ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ματθ. κβ΄ 35-46)
Τῷ καιρῷ εκείνω, ἐπηρώτησεν τὸν Ἰησοῦν εἷς τῶν Φαρισαίων, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ.
Λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;
Εἰ οὖν Δαυὶδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
Νεοελληνική Απόδοση:
Τον καιρό εκείνο, ένας από τους Φαρισαίους, νομικός, ερώτησε τον Ιησού με σκοπόν να τον πειράξη, «Διδάσκαλε, ποια εντολή μεγάλη υπάρχει εις τον Νόμον;». Αυτός δε του είπε, «Να αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδιά και με όλην σου την ψυχήν και με όλον σου τον νούν». Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Δεύτερη όμοια με αυτήν, είναι το, Να αγαπήσης τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου.
Από αυτάς τας δύο εντολάς εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήται». Ενώ δε ήσαν μαζεμένοι οι Φαρισαίοι, τους ερώτησε ο Ιησούς, «Τι φρονείτε διά τον Χριστόν; Ποιου είναι υιός;». Λέγουν εις αυτόν, «Του Δαυίδ».
Αυτός τους λέγει, «Πώς λοιπόν ο Δαυίδ, εμπνευσμένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριον και λέγει, «Είπε ο Κύριος εις τον Κύριόν μου, Κάθησε εις τα δεξιά μου, έως ότου κάνω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδιών σου»;
Εάν λοιπόν ο Δαυίδ, τον ονομάζη Κύριον, πώς είναι δυνατόν να είναι υιός του; Και κανείς δεν ήτο εις θέσιν να του αποκριθή ένα λόγον, ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να τον ερωτήση πλέον.