποῖο τιμοῦμε μεθέορτα σήμερα.
Σέ ποιούς ὅμως ἀγῶνες ἀναφέρεται καί σέ ποιό στεφάνι καί ἔπαθλο;
Ἀναφέρεται βεβαίως στούς πνευματικούς ἀγῶνες, στούς ἀγῶνες γιά τούς ὁποίους κάνει λόγο καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας ὅτι ὁ ἀγώνας πού καλούμεθα νά διεξαγάγουμε δέν εἶναι «πρός αἷμα καί σάρκα», δέν εἶναι δηλαδή πρός ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι «πρός τόν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας»· εἶναι πρός τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κυρίαρχος τοῦ σκότους, τῆς κακίας καί τῆς πονηρίας, καί ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά μεταβάλει καί ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους σέ ὑποχείριά του, παρασύροντάς μας μέ τίς ἀδυναμίες μας, μέ τά ἐλαττώματά μας καί μέ τά πάθη μας μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν ὑπακοή τοῦ θελήματός του, ὥστε νά στερηθοῦμε καί ἐμεῖς αὐτό πού στερήθηκε καί ὁ ἴδιος, ὅταν ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐκδιώχθηκε ἀπό κοντά του καί μετετράπη ἀπό ἄγγελο φωτός, σέ ἄγγελο τοῦ σκότους, σέ διάβολο, γιά ἀντιμάχεται τόν Θεό καί ὅσους θέλουν νά ἀκολουθοῦν τόν δρόμο του.
Γι᾽ αὐτό καί ὅσοι θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦμε νά τόν ἀκολουθήσουμε ἁπλά καί εὔκολα. Χρειάζεται νά προσπαθήσουμε γι᾽ αὐτό. Χρειάζεται νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά ξεπεράσουμε τά ἐμπόδια καί νά ἀποφύγουμε τίς παγίδες πού βάζει ὁ διάβολος στόν δρόμο μας. Χρειάζεται νά πολεμήσουμε γιά νά τόν νικήσουμε καί νά τόν κατατροπώσουμε, πάντοτε βεβαίως μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν μᾶς νικήσει ὁ διάβολος καί νά μήν μᾶς παρασύρει μακριά ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς, ὅπως οἱ ἀθλητές στόν στίβο τῶν ἐγκοσμίων ἀθλημάτων, νά τρέξουμε μέχρι τό τέλος καί νά ὁλοκληρώσουμε τόν δρόμο μας χωρίς νά ἐγκαταλείψουμε τήν προσπάθεια. Χρειάζεται νά προσπαθοῦμε καί νά ἐπιμένουμε· καί ἔστω καί ἄν σκοντάφτουμε καί πέφτουμε, νά σηκωνόμαστε καί νά συνεχίζουμε τήν πορεία μας.
Διότι τό βασικό εἶναι, ἀδελφοί μου, νά φθάσουμε στό τέλος. Ὄχι σέ ὅποιο τέλος, γιατί ὅλοι κάποια στιγμή θά φθάσουμε σέ αὐτό, ἀλλά στό τέλος στό ὁποῖο θά εἴμαστε κοντά στόν Χριστό, θά εἴμαστε μέσα στήν προσπάθεια νά ζήσουμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέ τά μέσα πού θέτει στή διάθεσή μας ἡ Ἐκκλησία μας. Νά φθάσουμε νικητές στό τέλος τῆς διαδρομῆς, ὅπως ἔφθασε καί ὁ τιμώμενος ὅσιος Νικάνωρ καί ὁ ἅγιος Αἰμιλιανός καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό ἄφθαρτο στέφος τῆς νίκης καί τό ἔπαθλο τῶν ἀγώνων τους.
Θά μποροῦσε καί ὁ ὅσιος Νικάνωρ νά ζήσει μία εὔκολη καί ἄνετη ζωή, καθώς ἦταν γόνος μιᾶς πλούσιας καί ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά ἐκεῖνος προτίμησε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί νά γίνει μοναχός.
Ἀναζητώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιά νά ἀφοσιωθεῖ περισσότερο τούς πνευματικούς ἀγῶνες, ἄκουσε μία ἡμέρα μία φωνή νά τοῦ λέγει νά πάει στό ὄρος Καλλίστρατο καί ἐκεῖ νά ἱδρύσει ἕνα μοναστήρι. Ἀνταποκρινόμενος στή φωνή ὁ ἅγιος Νικάνωρ ἐγκατέλειψε τή Θεσσαλονίκη καί πῆρε τόν δρόμο πρός τό ὄρος Καλλίστρατο. Στή διαδρομή πέρασε ἀπό τήν Ἠμαθία καί παρέμεινε γιά ἕνα διάστημα ἀσκητεύοντας στή Σκήτη τῆς Βεροίας, ὅπου συνάντησε καί τόν ὅσιο Διονύσιο, πού ἦταν τότε ἡγούμενος καί μετέπειτα ἔγινε κτίτορας τῆς μονῆς στόν Ὄλυμπο. Στή συνέχεια πῆρε τόν δρόμο παράλληλα πρός τόν ροῦ τοῦ Ἀλιάκμονα, μέχρι πού ἔφθασε στό σημεῖο ὅπου ἵδρυσε μετά ἀπό θεία ὑπόδειξη μονή πρός τιμήν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.
Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στά μοναστικά του παλαίσματα, στήν προσευχή, στή νηστεία, στήν ἀγρυπνία, στήν ἐγκράτεια, στόν ἀγώνα κατά τοῦ νοητοῦ ἀντιπάλου του, τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος δυσαρεστεῖτο, γιατί πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού εὕρισκαν κοντά στόν ὅσιο Νικάνορα τήν καθοδήγηση πού ζητοῦσαν γιά νά φθάσουν στή σωτηρία.
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος ἔφθασε σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί ἀξιώθηκε μάλιστα νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν πληροφορία γιά τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία θά ἀναχωροῦσε ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μιά πληροφορία ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε καί τήν προαναγγελία τοῦ στέφους τῆς νίκης, τό ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβει ἀπό τόν Θεό, καί στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στόν μαθητή του Τιμόθεο: «τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα, λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ … οὐ μόνον ἐμοί ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ».
Αὐτόν τόν στέφανο ἔλαβε, ἀδελφοί μου, ὁ ὅσιος Νικάνωρ, ὡς βραβεῖο καί ἔπαθλο τῆς ἀσκήσεως καί τῶν ἀγώνων καί τῶν κόπων του, καί γι᾽ αὐτό τόν τιμοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα, ἱκετεύοντάς τον νά πρεσβεύει καί ὑπέρ ἡμῶν, ὥστε νά ζήσουμε καί ἐμεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ τή χάρη του νά ἀξιωθοῦμε τοῦ οὐρανίου στεφάνου, τόν ὁποῖο χαρίζει ὁ Θεός σέ ὅσους τόν ἀγαποῦν, ἀλλά καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.