Μαργαρίτα Πουρνάρα
Πού θα ήθελα να ήμουν σήμερα; Το περιγράφει με τον πιο όμορφο τρόπο ο αγαπημένος φίλος της στήλης, ο Κασιώτης Νίκος Μαστροπαύλος, που τον ευχαριστώ για το κείμενο: «Το μεγάλο πανηγύρι του Τιμίου Σταυρού, στην καρδιά της μικρής πατρίδας, στο τέρμα της άγονης γραμμής, ήταν πάντα ξεχωριστό. Και όχι μόνο γιατί είναι το μοναδικό που στη χάρη του δεν θυσιάζονται πλήθος σφάγια, ενώ το παραδοσιακό πιάτο του γλεντιού είναι νηστίσιμο, αλλά, κυρίως, γιατί είναι συναισθηματικά αναβαπτισμένο στα κασιώτικα μυστήρια του αποκαλόκαιρου.
Και καθώς οι Κασιώτες διαθέτουν ένα μοναδικό ταλέντο να σε βάζουν στην παρέα τους και να σε εντάσσουν στον τρόπο ζωής τους, ο νεοφερμένος δεν αισθάνεται ξένος, αλλά ότι ανήκει από παλιά σε αυτή την ενθουσιώδη κοινότητα που πρωτογνώρισε πριν από λίγες ημέρες.
Καθώς κλείνει ο κύκλος των πανηγυριών του καλοκαιριού, οι πολλοί επισκέπτες έχουν φύγει και όσοι έχουν μείνει –μυημένοι ήδη– μεταθέτουν όσο μπορούν το φευγιό τους μέχρι να λάβουν το πανηγυρικό δώρο των δυνατών αναμνήσεων, κάτι σαν νεύμα αποχαιρετισμού από το νησί τους, για να έχουν να πορεύονται στην ξενιτιά, αλλά και να δώσουν υποσχέσεις επιστροφής. Και όταν είσαι έτοιμος από καιρό να εκδηλώσεις και να μοιραστείς τα μύχια της ψυχής σου, τότε ξεσπά ένα λυτρωτικό, αναζωογονητικό και ασυγκράτητα συγκινητικό γλέντι πριν την ώρα του, μέσα από τα μαγειρεία όπου ετοιμάζεται το νηστίσιμο πιάτο γλεντιού.
Στην Κάσο δεν γίνεται πανηγύρι χωρίς πιλάφι. Δεκάδες σφάγια θυσιάζονται για να δώσουν τον ζωμό του φημισμένου πιλαφιού καρυκευμένο με σκόνη κανέλας. Αλλά εδώ προκαλούνται να μαγειρέψουν χωρίς κρέας, με νηστίσιμες πρώτες ύλες, την “τσαϊτιά”, ένα έδεσμα που αν και “ψευτοπίλαφο” πρέπει να προσομοιάζει με το κανονικό. Από νωρίς το πρωί κοχλάζει στο μεγάλο καζάνι επάνω στην εστία της φυσικής φωτιάς ο ζωμός των λαχανικών, μέχρι να μελώσει και να δεχτεί το ρύζι. Τον αναδεύουν συνεχώς ο Γιάννης και ο Βασιλάκης, καθώς ο Μιχάλης του Αγά τον δοκιμάζει κάθε τόσο για να ενισχύσει τη γεύση του. Στο μεταξύ, πετάγεται μέχρι το βάθος των μαγειρείων για να συνεισφέρει με τη δική του αυτοσχέδια μαντινάδα στο προκαταρκτικό γλέντι που ήδη –και αυτό– αρχίζει να παίρνει φωτιά.
Παίζει λύρα ο εορτάζων Σταύρος. Αυτό έκανε δεκαετίες στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε ξενιτεμένος μέχρι να επιστρέψει στο λιμάνι από όπου ξεκίνησε. Σε μεγάλα κέφια τραγουδάει: “Σ’ αυτόν τον ψεύτη τον ντουνιά κανένας δεν κερδίζει. Μονάχα μερικές στιγμές την ώρα που γλεντίζει”. Πίσω από την ομήγυρη του μικρού γλεντιού περνούν κατσαρόλες με ντολμάδες που τύλιξε η κάθε νοικοκυρά στην κουζίνα της. Αυτοί, είναι, φυσικά, μεγάλοι και “γιαλαντζί”, ενώ τα φημισμένα κασιώτικα ντολμαδάκια του γλεντιού, μικροσκοπικά και με κιμά. Το πιάτο αυτού του γλεντιού συμπληρώνεται με ταραμοσαλάτα, ελιές και τις κλασικές πατάτες τηγανητές.
Γλέντι πριν από το γλέντι, αλλά και γλέντι μετά το γλέντι. Την επόμενη ημέρα, όταν έχουν τελειώσει όλα τα μαζέματα του πανηγυριού, παίζει λύρα ο Νεκτάριος και τραγουδάει: “Μπονεντινό μου ανέφαλο να μακροπερπατήσεις. Να πάεις εις την ξενιτιά, για λίγο να φυσήξεις. Δεύτερη μέρα του Σταυρού και στην αυλή γλεντούμε”».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/