Περί αιρέσεων η Δ’ Ιερατική Σύναξη της Μητρόπολης Δημητριάδος
Πραγματοποιήθηκε σήμερα Τρίτη 19 Ιανουαρίου, η Δ΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλης Δημητριάδος, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος.
Στο πλαίσιο του γενικού θέματος της Δ’ Ιερατικής Σύναξης της Μητρόπολης Δημητριάδος, περί των αιρέσεων και της παραθρησκείας, πάνω στο οποίο ενημερώνονται οι Κληρικοί μας, ομίλησε πρώτος ο Πρωτ. Βασίλειος Γεωργόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής του Α.Π.Θ., με θέμα: «Ο προτεσταντικός φονταμενταλισμός».
Ο π. Βασίλειος ανέφερε ότι ο όρος Φονταμενταλισμός προέρχεται από το λατινικό fundamentum = θεμέλιο και δηλώνει την επιστροφή, αποδοχή και εμμονή στα θεμέλια, στις ρίζες ενός θρησκευτικού πιστεύω ή ενός ιδεολογικού ρεύματος γενικώτερα, αν και η αρχική νοηματοδότηση του όρου ξεκίνησε από το θρησκευτικό πεδίο και έχει επεκταθεί σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο.
Ο Προτεσταντικός Φονταμενταλισμός εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα με στόχευση:
Α) Την υπεράσπιση της εγκυρότητας και της καθαρότητας της παραδοσιακής χριστιανικής πίστης από μοντέρνες και φιλελεύθερες θεολογικές δοξασίες της εποχής του.
Β) Ως αντίδραση σε επιστημονικές θεωρίες και πρακτικές, που κατά τη γνώμη των οπαδών του, απειλούσαν την αυθεντία της Αγίας Γραφής ειδικά και της χριστιανικής διδασκαλίας γενικώτερα.
Η έντονη αμφισβήτηση των παραδοσιακών προτεσταντικών χριστιανικών δογμάτων σε σχέση με την ιδεολογική προπαγάνδα για την παντοδυναμία της επιστήμης, δημιούργησαν έντονη καχυποψία και αντιδράσεις μεταξύ εκατοντάδων παστόρων, ιεροκηρύκων και των πιστών πολλών κλάδων του αμερικανικού προτεσταντικού χώρου.
Όλοι αυτοί, αν και διέφεραν μεταξύ τους, αναζητούσαν, παρά την εσωτερική διοικητική τους διαίρεση και διάσπαση, ένα κοινό τρόπο άμυνας απέναντι σε ο,τι θεωρούσαν ως απειλή για τα θεμέλια της παραδοσιακής χριστιανικής πίστης. Η αντίδραση αυτή εκφράστηκε ως διαδογματική κίνηση εναντίωσης στην εισβολή μοντέρνων και ριζοσπαστικών, θεολογικών και επιστημονικών θεωριών.
Είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, παρά την προέλευσή τους από διαφορετικούς προτεσταντικούς κλάδους, απέναντι στην ακαδημαϊκή ριζοσπαστική θεολογία, την υπεράσπιση και την αποκλειστική αποδοχή ως ορατό σημείο ενότητητάς τους πέντε θεολογικών αρχών:
1)Την κατά γράμμα θεοπνευστία και το αλάθητο της Βίβλου.
2)Την εκ της Παρθένου υπερφυσική γέννηση του Χριστού και την αποδοχή της θεότητάς Του.
3)Την θεώρηση της σταυρικής θυσίας του Χριστού ως αναγκαίο μέσο για την ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης.
4)Την ανάσταση κατά σάρκα του Χριστού.
5)Την επιστροφή Του κατά τη Δευτέρα Παρουσία και την τελική κρίση όλων των ανθρώπων.
Ο Προτεσταντικός Φονταμενταλισμός από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς του διεκδικεί την αποκλειστική συνέπεια στην παραδοσιακή προτεσταντική εκδοχή του προτεσταντισμού, ενώ ταυτοχρόνως επιλέγει κομμάτια της διδασκαλίας και της ηθικής, που εξ ορισμού τα προσδιορίζει ως θεμελιώδη.
Πρόκειται για ένα κίνημα με διαφορετικές τάσεις και διαβαθμίσεις διαθέσεων που διαδίδεται η αμύνεται με έκδηλη την επιθετικότητα. Η αίσθηση της αποκλειστικότητας που τους διακρίνει, εκφράζεται με τον ισχυρισμό ότι ο υπόλοιπος χριστιανικός κόσμος έχει αποστατήσει στο σύνολό του. Ως εκ τούτου το ορθόν και το δίκαιο βρίσκεται μόνο στη δική τους πλευρά, ενώ το λάθος είναι πάντα στους απέναντι.
Ορμώμενοι από μια βασική πεποίθηση – όραμα πολλών προτεσταντικών ομολογιών που είναι η επιθυμία μιας επιστροφής στις αρχέγονες ρίζες του Χριστιανισμού, που κατ’ αυτούς έχουν χαθεί, ο Προτεσταντικός Φονταμενταλισμός αξιοποιώντας αυτή την επιθυμία και αυτοπροβαλλόμενος ως έκφραση της χριστιανικής καθαρότητος, βρίσκει εν προκειμένω ένα άλλοθι για τη λεκτική επίθεση εναντίον και των υπόλοιπων χριστιανικών κλάδων και αυτού ακόμη του προτεσταντικού χώρου, από τον οποίο προήλθε.
Οι ερευνητές του φαινομένου επισημαίνουν ότι στον Προτεσταντικό Φονταμενταλισμό ταυτοχρόνως συνυπάρχει η πολιτική διάσταση με την έννοια της επιβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους μέσω της πολιτικής. Οι προτεστάντες φονταμενταλιστές διεκδικούν με τον ίδιο απόλυτο και ανελαστικό τρόπο στο χώρο των ΗΠΑ όχι μόνο θρησκευτική, κοινωνική, αλλά και πολιτική εκπροσώπηση.
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Σεβ. Μητροπολίτης Σισανίου & Σιατίστης κ. Παύλος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Αιρέσεις και παραθρησκεία, απειλή για το ορθόδοξο φρόνημα και τον πολιτισμό».
Περιληπτικά ο Σεβασμιώτατος θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο είναι απειλή για το ορθόδοξο φρόνημα μας και τον πολιτισμό μας οι Αιρέσεις και η Παραθρησκεία, ανέφερε τα εξής:
Η Εκκλησία δεν φοβήθηκε την έρευνα και την αλήθεια, γιατί κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Χριστός, που είναι η οδός και η αλήθεια. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος αλλά και υπεύθυνος δια τις επιλογές του. Η Εκκλησία δεν κινδυνεύει από την Θρησκευτική πίστη των άλλων ανθρώπων. Η αντίρρηση της Εκκλησίας αρχίζει από τη στιγμή που η Θρησκευτική πίστη γίνεται πρόσχημα για άλλους σκοπούς και άλλες επιδιώξεις. Ιδιαίτερα όταν κάποιοι, στο όνομα της Ορθοδοξίας, επιχειρούν να κηρύξουν ευαγγέλιο διαφορετικό από το Ευαγγέλιο της Εκκλησίας. Η θρησκευτική ελευθερία παραβιάζεται εκεί όπου ασκείται πραπαγάνδα με λαθεμένα στοιχεία και απατηλές δηλώσεις με σκοπό να παγιδευθούν ανύποπτοι πολίτες.
Αυτό που η Εκκλησία θεωρεί απειλεί είναι η εκ μέρους των παραθρησκευτικών ομάδων χρησιμοποίηση χριστιανικών όρων για να δηλώσουν τις δοξασίες του και να παγιδεύσουν τους αφελείς. Η χρησιμοποίηση τέτοιων όρων αποβλέπει στην μη απευθείας αντιπαράθεση με τον χριστιανισμό αλλά εις την εκ των έσω διάβρωση με το να προσδίδεται στους όρους αυτούς αλλότριο ή και αντίστροφο νόημα και περιεχόμενο.
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος απάντησε στο ερώτημα αν οι αιρέσεις και οι παραθρησκευτικές ομάδες είναι απειλή για τον Πολιτισμό μας; Την απάντηση την δίδει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο επισταμένως μελέτησε το θέμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραθρησκευτικές οργανώσεις, οι ακραίες αιρέσεις όπως τις χαρακτηρίζει, συνιστούν απειλή για την προσωπικότητα των νέων κυρίως ανθρώπων και του πολιτισμού μας. Συνεπώς το Ευρωκοινοβούλιο αναγνωρίζει ότι υπάρχει και κίνδυνος και πρόβλημα και καλεί τα κράτη-μέλη σε συνεργασία για την αντιμετώπιση τους. Στον εκκλησιαστικό και πολιτικό χώρο έχει συνειδητοποιηθεί ότι η δράση των παραθρησκευτικών ομάδων θέτει σε κίνδυνο τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Οι κίνδυνοι αυτών των ομάδων είναι:
Α) Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας των ομάδων αυτών.
Β) Η κατεδάφιση της ανθρώπινης προσωπικότητας με την μέθοδο πλύσης και όχι μόνον.
Γ) Το ότι δεν ανέχονται καμία απολύτως κριτική στις τοποθετήσεις τους και
Δ) Οι παραθρησκείες προβάλουν μία αντίληψη περί ανθρώπου που προσδιορίζεται από τον μονισμό κα την ολιστική θεώρηση. Αυτές οι βασικές δοξασίες ακυρώνουν την ελευθερία και την προσωπική ευθύνη του ανθρώπου.
Τελειώνοντας, ο Σεβασμιώτατος προέβει στα εξής συμπεράσματα:
1. Είναι σαφές ότι η παραθρησκεία και οι σύγχρονες αιρέσεις συνιστούν απειλή.
2. Απέναντι σε αυτή την απειλή, η Εκκλησία καλείται να οριοθετεί την Ορθόδοξη πίστη.
3. Είναι ανάγκη οι κατά τόπους Πολιτείες να συνειδητοποιήσουν και οι κατά τόπους Εκκλησίες να υπενθυμίζουν ότι η δράση των παραθρησκειών είναι και πολιτικό πρόβλημα.
4. Οι παραθρησκευτικές ομάδες πλήττουν την θρησκευτική ελευθερία και καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων τους.
5. Οι κατά τόπους Εκκλησίες οφείλουν με μελέτη, συνεργασία και υπευθυνότητα να αποκαλύπτουν το αληθινό πρόσωπο των παραθρησκευτικών ομάδων.
6. Οφείλουμε σαν Εκκλησία να αναδείξουμε την αληθινή ταυτότητα του προβλήματος, συνειδητοποιώντας ότι η Ορθοδοξία έχει να προσφέρει πραγματικές και διαχρονικές λύσεις στα αδιέξοδα της κοινωνίας και στα υπαρξιακά κενά που δημιούργησε η εκκοσμίκευση και ο ορθολογισμός.
Ακολούθησε συζήτηση επί των εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας κ. Ιγνάτιο.