Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος τέλεσε το Τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο της μακαριστής μητέρας του εφημερίου του Ιερού Ναού Αρχιμ. Παύλου Συνόλα.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητά νουθετῶ».
Χθές ἡ Ἐκκλησία μας καί ἰδιαιτέρως ἡ πόλη μας πανηγύρισε τή μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἱδρυτοῦ της, καί σήμερα τιμᾶ τή Σύναξη τῶν ἁγίων δώδεκα ἀποστόλων.
Tούς τιμᾶ, μνημονεύοντας τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες καί τίς δοκιμασίες καί τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν καί ὑπέμειναν, προκειμένου νά κάνουν πράξη τήν τελευταία ἐντολή τοῦ Κυρίου, τήν ἐντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη», προκειμένου νά γνωρίσουν καί σέ μᾶς τόν Χριστό.
Διότι ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς δώδεκα ἀποστόλους, τούς ὁποίους κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν, νά ζήσουν μαζί του, νά ἀκούσουν τό κήρυγμά του, νά δοῦν τά θαύματά του, δέν ἦταν μόνο ἕνα ὑψηλό καί τιμητικό προνόμιο. Ἦταν συγχρόνως καί μία κλήση θυσίας καί μαρτυρίου, μία κλήση νά βρεθοῦν ἀπέναντι στόν κόσμο, στήν ἁμαρτία καί τήν κακία του, καί νά μαρτυρήσουν γιά τόν ἀληθινό Θεό, γιά τόν Χριστό, πού ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πιστεύει σέ αὐτόν, ἀπό τό σκοτάδι καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, πού τόν ἀναγεννᾶ καί τόν καθιστᾶ τέκνο Θεοῦ.
Καί αὐτή τήν κλήση τῆς θυσίας καί τοῦ μαρτυρίου ἀποδέχθηκαν κυρίως οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν μέσα σέ μερικές μόλις δεκαετίες νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο σέ ὅλο τόν γνωστό τότε κόσμο, χωρίς νά διαθέτουν κοσμικά μέσα, χωρίς νά διαθέτουν χρήματα καί ἄλλα ἐφόδια, χωρίς νά ἔχουν τήν ὑποστήριξη τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀρχόντων.
Ἀντίθετα, μάλιστα, εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν ὄχι μόνο τούς εἰδωλολάτρες ἀλλά καί τούς Ἰουδαίους· εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τά συμφέροντα ἐκείνων πού ὠφελοῦντο ἀπό τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων στά εἴδωλα· εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τή φυσική ἀμφιβολία καί ἐπιφυλακτικότητα πού ὑπάρχει γιά κάθε τι νέο, καί μάλιστα τόσο διαφορετικό, ὅπως ἦταν τό εὐαγγέλιο καί ἡ πίστη στόν ἀναστάντα Χριστό, ἀπό ὅ,τι γνώριζαν μέχρι τότε.
Ὅμως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τόλμησαν νά ἀναλάβουν αὐτή τή θυσία καί αὐτό τό μαρτύριο. Τόλμησαν νά ὑπομείνουν ὅλα ὅσα ἀκούσαμε νά περιγράφει στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, καί τά ὁποῖα ἦταν τόσο ἐπώδυνα καί τόσο ἐξευτελιστικά, πού κανένας ἄνθρωπος δέν θά ἤθελε νά τά ζήσει καί δέν θά ἤθελε νά τά ὑποστεῖ. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως τά ὑπέμειναν μέ χαρά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, καί μιλοῦσαν γι᾽ αὐτά ὄχι γιά νά καυχηθοῦν, ἀλλά γιά νά διδάξουν τούς πιστούς ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ, ἡ ζωή κοντά στόν Χριστό, δέν εἶναι μία εὔκολη καί ἄνετη ὑπόθεση.
Ὁ Χριστός δέν εἶπε τυχαῖα ὅτι εἶναι «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν». Εἶπε τήν ἀλήθεια, προετοιμάζοντας τούς μαθητές γιά ὅ,τι ἐπρόκειτο νά ἀντιμετωπίσουν.
Τό ἴδιο κάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα, περιγράφοντας τά παθήματά του καί καταλήγοντας: «οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητά νουθετῶ». Σᾶς γράφω, λέγει, ὅσα ὑπέμεινα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ κηρύγματος χωρίς νά σᾶς ντρέπομαι, ὅπως θά ἔκανε κάθε ἄλλος ἄνθρωπος. Kαί τό κάνω αὐτό ὄχι γιά νά καυχηθῶ οὔτε γιά νά κάνω ἐπίδειξη, ἀλλά γιατί θέλω νά σᾶς νουθετήσω ὡς παιδιά μου ἀγαπημένα. Καί εἶστε παιδιά μου, γιατί ἐγώ, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σᾶς ἀναγέννησα πνευματικά μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου του.
Καί ὁ σκοπός τῆς νουθεσίας δέν εἶναι ἄλλος, παρά ἡ μίμηση τοῦ ἀποστόλου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλεῖ τούς Κορινθίους νά μιμηθοῦν τίς θυσίες καί τό μαρτύριό του, τούς καλεῖ νά μιμηθοῦν τή ζωή του, γιατί ζωή ἐν Χριστῷ χωρίς θυσίες δέν νοεῖται.
Καί αὐτό μᾶς διδάσκει ὄχι μόνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀλλά καί οἱ δώδεκα ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, τούς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα, διότι καί ἡ δική τους ζωή ἦταν γεμάτη θυσίες. Καί πρέπει νά τούς τιμοῦμε ὡς εὐεργέτες μας, γιατί αὐτοί κοπίασαν, ταλαιπωρήθηκαν, διώχθηκαν, θυσιάσθηκαν, μαρτύρησαν γιά νά γνωρίσουμε ἐμεῖς τόν Χριστό καί νά μή ζοῦμε στήν πλάνη. Εἶναι οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς οἰκουμένης καί τοῦ καθενός μας προσωπικά, καί ἡ καλύτερη ἀνταπόδοση πού μποροῦμε νά τούς προσφέρουμε γιά ὅσα ὑπέμειναν ὥστε νά γνωρίσουμε ἐμεῖς τόν Χριστό εἶναι ἡ μίμησή τους, εἶναι ἡ θέλησή μας νά κάνουμε καί ἐμεῖς κάποιες θυσίες γιά νά ζήσουμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους ἀποστόλους.
Αὐτό προσπάθησε νά κάνει στή ζωή της καί ἡ μακαριστή ἀδελφή μας, τῆς ὁποίας τελοῦμε σήμερα τό μνημόσυνο. Ἦταν σέ ὅλη της τή ζωή ἕνα πιστό καί εὐσεβές μέλος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού διακρινόταν γιά τή φιλανθρωπία της καί τήν ἀγάπη της γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, καί ἐλπίζουμε καί προσευχόμαστε ὁ Θεός μέ τίς εὐχές καί τοῦ υἱοῦ της, τοῦ π. Παύλου, καί τοπυ συζύγου της καί τῶν τέκνων της, νά τήν ἀναπαύει μετά τῶν ἁγίων του στή βασιλεία του.