Την παραμονή της εορτής τελέστηκε Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος, ο οποίος κήρυξε και τον θείο λόγο.
Ανήμερα της εορτής το πρωί τελέστηκε Πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Παντελεήμονος.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του κατά τον Πανηγυρικό Εσπερινό ανέφερε μεταξύ άλλων: «Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καί ἐγώ μάρτυς Κύριος ὁ Θεός». Τήν ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἔδωσε διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου ὀκτακόσια περίπου χρόνια πρίν ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ὁποία ἐπιβεβαίωσε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας λέγοντας ὅτι «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», ἀκούσαμε πρό ὀλίγου στά ἀναγνώσματα τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν ἁγίων Πάντων, τούς ὁποίους ἑορτάζει ἀπό σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας καί πανηγυρίζει ἰδιαιτέρως ὡς προστάτες της ἡ Ἱερά αὐτή Μονή.
Γιατί ὅμως ἀναφέρεται στούς μάρτυρες, ἐφόσον στή χορεία τῶν ἁγίων Πάντων συναριθμοῦνται πάντες οἱ εὐαρεστήσαντες τόν Θεό, ἀπόστολοι, ἱεράρχες, ὅσιοι καί θεοφόροι πατέρες καί μητέρες, ἅγιοι πού ἔζησαν μέσα στόν κόσμο καί στήν οἰκογένεια, δίκαιοι καί εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνῃ, ὅπως διαβάζουμε καθημερινά στά συναξάρια.
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ καί εὐνόητη. Μάρτυρες δέν εἶναι μόνον ὅσοι μαρτύρησαν δι᾽ αἵματος καί προσέφεραν τόν ἑαυτό τους καί τή ζωή τους στόν Χριστό. Αὐτοί ἔδωσαν τήν μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τόν πιό ἐμφανῆ τρόπο, ὁμολογώντας τό ὄνομά του «ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων» καί ἐπιλέγοντας τόν θάνατο μαζί μέ τόν Χριστό ἀπό μία ζωή χωρισμένη ἀπό τήν ἀγάπη του.
Ὅμως οἱ δι᾽ αἵματος μάρτυρες δέν εἶναι οἱ μόνοι, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ στόν κόσμο. Μάρτυρες εἶναι οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο γιά τό μαρτυρικό τέλος πού εἶχαν οἱ περισσότεροι, ἀλλά γιατί μέ τό κήρυγμά τους ἔγιναν μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Μάρτυρες εἶναι οἱ πατέρες καί οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, γιατί καί αὐτοί μέ τόν λόγο καί τή ζωή τους ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ὑπέμειναν πολλές φορές γι᾽ αὐτή τους τή μαρτυρία τόν φθόνο καί τήν κακία τῶν ἀνθρώπων, ὑπέμειναν συκοφαντίες καί ἐξορίες, ὑπέμειναν ἀδικίες καί διωγμούς.
Μάρτυρες εἶναι οἱ ὅσιοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου καί ἔζησαν ἀγωνιζόμενοι νά τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὑπομένοντας τό ἑκούσιο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως ἀλλά καί τῶν πειρασμῶν τοῦ ἀρχεκάκου, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν πνεῦμα, καί ἔγιναν μέ τή σιωπή τους καί τήν ἄσκησή τους εὔγλωττοι μάρτυρες τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Μάρτυρες ὅμως τοῦ Χριστοῦ λογίζονται καί ὅσοι μέσα στόν καθημερινό ἀγώνα τῆς ζωῆς, μέσα στούς πειρασμούς καί τίς προκλήσεις τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦν νά προΐστανται «καλῶν ἔργων», ὅπως συστήνει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος, ἔτσι ὥστε διά τῶν καλῶν τους ἔργων, τῶν ἔργων δηλαδή τῆς ἀρετῆς ἀλλά καί τῆς εὐποιΐας, νά τούς ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ὡς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί αὐτοί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Ἑπομένως ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ δέν ἀφορᾶ κάποιους μόνον ἁγίους, ἀλλά ὅλους τούς ἁγίους, τούς ὁποίους τιμοῦμε καί γιά τούς ὁποίους θά ἀκούσουμε αὔριο καί τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο νά λέγει ὅτι «οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως», ἀναμένουν καί ἐμᾶς, «ἵνα μή χωρίς ἡμῶν τελειωθῶσι».
Καί μᾶς περιμένουν ὄντως νά δώσουμε καί ἐμεῖς τή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ, νά ἀποδείξουμε μέ τή ζωή μας ὅτι ὄντως ἀνήκουμε στόν Χριστό, ὅτι ὄντως τόν πιστεύουμε καί τόν θεωροῦμε ὡς Κύριο καί Θεό μας, γι᾽ αὐτό καί ἀγωνιζόμεθα καί προσπαθοῦμε ὄχι κάποιες φορές, ἀλλά διαρκῶς νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημά του, ἀγωνιζόμεθα νά ταυτιζόμεθα μαζί του, ἀγωνιζόμεθα γιά νά μποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε καί ἐμεῖς τούς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Καί ἐάν κατόρθωσε ἕνας πρώην ἐχθρός καί διώκτης τοῦ Χριστοῦ νά ταυτισθεῖ μέ τόν Χριστό καί νά γίνει ὁ μεγαλύτερος κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου του, μποροῦμε νά τό κάνουμε ὅλοι μας. Ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Ἀρκεῖ νά ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μας σφοδρά καί διαρκῶς νά ζεῖ μέ τόν Χριστό, νά ζεῖ γιά τόν Χριστό, νά ζεῖ καί νά αἰσθάνεται ὄχι ἁπλῶς τήν παρουσία του, ἀλλά μέσα στήν παρουσία του, καί νά μήν ἀφήνει τίποτε νά τήν ἑλκύσει ἀπό τά τερπνά τοῦ κόσμου, τίποτε νά τήν ἀποθαρρύνει ἀπό τόν ἀγώνα καί τήν προσπάθεια νά ζεῖ ἐν Χριστῷ.
Καί ὅταν ζοῦμε ἐν Χριστῷ, τότε μιλᾶ ἡ ζωή μας γι᾽ Αὐτόν, τότε γινόμεθα μάρτυρές του στούς ἀνθρώπους, ὅπως ἔγιναν καί οἱ ἅγιοι Πάντες τούς ὁποίους ἑορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε, ἀλλά καί τῶν ὁποίων ἐπικαλούμεθα τίς πρεσβεῖες καί τή μεσιτεία, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά τους καί νά τούς συναντήσουμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» καί ὑμνούντων τό ὑπερύμνητο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του κατά την Θεία Λειτουργία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα».
Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων καί ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καί πανηγυρίζει σήμερα τή μνήμη ὅλων ἐκείνων τῶν εὐλαβῶν καί πιστῶν τέκνων της, τά ὁποῖα μέ τή ζωή τους εὐαρέστησαν τόν Θεό. Τιμᾶ ὅσους μέ τόν προσωπικό τους ἀγώνα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπέτυχαν νά φθάσουν ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα στό καθ᾽ ὁμοίωσιν καί νά γίνουν τέκνα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας του.
Καί ὅπως ὅλες οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχουν ὡς μόνο σκοπό τήν τιμή τῶν ἁγίων ἀλλά καί τή μίμησή τους, διότι ἡ ἀληθινή τιμή τῆς μνήμης τῶν ἁγίων εἶναι ἡ μίμηση τῆς ζωῆς τους, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή μνήμη πάντων τῶν ἁγίων, ἡ παρουσία τῶν ὁποίων ἐπισκιάζει τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή ζωή τῶν πιστῶν.
Γι᾽ αὐτό καί στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε σήμερα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑποδεικνύει τρεῖς προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες θά μπορέσουμε καί ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τούς ἑορταζομένους ἁγίους Πάντες καί νά τούς τιμήσουμε ἐπαξίως.
Ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία. «Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν», συστήνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Καλούμεθα νά ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας «πάντα ὄγκον», ὁτιδήποτε, δηλαδή, ὑπάρχει μέσα μας καί καταλαμβάνει χῶρο, τόν χῶρο πού θά πρέπει νά καταλάβει ὁ Χριστός καί ἡ ἀγάπη του, καί ἀκόμη ὁτιδήποτε βαρύνει τήν ψυχή μας καί δέν τήν ἀφήνει νά ὑψωθεῖ πρός τόν Θεό.
Δέν ἀρκεῖ ὅμως αὐτό· θά πρέπει νά ἀγωνιζόμεθα νά ἀποφεύγουμε καί «τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν», τήν ἁμαρτία δηλαδή πού κάθε στιγμή μᾶς περιτριγυρίζει καί ἐπιδιώκει νά μᾶς παρασύρει καί νά κυριαρχήσει στήν ψυχή μας.
Ἡ πρώτη προϋπόθεση, λοιπόν, εἶναι ἡ διά τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως προσπάθεια τῆς καθάρσεως καί τῆς ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία θά μᾶς βοηθήσει νά ἐκπληρώσουμε τή δεύτερη προϋπόθεση, τόν πνευματικό ἀγώνα διά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τελείωση.
«Δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. Καί τί ἐννοεῖ; Ἐννοεῖ ὅτι στόν πνευματικό ἀγώνα δέν χρειάζεται βιασύνη. Δέν εἶναι ἀγώνας ταχύτητος, ἀλλά μαραθώνιος, καί γι᾽ αὐτό θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπομονή καί καρτερία γιά νά ἀντιμετωπίσουμε ὁτιδήποτε συναντοῦμε. Καί ὑπομονή δέν μποροῦμε νά κάνουμε, ἐάν δέν ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά βαρίδια τῆς ψυχῆς μας, ἐάν δέν ἔχουμε ἀποθέσει «ὄγκον πάντα», ὅπως μᾶς συνέστησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ὑπάρχει ὅμως καί μία τρίτη καί πολύ σημαντική προϋπόθεση γιά νά ἐπιτύχει ἡ προσπάθειά μας νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους, καί μέ αὐτήν ὁλοκληρώνει τόν λόγο του ὁ μέγας ἀπόστολος. Τί λέγει; «ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν».
Δέν ἀρκεῖ, δηλαδή, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό βάρος τῶν παθῶν καί ἀπό τίς ἀδυναμίες μας. Δέν ἀρκεῖ νά μήν παρασυρόμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία πού κυκλοφορεῖ στόν κόσμο, οὔτε μόνο νά ἀγωνιζόμεθα μέ ὑπομονή καί καρτερία. Ὅλα αὐτά εἶναι χρήσιμα καί ὠφέλιμα γιά τή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν καλλιέργεια ἑνός εὐγενοῦς καί ἠθικοῦ χαρακτῆρος, ἀλλά δέν ὁδηγοῦν στή μίμηση τῶν ἁγίων Πάντων. Γι᾽ αὐτήν χρειάζεται νά ἔχουμε πάντοτε στραμμένο τό βλέμμα μας «εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε πάντοτε πρός τόν Χριστό, στόν ὁποῖο θέλουμε νά ὁμοιάσουμε καί χάριν τοῦ ὁποίου ἀγωνιζόμεθα. Εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε στραμμένο πρός Αὐτόν τό βλέμμα μας, γιά νά λαμβάνουμε δύναμη, ἀλλά καί γιατί, ὅπως, ὅποιοι ἀγωνίζονται στούς κοσμικούς στίβους ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή τους στόν στόχο τους, ἔτσι καί ἐμεῖς θά πρέπει νά εἴμεθα προσηλωμένοι στόν Χριστό, τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ἀγαποῦμε σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τίποτε νά ρεῖ νά ἀποσπάσει τήν προσοχή μας ἀπό Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία.
Δέν εἶναι δυνατόν νά θέλουμε νά φθάσουμε στόν Χριστό καί ἐμεῖς νά ἀσχολούμεθα μέ ἀνθρώπους ἤ νά ἐντυπωσιαζόμεθα ἀπό τή συμπεριφορά τους. Δέν εἶναι δυνατόν νά θέλουμε νά φθάσουμε στόν Χριστό καί νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά παρασύρεται ἀπό ὑλικά πράγματα καί νά χάνει τόν στόχο του, διότι ὅ,τι καί ἄν ἐπιτύχουμε μέ τόν ἀγώνα μας, αὐτό δέν θά ἔχει καμία ἀξία, ἐάν δέν μᾶς ὁδηγήσει στόν τελικό μας προορισμό πού εἶναι μόνον ὁ Χριστός.
Γι᾽ αὐτό καί ἄς συγκεντρώσουμε τίς δυνάμεις μας καί τόν νοῦ μας καί ἄς τηρήσουμε τίς προϋποθέσεις πού μᾶς ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος ὡς σοφός παιδαγωγός, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε καί ἐμεῖς κοντά στόν Χριστό μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, στή χαρά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.