«Θεολογική και ανθρωπολογική θεώρηση της οικογενείας»

  • Dogma

Μετά ἀπό σκέψη ἐνόησα ὅτι τό θέμα θέλει νά πεῖ, ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν οἰκογένεια, ἀλλά καί ποιούς προβληματισμούς ἀντιμετωπίζει στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ὁ θεσμός αὐτός σήμερα.  

ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Μητροπολίτης Γόρτυνος

Τό θέμα, Σεβασμιώτατοι πατέρες, τό ὁποῖο μοῦ δόθηκε νά ἀναπτύξω εἶναι: «Θεολογική καί ἀνθρωπολογική θεώρηση τῆς οἰκογενείας». Μετά ἀπό σκέψη ἐνόησα ὅτι τό θέμα θέλει νά πεῖ, ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν οἰκογένεια, ἀλλά καί ποιούς προβληματισμούς ἀντιμετωπίζει στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ὁ θεσμός αὐτός σήμερα.

Ἐπειδή ἔχω ζωηρά τήν ἐπιθυμία νά γράψω μία Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προορισμένη γιά τόν λαό, νά γράψω δηλαδή μέ ἁπλότητα τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σέ θέματα πίστεως καί ἠθικῆς, παρακαλῶ, Μακαριώτατε Πάτερ καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Πατέρες, νά μοῦ ἐπιτραπεῖ τό δοθέν μοι θέμα νά τό ἀναπτύξω κατά τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Καί θέλω νά τό κάνω αὐτό γιά νά δείξω, σήμερα μάλιστα πού παραθεωρεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη, γιά νά δείξω, λέγω, πόσο ὑψηλή διδασκαλία ἔχει ἡ Παλαιά Διαθήκη περί τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας. Δέν εἶναι ὅμως δυνατόν στά κλειστά καί περιορισμένα ὅρια μιᾶς συντόμου ὁμιλίας νά παρουσιάσω ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπί τοῦ θέματος, γι᾽ αὐτό θά ἀρκεσθῶ στά πλέον βασικά.

Περί οἰκογενείας εἶναι τό θέμα μου, ἀλλά ἡ οἰκογένεια συνδέεται στενότατα μέ τό θέμα τοῦ γάμου, ἀπό τόν ὁποῖον προέρχεται καί ἀπό τόν ὁποῖον συνίσταται ἡ οἰκογένεια. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Σεβασμιώτατοι πατέρες, ὁμιλεῖ περί γάμου ἤ, γιά νά τό πῶ καλύτερα, ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ μόνο περί τοῦ γάμου καί ὄχι περί παρθενίας• γιατί ἡ παρθενία ἀρχίζει κυρίως μέ τόν «Ἀρχιπάρθενον Χριστόν», ὅπως τό λέγει κάποιο πατερικό κείμενο.1 Περί παρθενίας ὁμιλεῖ ἡ Καινή Διαθήκη καί ὄχι ἡ Παλαιά. Ἀνεπτυγμένες ἀσκητικές καί ἐγκρατιτικές τάσεις πρός ἀποφυγή τοῦ γάμου δέν παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη λοιπόν ὁμιλεῖ μόνο περί γάμου καί οἰκογενείας καί ἔχει, ἐπαναλαμβάνω, ὡραία καί πρωτότυπη διδασκαλία περί αὐτῶν. Παρατηρεῖται ὅμως στήν περί γάμου διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τό γενικό ἐκεῖνο σχῆμα πού ἐκφράζει τό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καί τό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γενικά: Δημιουργία – Πτώση – Ἀναδημιουργία.

Ἔτσι, μέ τήν διαίρεση αὐτή, διαφορετικά παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν γάμο ἀπό τήν ἀρχή, στήν ὑψηλή του τοποθέτηση κατά τήν δημιουργία• διαφορετικά κατά τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων καί ἔπειτα• καί διαφορετικά πάλι στά μετέπειτα χρόνια, ὅταν μέ τά δυνατά κηρύγματα τῶν Προφητῶν γίνεται ἀγώνας γιά τήν ἐπαναφορά τῆς ὑψηλῆς, ὅπως στήν ἀρχή, τοποθετήσεως τοῦ γάμου. Τήν ταπεινή μου ὁμιλία θά τήν χωρίσω κατά τήν τριπλῆ αὐτή διαίρεση: α) Ὁ γάμος κατά τήν δημιουργία• β) Ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια κατά τήν πτώση• καί γ) Ὑψηλή διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας.

Α΄ Ὁ γάμος κατά τήν δημιουργία*

(α) Ὅπως τό παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη τό θέμα, ὁ γάμος θεσπίστηκε ἀπό Αὐτόν τόν Ἴδιο τόν Θεό ἀπό τήν ἀρχή, κατά τήν δημιουργία. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπε στούς Φαρισαίους: «Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς;» (Ματθ. 19,4). Γιά τόν ἕνα ἄνδρα Ἀδάμ δόθηκε μία γυναίκα, ἡ Εὔα, ἡ ὁποία λέγεται ὅτι εἶναι «ὅμοιος αὐτῷ» (Γεν. 2,20).

Τήν στενή σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας τήν ἐκφράζει πρῶτον μέν τό ἆσμα τοῦ ἄνδρα πρός αὐτήν «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» (Γεν. 2,23) καί δεύτερον, ἡ ὀνομασία τῆς γυναικός, ὅπως αὐτή μάλιστα φαίνεται καλύτερα στό Ἑβραϊκό κείμενο: «Ἰσά», λέγεται ἡ γυναίκα, γιατί ὁ ἄνδρας καλεῖται «Ἴσ».

Ἔτσι τό εἶπε ὁ Ἀδάμ, μέ τόν ἄλλον του λόγο, ὅταν μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό εἶδε μπροστά του τήν γυναίκα, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός: «Αὕτη κληθήσεται γυνή (= ἀνδρίς) ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη» (Γεν. 2,23). Ἡ δέ δημιουργία τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας ἀποβλέπει στόν μεταξύ τους γάμο καί τήν δημιουργία οἰκογενείας, γι᾿ αὐτό καί λέγει ἡ Γένεση γι᾿ αὐτούς τώρα κατά τήν δημιουργία τους: «Ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24).

(β) Ὑπάρχει ὅμως ἕνα θεολογικό ἐρώτημα: Πῶς θά ἦταν ἡ σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας πρίν ἀπό τήν πτώση; Σ᾿ αὐτό μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες γενικά ὅτι, ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι, θά ἐπολλαπλασιάζοντο μέν στήν παραδείσια κατάσταση πού ἦταν, ἀλλά κατά ἄλλον, κατά παρθενικόν τρόπον, πού ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ θά τούς ὑπεδείκνυε.

Αὐτό στηρίζεται ἁγιογραφικά, ἀπό τό ὅτι ἀκριβῶς μετά τήν πτώση διαβάζουμε «’Αδάμ ἔγνω Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί συλλαβοῦσα ἔτεκε τόν Κάϊν» (Γεν. 4,1). Ἀντί ἄλλης πατερικῆς μαρτυρίας γι᾿ αὐτήν τήν θέση ἀναφέρω μόνον αὐτόν τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος λέγει κάπου: «Μετά τήν παρακοήν, μετά τήν ἔκπτωσιν τήν ἐκ τοῦ παραδείσου, τότε τά τῆς συνουσίας ἀρχήν λαμβάνει. Πρό γάρ τῆς παρακοῆς ἀγγελικόν ἐμιμοῦντο βίον καί οὐδαμοῦ συνουσίας λόγος» (Ὁμιλία 15 εἰς τήν Γένεσιν 4, MPG 53,123).

Ἀκούεται ὅμως παρά τινων καί ἡ ἄλλη θέση, ὅτι δηλαδή καί πρίν ἀπό τήν πτώση, στόν παράδεισο, ὁ γάμος θά ἦταν μέ τήν σημερινή του ἔννοια, ὡς ἕνωση σωμάτων τοῦ ἀνδρογύνου, θά ἔλειπε ὅμως ἐντελῶς ἀπό τήν ἕνωση αὐτή ἡ ἁμαρτωλή σαρκικότητα. Τήν ἄποψη αὐτή θέλουν νά τήν στηρίξουν ἁγιογραφικά, πρῶτον μέν, στόν λόγο, πού περιγράφει τήν πρίν ἀπό τήν πτώση κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων, ὅτι «ἦσαν καί οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδάμ καί ἡ γυνή αὐτοῦ, καί οὐκ ᾐσχύνοντο» (Γεν. 2,25).

Ἡ φράση «οὐκ ᾐσχύνοντο ὑποδηλώνει, κατά τούς ὑποστηρικτές τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, ὅτι ἡ σωματική διάπλαση τῶν πρωτοπλάστων καί πρίν ἀπό τήν πτώση τους ἦταν ὅπως καί τώρα μετά τήν πτώση, ἔλειπε ὅμως ἀπ᾿ αὐτούς ἡ ἁμαρτωλή σαρκικότητα, ὅπως αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἰδία πάλι ἔκφραση «οὐκ ᾐσχύνοντο». Δεύτερον δέ, οἱ δεχόμενοι τήν ἄποψη αὐτή θέλουν νά τήν στηρίξουν πάλι στόν λόγο τῆς Γενέσεως, τόν λεχθέντα γιά τούς πρωτοπλάστους πρίν ἀπό τήν πτώση τους, ὅτι «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (2,24), λόγος ὁ ὁποῖος δηλώνει καθαρά τόν γάμο ὡς ἕνωση σωμάτων. Προσωπικά δέχομαι καί ὑποστηρίζω στά κηρύγματά μου τήν πρώτη ἑρμηνεία, διότι αὐτή εἶναι τῶν ἁγίων Πατέρων. Περί τῆς ἄλλης ἑρμηνείας δέν ἔχουμε πατερικό στηριγμό, ἐξ ὅσων τουλάχιστον ἔχω ὑπ᾽ ὄψιν μου, καί γι᾽ αὐτό δέν τήν δεχόμεθα. Τήν παρέθεσα μόνον χάριν ἑρμηνείας.

Β΄ Ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια μετά τήν πτώση

1. Ὑφίσταται καί μετά τήν πτώση ὁ θεσμός τοῦ ἀνδρογύνου

Ἀλλά συνέβη ἡ τραγική πτώση!… Καί ἡ πτώση, ἡ παράβαση δηλαδή ἀπό τούς πρωτοπλάστους τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔφερε τά ὀδυνηρά της ἀποτελέσματα καί σ᾿ αὐτήν τήν ἁγνή κατάσταση τῆς μεταξύ τους σχέσης καί τήν ἀλλοίωσε• γιατί χάθηκε ἀπ᾽ αὐτούς ἐκεῖνο τό πρῶτο, τό παραδείσιο πού εἶχαν. Χάθηκε τό ἁγνό καί τό καθαρό τῆς γλυκειᾶς σχέσης τοῦ πρώτου ἀνδρογύνου, ὅπως αὐτό ὑποδηλώνεται καί ἀπό τό ὅτι τώρα οἱ πρωτόπλαστοι αἰσθάνονται ὅτι εἶναι γυμνοί καί ἔρραψαν γι᾿ αὐτό φύλλα συκῆς καί ἔκαναν γιά τούς ἑαυτούς τους περιζώματα (Γεν. 3,7).

Κατά πρῶτον, ὅπως τό παρουσιάζει παραστατικά ἡ βιβλική διήγηση, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ πτώση ἔγινε γιατί βρέθηκε χωρισμένο τό ἀνδρόγυνο, γιατί ἡ Εὔα ἦταν χωρίς τόν ἄνδρα της Ἀδάμ. Καί δεύτερον, ἡ πτώση ἔγινε, γιατί, ὅταν ὁ ὄφις εἶπε στήν Εὔα λόγια περίεργα καί βλάσφημα κατά τοῦ Θεοῦ, δέν ἔτρεξε αὐτή ἀμέσως νά τά ἀναφέρει στόν ἄνδρα της, ἀλλά, ἀντίθετα, συνέχισε τόν ὀλέθριο διάλογο μέ τό φίδι, πού τήν παραπλανοῦσε.

Ἁμάρτησε ἡ Εὔα, γιατί παρέμεινε ἀβοήθητη, γιατί ἡ ἴδια θέλησε νά εἶναι ἀβοήθητη. Καί τό ἄλλο τό σοβαρό: Ἐνῶ ἡ Εὔα πλάστηκε γιά νά εἶναι βοηθός στόν ἄνδρα, αὐτή τοῦ ἔγινε προαγωγός στό κακό, τοῦ ἔγινε ὄργανο γιά τήν καταστροφή του• γιατί παρέσυρε καί αὐτόν σέ πτώση, γιά νά τόν ἔχει συνένοχο στήν δική της πτώση.

Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί τοῦ ἐπιβλήθηκε, γιά νά τόν παρασύρει στήν δική της πεπτωκυῖα κατάσταση• γιατί τοῦ εἶπε ἐπιβλητικά «φάγε» καί τόν ὑπέταξε.2 Ἔτσι, διαταράχθηκε ἡ ἰσότητα τῶν δύο φύλων, γιατί ἐνῶ τά δύο φύλα ἔγιναν ὅμοια,3 τώρα, κατά τήν πτώση, ὁ ἄνδρας ὑποτάχθηκε στήν γυναίκα. Βλέπουμε, λοιπόν, ἀπό αὐτά ὅτι κατά τήν πτώση συνέβη διαταραχή τῆς ὡραίας παραδείσιας σχέσης τοῦ ἀνδρογύνου.

Παρά ταῦτα ὅμως, φρόντισε ὁ Θεός νά μήν χαθεῖ ἡ ἕλξη καί ἡ σχέση τῶν δυό, ἀλλά καί τώρα, καί μετά τήν πτώση, ἡ γυναίκα στρέφεται ἀγαπητικά στόν ἄνδρα της καί ὁ ἄνδρας της τό ἴδιο πρός αὐτήν. Γιατί ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στήν γυναίκα μετά τήν πτώση «πρός τόν ἄνδρα ἡ ἀποστροφή σου» (Γεν. 3,16) θεωρεῖται μέν ὡς τιμωρία, δέν εἶναι ὅμως ἀκριβῶς ἔτσι. Ἤ, εἶναι μέν τιμωρία, ἀλλά ἡ «τιμωρία» τοῦ Θεοῦ εἶναι παιδαγωγική, εἶναι καί αὐτή σωστική ἀγάπη• ἤ, μποροῦμε πάλι νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός, κατά τήν σοφία του, ἔστρεψε τό πτωτικό τῆς γυναίκας Εὔας πρός τό καλό της καί τήν ὠφέλειά της, γιά τήν συγκρότηση τῆς οἰκογένειας.

Ὅπως ὡραῖα ἑρμηνεύει τόν λόγο αὐτόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «πρός τόν ἄνδρα ἡ ἀποστροφή σου», σημαίνει ὅτι ὁ ἄνδρας θά γίνεται στήν γυναίκα «καταφυγή, λιμάνι καί ἀσφάλεια. Στά ἐρχόμενα δεινά θά στρέφεται ἡ γυναίκα πρός αὐτόν καί θά καταφεύγει πρός αὐτόν γιά βοήθεια». «Καί ὄχι μόνο αὐτό», λέγει στήν συνέχεια ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά μέ τόν λόγο του αὐτόν πρός τήν Εὔα ὁ Θεός «ἔδεσε καί τούς δυό μέ ἀνάγκη, μέ τήν ἁλυσίδα τῆς μεταξύ τους ἐπιθυμίας».

Καί καταλήγει λέγοντας μέ θαυμασμό ὁ ἅγιος Πατέρας: «Εἶδες, πῶς εἰσήγαγε μέν τήν ὑποταγήν ἡ ἁμαρτία, ὁ δέ εὐμήχανος καί σοφός Θεός καί τούτοις πρός τό συμφέρον ἡμῖν ἀπεχρήσατο;»4 Εἶναι ὅμως ὁ λόγος αὐτός τοῦ Θεοῦ πρός τήν Εὔα καί τιμωρία (παιδαγωγική) γιά τήν ἁμαρτία της νά θελήσει νά κυριαρχήσει στόν ἄνδρα καί νά τόν ὑποτάξει κατά τήν πτώση• γι᾿ αὐτό καί στήν συνέχεια τῆς λέγει ὁ Θεός γιά σωφρονισμό της «καί αὐτός σου κυριεύσει» (Γεν. 3,16).
Τήν ὕπαρξη τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας καί τώρα μετά τήν πτώση τήν δείχνει καί ἡ ὀνοματοδοσία τῆς Εὔας ἀπό τόν ἄνδρα της Ἀδάμ: «Καί ἐκάλεσεν Ἀδάμ τό ὄνομα τῆς γυναικός αὐτοῦ Ζωή» (3,20). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων θά ἐξακολουθεῖ νά διατηρεῖται διά τῆς γυναικός καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς αὐτή καλεῖται «Ζωή», ἐπειδή διά τοῦ γάμου της μέ τόν ἄνδρα της θά φέρει ζωές στόν κόσμο.

2. Μονογαμία καί πολυγαμία

Ἀλλά ἀρχίζει τό δράμα τῆς πτώσεως μέ τίς θλιβερές ἐπιπτώσεις του καί στόν γάμο καί στήν οἰκογένεια. Στήν ἀρχή ἐπικρατεῖ ἡ μονογαμία: Ἕνας ἄνδρας, μιά γυναίκα. Ἡ μονογαμία εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καί αὐτήν ὁ Θεός θέσπισε ἀπό τήν ἀρχή. Γιά τόν ἕνα ἄνδρα Ἀδάμ ἔγινε μία γυναίκα, ἡ Εὔα. Γενικά, ἀπό τήν ἀρχή, ἡ καλή γενεά τῶν ἀνθρώπων ἀκολουθεῖ τήν μονογαμία. Σύντομα ὅμως εἰσέρχεται ἡ πολυγαμία: Ὁ ἕνας ἄνδρας νά λαμβάνει πολλές γυναῖκες. Ἐπαναλαμβάνουμε ὅμως, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπ᾿ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτως» (Ματθ. 19,8).

Ὅπως τό παρουσιάζει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἡ πολυγαμία ἄρχισε ἀπό τήν κακή γενεά τῶν ἀνθρώπων, γιατί ὁ Λάμεχ, πού ἀνῆκε στήν φυλή τοῦ Κάϊν, αὐτός ἐμφανίζεται ὡς ὁ πρῶτος λαβών δύο γυναῖκες (Γεν. 4,19). Θά βροῦμε ὅμως καί ἀνθρώπους τῆς καλῆς γενεᾶς, ὅπως τόν Ἀβραάμ καί ὅπως τόν Ἰακώβ, λ.χ, νά λαμβάνουν καί αὐτοί δύο γυναῖκες, ἀλλά δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἀκριβῶς ὡς πολυγαμία αὐτό γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς• γιατί γιά τόν Ἀβραάμ ἀναφέρεται μέν ὅτι νυμφεύθηκε τήν Χεττούρα, ἀλλά ὁ γάμος του αὐτός ἔγινε μετά τόν θάνατο τῆς πρώτης γυναικός του, τῆς Σάρρας (Γεν. 23,1 ἑξ. 25,1 ἑξ.), καί ἑπομένως δέν θεωρεῖται ὡς παράβαση τῆς μονογαμίας. Καί ὁ σκοπός τοῦ Ἰακώβ πάλι δέν ἦταν ἀπό τήν ἀρχή νά λάβει δύο γυναῖκες, ἀλλά μία, τήν Ραχήλ• ἐπειδή ὅμως ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν πεθερό του Λάβαν, γι᾿ αὐτό, κατ᾿ ἀνάγκην, ἔλαβε καί τήν Λεία ὡς σύζυγό του (Γεν. 29,15 ἑξ.).

Ἄς ἔχουμε δέ γενικά ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι τά λεγόμενα περί δύο ἤ καί περί περισσοτέρων γυναικῶν διαφόρων προσώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀσαφῆ, γιατί δέν γνωρίζουμε ἄν τίς γυναῖκες αὐτές τίς ἔλαβαν ταυτόχρονα ἤ διαδοχικά. Πάντως, γιά νά μιλήσουμε καθαρά, ἡ καταγωγή τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ προέρχεται ἀπό γάμο πολυγαμικοῦ τύπου. Προέρχεται ἀπό ἕνα πατέρα τόν Ἰακώβ καί τέσσερις μητέρες, δύο συζύγους, τήν Λεία καί τήν Ραχήλ, καί δύο παλλακές, τήν Βαλλά καί τήν Ζελφά (Γεν. 29,15-30. 30,1-9).5

Ἡ πολυγαμία, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως ξαναλέγομε, ὅπως ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχει δύο συστήματα: α) Τό ἀνδροκρατικό πολυγαμικό σύστημα καί β) τό γυναικοκρατικό (ἤ πολυανδρικό) πολυγαμικό σύστημα. Κατά τό πρῶτο σύστημα, ὁ ἕνας ἄνδρας ἐλάμβανε πολλές γυναῖκες, ἐνῶ κατά τό δεύτερο συνέβαινε τό ἀντίθετο, ἡ μία γυναίκα ἐλάμβανε πολλούς ἄνδρες.

Ἐπικρατέστερο σύστημα ἦταν τό ἀνδροκρατικό καί, ὅπως τό καταλαβαίνουμε, τά γεννώμενα παιδιά ἀπό τήν ἴδια μητέρα δέν ἦταν δυνατόν νά συνδεθοῦν μέ τόν πατέρα τους, ἀλλά μέ τήν μητέρα τους, γιατί ὁ πατέρας εἶχε καί ἄλλα τέκνα ἀπό ἄλλη γυναίκα. Λόγω ἀκριβῶς τῆς ἐπικρατήσεως αὐτοῦ τοῦ συστήματος, παρατηροῦμε νά εἶναι ζωηρότερη καί ἰσχυρότερη ἡ συγγένεια ἀπό τήν μητέρα καί ὄχι ἀπό τόν πατέρα.

Ἔτσι ὁ υἱός τοῦ Γεδεών Ἀβιμέλεχ, καταγόμενος ἀπό Συχεμίτιδα μητέρα, θέλοντας νά διαθέσει ὑπέρ ἑαυτοῦ τούς Συχεμῖτες, τονίζει σ᾿ αὐτούς ὅτι αὐτός, ἀντίθετα πρός τούς ἀδελφούς του, πού κατάγονται ἀπό τόν ἴδιο μέν πατέρα ἀπό ἄλλη ὅμως μητέρα, αὐτός εἶναι «ὀστοῦν καί σάρξ αὐτῶν» (Κριτ. 9,2). Καί ὁ συγγενικός δεσμός καί τό γένος ἐκφράζονται μέ λέξεις πού σημαίνουν τήν μητρική κοιλία.6

Τό πόσες γυναῖκες θά ἐλάμβανε ὁ Ἰσραηλίτης ἄνδρας, κατά τόν ἀνδροκρατικό τύπο, αὐτό ἐξηρτᾶτο ἀπό τήν οἰκονομική του ἀντοχή, γι᾿ αὐτό οἱ πλούσιοι καί μάλιστα οἱ βασιλεῖς εἶχαν πλῆθος γυναικῶν (βλ. Κριτ. 8,20. Β΄ Βασ. 5,13. Γ΄ Βασ. 11,1 κ.ἄ.), ἐνῶ οἱ πτωχοί μαρτυρεῖται ὅτι εἶχαν μόνο δύο γυναῖκες (Δευτ. 21,15-17). Οἱ διάφορες γυναῖκες τοῦ ἑνός συζύγου ἐθεωροῦντο ὅλες νόμιμες καί εἶχαν ὅλες τά ἴδια δικαιώματα. Ὅμως, ὅτι σέ μιά τέτοια οἰκογένεια ἀνδροκρατικοῦ τύπου θά ἐδημιουργοῦντο διάφορα προβλήματα, προκαλούμενα πρό παντός ἀπό τήν ζηλοτυπία τῶν γυναικῶν, αὐτό εἶναι αὐτονόητο.

Γιατί, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό αὐτή τήν Παλαιά Διαθήκη, συνήθως ἡ νεώτερη στήν ἡλικία γυναίκα ἐξετόπιζε εὔκολα τήν πρεσβυτέρα, «τήν γυναίκα τῆς νεότητος», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου (54,6), ἡ ὁποία καί περιεφέρετο περίλυπος, ἐγκαταλειμμένη καί περιφρονημένη ἀπό τόν ἄνδρα της. Ἐκαλεῖτο δέ αὐτή ἡ ἐκτοπισθεῖσα γυναίκα «μισητή», ἐνῶ ἡ ἄλλη, ἡ νεωτέρα ἐκαλεῖτο «ἀγαπητή» (Δευτ. 21,15-17. Ἠσ. 54,6). Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπεμβαίνει ὑπέρ τῆς περιφρονημένης γυναίκας, γιά νά κατοχυρώσει τά κληρονομικά δικαιώματα τοῦ υἱοῦ της, τά ὁποῖα παραθεωροῦντο (Δευτ. 21,15-17).

Γ΄ Ὑψηλή διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ γάμου

Ἀπ᾿ αὐτή τήν χαμηλή πτώση, στήν ὁποία ἔφερε ἡ ἁμαρτία τόν θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας μέ τό πολυγαμικό σύστημα, ἀλλά καί μέ τά ἄλλα πτωτικά τά συμβαίνοντα σ᾿ αὐτήν, ὅπως, γιά παράδειγμα, τήν δουλική θέση τῆς γυναίκας, ὥστε ὁ σύζυγός της νά καλεῖται ba‘al της, δηλαδή, ἐξουσιαστής της,7 ἀπ᾿ αὐτό λέγω τό χαμηλό ἐπίπεδο, πού ἔρριξε ἡ ἁμαρτία τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια, ἀγωνίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη νά τόν ἀνορθώσει μέ τήν ὑψηλή διδασκαλία καί τούς ἀγῶνες τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων της καί μάλιστα τῶν Προφητῶν της.

(α) Κατά πρῶτον, ἐνῶ παλαιότερα, καί σ᾿ αὐτήν ἀκόμη τήν πατριαρχική ἐποχή, δέν φαίνεται νά συνοδευόταν ὁ γάμος μέ κάποια θρησκευτική τελετή, ὅμως ἀργότερα ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ (16, 8.59 ἑξ.) καί ἀκόμη ἀργότερα ὁ προφήτης Μαλαχίας (2,14) μᾶς ὁμιλοῦν γιά «διαθήκη», γιά συμβόλαιο δηλαδή ἱερό, πού γίνεται κατά τήν σύναψη τοῦ γάμου. Τό δέ χωρίο Παροιμ. 2,17, ἀκόμη περισσότερο, μᾶς λέγει ὅτι ἡ διαθήκη αὐτή συνάπτεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί τήν καλεῖ «διαθήκην θείαν» καί ἐκεῖ λέγεται ὅτι ὁ Θεός ἁρμόζει τόν ἄνδρα μέ τήν γυναίκα (Παροιμ. 19,14). Αὐτό εἶναι ἡ παλαιά, ἡ παραδείσια διδασκαλία περί τοῦ γάμου, ὅπου λέγεται παραστατικά ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ νυμφαγωγός τοῦ ἀνδρογύνου, γιατί Αὐτός «ἤγαγεν τήν γυναῖκα πρός τόν Ἀδάμ» (Γεν. 2,22).

(β) Τήν σύζυγο γυναίκα, τῆς ὁποίας ἡ θέση κατά τούς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν πολύ ταπεινή καί δουλική,8 ἡ ἴδια ἡ Παλαιά Διαθήκη τήν χαρακτηρίζει ὡς τό πολυτιμότερο ἀπόκτημα τοῦ ἄνδρα καί ὡς δῶρο Θεοῦ (Παροιμ. 18,22. 19,14), πλέκει δέ ὡραιότατο ὕμνο στήν γυναίκα:

«Δυσεύρετη εἶναι ἡ ἄξια γυναίκα!
Ἀξίζει περισσότερο ἀπό μαργαριτάρια.
Ὁ ἄνδρας της τήν ἐμπιστεύεται
καί πάντα εἶναι ἄφθονα τά ἀγαθά του.
Σ᾿ ὅλη της τήν ζωή τοῦ κάνει καλό
καί ποτέ κακό» (Παροιμ. 31,10-12).

Πόσο μεγάλη σημασία καί ἀξία ἔχει ὁ ἔπαινος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρός τήν γυναίκα καί πόσο ἀνεβάζει αὐτή τόν θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας θά φανεῖ ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι οἱ λαοί τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς ὑποτιμοῦσαν πολύ τήν γυναίκα καί εἶχαν πολύ εὐτελεῖς ἀντιλήψεις περί τοῦ γάμου.9

(γ) Ἡ ὑψηλή θέση τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας στήν Παλαιά Διαθήκη φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι θέλοντας αὐτή νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἐκφράζει μέ τήν εἰκόνα τοῦ στενοῦ δεσμοῦ τοῦ ἀνδρογύνου. Ἡ ὑπέροχη διδασκαλία, ἡ ὁποία κρύπτεται στήν εἰκόνα αὐτή καί τήν ὁποία διδασκαλία ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη παρέλαβε καί αὐτή ἡ Καινή Διαθήκη (Ἐφ. 5,23 ἑξ. Ἀπ. 19,7-9. 21,2), διατυπώνεται κυρίως ἀπό τόν προφήτη Ὠσηέ.

Συνετέλεσε δέ σ᾿ αὐτό ἕνα προσωπικό οἰκογενειακό συμβάν τοῦ προφήτου, τό ὁποῖο, ὁμιλοῦντες τώρα γιά γάμο καί οἰκογένεια κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀξίζει νά τό ἀναφέρουμε: Ὁ προφήτης Ὠσηέ ἦταν ἔγγαμος. Ἔλαβε μία γυναίκα, Γόμερ στό ὄνομα, ἡ ὁποία ἦταν καλή στήν ἀρχή, ἀλλά παρεξέκλινε ἀργότερα, γιατί ἐρωτοτρόπησε μέ ἄλλον ἄνδρα. Αὐτό τό ἀντιλήφθηκε ὁ σύζυγος προφήτης, ἀλλά, ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε, τήν ἀνεχόταν μέ τήν ἐλπίδα διορθώσεώς της. Συνέχιζε ὅμως τήν κακή της διαγωγή ἡ Γόμερ, γι᾿ αὐτό καί ὁ Ὠσηέ ἀναγκάστηκε νά τήν ἐκδιώξει ἀπό τήν οἰκία του.

Ἐπειδή ὅμως συνέχιζε νά τήν ἀγαπᾶ, ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, κατά τόν ὁποῖο ἡ ἁμαρτήσασα σύζυγος εἶχε ἐπιδείξει μετάνοια γιά τήν διαγωγή της, ὁ Ὠσηέ τήν προσέλαβε πάλι στήν οἰκία του καί ἡ σχέση τοῦ ἀνδρογύνου ἔγινε ὁμαλή ὅπως κατά τά πρῶτα ἔτη τοῦ γάμου τους (βλ. Ὠσ. κεφ. 1-3).

Ἐπειδή δέ ὁ προφήτης Ὠσηέ τήν στενή σχέση τοῦ ἀνδρογύνου τήν θεωροῦσε ὡς δυνατή εἰκόνα τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μετά τοῦ λαοῦ του, αὐτό τό προσωπικό του συμβάν τό ἔλαβε ὡς βάση, γιά νά ἑρμηνεύσει τά συμβαίνοντα στό ἔθνος του καί νά θεολογήσει ἐπ᾿ αὐτῶν. Λοιπόν: Ὅπως ὁ Ὠσηέ ἀπό ὅλες τίς γυναῖκες ἐξέλεξε μία, τήν Γόμερ, μέ τήν ὁποία συνῆψε διαθήκη γάμου, ἔτσι καί ὁ Θεός Γιαχβέ ἐξέλεξε ἕνα ἔθνος, μέ τό ὁποῖο συνῆψε ἱερά διαθήκη ἐπί τοῦ ὄρους Σινᾶ καί συνδέθηκε μαζί του μέ στενή σχέση. Καί ὅπως ἡ γυναίκα Γόμερ ἦταν πιστή στό σύζυγό της Ὠσηέ στήν ἀρχή, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἦταν πιστός στόν Θεό του ἀρχικά, τότε, κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο.

Ἀλλά ὅπως ἡ Γόμερ ἀργότερα ἐρωτοτρόπησε μέ ἄλλον ἄνδρα, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ, ἀργότερα, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στήν Χαναάν, ἐλησμόνησε τόν νόμιμο «σύζυγό» του, τόν Γιαχβέ, καί ἐρωτοτρόπησε μέ τά εἴδωλα τῶν Χαναναίων καί ἐλάτρευσε αὐτά. Καί ὅπως πάλι ὁ προφήτης ἀπεδίωξε τήν γυναίκα του γιά τήν μοιχεία της, ἔτσι καί ὁ Γιαχβέ θά ἐκδιώξει τόν λαό του μακρυά στήν Βαβυλώνα γιά τήν ἀποστασία του. Αὐτό τό συμβάν, Σεβασμιώτατοι πατέρες, ἀποτελεῖ «κλειδί» ἑρμηνείας τοῦ ὅλου βιβλίου τοῦ προφήτου Ὠσηέ, ἔχει δέ ὡς βάση, ἐπαναλαμβάνουμε, τήν ὑψηλή τοποθέτηση τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας ὡς εἰκόνας τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν λαό του.

(δ) Μέ τήν ὑψηλή της διδασκαλία περί τοῦ γάμου ἡ Παλαιά Διαθήκη θέλει νά φτιάξει μιά καλή οἰκογένεια, στήν ὁποία θά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν μελῶν της. Γιατί, στά χρόνια της, παρετηρεῖτο διαταραχή στήν οἰκογένεια μέ τήν ρήξη τῆς παλαιᾶς στενῆς συνοχῆς τῶν μελῶν της. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ προφήτης Μιχαίας, στήν ἐποχή του ἡ ἁμαρτία εἶχε προχωρήσει πολύ, τόσο πολύ, ὥστε εἶχε εἰσέλθει καί σ᾿ αὐτήν τήν οἰκογένεια, γιά νά χαλάσει τόν ὡραῖο της θεσμό. Ὁ προφήτης μονολογεῖ μέ πόνο:

Ὁ υἱός περιφρονεῖ τόν πατέρα
καί ἡ θυγατέρα ἐπαναστατεῖ κατά τῆς μητέρας της,
ἡ νύμφη κατά τῆς πενθερᾶς της
καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ οἰκεῖοι του (7,6).

Τά κρούσματα αὐτά εἶχαν ἐμφανισθεῖ καί σέ παλαιότερη ἐποχή, ἔλαβε δέ ἀπό τότε μέριμνα καί φροντίδα ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τήν θεραπεία τῆς καταστάσεως. Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο γράφηκε τό ὡραῖο βιβλίο τῆς Ρούθ εἶναι καθαρά ποιμαντικός γιά τήν οἰκογένεια. Γιατί παρουσιάζει μία ἀλλόφυλη γυναίκα, τήν Ρούθ, ἀντίθετα μέ τά συμβαίνοντα στήν Ἰουδαία, αὐτή νά προσκολλᾶται στήν πεθερά της, τήν Νωεμίν, καί νά εὐλογεῖται γιά τήν πιστότητά της αὐτή πλούσια ἀπό τόν Θεό.

Καί ὁ 132ος πάλι ψαλμός, «Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό;», ἐγράφη καί αὐτός γιά τήν οἰκογένεια, γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν, ἡ ὁποία στά χρόνια ἐκεῖνα ἐκφραζόταν μέ τήν συνοίκηση ὅλων ἐπί τό αὐτό.

(ε) Ἀλλά ἔχω νά παρουσιάσω μία ὡραία διδασκαλία περί γάμου καί οἰκογένειας τοῦ τελευταίου χρονολογικά προφήτου, τοῦ προφήτου Μαλαχίου. Τά μεγάλα κρούσματα καί ἡ ἀποσύνθεση στήν οἰκογένεια ἔγιναν στήν ἐποχή τοῦ προφήτου αὐτοῦ (5ος αἰών)• γιατί κατά τήν ἐποχή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι παρέβαιναν τήν διαθήκη τοῦ γάμου, ἔδιωχναν τήν νόμιμη γυναίκα τους καί προσλάμβαναν ἄλλη, νεώτερη στήν ἡλικία. Ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ κακοῦ ἐπιτίθεται ὁ προφήτης Μαλαχίας καί ἀναπτύσσει μέ τήν εὐκαιρία ὡραία, ὡραιοτάτη διδασκαλία περί γάμου, χρήσιμη ἀσφαλῶς καί ἀναγκαία καί στήν σύγχρονή μας ἐποχή. Ὁ προφήτης λέγει στούς ἄνδρες πού ἔκαναν τό ἁμάρτημα αὐτό καί χώριζαν ἀπό τήν νόμιμο σύζυγό τους:

2,14 Ὁ Γιαχβέ ὑπῆρξε μάρτυρας
μεταξύ σοῦ καί τῆς γυναίκας τῆς νεότητάς σου,
πρός τήν ὁποίαν ἐσύ φέρθηκες ἄπιστα,
ἐνῶ αὐτή εἶναι κοινωνός (σύντροφός σου) καί γυναίκα τῆς διαθήκης σου.
15Δέν ἔπλασε διαφορετικός (Θεός) τήν γυναίκα,
ἡ ὁποία ἔγινε μέ τό ὑπόλοιπο τοῦ πνεύματος (τοῦ Θεοῦ)
Ἀλλά σεῖς λέγετε: Τί ἄλλο ζητάει ὁ Θεός παρά σπέρμα;

Ἄς παρατηρήσουμε στήν παραπάνω περικοπή ὅτι τήν ἀδικημένη γυναίκα, πού ἀπέβαλε ὁ σύζυγος ἀπό τήν οἰκία του, ὁ προφήτης Μαλαχίας καλεῖ «γυναίκα νεότητος» (στίχ. 14). Θά ἤθελα νά ἑρμηνεύσω ψυχολογικά τήν ἔκφραση αὐτή: Ἡ ἔκφραση εἶναι πολύ δυνατή, γιατί ὑπενθυμίζει στόν σύζυγο τήν πρώτη ἀγάπη τῶν νεανικῶν του χρόνων, τήν ὁποία ὅμως τώρα αὐτός τήν παραθεωρεῖ καί τήν προδίδει.

Ὁ προφήτης Ἰερεμίας παρουσιάζει καί αὐτόν τόν Γιαχβέ παραπονούμενο καί λέγοντα στόν λαό του γιά τήν ἐγκατάλειψή του: «Θυμᾶμαι – τοῦ λέγει – πόσο μέ ἀγαποῦσες ὅταν ἤσουν νέος» (2,2), κατά πρῶτα χρόνια δηλαδή τῆς συστάσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους, κατά τήν πορεία τοῦ λαοῦ στήν ἔρημο.

Στήν παραπάνω περικοπή, πού παραθέσαμε, ὁ προφήτης Μαλαχίας δίνει ἰσχυρούς λόγους, γιατί ὁ ἄνδρας δέν πρέπει νά χωρίζει ἀπό τήν γυναίκα του.

α) Δέν πρέπει νά χωρίζει ἀπό τήν γυναίκα του, γιατί αὐτή εἶναι μέ αὐτόν «κοινωνός» τοῦ βίου (στίχ. 14), σύντροφος, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνδρας γεύθηκε ὅλα τά εὐχάριστα καί τά δεινά τῆς ζωῆς.

β) Ἀκόμη περισσότερο, ἡ σύζυγος, μέ τήν ὁποία χωρίζει ὁ ἄνδρας, εἶναι ἡ «γυναίκα διαθήκης» (στίχ. 14)• εἶναι αὐτή μέ τήν ὁποία ὁ ἄνδρας συνῆψε τήν ἱερά διαθήκη τοῦ γάμου.

γ) Δέν εἶναι ἡ γυναίκα κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα, ὥστε αὐτός νά τήν ἀποδιώκει ὅποτε θέλει, γιατί, λέγει παρακάτω ὁ προφήτης, «δέν ἔκανε ἄλλος Θεός τόν ἄνδρα καί ἄλλος τήν γυναίκα», ἀλλά ἀντίθετα, ἡ γυναίκα εἶναι «τό ὑπόλοιπο τοῦ πνεύματος (τοῦ Θεοῦ)» (στίχ. 15).

Τί σημαίνει ἡ περίεργη αὐτή τελευταία φράση; Εἶναι δύσκολη στήν ἑρμηνεία της καί διαπληκτίζονται οἱ ἑρμηνευτές γιά τήν ἔννοιά της. Ἀλλά εἶναι ἁπλῆ στήν ἑρμηνεία της, ἄν τήν λέξη «πνεῦμα» τήν νοήσουμε ὡς φύσημα. Ὅπως τό διαβάζουμε στήν Γένεση (βλ. 2,7), μέ τό ἐμφύσημά του ὁ Θεός ἔδωσε ψυχή στόν ἄνθρωπο Ἀδάμ. Κατά τό χωρίο μας ἐδῶ μέ τό μισό φύσημα ἐμψυχώθηκε ὁ ἄνδρας καί μέ τό ἄλλο μισό («τό ὑπόλοιπο τοῦ πνεύματος») ἐμψυχώθηκε ἡ γυναίκα Εὔα!

Τρία δυνατά ἐπιχειρήματα γιά τό ὅτι ὁ ἄνδρας δέν πρέπει νά χωρίζει ἀπό τήν γυναίκα του. Πραγματικά, οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Προφήτου εἶναι μία ὑψηλή, μία ὑπέροχη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί γάμου καί περί οἰκογενείας, εἶναι ἕνα γερό θεμέλιο γιά ἕνα εὐτυχισμένο οἶκο!

Στά δυνατά ὅμως αὐτά λόγια τοῦ προφήτου Μαλαχίου πρός τούς ἀποδιώκοντας τήν σύζυγό τους, αὐτοί μέ αὐθάδεια καί ἀναίδεια ἀπαντοῦσαν: «Τί ἄλλο ζητάει ὁ Θεός παρά σπέρμα;» (στίχ. 15β).

Αὐτοί, δηλαδή, σάν σκοπό τοῦ γάμου ἔθεταν τήν τεκνογονία μόνο. Καί ἀφοῦ, λοιπόν, μέ τήν γυναίκα τους γέννησαν παιδιά, ἐκπλήρωσαν ἄρα τόν μοναδικό γι᾿ αὐτούς σκοπό τοῦ γάμου καί γι᾿ αὐτό τήν ἐγκατέλειπαν. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά ὅτι καί κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη, ὅπου, γιά τήν αὔξηση τῆς ἀνθρωπότητας καί τόν πόθο ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου,10 τονίζεται ἡ τεκνογονία καί ἡ γέννηση παιδιῶν φέρει μεγάλη χαρά (Γεν. 4,1.25. 29,32.33.35. 30,18.20. Ψαλμ. 112,9. 127,3-6. Παροιμ. 17,6. Γεν. 15,2. 30,1.23. Α´ Βασ. 1,5 ἑξ. Ἠσ. 4,1), καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη, λέγω, δέν θεωρεῖται ἡ πολυτεκνία ὡς ἀποκλειστικός σκοπός τοῦ γάμου.

Μάλιστα, περισσότερο τῆς πολυτεκνίας ἡ Παλαιά Διαθήκη τονίζει τήν καλλιτεκνία, παιδιά μέ φόβο Θεοῦ, ἀφοῦ λέγει «μή ἐπιθύμει τέκνων πλῆθος ἀχρήστων…, εἰ μή ἐστι φόβος Κυρίου μετ᾽ αὐτῶν. Κρεῖσσον εἷς ἤ χίλιοι (υἱοί) καί (κρεῖσσσον) ἀποθανεῖν ἄτεκνον ἤ ἔχειν τέκνα ἀσεβῆ» (Σοφ. Σειρ. 16,1-3). Ὡς σκοπόν λοιπόν τοῦ γάμου ὁ προφήτης Μαλαχίας θέτει τήν ἀγάπη τῶν συζύγων, τήν κοινωνία τοῦ βίου τους, τήν συντροφικότητα καί τήν ἀλληλοσυμπλήρωση. Ὁ προφήτης Μαλαχίας στήν περί γάμου διδασκαλία του προσέγγισε τό ὕψος τῆς Καινῆς Διαθήκης (βλ. Ματθ. 5,31 ἑξ. 19,4-9).

(ς) Ἐπειδή ὅμως ὁ λόγος τό ἔφερε καί ἐπειδή εἶναι μέσα στό θέμα μας, ἐπιθυμῶ νά πῶ γιά τήν τεκνογονία ὅτι, ἄν καί κατά τήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἀποτελεῖ τόν μοναδικό σκοπό τοῦ γάμου, ὅμως ὑπάρχει ἄμεσος σύνδεσμος μεταξύ τῶν συζυγικῶν σχέσεων καί τῆς τεκνογονίας καί δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά παραθεωρεῖ τόν σύνδεσμο αὐτό μέ ἐλαφρά συνείδηση.

Ὁ ὑψηλός στόχος στόν ὁποῖο ὀφείλουν νά κατευθύνονται οἱ ἔγγαμοι πιστοί εἶναι στό νά ὑπερνικοῦν τό σαρκικό φρόνημα καί μέσα στό γάμο, τόν ὁποῖο πρέπει νά συνδέουν στενά μέ τήν τεκνογονία.11 «Ὅπως – λέγει ὁ Καθηγητής Μαντζαρίδης – ἡ ἰδανική θέση γιά τούς ἀγάμους εἶναι ἡ παρθενία, ἔτσι καί ἡ ἰδανική θέση γιά τούς ἐγγάμους εἶναι ὁ ἀπόλυτος σεβασμός τῆς συνδέσεως τῶν σαρκικῶν σχέσεων μέ τήν τεκνογονία».12

(ζ) Πολλές γυναῖκες στήν Παλαιά Διαθήκη φέρονται ὡς στεῖρες. Καί αὐτή ἡ στειρότητα τῶν γυναικῶν ἔχει στήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικό νόημα, ὅπως ὡραῖα τό ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἄν σέ ἐρωτᾶ ὁ Ἰουδαῖος – λέγει ὁ ἱερός πατέρας – πῶς ἔτεκε ἡ Παρθένος, νά τοῦ ἀπαντᾶς: Πῶς ἔτεκαν οἱ στεῖρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Γιατί σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση (τῶν στείρων δηλαδή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) ἔχουμε δύο ἐμπόδια γιά τόν τοκετό• καί τό παράκαιρο τῆς ἡλικίας καί τήν ἀχρήστευση τῆς φύσης. Ἐνῶ γιά τήν Παρθένο, ἕνα μόνο ἐμπόδιο ἦταν: τό ὅτι δέν ἦλθε σέ γάμου κοινωνία». «Προοδοποιεῖ τοίνυν τῇ Παρθένῳ ἡ στεῖρα», καταλήγει νά πεῖ ὁ ἱερός πατέρας.13

Δ´ Ἐκτροπές καί προβλήματα

Σύντομα τώρα θά θίξω μερικά ἄλλα προβλήματα σχέση ἔχοντα μέ τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια, προβλήματα πού συναντῶνται στήν σύγχρονη ἐποχή μας:

Τιτλοφορῶ τά ὅσα θά πῶ στήν συνέχεια ὡς ἐκτροπές, πού δημιουργοῦν προβλήματα, γιατί πραγματικά εἶναι ἐκτροπές ἀπό τήν βιβλική καί ἐκλησιαστική ἀρχή. Ἡ δέ ἀρχή αὐτή εἶναι ἡ ἑξῆς: ῾Η γαμική σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας μόνο μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι εὐλογημένη, ἐνῶ ἔξω ἀπό αὐτό συνιστᾶ ἁμαρτία. Καί βεβαίως οἱ διαπράττοντες τήν ἁμαρτία αὐτή δέν δύνανται νά κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Ἐπειδή χρησιμοποιοῦμε ὡς πηγή τήν Παλαιά Διαθήκη, λέγουμε ὅτι σ᾽ αὐτήν ἐτιμωρεῖτο διά ποικίλλων τιμωριῶν (χρηματική καταβολή, μαστίγωση καί λιθοβολισμός) ἡ ἐκτός γάμου σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας (Γεν. 38,24. Λευϊτ. 18,20. 20,10. Δευτ. 22,22-27. Δαν. 13,22. Σωσάνα, στίχ. 41.43 κ.ἄ.).

(α) Προγαμιαῖες σχέσεις τῶν νέων. Στό τμῆμα αὐτό τοῦ λόγου μου θά ὁμιλήσω πρῶτα σύντομα καί μέ πόνο γιά τήν σημερινή νεολαία μας, τούς νέους καί τίς νέες, οἱ ὁποῖοι ἐμπαίζουν τόν λόγο περί ἐγκρατείας καί ἁγνότητος καί κάνουν γάμο πρίν ἀπό τόν γάμο τους! Πόσο ἐλεγκτικό ἀκούεται γιά τήν ἐποχή μας τό ἔθιμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι κατά τήν τελετή τοῦ γάμου προπορεύονταν οἱ γονεῖς τῆς νύμφης κρατοῦντες λευκήν σινδόνα, θέλοντες νά δηλώσουν μέ αὐτό ὅτι ἔτσι λευκή καί καθαρή, παρθένος, εἶναι ἡ θυγατέρα τους, τήν ὁποία τώρα ὑπανδρεύουν.

Γιά νά βοηθήσουμε τούς νέους μας νά διάγουν ἁγνή ζωή, γιά νά ἔχουν καλή οἰκογένεια μετά ταῦτα, νομίζω ὅτι πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν βάση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐρωτικό ὄν. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι, ὅπως τόν παρουσιάζει ἤδη ἡ Παλαιά Διαθήκη, πρόσωπο καί ἀγάπη (Ἐξ. 3,14. Ὠσ. 6,6), ἄρα καί ὁ κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος (Γεν. 1,26.27) εἶναι καί αὐτός πρόσωπο καί ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη εἶναι φυσική ἀρετή καί πλαστήκαμε νά ζοῦμε μ᾽ αὐτήν. Πλαστήκαμε γιά νά ζοῦμε μέ ἔρωτα πρός τόν Θεό – οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά ἔρωτα Θεοῦ – καί νά εἴμαστε ἀγαπημένοι μεταξύ μας. Αὐτό εἶναι ὅλο – κι ὅλο ἡ πνευματική ζωή. Ἄν ὅμως ὁ νέος καί ἡ νέα δέν ζοῦν μέ ἀγάπη Θεοῦ μέσα τους, ἐπειδή τό αἴσθημα τῆς ἀγάπης ἀπό τήν φύση τους εἶναι πολύ δυνατό, θά τραποῦν, γιά ἱκανοποίηση τοῦ αἰσθήματος αὐτοῦ σέ ἄλλες ἀγάπες, χωματένιες καί σαρκικές, πού καταφθείρουν τόν ἄνθρωπο.

Γιά νά βοηθήσουμε λοιπόν τήν νεολαία νά νικᾶ τόν φθοροποιό σαρκικό ἔρωτα, πρέπει νά μιλᾶμε σ᾽ αὐτήν μέ δύναμη γιά τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν γλυκειά ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ἔρως ἔρωτι νικᾶται», λέγουν οἱ Πατέρες. Ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ὁ μόνος ἐπιτυχής γιά τό θέμα πού λέγουμε, ὅπως μᾶς τό διδάσκει διά πολλῶν ἡ ἐκκλησιαστική μας ἐγκυκλοπαίδεια, δηλαδή τά Ἱερά Συναξάρια τῶν ἁγίων μας.

Μόνο καρδιά πού ἀγαπάει θερμά τόν Χριστό, μόνο αὐτή μπορεῖ νά νικήσει τά σαρκικά πάθη, τά ὁποῖα – γιά νά λέμε τήν ἀλήθεια – εἶναι πολύ ἐνοχλητικά καί ἰσχυρά, ὄχι μόνο στούς νέους, ἀλλά καί στούς μεγάλους στήν ἡλικία καί σ᾽ αὐτούς ἀκόμη τούς γέροντες. Γι᾽ αὐτό ὁ σύγχρονος πατέρας τῆς Ἐκκλησία μας, ὁ σοφός Ἀρχιμανδρίτης πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἔλεγε ἐπιγραμματικά: «Τό θέμα σάρξ τό λύει ἡ πλάξ» (τοῦ τάφου ἡ πλάξ)!

Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε ἄφθονα χωρία πού παρουσιάζουν ἔτσι τόν Θεό μας, ὡς ποθητό καί λαχταριστό προσωπικό Ὄν καί ὄχι ὡς μία ἀφηρημένη ἀνωτέρα δύναμη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά «Ζῶντα Θεό» (Ἰεζ. 17,19. 33,11). Ἡ ἀγάπη σ᾽ Αὐτόν τόν Ζῶντα Θεό εἶναι πολύ γλυκειά, γλυκύτερη ἀκόμη καί ἀπό τήν ζωή μας. «Κρεῖσσον τό ἔλεός σου (= ἡ ἀγάπη σου) ὑπέρ ζωάς», λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 62,4). Καί ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτή τήν θέλξη καί τήν μαγεία πού δίνει στήν ψυχή ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, λέγει κάπου σέ ἕνα ὡραῖο του μονόλογο: «Μέ μάγευσες, Θεέ μου, καί ἄφησα τόν ἑαυτό μου νά μαγευθεῖ» (Ἰερ. 20,7)!14

(β) Ἐκτρώσεις. Οἱ παράνομες σχέσεις φέρουν καί τήν ἄλλη μεγάλη καί φοβερή ἁμαρτία, τήν ἔκτρωση. Ἀπό ὅσα γνωρίζω ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν ἀναφέρεται στό ἁμάρτημα αὐτό, γιατί δέν γινόταν στήν ἐποχή της, τοὐλάχιστον στό Ἰσραήλ. Κάπου ὅμως ὁ Ἰερεμίας, εἴς τινα ἄπελπιν μονόλογό του, ὁμιλῶν γιά τά δεινά τοῦ προφητικοῦ του βίου, παραπονεῖται στήν μητέρα του καί λέγει σ᾽ αὐτήν, γιατί τόν ἄφησε νά γεννηθεῖ καί γιατί δέν τόν φόνευσαν στήν κοιλία της, γιά νά τοῦ γίνει αὐτή τάφος (Ἰερ. 15,10. 20,17). Ἐρωτοῦν οἱ ἑρμηνευτές: Πρόκειται γιά ἔκτρωση; Κατά τήν γνώμη μου ὁ πολύκλαυστος Ἰερεμίας δέν ἐννοεῖ μέ αὐτό πού λέγει τήν ἔκτρωση, ἀλλά θέλει νά πεῖ τό γενικό ἐκεῖνο, ὅτι θά ἦταν καλύτερο γι᾽ αὐτόν νά μήν εἶχε γεννηθεῖ, γιά νά μήν ὑπέφερε τά ὅσα πάσχει.

Στήν πατρίδα μας σήμερα, συμβαίνουν περίπου 300.000 ἐκτρώσεις τό χρόνο!… 300.000 φόνοι ἀθώων νηπίων!… Δηλαδή: Τήν ἡδονή τῶν δυό, τήν πληρώνει μέ τήν ζωή του ἕνα ἀθῶο νήπιο!… Τό κακό αὐτό πρέπει νά μᾶς ἀνησυχήσει καί ἀπό ἐθνικῆς πλευρᾶς, διότι σμικρύνεται ἐπί πολύ ὁ πληθυσμός τῆς πατρίδος μας, ἐνῶ πολλοί ἐχθροί μᾶς κυκλώνουν γύρω μας, γιά νά μᾶς καταφάγουν.

(γ) Ὁ πολιτικός γάμος. Αἰσθανόμαστε ἀποτροπιασμό πρός τόν πολιτικό γάμο καί καλά κάνουμε, γιατί εἶναι σχέση γάμου ἀνδρός καί γυναικός χωρίς τό Μυστήριο τοῦ γάμου, χωρίς τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔχει διαβεβαιωθεῖ ἡ σχέση αὐτή κάπου ἐπίσημα καί ἔχει ὡς σταθερό σκοπό τήν συμβίωση καί τήν ἀλληλοβοήθεια καί μάλιστα, σέ πολλές περιπτώσεις, οἱ τελοῦντες πολιτικό γάμο ἔχουν ὡς σκοπό καί τήν εὐλογία τους ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τό ἱερό Μυστήριο. Καί θά ποῦμε ὅτι ὅσο πιό βέβαια καί σταθερή εἶναι μία συμβίωση, τόσο καί πλησιάζει πρός τήν ἔννοια τοῦ γάμου• ἀντίθετα, ὅσο μία συμβίωση εἶναι ἀσταθής καί ἀβεβαία, τόσο καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ γάμου καί πλησιάζει πρός τήν πορνεία. Εἶναι ὅμως ὁ πολιτικός γάμος ἕνα «ξεστεφάνωτο» ἀνδρόγυνο, εἶναι παράνομο ζευγάρι καί βεβαίως δέν πρέπει νά κοινωνοῦν οἱ ἔχοντες συζυγία μέ πολιτικό γάμο.

Ἄν, Σεβασμιώτατοι πατέρες, θελήσουμε νά δοῦμε βαθύτερα τά αἴτια τοῦ πολιτικοῦ γάμου σήμερα, γιά νά κάνουμε μία σωστή ποιμαντική στό πρόβλημα, θά διαπιστώσουμε ὅτι κυρίως αὐτά προέρχονται ἀπό τόν συμβαίνοντα στά χρόνια μας πρακτικό Νεστοριανισμό.

Ὡς γνωστόν, ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου χώριζε τήν θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ πρακτικός Νεστοριανισμός τῶν ἡμερῶν μας θέλει νά χωρίσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, θέλει νά δημιουργήσει μία ζωή ξέχωρη ἀπό τόν Θεό καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὥστε, στό βάθος του τό θέμα τοῦ πολιτικοῦ γάμου εἶναι θέμα ἔλλειψης κατηχήσεως τοῦ λαοῦ.

Οἱ νέοι μας πρέπει νά μάθουν ἀπό ἡμᾶς τήν ἀλήθεια ὅτι τό κάθε τι, γιά νά εἶναι πραγματικά νόστιμο καί νά ἔχει βαθύτερο νόημα, πρέπει νά ἔχει τήν Χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει κήρυγμα ἁπλό μέν, γιά νά εἶναι καταληπτό, ἀλλά μέ βαθύ καί θεολογικό περιεχόμενο, ὥστε νά πείθει τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἀναγκαιότητα τῶν ἱερῶν Μυστηρίων στήν ζωή μας.

Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ περίπτωση τῶν ἀνθρώπων πού ἀρνοῦνται τόν θρησκευτικό γάμο καί τελοῦν τόν πολιτικό ἀπό λόγους ἀπιστίας στόν Θεό. Ἡ θέσπιση τοῦ πολιτικοῦ γάμου στήν περίπτωση αὐτή εἶναι «καλό» – ἄς τό ποῦμε ἔτσι – γιά ἡμᾶς τούς Κληρικούς, τούς τελοῦντας τό Μυστήριο.

Γιατί θά ἦταν φρικτό ἡμεῖς μέν νά λέγουμε «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…» καί «Στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τήν δούλην τοῦ Θεοῦ εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ νά διαβάζουμε τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί οἱ ἄπιστοι νεόνυμφοι νά βλασφημοῦν καί νά ἐμπαίζουν μέσα τους (ἀλλά καί φανερά μέ μορφασμούς) τά λεγόμενα στό ἱερό Μυστήριο. Καί αὐτό βεβαίως θά εἶναι μαρτύριο γιά τούς ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς τούς τελοῦντας τό ἱερό Μυστήριο. Ἀφοῦ τό λέγουν καθαρά ὅτι δέν πιστεύουν, ἄς τελέσουν ἐπί τέλους πολιτικό γάμο.

Ἔχουμε ὅμως τήν περίπτωση ἐκείνου πού τελεῖ πολιτικό γάμο, ἐπειδή δέν πιστεύει τόν θρησκευτικό, καί ὅμως αὐτός νά ζητᾶ νά γίνει ἀνάδοχος σέ βάπτιση. Ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μήν δεχθεῖ αὐτόν ὡς ἀνάδοχο, γιατί ἡ ἰδιότης αὐτή σημαίνει ὅτι «ἀναδέχεται», ἀναλαμβάνει δηλαδή τήν ἱερή ὑποχρέωση, ὅταν μεγαλώσει τό παιδί νά φροντίσει νά μαθητευθεῖ στά ἱερά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα ὅμως αὐτός ὁμολόγησε ὅτι δέν τά πιστεύει.

(δ) Ἐλεύθερες συμβιώσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἀλλοθρήσκων. Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπαγορεύει ὁ Θεός τόν γάμο τῶν Ἰσραηλιτῶν μέ ἀλλοθρήσκους (βλ. Ἐξ. 34,15-16. Δευτ. 7,3-4), γιατί δέν ἤθελε γιά τόν λαό, μέ τόν ὁποῖον συνῆψε ἱερά διαθήκη, δέν ἤθελε νά ἀναμειχθεῖ μέ ξένους εἰδωλολατρικούς λαούς.

Καί ὅταν ἀργότερα, στήν ἐποχή τοῦ προφήτου Μαλαχίου ἰδιαίτερα, οἱ Ἰσραηλῖτες δέν πρόσεχαν τήν ἀπαγόρευση αὐτή, ἀλλά συνῆπτον γάμους μέ ξένες γυναῖκες, ὁ Προφήτης ἐλέγχει μέ πικρία τό παρατηρούμενο κακό λέγοντας ὅτι μέ αὐτό πού κάνουν«βεβηλώνουν τήν διαθήκην τῶν πατέρων τους» (Μαλαχ. 2,11).

Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπει κατά κανόνα καί κατά ἀκρίβεια γάμο τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων της μέ ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους.15 Γίνονται ὅμως συμβιώσεις τῶν Χριστιανῶν μας μέ αὐτούς καί ἡ Ἐκκλησία μας, κατ᾽ ἐπιείκεια καί οἰκονομία, ἐπιτρέπει τήν ἱερολογία γάμου Ὀρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους καθολικούς καί συντηρητικούς προτεστᾶντες, ὄχι ὅμως καί μέ τούς ἀλλοθρήσκους.

Ὁ γάμος αὐτός μέ ἀλλόθρησκο δέν εὐλογεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία οὔτε κατ᾿ οἰκονομίαν, πλήν μόνον ἄν ὁ ἀλλόθρησκος δεχθεῖ νά γίνει Ὀρθόδοξος. Γιά μία ποιμαντική μόνο βοήθεια στό θέμα – ἄν δύναται νά εἶναι βοήθεια αὐτό πού θά πῶ – θά ἀνέφερα τήν περίπτωση τῶν χριστιανῶν τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, πού τά ἀνδρόγυνα στήν ἀρχή ἦταν εἰδωλολάτρες. Συνέβαινε δέ ὁ ἕνας ἐκ τῶν συζύγων, ἡ γυναίκα γιά παράδειγμα, νά γίνει χριστιανή καί ἔτσι συζοῦσε μέ ἀλλόθρησκο σύζυγο.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἐπέβαλε τήν διάλυση τοῦ γάμου αὐτοῦ, ἔχοντας τήν καλή ἐλπίδα ὅτι ἀπό τόν πιστή σύζυγο πιθανόν μελλοντικά νά πιστεύσει καί νά σωθεῖ καί ὁ ἄνδρας της (βλ. Α΄ Κορ. 7,16). Ἀκόμη δέ ὁ Ἀπόστολος ἔλεγε καί τοῦτο τό σπουδαῖο: Ὅτι «ἡγίασται ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καί ἡγίασται ἡ γυνή ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί» (Α΄ Κορ. 7,14). Μέ τήν συζυγική τους δηλαδή ἕνωση οἱ σύζυγοι, ὁ ἄπιστος ἀπό αὐτούς εἰσέρχεται σέ χῶρο ἁγιασμοῦ ἐρχόμενος σέ ἐπαφή μέ τό ἄλλο πιστό μέλος!

Ἡ ποιμαντική μας πάντως σέ περιπτώσεις ἐλευθέρων συμβιώσεων μέ ἀλλοθρήσκους εἶναι νά συμβουλεύουμε τήν διάλυσή τους, γιατί δέν πρόκειται νά εὐλογηθεῖ ὁ γάμος τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἤ, τό καλύτερο, νά πλησιάζουμε μέ καλό ποιμαντικό τρόπο τόν ἀλλόθρησκο καί νά τοῦ προσφέρουμε τοιαύτη κατήχηση, ὥστε νά τόν πείσουμε νά προσέλθει στήνὈρθοδοξία.

Καί ἡ ἀκόμη καλύτερη ποιμαντική εἶναι στά νέα παιδιά μας νά μιλᾶμε σ᾽ αὐτά θερμά γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, γιά νά γίνει δυνατή μέσα τους καί νά μήν τήν προδώσουν ποτέ μέ τό νά θελήσουν νά μιχθοῦν μέ γάμο μέ μή χριστιανό. «Τό σῶμα σας, παιδιά, – νά τούς λέγουμε – εἶναι βαπτισμένο καί μυρωμένο, ἔχει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Μήν τό μολύνετε μέ τό νά ἔρθετε σέ γάμου κοινωνία μέ μή βαπτισμένο».

(ε) Τελειώνω μέ τό Οἰκονομικό πρόβλημα. Σήμερα μάλιστα, περισσότερο ἀπό ἄλλες φορές, κάθε σχεδόν ἑλληνική οἰκογένεια, ἀντιμετωπίζει οἰκονομικό πρόβλημα, πού τήν παραλύει, γιατί φέρει σύγχυση καί διαπληκτισμό ἀκόμη μεταξύ τῶν μελῶν της, ὅπως τό ἀκούουμε ἀπό τίς ἐξομολογήσεις τῶν χριστιανῶν μας.

Σ᾽ αὐτό βέβαια ἡμεῖς, σάν ποιμένες τοῦ λαοῦ, δέν ἀδιαφοροῦμε, δέν ἐπιτρέπεται νά ἀδιαφορήσουμε, ἀλλά καί δέν πρέπει νά ἀρκούμεθα σέ κάποια παροχή τροφίμων ἤ καί χρημάτων ἀκόμη στούς πονεμένους ἀδελφούς. Αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει καί ἡ πολιτεία. Στήν πάσχουσα σήμερα ἀπό τό οἰκονομικό πρόβλημα χριστιανική οἰκογένεια ἡ Ἐκκλησία, πέραν ἀπό τήν ὑλική βοήθεια καί συνδρομή, πρέπει μέ τήν διδαχή της νά τονώσει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ἐμφυσώντας σ᾽ αὐτήν δυνατή πίστη καί ἐλπίδα πρός τόν Θεό.

Ἔτσι ἡ οἰκονομική κρίση θά γίνει αἰτία πνευματικῆς προόδου χριστιανῶν μας, τούς ὁποίους, στούς χαλεπούς αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, πρέπει νά τούς ἑτοιμάζουμε καί διά τό μαρτύριο ἀκόμη. Ἄν σ᾽ αὐτό δέν ἐπιτύχουμε ὡς Ἐκκλησία μικρά ἔχει σημασία ἡ ὑλική μας προσφορά στούς πενομένους. Μέ αὐτό ἀκριβῶς τό δίδαγμα θέλω νά τελειώσω προσφέροντας ἕνα ὡραῖο κείμενο ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

Πρόκειται γιά τόν 4ο Ψαλμό τοῦ Ψαλτηρίου. Ὁ Ψαλμός αὐτός εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία του. Ὁ ψαλμωδός εἶναι κάποιο ἐπίσημο πρόσωπο καί μάλιστα, κατά τήν ὑπόθεση τῶν ἑρμηνευτῶν, εἶναι Ἀρχιερεύς.

Ὁ Ἀρχιερεύς λοιπόν αὐτός, ὁ συνθέτης καί ποιητής τοῦ Ψαλμοῦ, φαίνεται περίλυπος, γιατί ἄνδρες, τούς ὁποίους παριστᾶ ὡς «βαρυκάρδιους», ὡς «ἀγαπῶντας τήν ματαιότητα» καί ὡς «ζητοῦντας τό ψεῦδος» (στίχ. 3), στρέφονται ἐναντίον του καί τόν κατηγοροῦν. Ἀλλά ὁ ποιητής μας ἔχει πεῖρα ἀπό προηγούμενα ἔτη, κατά τά ὁποῖα, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν καί τόν συκοφαντοῦσαν, ἤ, τέλος πάντων, ὅταν εἶχε κάποια θλίψη, κατέφευγε στόν Θεό καί εὕρισκε σ᾽ Αὐτόν παρηγορία καί λυτρωμό.

Γι᾽ αὐτό καί λέγει τήν ἀρχή τοῦ Ψαλμοῦ του: «Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσέ μου ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης. Ἐν τῇ θλίψει ἐπλάτυνάς μοι» (στίχ. 2). Ἔτσι καί τώρα, στήν παρούσα θλίψη του ὁ ποιητής γιά τήν ταλαιπωρία του ἀπό τούς ἐχθρούς του, καταφεύγει στόν Θεό καί λέγει: «Οἰκτείρησόν με καί εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου» (στίχ. 2β). Εἶναι δέ τόσο τονωμένος ἀπό τήν προσευχή του, ὥστε ἀπευθυνόμενος στούς κατηγόρους του τούς λέγει μέ θαρρετά: «Γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ. Κύριος εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρός αὐτόν» (στίχ. 4). Συμβουλεύει ὅμως τούς κατηγόρους του ὁ ποιητής λέγοντας σ᾽ αὐτούς, ἄς ὀργίζονται, ἄν θέλουν, ἐναντίον του, ἀλλά μέχρι σημείου, ὥστε νά μήν ἐκδηλώνουν τήν ὀργή τους αὐτή μέ λέξεις καί πράξεις ἐναντίον του.

Συμβουλεύει αὐτούς πάλι λέγοντας, ἄς σκευωροῦν ἐναντίον του, ἄν θέλουν, ἀλλά νά κρατοῦν τά σχέδιά τους φυλακισμένα στήν καρδιά τους, στούς κοιτῶνες τους, καί νά μήν τά ἐκτελοῦν. Τό κείμενό μας, κείμενο τῶν Ο´, τό ὁποῖο φέρεται ὀλίγον τεταραγμένο καί ἑρμηνεύεται καλύτερα μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀντιστοίχου Ἑβραϊκοῦ, λέγει: «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε. Λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν καί ἐπί ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε» (στίχ. 5).

Τί ἀκριβῶς ἔλεγαν οἱ κατήγοροι στόν ποιητή, δέν μποροῦμε νά τό διαγνώσουμε καθαρά ἀπό τό κείμενο. Τό θέμα ὅμως καί ἡ ὑπόθεση τοῦ Ψαλμοῦ, ὅπως φαίνεται ἀπό τό κείμενο, εἶναι τό ἑξῆς: Στά χρόνια τοῦ Ψαλμωδοῦ εἶχε συμβεῖ στό κράτος οἰκονομική κρίση καί πτώχευση.

Οἱ κατήγοροι τοῦ ποιητοῦ μας κατέφευγαν σ᾽ αὐτόν, στόν Ἀρχιερέα, καί τοῦ ἔλεγαν: «Τίς δείξει ἡμῖν τά ἀγαθά;» (στίχ. 7). Καί ὅταν ἔλεγαν «ἀγαθά» ἐνοοῦσαν βέβαια τά ὑλικά ἀγαθά. Ἐνοοῦσαν, ὅπως διαβάζουμε παρακάτω, νά χορτάσουν «ἀπό καρποῦ σίτου, οἴνου καί ἐλαίου» (στίχ. 8). Σ᾽ αὐτό τό αἴτημά τους, τό ὁποῖο διέδιδαν, ὥστε νά τό λέγουν πολλοί («πολλοί λέγουσι», στίχ. 7α), ὁ ποιητής μας, ὡς πνευματικός ἄνθρωπος, συνιστᾶ τήν προσευχή καί τό ἀκούμπημα στόν Θεό. Κάνετε προσευχή, τούς λέγει, καί ἐλπίσατε στόν Θεό: «Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καί ἐλπίσατε ἐπί Κύριον» (στίχ. 6).

Γιά τόν ποιητή μας ἀπό τήν προσευχή ἔρχεται φῶς, τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, πού γλυκαίνει τήν θλιμμένη καί πονεμένη ψυχή. Μέ θερμή τήν πίστη καί ὑπερηφάνεια γιά τόν Θεό του λέγει τώρα ὁ ποιητής μας μέ πάλλουσα καρδία: «Ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε» (στίχ. 7β).

Αὐτή ἡ ἰδέα τοῦ ποιητοῦ μας, πού οἱ ἑρμηνευτές, ξαναλέγω, τόν ὑποθέτουν Ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑπέροχη. Μᾶς λέγει ὅτι ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ ἐλπίδα σ᾽ Αὐτόν κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὑπερπηδήσει καί τίς ὑλικές του ἀνάγκες καί νά νοιώθει χορτασμό καί μέ τά ὀλιγοστά ὑλικά του ἀγαθά. Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ Ἀρχιερέως ποιητοῦ τόν ἐνέπαιζαν γιά τό κήρυγμά του αὐτό καί ἔλεγαν, ἀντίθετα πρός αὐτόν, ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό νά πλουτίσουν («ἐπληθύνθησαν») καί νά χορτάσει ὁ στόμαχός τους «ἀπό καρποῦ σίτου, οἴνου καί ἐλαίου». Τό κήρυγμα τοῦ ποιητοῦ μας, τό ὁποῖο προσωπικῶς ἐβίωνε, ἦταν ὅτι ἡ χαρά καί ὁ χορτασμός στόν ἄνθρωπο ἔρχεται μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί τήν προσευχή σ᾽ Αὐτόν («Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», στίχ. 8α). Μέ αὐτά, μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ἔρχεται στόν ἄνθρωπο χαρά περισσότερη ἀπό τήν χαρά πού νοιώθουν ὅσοι χορταίνουν «ἀπό καρποῦ σίτου, οἴνου καί ἐλαίου» (στίχ. 8).16

Πραγματικά! Ἡ χαρά τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου πού προέρχεται ἀπό τήν ἐλπίδα καί πίστη στόν Θεό δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τά γήινα ἀγαθά. Ἡ ἴδια ἰδέα προσφέρεται καί ἀπό ἄλλον Ψαλμωδό, ὁ ὁποῖος λέγει «κρεῖσσον τό ἔλεός σου ὑπέρ ζωάς» (Ψαλμ. 62,4)! Παραπάνω δηλαδή ἀπό ὅλα τά ἀγαθά καί ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ζωή μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Κρεῖσσον τό ἔλεός Σου ὑπέρ ζωάς»!

Αὐτή ἡ ἰδέα τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος στόν Θεό, τήν ὁποία μᾶς χαρίζει ὁ Ψαλμωδός μας, ὡς λύση τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματος τῆς ἐποχῆς του, ἀποτελεῖ λύση γιά κάθε οἰκονομική στέρηση καί λύση βεβαίως γιά τήν ἐποχή μας στό οἰκονομικό πρόβλημα πού ἔχουμε. Μέ τό ἀκούμπημα στόν Θεό νοιώθει ἤρεμος καί εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος.

Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας ἀναπαυμένος στήν πίστη τοῦ Θεοῦ του, λέγει στό τέλος τοῦ Ψαλμοῦ ὅτι πάει τώρα ἤρεμος νά κοιμηθεῖ καί θά κοιμηθεῖ μέ εἰρήνη, χωρίς ἀγωνία καί ταραχή. «Ἐν εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω» (στίχ. 9), λέγει. Εἶναι αὐτό πού λέγουμε ἐμεῖς στήν Παναγία μας: «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην Σου»!

Εὐχαριστῶ, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Πατέρες Ἀρχιερεῖς, διότι μέ ἀκούσατε. Συγγνώμην διά τήν μακρότητα τοῦ λόγου μου. Εἶμαι ἕτοιμος νά ἀνακαλέσω θέση ἤ θέσεις τινάς τῆς εἰσηγήσεώς μου, τίς ὁποῖες θά μοῦ ὑποδείξετε ὡς μή ὀρθάς, ἀρκεῖ ὅμως αὐτό νά ἔχει ἁγιογραφικό καί πατερικό στηριγμό.

Δημητσάνα 8 Ὀκτωβρίου 2013

1. Βλ. Μεθοδίου, Συμπόσιον ἤ περί ἁγνείας, Λόγος α΄, IV ΒΕΠ 18,20.19.
* Γιά τούς ἐπιθυμοῦντας θεολογική μελέτη καί σπουδή στήν περί γάμου διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παραπέμπω πρῶτον μέν στήν παλαιά ὡραία μελέτη τοῦ Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα, Ὁ Ἰσραηλιτικός γάμος, Ἀθῆναι 1935, ἔπειτα δέ στά διάφορα ξενόγλωσσα βιβλικά λεξικά, παλαιότερα καί νεώτερα. Ὡς ἀξιόλογες εἴδαμε τίς μελέτες στό Interpreter’s Dictionary of the Bible (στό λῆμμα marriage) καί στό Dictionnaire De La Bible (ἐκδοθέν ὑπό τοῦ F. Vigouroux, στό λῆμμα mariage). Ὁμοίως βλ. καί Μ. Σιώτη μελέτην του, Ὁ Γάμος κατά τήν Ἁγίαν Γραφή, εἰς Θρησκευτικήν καί Ἠθικήν Ἐγκυκλοπαίδειαν, τόμ. 4, στ.197-205.
2. Ἡ Γένεση τό λέγει ἁπλᾶ «καί ἔδωκε καί τῷ ἀνδρί αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς καί ἔφαγον» (3,6). Τό ἐπιτακτικό τῆς Εὔας «φάγε», πού γράφω, τό ἐξάγω ἀπό τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι «Ἀδάμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δέ γυνή ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν» (Α΄Τιμ. 2,24). Αὐτό ὑποδηλώνει ὅτι ἀρχικά ὁ Ἀδάμ θά ἀντέτεινε στήν πρόταση τῆς γυναικός του γιά τήν βρώση τοῦ ἀπογορευμένου καρποῦ («Ἀδάμ οὐκ ἠπατήθη»), ἀλλά τελικά, μέ τήν ἐπιμονή της, ὑπετάγη.
3. «Τῷ δέ Ἀδάμ οὐχ᾿ εὑρέθη βοηθός ὅμοιος αὐτῷ», Γεν. 2,20.
4. Εἰς τήν Γένεσιν λόγος Δ΄, εἰς ΑΑΠ 52, 659 DE σ. 131.
5. Ἡ προσφυγή στήν παλλακίδα, πού παρατηρεῖται κατά τήν ἐποχή τῶν Πατριαρχῶν, γινόταν λόγω τῆς στειρότητας τῆς συζύγου, καί ἔχει ἐπίδραση ἀπό τόν Κώδικα τοῦ Hammurabi τῆς Μεσοποταμίας.
6. Μέ τίς λέξεις rehem (Ἆσμ. 1,11) καί beten (Ἰώβ 19,17).
7. Γεν. 3,16. 18,12. Ἐξ. 21,3. Ἐξ. 20,17. 21,22. Γι᾿ αὐτό καί μόνον ὁ ἄνδρας, ὡς ba‘al, ἔχει τό δικαίωμα νά ζητήσει τήν λύση τοῦ γάμου, «νά ἀπολύσει» τήν σύζυγό του, ὅπως ἐλέγετο, ἐνῶ αὐτή δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα• Δευτ. 24,1-4.
8. Λόγω αὐτῆς τῆς κατωτέρας, ὅπως ἐνόμιζαν, θέσεως τῆς γυναίκας, βαριές ἦταν καί οἱ ἐργασίες πού αὐτή ἦταν ἀναγκασμένη νά ἐκτελέσει. Ὁ Βέλλας λέγει: «Αὐτή θά ἐγείρετο ἐνωρίς νά ἀλέσῃ τόν σῖτον, αὐτή θά ἔφερε ἐπί τῶν ὤμων τήν ὑδρίαν ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ χωρίου (Γεν. 24,15. Α΄Βασ. 9,11), αὐτή θά παρεσκεύαζε τόν καθημερινόν ἄρτον, αὐτή θά μετέβαινεν εἰς τήν πηγήν πρός πλύσιν τῶν ἐνδυμάτων, αὐτή θά ἐφρόντιζε διά τήν τακτοποίησιν τοῦ οἴκου, αὐτή καί διά τά τέκνα, αὐτή πολλάκις θά ἔβοσκε τά ποίμνια (Γεν. 29,9. Ἔξ. 2,16) καί πρός καλλιέργειαν τοῦ ἀγροῦ αὐτή θά μετέβαινεν, αὐτή πάλιν θά ἔφερεν εἰς τήν πόλιν τάς ὀπώρας καί διάφορα ἄλλα εἴδη πρός πώλησιν, ἐνῷ ἐπί τῶν ὤμων αὐτῆς θά ἐβάσταζεν τό κλαυθμυρίζον βρέφος, ὡς ἀκριβῶς καί σήμερον ἡ αὐτή ζωή ἐκτυλίσσεται ἐν Παλαιστίνῃ» (Ὁ Ἰσραηλητικός γάμος, Ἀθῆναι 1935, σ. 28).
9. Βλ. Δ. Μπαλάνου, Ἡ θέσις τῆς γυναικός ἐν ταῖς Θρησκείαις καί ἰδίως ἐν τῷ Χριστιανισμῷ, Ἀθῆναι 1910 καί Π. Μπρατσιώτου, Ἡ γυνή ἐν τῇ ἱερᾷ Βίβλῳ, Ἀλεξάνδρεια 1923. Ὁ Διδάσκαλος Βέλλας παραπέμπει καί στήν μελέτη ἑνός Ν. Σαριπόλου, Σχεδίασμα περί τῆς κατά διαφόρους τόπους καί χρόνους καταστάσεως τῆς γυναικός («Ἀθήναιον» 1872 σ. 66 ἑξ.). Πρός τούτοις βλ. καί Ν. Μπρατσιώτου, ῾Η θέσις τοῦ ἀτόμου εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην καί εἰς τήν ἐγγύς Ἀνατολήν,6 Ἀθῆναι 1997.
10. Ἡ μητέρα τῶν πολλῶν παιδιῶν στήν Παλαιά Διαθήκη εἶχε τήν καλή ἐλπίδα ὅτι κάποιο της παιδί ἤ οἱ ἀπόγονοί του, θά εἶναι ὁ Μεσσίας.
11. Κατά τόν ὑψηλό αὐτό στόχο τοῦ γάμου, τό νά ἀποσυνδέσει τό ἀνδρόγυνο τήν σαρκική ἡδονή ἀπό τήν κεκνογονία θεωρεῖται παράχρηση ἤ κατάχρηση καί λοιπόν κακία. Ἔτσι, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Κακία ἐστίν ἡ ἐσφαλμένη κρίσις τῶν νοημάτων, ᾗ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων. Οἷον ἐπί τῆς γυναικός, ἡ ὀρθή κρίσις τῆς συνουσίας ὁ σκοπός ἐστι τῆς παιδοποιΐας. Ὁ οὖν εἰς τήν ἡδονήν ἀποβλέψας ἐσφάλη περί τήν κρίσιν, τό μή καλόν ὡς καλόν ἡγησάμενος. Ὁ γοῦν τοιοῦτος παραχρῆται γυναικί συνουσιαζόμενος». Περί ἀγάπης 2,17. MPG 90,989AB.
12. Χριστιανική Ἠθική σελ. 222. Βλ. καί ὅλο τό σχετικό κεφάλαιο, Γάμος καί οἰκογενειακή ζωή, σελ. 214-240.
13. Ὁμιλία Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν, εἰς ΑΑΠ 20,349D.
14. Τό κείμενο τῶν Ο´ ἔχει: «Ἠπάτησάς με, Κύριε, καί ἠπατήθην». Τό «ἀπατῶ» ἐδῶ ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «θέλγω», διότι εἶναι ἀνάρμοστο γιά τόν Θεό νά ἀποδώσουμε τό ρῆμα αὐτό μέ τήν κύρια ἔννοιά του. Εἶναι τό τροπάριο πού λέγουμε ἐμεῖς στήν λατρεία μας: «Ἔθελξας πόθῳ με Χριστέ καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι»!
15. Ὁ οβ΄ Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Μή ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μήν αἱρετικῷ ἀνδρί γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι• ἀλλ᾿ εἰ καί φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τόν γάμον, καί τό ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον• οὐ γάρ χρή τά ἄμικτα μιγνύναι, οὐδέ τῷ προβάτῳ λύκον συμπλέκεσθαι καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον• εἰ δέ παραβῇ τις τά παρ᾿ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω».
16. Σημειώνω ὅτι ἡ σωστή ἑρμηνεία τοῦ στίχου δίδεται μέ τήν ἀντιπαραβολή τῶν δύο κειμένων, Ἑβραϊκοῦ καί Ἑβδομήκοντα (Ο´).

TOP NEWS