Με συντονιστή τον καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρο του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφώντα Κοντιάδη, οι Νίκος Αλιβιζάτος, Ευάγγελος Βενιζέλος, Ιωάννης Κονιδάρης και Μιχάλης Σταθόπουλος έκαναν τις εισηγήσεις τους παρουσία του νυν και πρώην υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Νίκου Φίλη και Κώστα Γαβρόγλου, πανεπιστημιακών, επιστημόνων και πλήθους κόσμου. Η φόρτιση της συζήτησης για τη συνταγματική διάσταση του θέματος, που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας – πολιτείας έγινε από την Εκκλησία, τόνισε ο πρώτος ομιλητής της δημόσιας συζήτησης με θέμα «Σχέσεις Εκκλησίας – πολιτείας και Συνταγματική Αναθεώρηση».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών εξέφρασε την παρότρυνση να μην παρασυρθούμε σε μια αντιπαράθεση, την οποία θέλει να διατηρήσει η Εκκλησία για δικούς της σκοπούς. Ο Νίκος Αλιβιζάτος, μεταξύ άλλων, προσέγγισε το θέμα μεθοδολογικά, ιστορικοπολιτικά και σε επίπεδο Συντάγματος, για να επισημάνει ότι «ο απολογισμός είναι θετικός για τη θρησκευτική ελευθερία και τον σεβασμό των θρησκευτικών μειονοτήτων». Επί του θέματος, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής, καθηγητής της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, επισήμανε ότι η «Αναθεώρηση του Συντάγματος προϋποθέτει υψηλή πολιτική και κοινωνική συναίνεση» και εξέφρασε την άποψη ότι «θα ήταν επικίνδυνο να ξεκινήσει κάποιος Συνταγματική Αναθεώρηση». Αναφέρθηκε σε παλαιότερες απόπειρες επανεκκίνησης του θέματος και εισηγήθηκε να ερμηνεύσουμε τα άρθρα που άπτονται του θέματος «όχι με την προοπτική της αναθεώρησης, αλλά εναρμονισμένα -το τόνισε ιδιαίτερα- με Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Υπογράμμισε, πως «η κοινωνία, το πλήρωμα, είναι πεπεισμένη ότι πρέπει να λειτουργεί εκκλησιολογικά α λα καρτ», καθώς και ότι «το σύστημα των συνταγματικά ρυθμισμένων σχάσεων ισχύει στην Ελλάδα». «Δεν συνεκλήθη η Εκκλησία διότι παλαιότερα, (2009), υπήρξε άγονη συζήτηση», σημείωσε στην αρχή του λόγου του ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, πρόεδρος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Ιωάννης Κονιδάρης. Μάλιστα, διευκρίνισε ότι ουδείς θέτει θέμα χωρισμού Εκκλησίας και κοινωνίας και ότι δεν κάνει λόγο για χωρισμό Εκκλησίας – πολιτείας, αλλά για διάκριση. Ο Ιωάννης Κονιδάρης, επισήμανε ότι απαιτούνται πολλές γενιές προκειμένου να γίνει η προετοιμασία για τη Συνταγματική αναθεώρηση και σημείωσε πώς «χάθηκε το μομέντουμ, η ευκαιρία την στιγμή της μεταπολίτευσης, να αφεθεί η Εκκλησία να ρυθμίζει τα του οίκου της, αλλά και το ζήτημα των Θρησκευτικών».
Επιπλέον, μίλησε για την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας να επεξεργαστούν συνοδικές επιτροπές τα κείμενα στα οποία συμφώνησαν κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κάτι που χαρακτήρισε «πρωτάκουστο» και εν συνεχεία αναρωτήθηκε «πού είναι το αιρετό λαϊκό στοιχείο στην Εκκλησία, όπου πρέπει να μετέχει;» Επιπρόσθετα, τόνισε ότι η Εκκλησία δεν αρκείται στη διακονία του πιστού λαού, αλλά αποκτά και πολιτική δύναμη. Τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του αρ. 3 που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και Πολιτείας, Οικουμενικού Πατριαρχείου με πολιτείας, αλλά και Εκκλησίας της Ελλάδος με Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ επισήμανε πώς ο όρος «επικρατούσα» στο εν λόγω άρθρο, αφορά την Εκκλησία που είναι και «επικρατούσα», ενώ σε ό,τι αφορά τη θρησκευτική ελευθερία τόνισε ότι κατοχυρώνεται στο αρ. 13. Ωστόσο, συνέστησε βελτιωτικές προτάσεις επί των δύο άρθρων.
Το μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Μιχάλης Σταθόπουλος, συμφώνησε με τον Ιωάννη Κονιδάρη ότι γίνεται λόγος για διάκριση και όχι για χωρισμό Εκκλησίας – πολιτείας και επ’ αυτού διευκρίνισε πως «η διάκριση δεν αφορά την κοινωνία, η οποία μπορεί να θρησκεύει όσο θέλει». Ο διακριτός ρόλος, είπε, θα ωφελήσει τόσο την Εκκλησία όσο και την πολιτεία, αλλά κυρίως την Εκκλησία και τόνισε «να μην αναμιγνύονται οι αρμοδιότητες που είναι διακριτές με νόμους». Σε αυτό το σημείο του λόγου του και σε ειδική αναφορά του στα Θρησκευτικά, υπογράμμισε ότι είναι «αυτονόητο» πως αποτελεί θέμα της πολιτείας, ποιά θα είναι τα μαθήματα και πόσες ώρες θα διδάσκονται, και εξέφρασε την άποψη «να συζητήσει η Εκκλησία, αλλά η γνώμη της να μην είναι δεσμευτική», «την απόφαση, όμως, θα την πάρει η πολιτεία».
Τέλος, έκανε λόγο για τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο που «εγκατέλειψε την μετριοπάθεια και την σύνεση και έκανε προσβλητικές και αντιχριστιανικές δηλώσεις».
«Κομβικό θέμα», χαρακτήρισε σε παρέμβασή του τις σχέσεις Εκκλησίας – εκπαίδευσης ο Νίκος Φίλης, ο οποίος επισήμανε πως «μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς Συνταγματική Αναθεώρηση». Τόνισε δε, ότι αν δεν λυθεί το θέμα αυτό θα είναι λάθος και έκανε λόγο για συμφωνημένη αλλαγή στο μάθημα των Θρησκευτικών με τον Αρχιεπίσκοπο επί τριετία. Ο τέως υπουργός Παιδείας εξέφρασε την εκτίμηση, ότι τα θέματα διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος και άλλων θρησκευμάτων να μετατεθούν στο υπουργείο Εσωτερικών και επί του παρόντος, για λόγους δημοσίας τάξεως και ενότητας του λαού, η Εκκλησία να παραμείνει ΝΠΔΔ και όχι Ιδιωτικού Δικαίου. Μίλησε για «παρεμβάσεις» μητροπολιτών και κληρικών στα σχολεία και, τέλος, προέτρεψε τα πολιτικά κόμματα «και δυστυχώς και το δικό μου, αν και εγώ προέρχομαι από την Αριστερά», να ξεφύγουν από την αντίληψη της ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης των πιστών και της Εκκλησίας.
Ελένη Μαχαίρα – ΑΠΕ
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης