Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο· εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας».
Μία ξεχωριστή μορφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς παρουσιάζει μέσα ἀπό τά ἱερά ἀναγνώματα ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Δέν ἦταν προφήτης οὔτε πατριάρχης, ἦταν ἕνας συνηθισμένος, θά λέγαμε, ἄνθρωπος, πού ὅμως ἁγιάσθηκε καί ἔγινε συνώνυμος μιᾶς μεγάλης ἀρετῆς, τήν ὁποία ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη, μιᾶς ἀρετῆς πού ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Ἡ ξεχωριστή αὐτή μορφή εἶναι ὁ δίκαιος Ἰώβ, στή ζωή τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦταν ἕνας πολύτεκνος οἰκογενειάρχης μέ δέκα παιδιά, εὐσεβής καί πιστός στόν Θεό, πού ἀγωνιζόταν νά μήν ἁμαρτάνει καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν ἀρετή του, τοῦ χάρισε ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά καί πλούτη.
Ὅλα αὐτά ἔγιναν ὅμως αἰτία τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος μισεῖ τό καλό καί θέλει νά παρασέρνει τούς ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Θεό καί νά τούς καθιστᾶ ὑποχείριά του. Ἔτσι ὁ διάβολος τόν συκοφάντησε στόν Θεό λέγοντάς του ὅτι «ὁ Ἰώβ εἶναι εὐσεβής καί σέ σέβεται, γιατί τοῦ ἔχεις δώσει τά πάντα. Ἐπίτρεψέ μου νά τοῦ στερήσω κάποια ἀπό τά ἀγαθά του, καί θά δοῦμε ἐάν θά συνεχίσει νά εἶναι πιστός καί εὐλαβής».
Ὁ Θεός, πού γνώριζε τήν ἀρετή τοῦ Ἰώβ, ἔδωσε στόν διάβολο τήν ἄδεια νά τόν πειράξει. Καί ἐνῶ ὅλα πήγαιναν καλά στή ζωή καί στήν οἰκογένειά του, ἄρχισε σταδιακά νά χάνει τά πάντα, τήν περιουσία του, τά παιδιά του, ἀκόμη καί τήν ὑγεία του. Ὅμως ὁ διάβολος δέν ἐπέτυχε τίποτε, γιατί ὁ Ἰώβ ἦταν ἐνάρετος καί πιστός, ὄχι ἐπιφανειακά ἀλλά οὐσιαστικά. Ἔτσι δεχόταν ὅλους τούς πειρασμούς, ὅλες τίς δοκιμασίες, ὅλες τίς καταστροφές καί τίς συμφορές μέ ὑπομονή καί καρτερία. Καί ἀντί νά δυσανασχετεῖ καί νά παραπονεῖται στόν Θεό, ὁ Ἰώβ συνέχισε νά τόν εὐχαριστεῖ, γιατί, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στό ἀνάγνωσμα νά λέγει, ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε ὅλα τά ἀγαθά καί ὁ Κύριος τοῦ τά πῆρε. Ὅπως ἔκρινε ὁ Θεός, ἔτσι ἔγινε, ἄς εἶναι τό ὄνομά του εὐλογημένο.
Αὐτήν τήν τελευταία φράση τοῦ Ἰώβ, «εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένο ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος», τήν πῆραν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅρισαν νά ψάλλεται στό τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη νά ἀντιμετωπίζουμε ὅ,τι συμβαίνει στή ζωή μας, καί τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς καί τίς ἀσθένειες καί τίς συμφορές καί τίς δοκιμασίες, μέ ὑπομονή καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
Ἄν πιστεύουμε στόν Θεό, ὅπως πίστευε ὁ Ἰώβ, ἄν ἔχουμε δηλαδή βαθειά μέσα μας τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ὁ Δημιουργός μας ἀλλά εἶναι καί ὁ πατέρας μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ ἀπέραντα, καί ἀπό ἀγάπη ἔστειλε καί τόν Υἱό του, τόν Κύριό μας, στόν κόσμο νά σταυρωθεῖ, προκειμένου νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἄν, λοιπόν, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει τό καλό μας, ὄχι μόνο τό πρόσκαιρο ἀλλά καί τό αἰώνιο, καί φροντίζει ὥστε ὅλα ὅσα συμβαίνουν στή ζωή μας νά συντελοῦν στό συμφέρον μας, τότε μποροῦμε νά ἔχουμε καί ἐμεῖς ὑπομονή.
Γιατί ἡ ὑπομονή τοῦ δικαίου Ἰώβ στηριζόταν στή βαθειά του πίστη, καί γι᾽ αὐτό ἐπαινεῖται καί ἐγκωμιάζεται καί προβάλλεται ὡς ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί πίστεως. Διότι δέν μποροῦμε νά νομίζουμε ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό, ἀλλά στήν πρώτη δυσκολία πού θά μᾶς συμβεῖ νά ἀντιδροῦμε, νά ἀμφιβάλλουμε, νά λέμε «ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» ἤ «γιατί τό ἔστειλε αὐτό σέ μένα;». Αὐτά ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ἔχουμε τήν πίστη πού ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς, καί πολύ περισσότερο δέν μᾶς βοηθοῦν νά ξεπεράσουμε τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες τίς ὁποῖες συναντοῦμε στή ζωή μας.
Ἐάν ὅμως ἀποδεικνύουμε τήν πίστη μας μέ τήν ὑπομονή, ἐάν στηριζόμαστε στόν Θεό γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες, τότε καί ὁ Θεός μᾶς ἐπισκέπτεται μέ τή χάρη του καί μᾶς ἐνισχύει καί αὐξάνει τήν ὑπομονή καί τήν πίστη μας καί ἐπιβραβεύει τήν ὑπομονή μας σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά τήν καθιστᾶ αἰτία τῆς σωτηρίας μας.
«Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται», μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριός μας, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε τόσα πολλά γιά χάρη μας, τόσες δοκιμασίες, τόσες συκοφαντίες, τόσα μαρτύρια καί στό τέλος τόν Σταυρό καί τόν θάνατο, παρότι ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τά ὑπέμεινε ὅλα γιά νά μᾶς διδάξει ὡς Θεός τήν ἀξία τῆς ὑπομονῆς.
Ἄς ἔχουμε, λοιπόν, ὑπόψη μας τό παράδειγμα τοῦ δικαίου Ἰώβ, τόν ὁποῖο γιά τήν πίστη καί τήν ὑπομονή του ἀπάλλαξε ὁ Θεός ἀπό τούς πειρασμούς, ἀλλά καί τό παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς τοῦ Κυρίου μας, καί ἄς ἀντιμετωπίζουμε τά πάντα μέ ὑπομονή καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, εὐχαριστώντας γιά ὅσα ἐπιτρέπει νά ὑπομένουμε πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Καί νά πιστεύουμε ὅτι θά ἰσχύσει καί γιά ἐμᾶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται», ὅπως ἴσχυσε καί γιά τόν δίκαιο Ἰώβ.
Ἄς τόν ἔχουμε παράδειγμα στή ζωή μας, γιατί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει δοκιμασθεῖ, νά μήν ἔχει πειρασμούς, νά μήν ἔχει δυσκολίες· ὅμως ἐκεῖνο πού χρειάζεται σέ ὅλους μας εἶναι ἡ ὑπομονή. Ἡ ὑπομονή μᾶς συγκρατεῖ νά μήν ξεφεύγουμε, νά μήν λέμε λόγια, νά μήν ἀγανακτοῦμε οὔτε μέ τόν Θεό οὔτε μέ τούς ἀνθρώπους, κι ἔτσι καλλιεργοῦμε τόν ἑαυτό μας καί βοηθοῦμε τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.