Πολυπραγμοσύνη, δεξιά παγίδα του διαβόλου
Του Δρος, Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Αν η αργία, που είναι η γεννήτρα πολλών κακών, είναι η εξ αριστερών παγίδα που μας στήνει ο πονηρός, οι μέριμνες, οι πολλές δουλειές και υποθέσεις, που δεν γεννούν λιγότερα κακά, μας στήνουν τις εκ δεξιών παγίδες, που νομίζουμε ότι τις αποφεύγουμε με τη διαρκή ενασχόληση. Ο Χριστός, του οποίου οφείλουμε να είμαστε διαρκώς μιμητές κατά τον Παύλο που είπε: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. ια΄ 1), τόνισε, ότι εργαζόταν τα έργα του Θεού και μόνον Αυτού, λέγοντας: «Εμέ δεί εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με» (Ιωάν. θ΄ 4). Υπάρχουν εργασίες που δεν είναι αρεστές στο Θεό και δεν μας προάγουν στην αρετή. Οι πολυάσχολοι, συνήθως, άνθρωποι δεν έχουν καιρό για προσευχή, για εκκλησιασμό, για κήρυγμα, για ανάγνωση ενός ωφέλιμου βιβλίου, για μια επίσκεψη σε έναν αναξιοπαθή συνάνθρωπό μας. Τη μια δουλειά πιάνουν, την άλλη αφήνουν. Μοιάζουν με ένα σχοινί δεμένο σε χίλιους κόμπους, που δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί. Τους έχει δέσει με τέχνασμα ο διάβολος και τους κρατάει δεμένους και αιχμαλώτους. Έτσι, και αν ακόμη θελήσουν αυτοί να ξεφύγουν από τα χέρια του, δεν βρίσκουν διέξοδο και πνίγονται στις υποθέσεις, στις μέριμνες, στις φροντίδες, στις οικονομικές δυσκολίες και δεν έχουν καιρό όχι να κάνουν το καλό, αλλά ούτε καν να το σκεφθούν. Έχουν πέσει χωρίς να το έχουν καταλάβει στην παγίδα του πονηρού που τους κρατάει κολλημένους στη γη. Και δεν είναι η παγίδα εμφανής, για την αποφύγει κανείς. Ο δάσκαλος διάβολος ξέρει και αυτή να τη συγκαλύπτει. Κανείς δεν πιστεύει ότι ο όμορφος κισσός που περιπλέκεται γύρω από τα δένδρα τους απομυζάει τους χυμούς και σιγά-σιγά τους ξηραίνει. Η πολυπραγμοσύνη είναι ο κισσός που μας απομυζάει τους χυμούς της ευσεβείας και της ευλαβείας που ρέουν μέσα μας.
Αλλά και αν βρεθεί λίγος χρόνος στους πολυπράγμονες ανθρώπους, αυτόν δεν τον αφιερώνουν σέ ενασχόληση με τα έργα του Θεού, γιατί το μυαλό τους αλλού ταξιδεύει. «Όπου εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. στ΄ 21), μας λέει ο Κύριος. Όπως οι μανιώδεις κυνηγοί, θηράματα ονειρεύονται και όταν κοιμούνται, έτσι και όσοι καταγίνονται με πολλές υποθέσεις και φροντίδες, ο νους τους τρέχει σε αυτές. Και αν βρίσκονται στην εκκλησία, ο νους τους τρέχει από εδώ και από εκεί. Βρίσκονται σε διαρκή περισπασμό και ταραχή, έτσι ώστε να μην ακούν τη φωνή του Θεού-Πατέρα που θέλει να τους κατευθύνει προς τη σωτηρία.
Όταν εξιστορούμε σε κάποιο φίλο μας ένα γεγονός και εκείνος δεν μας προσέχει, συνεχίζουμε να ομιλούμε για να ακούσει κάποτε. Και, ξέρετε, γιατί δεν μας ακούει; Γιατί έχει δικούς του λογισμούς που τον βασανίζουν. Όταν μας μιλάει ο Θεός και η καρδιά μας είναι γεμάτη λογισμούς και δεν έχει αφήσει κενό χώρου, πώς εμείς θα ακούσουμε τη φωνή του Θεού μας;
Αργία και πολυπραγμοσύνη οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Στην καταστροφή μας. Για να την αποφύγουμε, αρκεί να κατανοήσουμε το σκοπό που γεννηθήκαμε στη γη. Και αυτός δεν είναι άλλος από τη σωτηρία μας, που έρχεται μέσα από την κερδοφόρα αξιοποίηση του χρόνου μας για την ωφέλεια της ψυχής μας. Την ωφέλιμη εργασία μας την τονίζει πάλιν ο Χριστός μας λέγοντας: «Ο Πατήρ μου εργάζεται έως άρτι. Καγώ εργάζομαι» (Ιωάν. ε΄ 17). Αφού, λοιπόν, ο Θεός Πατέρας και ο Υιός και Λόγος Του εργάζονται συνεχώς και εμείς τα πλάσματα των χεριών Του οφείλουμε να εργαζόμαστε «έως ημέρα εστίν· έρχεται γαρ νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι» (Ιωάν. θ΄ 4). Η πνευματική μας επένδυση στα τάλαντα που ο Κύριος μας εμπιστεύθηκε είναι η καλύτερη επένδυση στο χρόνο της ζωής μας και φέρνει το μεγαλύτερο τόκο. Και πάντοτε να θυμόμαστε ότι όταν έλθει ο Κύριος, όταν έλθει η νύχτα, τότε θα είναι πολύ αργά για πνευματικές επενδύσεις.
Η ανάλωση του χρόνου μας ας είναι σε έργα αγάπης, ιεραποστολής, φιλανθρωπίας, αλλά και έργα μετανοίας, εξομολογήσεως και μετοχής μας στα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Ο πιο πολύτιμος χρόνος μας είναι αυτός της παρούσης ζωής. Μας τον δίνει ο Θεός μας, για να κερδίσουμε τον παράδεισο η αξία του οποίου είναι ασύλληπτη. Μας δίνει ο Θεός μας χρόνο μετανοίας και εμείς είτε αδιαφορούμε είτε τον παραβλέπουμε.
Διηγούνται για έναν άρχοντα, που ήταν πολλά χρόνια γραμματέας κάποιου βασιλιά, ότι όταν έφθασε στο τέλος της ζωής του, έκλαιγε απαρηγόρητα, λέγοντας: «Αλλοίμονο σε μένα, που ξόδεψα τόσες σελίδες χαρτιού, για να γράφω τα γράμματα του βασιλιά, και δεν βρήκα λίγο καιρό, για να γράψω σε μισό φύλλο χαρτιού τίς αμαρτίες μου. Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!».
Αυτό το «αλλοίμονο» ας μην δώσει ο Θεός να το πούμε στο δειλινό της παρούσης ζωής μας, όταν θα αρχίσει να βραδιάζει και θα ετοιμαζόμαστε για το ξημέρωμα της αβράδιαστης ημέρας. Ας εξαγοράζουμε τον καιρό μας όσο είναι ημέρα και μπορούμε να εργασθούμε «μη ως άσοφοι αλλ’ ως σοφοί, ότι αι ημέραι πονηραί εισιν» (Εφεσ. ε΄ 15-16).