Dogma

Το Μυστήριο του ιερού Ευχελαίου στην Κορυφή από τον Βεροίας Παντελεήμων

Το απόγευμα της Δευτέρας 28 Μαρτίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων τέλεσε το Μυστήριο του ιερού Ευχελαίου και κήρυξε το θείο λόγο στον ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής στην Κορυφή Ημαθίας.

Μετά την τέλεση του Μυστηρίου του ιερού Ευχελαίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων μίλησε για τη σημασία του ιερού Ευχελαίου στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.

Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας:

«Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκα­λε­σάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκ­κλησίας καί προσευξάσθωσαν ἐπ᾽ αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου».

Μέ τά λόγια αὐτά τοῦ ἁγίου Ἰα­κώβου τοῦ ἀδελφοθέου πού ἀκού­σαμε στό πρῶτο ἀποστολικό ἀνά­γνωσμα τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου πού μόλις τελέσαμε, ἀδελφοί μου, κα­θιε­ρώνεται ἡ ἱερή αὐτή ἀκολου­θία, μία ἀπό τίς ἀκο­λου­θίες πού τε­λοῦμε κατά τή διάρκεια τόσο τῆς νηστείας τῶν Χριστου­γέν­νων, ὅσο καί τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τί μᾶς λέγει, λοιπόν, ὁ ἀπόστο­λος Ἰάκωβος γιά τό ἱερό Εὐχέλαιο; Ὅταν κάποιος, μᾶς λέγει, εἶναι ἄρ­ρωστος, νά καλοῦμε τούς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκκλησίας καί νά προ­σεύχονται γι᾽ αὐτόν καί νά τόν ἀ­λεί­­φουν μέ λάδι στό ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος: καί αὐτή ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη ὅτι ὁ Χριστός ὄντως μπο­ρεῖ νά θε­ρα­πεύσει τόν πάσχοντα, εἶ­­ναι αὐτή πού τελικά τόν σώζει· καί δέν σώζει μόνο τόν σωματικά ἀσθε­νῆ, ἀλ­λά καί τόν πνευματικά καί ψυ­χι­κά, γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰά­κω­βος, ἡ προσευχή τῆς Ἐκ­­­κλησίας συγ­χωρεῖ καί τίς ἁμαρ­τίες ὅσων ἔχουν ἁμαρτήσει.

Αὐτή ἀκριβῶς τή σημασία ἔχει τό ἱερό Εὐχέλαιο μέσα στή λειτουρ­γι­κή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γίνεται χά­ριν τῶν ἀσθενούντων τῆς ἐνο­ρί­ας καί τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, γιατί εἶναι χρέος μας νά προσευχό­μαστε γιά τούς ἀσθενοῦντες· καί ἀσθε­νεῖς ὑπάρχουν παντοῦ.

Τελοῦμε ὅμως τό ἱερό Εὐχέλαιο καί ὑπέρ τῶν ἀσθενούντων ψυ­χι­κά καί πνευματικά, ὅλων δηλα­δή ἐκείνων πού ἔχουν ὑποπέσει στήν ἁμαρ­τία καί ἔχουν ἀνάγκη τή με­τά­νοια καί τή συγχώρηση. Καί ποι­ός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτήσει, ὅτι δέν ἔχει ὑπο­πέσει σέ κάποια ἁμαρτία, γιά νά μή χρειάζεται τή συγχώ­ρηση καί τήν ἄφεση;

Γι᾽ αὐτό καί τό ἱερό Εὐ­χέ­λαιο συν­δέεται μέ τίς περιόδους πού προανέφερα τῆς νηστείας καί τῆς μετανοίας, καί τελεῖται ὄχι γιά νά ὑποκαταστήσει τήν ἐξομο­λό­γη­ση ἤ τή μετάνοια, ἀλλά γιά νά μᾶς βοηθήσει στή μετάνοια καί νά ἀνοί­ξει τή ψυχή μας στή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἄς μήν πλανώμεθα: συγχώρηση δέν ὑπάρχει χωρίς μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Tήν προϋποθέτει καί ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἰά­κωβος πού ἀναφέρεται στή συ­νέ­χεια στή δη­μόσια ἐξομο­λό­γηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν πρώτων χρι­στι­­α­νῶν. Ἀλλά ἡ ἐκζήτηση τῆς ἀφέ­σεως τῶν ἁμαρ­τιῶν μας, πού ἀποτελοῦν πνευ­ματική ἀσθένεια, μέσω τῆς κοινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκ­κλησίας ἀπό τόν Χριστό, μᾶς βοη­θᾶ καί νά μετα­νοή­σουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.

Ἄς μήν ξεχνοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός συνέδεε ἀρ­κετές φορές τή σωματική ἀσθέ­νεια μέ τήν ἁμαρτία, λέγοντας στούς ἀσθενεῖς πού θεράπευε «ἀ­φέ­­­ωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι».

Καί κατά τό ἱερό Εὐχέλαιο ὁ Χρι­στός εἶναι αὐτός πού θερα­πεύει, ὁ Χριστός εἶναι αὐτός πού συγχωρεῖ, ἀνταποκρινόμενος στήν προσευχή καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς τό ὑποσχέθηκε, ἄλλωστε, ἀδελφοί μου, ὅτι «ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα ἐκεῖ εἰμί κἀγώ ἐν μέσῳ αὐτῶν».

Εἶναι ὄντως παρών ὁ Χριστός, ἐφόσον καί ἐμεῖς εἴμαστε συναγ­μέ­νοι στό ὄνομά του, ἐφόσον προ­σευχόμασθε πρός αὐτόν, ἀναγνω­ρί­­ζοντας τήν ἀσθένειά μας καί ζη­τώντας τή βοήθειά του, ἐφόσον ὁ ἱερέας ἤ ὁ Ἐπίσκοπος στή συνέ­χεια θά χρίσει τούς μετέχοντας μέ ἔλαιο στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Καί ἐάν, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστός ὑπό­σχεται νά πραγματοποιήσει ὅ,τι τοῦ ζητᾶ ὁ κάθε ἕνας μας μέ πίστη, ἐφό­σον βεβαίως εἶναι πρός τό συμ­­φέρον του, πόσο μᾶλλον ὅταν τό ζητοῦμε πολλοί μαζί, καί μά­λι­στα, ὅταν ἀναγνωρίζουμε τό πρό­­­βλημα πού ἀντιμετωπίζουμε καί ζητοῦμε τήν προσευχή τῶν ἱε­ρέων ἀλλά καί τῶν ἀδελφῶν μας. Τότε ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς γί­νεται ἀκόμη μεγαλύτερη καί ὁ Χρι­στός ἀνταποκρίνεται σ᾽ αὐτήν περισσό­τε­ρο, ἐφόσον δέν τό ζητᾶ ἕνας ἄν­θρωπος, ἀλλά τό ζητᾶ ἡ Ἐκ­κλησία ἑνωμένη, ἐκφράζοντας τήν πίστη της στή δύναμή του.

Ἀδελφοί μου, ζώντας εἴκοσι αἰῶ­νες μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά μήν τόν ἔχου­με ἀνάμεσά μας, ὅπως τόν εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του γιά νά θεραπεύει τίς ἀσθένειές μας καί νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας, ἔχουμε ὅμως τήν Ἐκκλησία του, τίς ἱε­ρές ἀκολουθίες της καί τά ἱερά μυστήριά της. Ἔ­χουμε τήν κοινή προσευχή μέσω τῆς ὁποίας μπο­ροῦμε νά τοῦ ζη­τοῦ­με τή θεραπεία τῶν σωμα­τι­κῶν καί ψυχικῶν μας ἀσθε­νειῶν. Ἔχουμε τήν ἀκολου­θία τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θερα­πεύει τούς κάμνο­ντας, ἀλλά ἀνοί­γει καί τή θύρα τοῦ ἐλέους του στούς μετανοοῦ­ντες.

Ἄς ἐκμεταλλευθοῦμε καί αὐτή τήν εὐκαι­ρία τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς εὐκαιρία μετα­νοίας καί συγχωρήσεως, καί ἄς τή χρησιμοποιοῦμε καί ὡς μέσο θε­ρα­πείας καί ἀνακουφίσεως ἀπό τίς σωματικές ἀσθένειες πού μᾶς βα­ρύ­νουν, πάντοτε μέ τή βεβαιότητα ὅτι «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα», καί θά ἀνακουφίσει καί τόν δικό μας πόνο.