Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες … ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Τήν προτροπή αὐτή ἀπευθύνει πρός τούς μαθητές του ὁ Χριστός λίγο πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψή του στούς οὐρανούς. Μία προτροπή πού εἶναι συγχρόνως καί ἡ τελευταία ἐπιθυμία καί ἐντολή τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς. Γιατί ὅμως ὁ Χριστός ἀναθέτει στούς μαθητές του καί δι᾽ αὐτῶν καί σέ ὅλους ὅσους θά πιστεύσουν ἀνά τούς αἰῶνες σέ αὐτόν τήν ἀποστολή αὐτή;
Τήν ἀναθέτει γιά δύο λόγους.
Οἱ μαθητές του γνώρισαν τόν Χριστό, τόν ἄκουσαν νά κηρύττει, τόν εἶδαν νά θαυματουργεῖ ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἤξεραν ποιός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους καί μέσω αὐτοῦ εἶχαν γνωρίσει καί τόν Θεό-Πατέρα του. Μποροῦσαν ἑπομένως νά γίνουν καί μάρτυρές του. Νά γίνουν αὐτοί πού θά διέδιδαν ὅσα ἄκουσαν ἀπό τόν Χριστό καί εἶδαν νά ἐπιτελεῖ στή διάρκεια τῶν τριῶν ἐτῶν τοῦ ἐπιγείου βίου του στά πέρατα τοῦ κόσμου.
Αὐτός εἶναι, λοιπόν, ὁ πρῶτος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀναθέτει ὁ Χριστός στούς μαθητές του νά γίνουν μάρτυρές του, ἀλλά εἶναι συγχρόνως καί αὐτός ὁ ὁποῖος συμβάλλει στή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ ἐπί εἴκοσι αἰῶνες, ἐφόσον διά τῶν μαθητῶν του οἱ ἄνθρωποι κάθε ἐποχῆς γνωρίζουν τόν Χριστό καί τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του. Γνωρίζουν τό θαῦμα, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο τή θεία του φύση καί ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, τῆς ἀπολυτρώσεώς μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί τῆς θεώσεώς μας.
Ὁ δεύτερος λόγος, γιά τόν ὁποῖο ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τούς μαθητές του νά γίνουν μάρτυρές του ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀποτελεῖ συγχρόνως μία ὑπενθύμιση καί μία προτροπή γιά τή δική τους ζωή καί πορεία.
Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία διδασκαλία, δέν εἶναι μία θεωρία πού πρέπει νά μεταδώσουν οἱ μαθητές του στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι κάτι πού πρέπει νά τό δείξουν μέ τή ζωή τους. Ἡ ζωή τους πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά ἀποτελεῖ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά εἶναι τέτοια, ὥστε, ὅταν τούς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, νά βλέπουν μέσα ἀπό αὐτούς τόν Χριστό. Νά συμβαίνει, δηλαδή, κατ᾽ ἀναλογία αὐτό πού ἔλεγε ὁ Χριστός γιά τόν ἑαυτό του καί τόν Πατέρα του. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε καί τόν Πατέρα μου». Ὅποιος μέ εἶδε, εἶδε καί τόν Πατέρα μου.
Βεβαίως, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ταυτισθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὅπως ταυτίζεται ὁ ἴδιος μέ τόν Θεό-Πατέρα μέ τόν ὁποῖο εἶναι ὁμοούσιος καί ὁμόθρονος. Θά πρέπει ὅμως ἡ ζωή μας νά εἶναι σέ τέτοιο βαθμό ἐναρμονισμένη μέ τό Εὐαγγέλιο καί μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά δίδει τή μαρτυρία του σέ ὅσους μᾶς βλέπουν καί ζοῦν γύρω μας.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός δέν περιόρισε τήν προτροπή του πρός τούς μαθητές καί ἀποστόλους του μόνο στό κήρυγμα. Δέν ἀρκεῖ ὁ λόγος, δέν ἀρκεῖ ἡ διδασκαλία, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τήν πράξη, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τό παράδειγμα τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ἡ μαρτυρία καί τό τεκμήριο τῆς ἀληθείας ὅσων λέγουμε. Χρειάζεται νά ζοῦμε καί ἐμεῖς αὐτό πού διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Τί λέγει; «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Καί ὅταν ζεῖ ὁ Χριστός μέσα μας, ὅταν ἡ ζωή μας ταυτίζεται μέ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι πράγματι ἐν Χριστῷ ζωή, τότε θά εἴμαστε μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἴτε εἴμαστε κληρικοί, εἴτε εἴμαστε μοναχοί, εἴτε εἴμαστε οἰκογενειάρχες εἴτε εἴμαστε λαϊκοί. Εἴμαστε μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἡ ζωή μας θά εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἐφαρμοσμένο στήν πράξη. Ἡ ζωή μας θά εἶναι μία ὁμολογία ὅτι πιστεύουμε στόν δι᾽ ἡμᾶς σταυρωθέντα, ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας, εἶναι ὁ λυτρωτής τῶν ψυχῶν μας, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον καί στόν ὁποῖο ὀφείλουμε καί ἐμεῖς τήν τελεία ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη μας αὐτή ἐκφράζεται μέ τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία μᾶς ἀποδεικνύει γνήσιους μαθητές του καί μᾶς καθιστᾶ μάρτυρές του ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
Καί εἶναι χρέος μας νά γίνουμε μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, νά δώσουμε δηλαδή τή μαρτυρία του σέ ὅλον τόν κόσμο, τόσο γιατί αὐτό εἶναι ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου μας, ὅσο καί γιατί δέν νοεῖται χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν δίδει τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, τή μαρτυρία τῆς πίστεώς του στούς ἀνθρώπους, πρῶτα μέ τή ζωή του καί ὕστερα μέ τόν λόγο του.
Ἑορτάζοντας, λοιπόν, σήμερα τήν ἔνδοξο Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας, ἄς ἐξετάσουμε ὁ κάθε ἕνας μας τόν ἑαυτό μας, ἄν ἀνταποκρινόμαστε σ᾽ αὐτήν τήν προτροπή καί τήν ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ καί ἄς προσπαθήσουμε νά τήν κάνουμε πράξη στή ζωή μας, πράξη στήν οἰκογένειά μας καί στό περιβάλλον μας, στήν ἐργασία μας καί στό σχολεῖο μας, νά τήν κάνουμε πράξη μέ τή ζωή μας.