Dogma

Το όραμα της Αγίας Αικατερίνης

Πλούσιοι άρχοντες της συγκλήτου ζητούσαν εκείνη την εποχή σε γάμο την ξακουστή για το κάλλος και τη σοφία της Αικατερίνη.

Πλούσιοι άρχοντες της συγκλήτου ζητούσαν εκείνη την εποχή σε γάμο την ξακουστή για το κάλλος και τη σοφία της Αικατερίνη. Τόσο οι συγγενείς της, όσο και η μητέρα της, η οποία σημειωτέον λόγω των διωγμών είχε κρυφά ασπαστεί τον χριστιανισμό, συμβούλευαν τη νεαρή Αικατερίνη να παντρευτεί, ώστε να μην περιέλθει η βασιλεία του πατέρα της σε ξένο άνδρα. Ωστόσο, εκείνη, αγαπώντας θερμά την παρθενία της, απέφευγε τις προτάσεις, μέχρι τη στιγμή που άρχισαν να την ενοχλούν συστηματικά. Η παράδοση, λοιπόν, αναφέρει το εξής περιστατικό:

Όταν άρχισαν οι συστηματικές ενοχλήσεις η νεαρή Αικατερίνη είπε «βρείτε μου ένα νέο ο οποίος να μου μοιάζει στα 4 χαρίσματα που ομολογείτε ότι ξεπερνώ τις άλλες νέες και εγώ θα τον κάνω σύζυγό μου. Ερευνήστε εάν υπάρχει κάποιος όμοιό μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Εάν του λείπει κάτι από αυτά δεν είναι άξιος για εμένα.

Γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος νέος, της έλεγαν ότι ο γιος του Βασιλιά της Ρώμης, καθώς και άλλοι ευγενείς είναι πλουσιότεροι από εκείνη, αλλά υστερούν σε σοφία και ομορφιά. Η κόρη, όμως, τους ενημέρωνε ότι δε θα δεχόταν να παντρευτεί «αγράμματο»

Τότε, η μητέρα της αποφασίζει να πάει μαζί με τη νεαρή Αικατερίνη να συμβουλευθούν τον πνευματικό της, έναν άγιο άνθρωπο που ζούσε έξω από την πόλη. Ο ασκητής, αφού άκουσε τα φρόνημα λόγια της, σκέφθηκε να την προσελκύσει στην πίστη του Χριστού. Της είπε λοιπόν «Γνωρίζω ένα θαυμάσιο άνθρωπο που σε υπερβαίνει σε όλα τα χαρίσματα και σε άλλα αναρίθμητα. Η ωραιότητά του νικά σε λάμψη τον ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα όντα, ο πλούτος του διαμοιράζεται σε όλο τον κόσμο και δε λιγοστεύει ποτέ ενώ η ευγένειά του είναι ασύλληπτη και ακατανίκητη».

Η Αικατερίνη πίστεψε αρχικά ότι πρόκειται για επίγειο άρχοντα και ρωτούσε αν αυτά τα χαρίσματα ήταν αληθινά. Ο ασκητής τότε της αποκρίθηκε ότι αυτός δεν έχει πατέρα στη γη, αλλά γεννήθηκε υπερφυσικά από μια Υπερ-Αγία Παρθένο, που αξιώθηκε για την αγιότητά της να μείνει αθάνατη στην ψυχή και στο σώμα.

Όταν, λοιπόν, η κόρη ζήτησε να δει αυτόν το νέο για τον οποίο της διηγούνταν τόσα θαυμαστά ο ασκητής της έδωσε μια εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το θείο Βρέφος και της είπε: « Αυτή είναι η αειπάρθενος Μητέρα Εκείνου. Πάρε την και αφού κλείσεις την πόρτα του δωματίου σου κάμε ολονύκτια προσευχή και παρακάλεσε αυτήν, που ονομάζεται Μαρία, να σου δείξει τον Υιό της. Ελπίζω, ότι αν παρακαλέσεις με πίστη, θα σε ακούσει».

Η Αικατερίνη πήρε την εικόνα και όλη τη νύκτα κλεισμένη στο θάλαμό της προσευχόταν. Εξαντλημένη αποκοιμήθηκε και είδε σαν σε όραμα την Παναγία με το θείο Βρέφος. Αλλά είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τη Μητέρα του, έτσι η κόρη έβλεπε τα νώτα του. Επιθυμώντας να δει το πρόσωπό του, πήγε προς το άλλο μέρος, αλλά ο Χριστός έστρεφε πάλι το πρόσωπό του. Αυτό έγινε τρεις φορές. Τότε άκουσε την Παναγία να λέει:

«Κοίταξε, παιδί μου, τη δούλη σου Αικατερίνη, πόσο είναι ωραία και καλή» και το Βρέφος αποκρίθηκε: «Είναι σκοτεινή και άσχημη, τόσο που δεν μπορώ να την δω καθόλου. – «Δεν είναι πάνσοφη παραπάνω από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής;» «Μητέρα μου, είναι αμαθής και πολύ χαμηλά. Όσο βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, δεν πρέπει να με δει στο πρόσωπο»

«Σε παρακαλώ, παιδί μου, να μην περιφρονήσεις το πλάσμα σου, αλλά να την νουθετήσεις κα να την οδηγήσεις για να απολαύσει τη δόξα σου και να δει το πρόσωπό σου, που επιθυμούν και οι Άγγελοι να βλέπουν».

«Ας πάει στο γέροντα, που της έδωσε την εικόνα και ας κάνει ό,τι θα την συμβουλεύσει και τότε θα με δει».

Την άλλη μέρα το πρωί, ξεκίνησε συνοδεία λίγων γυναικών κι έφθασε στο κελί του γέροντα. Με δάκρυα του διηγήθηκε το όραμα και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο όσιος της διηγήθηκε όλα τα Μυστήρια της αληθινής πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία του ανθρώπου.

Μετά την κατήχηση η Αγία αποθέτοντας τον παλαιό άνθρωπο και φορώντας στολή θεοΰφαντη, γύρισε στα ανάκτορα. Όλη τη νύκτα την πέρασε προσευχόμενη μέχρι την ώρα που κοιμήθηκε και είδε σε οπτασία την Παρθένο με το βρέφος, που κοίταζε πλέον την Αικατερίνη, με πολύ ιλαρότητα. Στην ερώτηση δε της Θεομήτορος αν ήταν τώρα αρεστή η κόρη, ο Δεσπότης απάντησε:

«Τώρα έγινε ένδοξη η άσχημη και σκοτεινή, η πτωχή και χωρίς γνώση έγινε πλούσια και πάνσοφη, η καταφρονεμένη και άσημη, έγινε ευγενής και ένδοξη. Είναι στολισμένη με τέτοια χαρίσματα, ώστε επιθυμώ να τη μνηστευθώ για νύφη μου άφθορη».

«Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη βασιλεία σου, αλλά αξίωσέ με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου», αποκρίθηκε η κόρη.

Η Θεοτόκος τότε πήρε το δεξί χέρι της Αικατερίνης και της είπε: «Δώσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σαν αρραβώνα, για να την αξιώσεις της βασιλείας σου».

Τότε ο Κύριος της έδωσε ένα ωραίο δακτυλίδι λέγοντας: «Σήμερα σε παίρνω για νύφη μου αιώνια και άφθορη. Να φυλάξεις αυτή τη συμφωνία. Να μην πάρεις άλλον νυμφίο στη γη». Από τη στιγμή εκείνη ελκύσθηκε η Αικατερίνη από τον Ουράνιο Νυμφίο και αιχμαλωτίσθηκε η καρδιά της από τον θείο έρωτα του Χριστού.