Τα πολιτικά «εδάφια» στα Θρησκευτικά
Του Απόστολου Λακασά
Την ταυτότητά του αναζητεί τα τελευταία χρόνια το μάθημα των Θρησκευτικών, προσπαθώντας να μη «φυλλορροήσει» από τις ιδεολογικο-πολιτικές συμπληγάδες που ερίζουν πάνω στο δίλημμα: θέλουμε ένα μάθημα παραδοσιακό και στενά ομολογιακό ή σε γόνιμο διάλογο με τη θρησκευτική ετερότητα και πολυφωνία; Ενδεικτικό των αντίθετων τάσεων είναι ότι από το 2012 έως και φέτος το καλοκαίρι έχουν εκδοθεί 13 αποφάσεις δικαστηρίων ύστερα από προσφυγές για τον χαρακτήρα του μαθήματος, ενώ το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων από το 2008 έως τώρα έχει αλλάξει έξι φορές το περιεχόμενο των εγκυκλίων και των υπουργικών αποφάσεων για τους λόγους απαλλαγής ενός μαθητή από το μάθημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ», τα τελευταία χρόνια περίπου 10.500 μαθητές ετησίως λαμβάνουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά. «Το μάθημα αντί να φέρνει σε διάλογο, συνύπαρξη και καταλλαγή με τη θρησκευτική ετερότητα, αποβαίνει θεμελιώδης λόγος θρησκευτικού και πολιτισμικού διαχωρισμού, θρησκευτικών αντιθέσεων και παράλληλων μονολόγων. Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Τι συμβαίνει στο επίπεδο του κοινωνικού σώματος, του λεγόμενου δημόσιου χώρου και του ευρύτερου πολιτισμού μας, ώστε ένα επιστημονικό και παιδαγωγικό ζήτημα να οδηγηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να διερευνηθεί και να κριθεί δικαστικά η συνταγματικότητά του;» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την ίδια στιγμή, το υπουργείο εξετάζει ποιο μάθημα θα διδάσκονται από το 2023-24 (όπως ζήτησε το ΣτΕ) οι μαθητές που θα έχουν απαλλαγεί. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το υπουργείο κινείται μεταξύ των μαθημάτων του θρησκευτικού πολιτισμού, της ηθικής ή ενός μαθήματος εστιασμένου σε άλλη θρησκεία ή δόγμα σε περίπτωση που σε μία περιοχή υπάρχουν πολλοί μαθητές που πιστεύουν σε αυτά (έχει συμβεί στη Θράκη με το Ισλάμ και στις Κυκλάδες με τον καθολικισμό).
Συγκεκριμένα, τις επόμενες ημέρες, θα σταλεί από το υπουργείο Παιδείας στα σχολεία εγκύκλιος, η οποία θα ορίζει ότι δικαίωμα να ζητήσουν εξαίρεση από τα Θρησκευτικά, επικαλούμενοι λόγους θρησκευτικής συνείδησης, έχουν μόνον οι γονείς παιδιών που δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτό παρότι η γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση. «Το ΣτΕ επέβαλε με απόφασή του τη φράση “λόγοι θρησκευτικής συνείδησης” ως νόμιμη αιτιολογία απαλλαγής από τα Θρησκευτικά. Το ΣτΕ είναι ο θεσμικός ερμηνευτής του νόμου και οι αποφάσεις του δεσμεύουν την Πολιτεία. Το ΥΠΑΙΘ οφείλει να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρόκειται περί θεσμικής εκτροπής με προφανείς αρνητικές συνέπειες σε επίπεδο θεσμών», ανέφερε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, εξηγώντας γιατί δεν υιοθετείται η γνώμη της Αρχής, η οποία ακολούθησε πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (1478/2022) που δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου. Με αυτή η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε Κοινή Υπουργική Απόφαση (από τις 28/5/2021) κατά το μέρος που προβλέπεται η απαλλαγή των μαθητών από τα Θρησκευτικά, καθώς δεν προηγήθηκε της ΚΥΑ η γνώμη της ΑΠΔΠΧ για το θέμα. Στη γνωμοδότηση που ακολούθησε, η ΑΠΔΠΧ προτείνει: α) η απαλλαγή να χορηγείται για «λόγους συνείδησης» και όχι «θρησκευτικής συνείδησης», λέγοντας ότι β) απαλλαγή δικαιούνται και οι Ορθόδοξοι μαθητές, και πως γ) η πολιτεία οφείλει να εισαγάγει εναλλακτικό μάθημα για τους απαλλασσόμενους.
Το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δηλώνει ότι ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις δικαστικές αποφάσεις (Διοικητικό Εφετείο Χανίων, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΔΔΑ). «Το ΣτΕ έχει ορίσει με όλες τις αποφάσεις του ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το περιεχόμενο των Θρησκευτικών πρέπει να είναι ομολογιακό (όχι κατηχητικό) και να παρέχει γνώσεις για την Ορθοδοξία (και εφόσον παρέχει επαρκείς γνώσεις για την Ορθοδοξία μπορεί να παρέχει γνώσεις και για άλλα θρησκεύματα), οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι υποχρεωμένοι να το παρακολουθούν και δικαίωμα απαλλαγής έχουν για λόγους θρησκευτικής συνείδησης όσοι είναι άθεοι, άθρησκοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι. Το ΕΔΔΑ έχει αποδεχθεί αυτόν τον χαρακτήρα του μαθήματος και απέρριψε τη φράση “δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος”. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το σύστημα για τις απαλλαγές εφαρμόζεται και διασφαλίζει το δικαίωμα όσων θέλουν, να απαλλάσσονται», ανέφερε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του αρμόδιου υπουργείου.
Από την άλλη, η ΑΠΔΠΧ σταθερά υποστηρίζει την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών με μόνη την επίκληση «λόγων συνείδησης» και όχι «λόγων θρησκευτικής συνείδησης», διότι θεωρεί ότι το μάθημα δεν είναι υποχρεωτικό και ότι μπορούν να απαλλάσσονται και οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Είναι σαφές ότι υφίσταται θεμελιώδης διαφωνία μεταξύ ΣτΕ και ΑΠΔΠΧ για τον χαρακτήρα του μαθήματος, για την υποχρεωτικότητά του και, συνεπώς για το περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής.
Τα δύο «μέτωπα»
Η διελκυστίνδα έχει ιδεολογικό περίβλημα, με βάση και τις θέσεις των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. «Το μάθημα των Θρησκευτικών βρίσκεται αντιμέτωπο με διαφορετικά “μέτωπα”. Εξ αριστερών, επιδιώκεται η κατάργησή του και κάθε βήμα προς αυτή την κατεύθυνση χαιρετίζεται ως “πρόοδος”. Εκ δεξιών, επιδιώκεται η μετατροπή του σε ένα ιδεολογικό όπλο για τον έλεγχο της Εκκλησίας και την προώθηση ακραίων (έως και μεσαιωνικών) αντιλήψεων. Γι’ αυτό κάθε βήμα προς ένα “κλειστό μάθημα” χαιρετίζεται ως υπεράσπιση της Ορθοδοξίας και του δικαιώματος των Ορθοδόξων να διδάσκονται τη θρησκεία τους. Και, φυσικά, κάθε πλευρά καταγγέλλει την άλλη με κάθε ευκαιρία», παρατηρεί κυβερνητικό στέλεχος.
«Η επίμονη και έντονη ιδεολογικοποίηση του θέματος έχει οδηγήσει στην κατάπνιξη της κοινής λογικής και, βέβαια, κάθε παιδαγωγικής και επιστημονικής διάστασης του θέματος. Δυστυχώς, τα Θρησκευτικά δεν αντιμετωπίζονται συχνά ως μάθημα, δηλαδή ως γνωστικό-μορφωτικό αντικείμενο, αλλά ως πεδίο άσκησης ιδεολογικών και πολιτικών αψιμαχιών», τονίζει στην «Κ» ο Γεώργιος Στριλιγκάς, συντονιστής Εκπαιδευτικού Εργου Θεολόγων και Γραμματέας του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός». Μόνη λύση είναι τα Θρησκευτικά να αντιμετωπιστούν χωρίς ιδεοληψίες και πολιτικές συγκρούσεις, και με αποκλειστικό κριτήριο τις αρχές της παιδαγωγικής και της θεολογικής επιστήμης.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/s