Πολιτικός Γάμος: 40 χρόνια από την καθιέρωσή του – Η θέση της Εκκλησίας
Στις 17 Φεβρουαρίου 1982, εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου.
Του Συμεών Τριανταφυλλίδη
- Πως καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος στην Ελλάδα
Μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες το 1926 και 1932, στις 17 Φεβρουαρίου 1982, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό γάμο.
Ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Στάθης Αλεξανδρής, ενέταξε την καθιέρωση του πολιτικού γάμου σε μια σειρά από ευρύτερες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, που επικεντρωνόταν στην επικράτηση της ισότητας ανδρών και γυναικών και την κατάργηση της προίκας.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1982 ο υπουργός Δικαιοσύνης Στάθης Αλεξανδρής, με αφορμή την εισαγωγή του σχετικού νομοσχεδίου στη βουλή, όπου περιλάμβανε και την καθιέρωση του πολιτικού γάμου ανέφερε:
«Η κυβέρνηση, πιστή στις εξαγγελίες της προς τον Ελληνικό λαό, αποφάσισε την καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Η μεγάλη αυτή καινοτομία στο δίκαιό μας επιβάλλεται από την ανάγκη περιφρούρησης της ανεξιθρησκίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμά μας».
Ο νόμος ψηφίστηκε από την πλειοψηφία της βουλής στις 22 Μαρτίου και ο πολιτικός γάμος θεσμοθετήθηκε στην ελληνική πολιτεία με τον νόμο 1250/82 και με το Προεδρικό Διάταγμα 391 (ΦΕΚ Α 73/18.06.1982). Ουσιαστικά με τον νόμο 1250/82 (ΦΕΚ Α 46/07.04.1982), ο πολιτικός γάμος κατέστη ίσου κύρους με τον θρησκευτικό γάμο, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει η υποχρεωτικότητα του, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης.
Μεγάλη υπήρξε η αντίδραση από τον χώρο της Εκκλησίας, όταν ένα κομμάτι της Ιεράς Συνόδου ξεσηκώθηκε, ενώ παράλληλα παραεκκλησιαστικές οργανώσεις έκαναν εμπρηστικές δηλώσεις περί καθιέρωσης της αθεΐας. Η αντίδραση όμως αυτή κάμφθηκε ύστερα από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ.
Με την πάροδο του χρόνου, η κυριαρχία του θρησκευτικού γάμου έναντι του πολιτικού υπήρξε σχεδόν απόλυτη. Το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων ξεπέρασε το 90% του συνολικού αριθμού τους.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα ο πολιτικός γάμος άρχισε να κερδίζει σταδιακά έδαφος, όπου το 2012 εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ανακοίνωσε ότι, οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν για πρώτη φορά στα χρονικά τους θρησκευτικούς (51,8% έναντι 48,2%), με δημοσίευση της 1ης Αυγούστου του 2013.
- Η θέση της Εκκλησίας απέναντι στον Πολιτικό γάμο
Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει τον πολιτικό γάμο μόνο θεσμικά, ως πολιτειακή απόφαση και μάλιστα όταν προκύψει διαζύγιο, αναγκάζεται από το Νόμο η Εκκλησία να τον εκμετρά αυτόν ως ήδη τελεσθέντα. Δεν τον αναγνωρίζει όμως με βάση τη θρησκευτική διδασκαλία. Στην ουσία ο πολιτικός γάμος δεν είναι μυστήριο, δεν έχει ιερολογία και δεν ανήκει στην ιερά Παράδοση, για αυτό τον λόγο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά από σύγκλισή της στις 19-21 Ιανουαρίου 1982 με απόφαση της τοποθετήθηκε για τον πολιτικό γάμο με τις κάτωθι θέσεις:
Σύμφωνα με την δογματικήν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο γάμος είναι μυστήριον και για την κανονική και νόμιμη σύστασή του απαραίτητο στοιχείο είναι η Ιερολογία του. Άλλου είδους γάμο δεν αναγνωρίζει για τους πιστούς της. Γι’ αυτό το λόγο, κατά την πίστη της Εκκλησίας, ο πολιτικός γάμος αποτελεί πορνεία και μοιχεία και παραβίαση της δογματικής διδασκαλίας περί Μυστηρίων. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι ο πολιτικός γάμος δεν μπορεί να θεωρηθεί από την Εκκλησία ως ισόκυρος και ισοδύναμος προς τον θρησκευτικόν γάμο των ορθοδόξων.
Εξ αιτίας όμως των ολίγων εκείνων, που θεωρητικά υποστηρίζουν ότι είναι άπιστοι και άθεοι, ανέχεται η Εκκλησία την θέσπιση πολιτικού γάμου, για να μην εμπαίζεται το μέγα μυστήριο του γάμου από ανθρώπους που δεν πιστεύουν στην ιερότητά του και για να εξυπηρετηθούν οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι.
Όσοι Ορθόδοξοι τελούν πολιτικό γάμο, «θέτουν εαυτούς μόνοι των εκτός της Εκκλησίας, εφ’ όσον ευσυνειδήτως και δημόσια απαρνούνται θεμελιώδη της πίστεως επιταγήν. Επομένως, μετά πολλής λύπης, οι τελικώς και αμετανοήτως εμμένοντες εις την απιστίαν αυτήν, αποκόπτονται της Εκκλησίας εξ’ ιδίας αυτών υπαιτιότητος και στερούνται των ευλογιών και των ευχών της».
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με την υπ’ αριθμ. 2320/19-5-1982 Εγκύκλιόν της «προς τους Σεβ. Μητροπολίτας της Εκκλησίας της Ελλάδος» για τις προϋποθέσεις τελέσεως θρησκευτικού γάμου, βάσει του Ν.1250/1982 δεν παραλείπει να «επισημειώσει» ότι «τέκνα της Εκκλησίας λογίζονται όσα σέβονται και ευλαβούνται τα Ιερά Αυτής Μυστήρια». Η διατύπωση δεν επιτρέπει αμφιβολία: Όσοι τελούν πολιτικό γάμο δείχνουν έμπρακτα και δημόσια ότι δεν σέβονται και δεν ευλαβούνται ένα από τα επτά ιερά Μυστήρια• άρα δεν λογίζονται τέκνα της Εκκλησίας. Δηλαδή, αποκόπτονται μόνοι τους από το ιερό Σώμα Της. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, η Ιερά Σύνοδος δεν μπορεί να κάνει «χάρη» να αναγνωρίζει ως πιστούς χριστιανούς, όσους δεν είναι.
Πάντως πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι κανονικά και σύμφωνα με τις Εντολές των Ιερών Κανόνων της Αγίας μας Εκκλησίας, όσοι τελούν πολιτικό γάμο είναι σαν να συζούν μέσα στην προγαμιαία σχέση, που για την Ορθόδοξο Εκκλησία μας παραμένει αμάρτημα, το οποίον εν μετανοία καλούνται όσοι το διαπράττουν να εξομολογούνται.
Επίσης οι τελέσαντες μόνον πολιτικό γάμο, δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι σε μυστήριο βαπτίσεως ή κουμπάροι σε γάμο. Και το πιο βαρύ είναι, ότι δεν θάπτονται με θρησκευτική κηδεία, εφόσον δεν μετανόησαν για την πράξη τους αυτή. Φυσικά οι κανόνες αυτοί, όσο αυστηροί κι αν φαίνονται είναι για να διαφυλάξουν την ελευθερία μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Εκκλησία μας είναι Εκκλησία αγάπης και οικονομεί τα παιδιά Της, τότε μόνον, όταν αυτά την σέβονται και την υπακούν και όχι όταν θέλουν οι ίδιοι να φτιάξουν ή να αναδημιουργήσουν την Εκκλησία. Από τους πρώτους κιόλας χρόνους ζωής της η Εκκλησία είχε τέτοιες τάσεις αποσχιστικές. Πώς έπρεπε, λοιπόν, να διαφυλάξει την Θεοπαράδοτη κληρονομιά Της; Την διαφύλαξε με νύχια και με δόντια, χωρίς ποτέ να ενδίδει στις φοβέρες και στις απειλές απ’ όποιους κι αν αυτές εκστομίζονταν και έθετε πάντοτε τους Ιερούς όρους και τους Ιερούς κανόνες της, με την επιφοίτηση και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Πιστεύω στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σημαίνει ότι την αποδέχομαι όπως μας την παρέδωσε ο Κύριός μας, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες μας. Τίποτα δεν μπορώ να διαλέξω ή να επιλέξω αποσπασματικά. Ή όλα τα αποδέχομαι, ή όχι. Μέση κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι συμβαίνει και με τον πολιτικό γάμο, που είναι ένα τέχνασμα του διαβόλου, για να κρατάει δέσμια τα παιδιά του Θεού, τα βαπτισμένα και μυρωμένα στην αναγεννητική κολυμβήθρα της Εκκλησίας, στην πορνεία και στην μοιχεία. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και γονείς, που μπροστά στο συμφέρον δεν υπολογίζουν Θεό και Εκκλησία. Σήμερα το συμφέρον έγινε Θεός, και επειδή έτσι συμβαίνει, γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει ευλογία και αγάπη μέσα στα ζευγάρια και περνάει μεγάλη κρίση ο θεσμός της οικογένειας. Πώς όμως να μην περνάει, αφού αφήσαμε και αφήνουμε το Θεό και την Εκκλησία Του έξω από τα σπιτικά μας;
- Απόπειρες καθιέρωσης πολιτικού γάμου κατά το παρελθόν
Στις 10 Μαρτίου 1926, γίνεται η πρώτη απόπειρα για καθιέρωση του πολιτικού γάμου από το ελληνικό κράτος, από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωσήφ Κούνδουρο. Η πρότασή του όμως πολύ γρήγορα απορρίφθηκε από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Επανήλθε στο τραπέζι των συζητήσεων το 1932, την περίοδο που διατελούσε πρωθυπουργός ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε αναθέσει στην Αναθεωρητική Επιτροπή, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Κωνσταντίνο Δεμερτζή, τη σύνταξη του Οικογενειακού Δικαίου. Εκείνος τότε πρότεινε την υιοθέτηση της αρχής της ισότητας, επομένως και τον πολιτικό γάμο. Οι συγκεκριμένες όμως διατάξεις έγιναν αποδεκτές και ψηφίστηκαν μόνο από δύο μέλη της Επιτροπής, τον Αλέξανδρο Σβώλο και τον Κυριάκο Βαρβαρέσο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1936, επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά αποσύρεται από το σχέδιο του Αστικού Κώδικα η πρόταση του πολιτικού γάμου και επανέρχονται αναχρονιστικοί θεσμοί, όπως αυτός της προίκας.
Στην Ευρώπη, ωστόσο είχε καθιερωθεί από τη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης τουλάχιστον 200 χρόνια νωρίτερα. Ο θρησκευτικός γάμος, είχε νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα με βάση την βυζαντινή νομοθεσία του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού από το 893 μ.Χ.
- Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα
O πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου 1982 στο χωριό Φραντάτο της Ικαρίας, μεταξύ της Σταματούλας Πλακίδα και του Δημήτρη Μαύρου.
Ο τότε πρόεδρος του Φραντάτου Ικαρίας, Σπύρος Πλακίδας εξ αφορμής του γεγονότος δήλωνε:
Όχι μόνο το χωριό, αλλά η μισή Ικαρία είχε έρθει στον γάμο των παιδιών, στην πλατεία. Ο κόσμος του νησιού ήταν προοδευτικός ανέκαθεν. Οικογενειακώς ήμασταν αποστασιοποιημένοι από τις θρησκευτικές αντιλήψεις και τα διάφορα γύρω από τη θρησκεία. Στο μεταξύ, είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου να αποσυνδεθεί ο γάμος από τη θρησκεία».