Dogma

Οι κυβερνητικές προτάσεις για τη συμφωνία Εκκλησίας Πολιτείας: Στο δημόσιο οι κληρικοί – Πληρωμή από το Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας

Στην επιτροπή διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δόθηκε τελικά την Τρίτη (12/2) το σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας - Εκκλησίας. Η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση όχι μόνο δεν θίγει το υφιστάμενο καθεστώς της μισθοδοσίας των κληρικών, αλλά αντιθέτως το βελτιώνει ουσιωδώς, καθώς η νομική θέση και τα δικαιώματα (υπηρεσιακά, μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά κ.ά.) των κληρικών για πρώτη φορά κατοχυρώνονται με τις θεσμικές εγγυήσεις που παρέχει η κύρωση διμερούς συμφωνίας. Παράλληλα, ιδρύεται Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το κράτος θα καταβάλλει την δαπάνη μισθοδοσίας του αριθμού των σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικών, η οποία θα εξακολουθήσει να ενεργείται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

Στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων πραγματοποιήθηκε την Τρίτη  (12/2) η δεύτερη συνάντηση της επιτροπής διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου για την κατάρτιση συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Στη συνάντηση παραβρίσκονται ο Υπουργός κ. Κώστας Γαβρόγλου, ο  Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων. Στην επιτροπή διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δόθηκε δεκασέλιδο σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας.

Με το σχέδιο αυτό αναιρούνται οριστικά όλες οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί, είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης είτε λόγω παρανόησης, μετά την κοινή ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο του σχεδίου Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας της 6ης Νοεμβρίου 2018. Στο σχέδιο καταγράφονται οι σημαντικοί λόγοι για τους οποίους αυτή η ιστορικής σημασίας συμφωνία θα είναι αμοιβαία επωφελής και για τα δύο μέρη, καθώς και για τον εφημεριακό κλήρο.

Συγκεκριμένα, το σχέδιο προβλέπει την κατάρτιση νομοσχεδίου, το οποίο θα αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα κυρώνεται αυτούσιο το κείμενο της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας όπως τελικά θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου. Τα υπόλοιπα δύο μέρη θα περιέχουν εφαρμοστικές διατάξεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας ως προς τα δύο βασικά σκέλη της, τη μισθοδοσία των κληρικών και λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ίδρυση και λειτουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Ειδικά ως προς τη μισθοδοσία του κλήρου, η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση όχι μόνο δεν θίγει το υφιστάμενο καθεστώς, αλλά αντιθέτως το βελτιώνει ουσιωδώς, καθώς η νομική θέση και τα δικαιώματα (υπηρεσιακά, μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά κ.ά.) των κληρικών για πρώτη φορά κατοχυρώνονται με τις θεσμικές εγγυήσεις που παρέχει η κύρωση διμερούς συμφωνίας.

Έτσι, από τη Συμφωνία και την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση:

–       Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το υπηρεσιακό καθεστώς και η μονιμότητα, όπως ισχύει σήμερα, των κληρικών ως θρησκευτικών λειτουργών και υπαλλήλων ν.π.δ.δ.

–       Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το ύψος των αποδοχών των κληρικών, το οποίο εξακολουθεί να καθορίζεται από το ενιαίο μισθολόγιο όπως εκάστοτε ισχύει και ακολουθεί τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων.

–       Παραμένει αμετάβλητος και δεν θίγεται ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των αποδοχών των κληρικών, η οποία θα εξακολουθήσει να ενεργείται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής.

Επιπροσθέτως, η μισθοδοσία των κληρικών θωρακίζεται ακόμα περισσότερο σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς, καθότι:

–       Ιδρύεται Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο θα καταβάλλεται ετησίως από το κράτος, σε αναγνώριση υποχρέωσης που θα απορρέει από κυρωθείσα με νόμο Συμφωνία, η δαπάνη μισθοδοσίας του αριθμού των σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικών. Τα σχετικά ποσά δεσμεύονται, υπό τον αυστηρό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ αποκλειστικότητα για τη μισθοδοσία του κλήρου, η οποία θα ενεργείται δια της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής.

–       Όπως έχει ήδη νομοθετηθεί, συνιστάται Μητρώο Κληρικών και Λαϊκών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο εγγράφεται το σύνολο όσων μισθοδοτούνται με πόρους του Ταμείου Μισθοδοσίας και υπέρ των οποίων κατοχυρώνονται όλα τα δικαιώματα που σήμερα απολαμβάνουν οι κληρικοί (υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο, καταβολή μισθού από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής κλπ.).

–       Το σημαντικότερο είναι ότι, για πρώτη φορά, όλα τα παραπάνω κατοχυρώνονται με τρόπο που δεν επιτρέπει τη μονομερή ανατροπή τους από την Πολιτεία. Με το υφιστάμενο καθεστώς, τόσο η μισθοδοσία όσο και το υπηρεσιακό καθεστώς και τα δικαιώματα των κληρικών βρίσκονται σε επισφάλεια, καθόσον έχουν παραχωρηθεί με κοινό νόμο, δηλαδή επαφίενται μονομερώς στη βούληση της Πολιτείας, και ανά πάσα στιγμή μπορούν να μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο με νεότερο νόμο. Η ξεχωριστή σημασία του προτεινόμενου σχεδίου έγκειται στο ότι προβλέπει την κύρωση της Συμφωνίας με νόμο, με συνέπεια τα συμφωνηθέντα και κυρωθέντα με νόμο να μην είναι πλέον δυνατόν να τροποποιηθούν στο μέλλον μονομερώς, με νόμο του κράτους. Οποιαδήποτε μεταβολή μόνο με νεότερη τροποποιητική συμφωνία των δύο μερών θα είναι δυνατή.

Τέλος, με το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας προκύπτουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, τόσο για το Δημόσιο όσο και για την Εκκλησία της Ελλάδος, από την αξιοποίηση περιουσίας διαμφισβητούμενης και, άρα, μέχρι σήμερα αδρανούς και λιμνάζουσας.

 

Σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Περιεχόμενα

  1. Σύνοψη
  2. Ανάλυση
    • Η σημασία της νομοθετικής κύρωσης της Συμφωνίας
    • Υφιστάμενη κατάσταση και κίνδυνοι αυτής
    • Περιεχόμενο της Συμφωνίας (ιδίως ως προς το μισθολογικό σκέλος)
    • Αποτίμηση της Συμφωνίας

 

  1. Σύνοψη

 

 

Δημιουργείται Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με λογαριασμό τηρούμενο στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο θα διαχειρίζεται τη μισθοδοσία του κλήρου. Στο Ταμείο Μισθοδοσίας καταβάλλεται ετησίως από το κράτος, σε αναγνώριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συμφωνία, η δαπάνη μισθοδοσίας του αριθμού των σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο αριθμός αυτός θα παραμείνει αδιάπτωτος. Προβλέπεται πρόσθετη δυνατότητα μισθοδοσίας περαιτέρω αριθμού κληρικών με δαπάνες της Εκκλησίας. Η καταβολή της μισθοδοσίας ενεργείται δια της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής. Δεν επηρεάζονται οι συνταξιούχοι κληρικοί. Η καταβολή των αποδοχών γίνεται την ίδια ημέρα και κατά τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες είναι αναλόγως εφαρμοστέες και στο Ταμείο Μισθοδοσίας. Οι λογαριασμοί του Ταμείου ελέγχονται σε ετήσια βάση απολογιστικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Διασφαλίζεται απολύτως το υπηρεσιακό, εργασιακό, μισθολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς, όπως και το σύνολο των εργασιακών, ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών και κάθε είδους δικαιωμάτων του εφημεριακού κλήρου και του λοιπού προσωπικού των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Καταρτίζεται ενιαίο Μητρώο Κληρικών και Λαϊκών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διασφαλίζεται η σημερινή ιδιότητά τους ως λειτουργών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και η μονιμότητά τους όπως αυτή προβλέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το ύψος των κάθε είδους αποδοχών τους δεν θίγεται και εξακολουθεί, όπως και σήμερα, να καθορίζεται από το ενιαίο μισθολόγιο και από το ειδικό μισθολόγιο των αρχιερέων.

Διασφαλίζονται οι οργανικές θέσεις των κληρικών και λοιπών υπαλλήλων των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος δύναται να ανακατανέμει της οργανικές θέσεις στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας.

 

Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Ανώνυμη Εταιρεία» και διακριτικό τίτλο «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας – ΤΑΕΠ». Στο Ταμείο ανατίθεται η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση (χωρίς εξουσία διάθεσης) των περιουσιακών στοιχείων των οποίων η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα αμφισβητείται, από το έτος 1952 και εφεξής, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στο Ταμείο μπορεί επίσης να ανατεθεί η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση και μη αμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων, των οποίων η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα ανήκει σε νομικό πρόσωπο  της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από σύναψη σύμβασης με αυτό.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, συγκροτείται επιτροπή για την καταγραφή των διαμφισβητούμενων περιουσιακών στοιχείων. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου είναι πενταμελές και ορίζεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για θητεία πέντε (5) ετών, που μπορεί να ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα. Ανά δύο (2) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποδεικνύουν καθένας από τους μετόχους του Ταμείου, Ελληνικό Δημόσιο και Εκκλησία της Ελλάδος, και ένα (1) μέλος, το οποίο ορίζεται ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, υποδεικνύεται από κοινού από το Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος. Τα έσοδα του Ταμείου από τη διαχείριση κάθε περιουσιακού στοιχείου, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών διαχείρισης και μετά τη δημιουργία αποθεματικού σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αποδίδονται κατά ποσοστό 50% στο Ελληνικό Δημόσιο και κατά ποσοστό 50% στο νομικό πρόσωπο το οποίο εισέφερε το περιουσιακό στοιχείο.

***

  1. Ανάλυση

 

Κατά τη δημόσια διαβούλευση που ακολούθησε την από κοινού παρουσίαση του σχεδίου Συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα και τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο στις 6 Νοεμβρίου 2018 εκφράσθηκαν έγνοιες, αγωνίες και αιτήματα διευκρινήσεων, κυρίως ως προς το σκέλος της μισθοδοσίας του κλήρου. Όλα αυτά έχουν ληφθεί πλήρως και προσεκτικά υπόψη κατά την κατάρτιση του παρόντος σχεδίου. Το προτεινόμενο σχέδιο νομοθετικής ρύθμισης αποσκοπεί αφενός στη διασφάλιση του μισθολογικού καθεστώτος των κληρικών, το οποίο σήμερα είναι επισφαλές, καθότι δεν κατοχυρώνεται από μελλοντικές ανατροπές, και αφετέρου στην από κοινού αξιοποίηση, με αμοιβαίο όφελος, διαμφισβητούμενων περιουσιών που σήμερα λιμνάζουν αναξιοποίητες.

Η Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία θα υποβληθεί προς νομοθετική κύρωση, βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες:

(α) Αναγνωρίζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ότι η Πολιτεία ανέλαβε από το 1945 τη μισθοδοσία του κλήρου ως ανταπόδοση για πλημμελώς αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας κατά το παρελθόν.

(β) Διασφαλίζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, η μισθοδοσία του κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος με πόρους που η Εκκλησία θα λαμβάνει κατ’ έτος από την Πολιτεία ως αφηρημένη αποζημίωση για τις πλημμελώς αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις του παρελθόντος (μέχρι το 1939). Συνακόλουθα, η Εκκλησία της Ελλάδος παραιτείται από κάθε περαιτέρω αξίωση σχετικά με τις συγκεκριμένες απαλλοτριώσεις και η Πολιτεία παραιτείται από την απευθείας μισθοδοσία του κλήρου.

(γ) Συνιστάται ταμείο για την από κοινού αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, με αμοιβαίο όφελος και υποχρεώσεις.

(δ) Τακτοποιούνται στο σύνολό τους οι θέσεις που καταλαμβάνουν οι υπηρετούντες έμμισθοι κληρικοί, οι οποίες νομοθετούνται ως οργανικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και των νομικών προσώπων που τη συναπαρτίζουν.

 

2.1. Η σημασία της νομοθετικής κύρωσης της Συμφωνίας

Πέραν του περιεχομένου της Συμφωνίας, πρέπει να υπογραμμιστεί η εξαιρετική σημασία που έχει καθαυτό το γεγονός της κύρωσής της με νόμο. Όσα συμφωνηθούν δεν θα νομοθετηθούν μονομερώς από την Πολιτεία, αλλά θα κυρωθεί με νόμο η ίδια η Συμφωνία.

Αυτό συνεπάγεται πως τα συμφωνηθέντα θα αποκτήσουν τυπική ισχύ νόμου, χωρίς να απωλέσουν το συμβατικό τους χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, τα συμφωνηθέντα και κυρωθέντα με νόμο δεν θα είναι πλέον δυνατόν να τροποποιηθούν στο μέλλον μονομερώς, με νόμο του κράτους. Οποιαδήποτε μεταβολή μόνο με νεότερη τροποποιητική συμφωνία των δύο μερών θα είναι δυνατή. Με τον τρόπο αυτόν, η Εκκλησία της Ελλάδος διασφαλίζεται πλήρως θεσμικά, δεδομένου ότι η νομοθετική κύρωση διμερούς συμφωνίας αποκλείει εφεξής κάθε δυνατότητα μονομερούς μεταβολής της.

Αυτή η διασφάλιση της Εκκλησίας δια της νομοθετικής κύρωσης της Συμφωνίας είναι πρωτοφανής. Μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε αλλαγή επέρχεται μονομερώς, με νομοθετική πράξη της Πολιτείας, και επαφίεται στη βούλησή της. Είναι η πρώτη φορά που παρέχονται στην Εκκλησία της Ελλάδος τέτοιες θεσμικές εγγυήσεις (διμερής συμφωνία που κυρώνεται με νόμο) για τα συμφωνηθέντα.

 

2.2. Υφιστάμενη κατάσταση και κίνδυνοι αυτής

Για να καταστεί σαφές το ζήτημα, απαιτείται μια σύντομη παρουσίαση του ισχύοντος σήμερα καθεστώτος μισθοδοσίας του κλήρου, με τα προβλήματα και τους περιορισμούς που έχει:

 

2.3. Περιεχόμενο της Συμφωνίας (ιδίως ως προς το μισθολογικό σκέλος)

Με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση επέρχονται οι εξής σημαντικές συνέπειες ως προς το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου:

 

2.4. Αποτίμηση της Συμφωνίας

2.4.1. Η προτεινόμενη Συμφωνία και η νομοθετική κύρωσή της είναι αμοιβαία επωφελής τόσο για την Εκκλησία της Ελλάδος όσο και για την Πολιτεία.

Η μεν Εκκλησία της Ελλάδος:

(α) κατακτά για πρώτη φορά την εγγύηση και διασφάλιση της μισθοδοσίας του κλήρου της, ως απόρροια των για πρώτη φορά αναγνωριζόμενων υποχρεώσεων της Πολιτείας, όπως αυτές περιγράφονται στην προς κύρωση Συμφωνία.

(β) κατοχυρώνει διασφαλισμένο αριθμό οργανικών θέσεων κληρικών,

(γ) αποκτά τη δυνατότητα χειροτονίας έμμισθων κληρικών πέραν αυτού του αριθμού με δικούς της πόρους, εάν το επιθυμήσει, και

(δ) αποκτά πόρους από την αξιοποίηση περιουσίας μέχρι σήμερα διαφιλονικούμενης και λιμνάζουσας.

(ε) Παράλληλα, διασφαλίζεται πλήρως θεσμικά ως προς τα παραπάνω, καθότι η νομοθετική κύρωση διμερούς συμφωνίας αποκλείει τη δυνατότητας μονομερούς μεταβολής της.

Η δε Πολιτεία:

(α) προβαίνει σε εξορθολογισμό των οικονομικών της σχέσεων και εκκρεμοτήτων με την Εκκλησία της Ελλάδος,

(β) δεν επιβαρύνεται πλέον ευθέως με την μισθοδοσία των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι εγγράφονται στο ενιαίο Μητρώο Κληρικών και Λαϊκών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος,

(γ) αποσείει κάθε υπόνοια περί προνομιακής μεταχείρισης, σε σχέση με άλλες θρησκευτικές κοινότητες, της Εκκλησίας της Ελλάδος με την άμεση μισθοδοσία των λειτουργών της.

(δ) Τακτοποιεί οριστικά την εκκρεμότητα από απαλλοτριώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι το 1939, με την παραίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από οποιεσδήποτε αξιώσεις πέραν της συμφωνημένης ετήσιας καταβολής που προορίζεται για τη δαπάνη μισθοδοσίας, και

(ε) αποκτά πόρους από την αξιοποίηση περιουσίας μέχρι σήμερα διαφιλονικούμενης και λιμνάζουσας.

2.4.2. Τέλος, διευκρινίζονται τα εξής:

Τα έσοδα που θα προκύψουν από την εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων που θα αναλάβει το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας με κανένα τρόπο δεν σχετίζονται και δεν συναρτώνται με τις ετήσιες καταβολές της Πολιτείας προς το Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρόκειται για δύο ολωσδιόλου διακριτά σημεία της Συμφωνίας και, συνακόλουθα, για δύο εντελώς διακριτά ταμεία, που δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Τονίζεται ότι η προς κύρωση Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος και η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση δεν σχετίζονται, και εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να συσχετισθούν, με την τρέχουσα διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία άλλωστε θα ολοκληρωθεί από την επόμενη Βουλή

[1] Για παράδειγμα, στο δημόσιο διάλογο έγινε αναφορά σε «κοινοβουλευτικά πρακτικά / συζητήσεις» ή σε «εισηγητική έκθεση» του αναγκαστικού νόμου 1731/1939 και της Σύμβασης του 1952. Τέτοια όμως έγγραφα δεν υφίστανται: Αφενός, το 1939 η Ελλάδα βρισκόταν σε δικτατορία, η Βουλή είχε διαλυθεί και οι αναγκαστικοί νόμοι εκδίδονταν από την εκτελεστική εξουσία, χωρίς, εννοείται, να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε κοινοβουλευτική διαδικασία και συζήτηση. Αφετέρου, η Σύμβαση του 1952 κυρώθηκε με βασιλικό διάταγμα, το οποίο δεν συνοδεύεται από εισηγητική έκθεση.

Φωτογραφία αρχείου: Χρήστος Μπόνης