Dogma

Το πλήρες ιστορικό πίσω από την κρίση

Οι διενέξεις της Ιεράς Μονής με τους Μητροπολίτες ανάγονται από την ίδρυσή της, ήτοι από το 1980, και υπήρχαν πάντοτε προβλήματα με τους Μητροπολίτες Δαμασκηνό, Αλέξανδρο, Νικόδημο και τον νύν Μητροπολίτη Ιερόθεο.

Ι.Μ. Ναυπάκτου

Οι διενέξεις της Ιεράς Μονής με τους Μητροπολίτες ανάγονται από την ίδρυσή της, ήτοι από το 1980, και υπήρχαν πάντοτε προβλήματα με τους Μητροπολίτες Δαμασκηνό, Αλέξανδρο, Νικόδημο και τον νύν Μητροπολίτη Ιερόθεο.

Ο νύν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με την ενθρόνισή του βρήκε ανοικτό πρόβλημα διένεξης και προσπάθησε να το επιλύση. Όμως κάποια στιγμή το πρόβλημα το οποίο υπέβοσκε εκδηλώθηκε. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή –η οποία επιλήφθηκε του θέματος μετά από πρόκληση γνωμοδοτήσεων Καθηγητών Πανεπιστημίου από την πλευρά της Ιεράς Μονής και την αναφορά των γνωμοδοτήσεων αυτών από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο– εκτός των άλλων, προσπάθησε με διάφορες Συνοδικές Επιτροπές να το επιλύση.

Η Ιερά Μητρόπολη κατάρτισε, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει, ένα συνοπτικό κείμενο με όλες τις προσπάθειες αυτές.

Από τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται τα εξής:

–Οι τελικές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου περί επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε όλους τους αδελφούς της Αδελφότητος και περί διαλύσεως του νομικού προσώπου της Μονής και συγχωνεύσεώς της με άλλη Ιερά Μονή της επαρχίας μας, αποτελεί την κατάληξη δεκατετραετούς τουλάχιστον προσπαθείας της Ιεράς Συνόδου να λύση τα προβλήματα της Ιεράς Μονής με επιείκεια και μακροθυμία. Την πορεία αυτή αποδεικνύουν οι πάνω από εξήντα Συνοδικές Αποφάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη μακροθυμία και φιλανθρωπία και ανεκτικότητα, σε βαθμό που ορισμένοι το εξέλαβαν, δυστυχώς, ως «αδυναμία» της Ιεράς Συνόδου να επιβάλη την τήρηση των ιερών Κανόνων και την τάξη.

–Η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε τις Αποφάσεις Της κατόπιν:

α) Καταγγελιών και αναφορών της ίδιας της Ιεράς Μονής, που διαβιβάζονταν καθηκόντως από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο, με τις παρατηρήσεις του.

β) Κατόπιν μελέτης του θέματος από Ιεράρχες, Συνοδικές Επιτροπές εξ Αρχιερέων και εξ Ηγουμένων, από Ένορκες εξετάσεις, κλπ. σε βάθος χρόνου δεκατεσσάρων ετών. Σε όλη αυτή την περίοδο οι Μοναχοί είχαν την δυνατότητα και δια ζώσης και γραπτώς και δια των δικηγόρων τους να στηρίξουν τις απόψεις τους και να εκφράσουν την αντίθεσή τους.

–Το επιτίμιο της ακοινωνησίας προτάθηκε πρώτη φορά το 2001 στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας. Επιβλήθηκε κατ’ αρχάς σε τέσσερεις Ιερομονάχους το 2007 για συγκεκριμένη παράβαση και μέχρι να επιδείξουν πραγματική μετάνοια, επεκτάθηκε σε όλη την Αδελφότητα το 2011 (Αύγουστο), ανεστάλη σε τρεις Ιερομονάχους υπό όρους (Οκτ. 2011), και επεκτάθηκε και πάλι σε όλη την Αδελφότητα (2012). Δυστυχώς δεν υπήρξε καμμία κίνηση έμπρακτης μετανοίας όλο αυτό το διάστημα εκ μέρους των Μοναχών.

–Πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες προσπάθησαν να υποδείξουν την εκκλησιαστική οδό της μετανοίας και την ευλογία που θα προερχόταν, όπως έγινε εξ άλλου με αδελφούς της Ιεράς Μονής που διαχώρισαν την θέση τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος όταν εξελέγη υμνήθηκε από τον τότε Ηγούμενο της Μονής υπερβαλλόντως. Η απόρριψη της προτάσεως του μακαριστού Αρχιεπισκόπου για την ειρήνευση εκ μέρους του τότε Ηγουμένου υπήρξε προκλητική.

–Επίσης πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, αλλά και συνετοί νομικοί, μεμονωμένα ή σε Επιτροπές, προσπάθησαν να γεφυρώσουν τις διαφορές και να προτείνουν λύσεις, τις οποίες αποδέχθηκε η Ιερά Μητρόπολη, τουλάχιστον ως αρχή επιλύσεως. Οι προσπάθειες αυτές απορρίφθηκαν από τους υπευθύνους της Ιεράς Μονής αμέσως, δια της αρνήσεώς τους, ή εμμέσως, δια της μη εφαρμογής τους εν τοίς πράγμασι.

–Ενισχυτική αιτία σκληρύνσεως, πορώσεως και επιδείξεως αλαζονείας εκ μέρους της Μονής που έφθασε μέχρι την διακοπή κάθε προφορικής επικοινωνίας με την Ιερά Μητρόπολη και έκανε αδύνατη κάθε περαιτέρω προσέγγιση υπήρξε η ελπίδα των υπευθύνων της Μονής στους εντυπωσιακά πολλούς δικηγόρους και νομικούς συμβούλους της και γενικά στα μέσα που διέθετε για μια νομική επικράτηση, όπως πίστευε, έναντι της Εκκλησίας.

–Τέλος αποδεικνύεται ότι ορισμένοι στην Ιερά Μονή ήθελαν να φθάσουν τα πράγματα στην σύγκρουση με την Εκκλησία, για να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους και να προβάλλωνται σaν «ήρωες» στα μάτια τους. Ήλπιζαν α) στην κόπωση και εξουθένωση των υπευθύνων εκκλησιαστικών ανδρών και κατά κύριον λόγο του Μητροπολίτου τους, τον οποίο βομβάρδισαν με συνεχείς προσφυγές, μηνύσεις, αγωγές, κακόβουλους ψιθυρισμούς στην κοινωνία, συκοφαντικές επιστολές και συκοφαντικά δημοσιεύματα, β) στην οικονομική τους δύναμη, γ) στην δικηγορική και νομική κάλυψη, δ) στους οπαδούς-ασπίδα που έχουν δημιουργήσει από την αρχή της ιδρύσεως της Μονής.

Οι προσπάθειες διαμεσολάβησης και συνδιαλλαγής που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια επιγραμματικά και κατά χρονολογική σειρά έχουν ως εξής:

1. Προσπάθεια του αειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη (Μάρτιος 1998).

2. Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων (Οκτ. 1998).

3. Η Ιερά Σύνοδος εκδίδει ειδική Παραινετική Εγκύκλιο (Δεκ. 1998).

4. Η πρώτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (Δεκ. 1998 – Ιαν. 1999). –Η Επιστολή της πρώτης Τριμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής.

5. Συζήτηση Μητροπολίτου μετά Ηγουμένου και κατάρτιση Μνημονίου εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας (Μάρτιος 1999). –«Σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας, Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη.

6. Πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια του μακαριστού Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια. –Επιστολή π. Αρσενίου Κομπούγια (1999).

7. Πρόταση για συνάντηση σε εφαρμογή σχετικής Συνοδικής Αποφάσεως και παρέμβαση του τότε Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, προς επίλυση των θεμάτων (Φεβ.-Μάρτ. 2000).

8. Η δεύτερη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Ηγουμένων (Μάϊος – Αύγουστος 2000).

9. Επίσκεψη του π. Αρσενίου στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και συζήτηση με τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη (Οκτ. 2001).

10. Προσωπική παρέμβαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου (Νοέμβριος 2001).

11. Σχέδιο συμφωνίας του Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Μονής καθη¬γητού Παν. Μπερνίτσα, του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων και του εκπροσώπου της Ιεράς Μονής (Νοέ. 2001).

12. Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (2002).

13. Η Τριμελής Επιτροπή από Αγιορείτες Ηγουμένους, των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας.

14. Διακοπή εκ μέρους της Ι. Μονής για εννέα (9) χρόνια οποιασδήποτε προσπάθειας προσέγγισης και κάθε προφορικής επικοινωνίας.

15. Συζήτηση με πενταμελή αντιπροσωπεία της Αδελφότητος, εκζήτηση συγγνώμης και προσπάθεια εξεύρεσης λύσεως μετά την Συνοδική Απόφαση του Αυγούστου 2011.

16. Συνάντηση με αντιπροσωπεία γυναικών «φίλων» της Ιεράς Μονής (Νοε. 2011).

17. Εκκλήσεις για προσέγγιση.

18. Δέκα χρόνια Συνοδική προειδοποίηση!

19. Άλλες Συνοδικές εκκλήσεις πριν την λήψη των Συνοδικών Αποφάσεων.

20. Διάφορες άλλες καλοπροαίρετες και υπεύθυνες προσπάθειες.

Στην συνέχεια γίνεται μια πιο αναλυτική παρουσίαση κάθε προσπάθειας για την υπεύθυνη και έγκυρη ενημέρωση των ενδιαφερομένων.


Οι διενέξεις της Ιεράς Μονής με τους Μητροπολίτες ανάγονται από την ίδρυσή της, ήτοι από το 1980, και υπήρχαν πάντοτε προβλήματα με τους Μητροπολίτες Δαμασκηνό, Αλέξανδρο, Νικόδημο και τον νύν Μητροπολίτη Ιερόθεο.

Ο νύν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με την ενθρόνισή του βρήκε ανοικτό πρόβλημα διένεξης και προσπάθησε να το επιλύση. Όμως κάποια στιγμή το πρόβλημα το οποίο υπέβοσκε εκδηλώθηκε. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή η οποία επιλήφθηκε του θέματος, εκτός των άλλων, προσπάθησε με διάφορες Συνοδικές Επιτροπές να το επιλύση.

Στην συνέχεια θα γίνη αναφορά στις προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του θέματος και στην άρνηση της Ιεράς Μονής να προβή στις κατάλληλες ενέργειες για να επανέλθη στην κανονική και νόμιμη πορεία.

Η αναφορά αυτή γίνεται κατά χρονολογική σειρά.

1.

Προσπάθεια του αειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη (Μάρτιος 1998)

Ο διαπρεπής και λόγιος Ναυπάκτιος Αγιορείτης Μοναχός αείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης από πολύ νωρίς διέβλεψε τα προβλήματα τα οποία θα αναφυούν, με αφορμή κάποια κοινωνικά γεγονότα στην Ναύπα­κτο, τον Μάρτιο του 1998, κατά τα οποία η Ιερά Μονή διεχώρισε την θέση της από την Ιερά Μητρόπολη και εμφανίσθηκε ως μια δεύτερη θρησκευ­τική αρχή στην πόλη. Ο Γέροντας Θεόκλητος, που λίγους μήνες πριν είχε επισκεφθή την Ναύπακτο, απέστειλε στην Μονή γράμμα δηλώνοντας ότι είναι στην διάθεση του Ηγουμένου να έλθη στην Ναύπακτο για να βοηθήση στο να μήν επεκταθή μια νέα σύγκρουση μεταξύ Μονής και Μητροπόλεως, όπως συνέβαινε με τους προηγουμένους Μητροπολίτες. Το γράμμα έχει ως εξής:

«Σεβαστέ και αγαπητέ μου άγιε Καθηγούμενε κ. Σπυρίδων.

Προσφάτως περιήλθαν εις γνώσιν μου οι τρεις επιστολές: Τού Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου, η ιδική σας και του «συνδικάτου… ». Τίς ανέγνωσα με πολλήν προσοχήν και από την πολλήν αγάπην μου προς την πανοσιολογιότητά Σας, αλλά και την εξ ίσου αγάπην μου προς τον Αρχιερέα του Χριστού και προς τους επιγείους συμπολίτας μου Επαχτίτες, πήρα την απόφαση να σας γράψω τις σκέψεις μου, όχι ως υποκειμενικές κρίσεις, αλλά ως προσπάθεια ερμηνείας του Ορθοδόξου ήθους, που περιλαμβάνεται και το πολίτευμα της Εκκλησίας γενικώς:

Προ­κύ­πτει ό­τι υ­πάρ­χουν δύ­ο Αρ­χές και Ε­ξου­σί­ες Εκ­κλη­σι­α­στι­κές. Ο­πό­τε η σύ­γκρου­ση εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση καί, φυ­σι­κά, ο σκαν­δα­λι­σμός των χρι­στι­α­νών πο­λύς, ό­πως α­πε­δε­ί­χθη εκ των πραγ­μά­των. Ε­κτός αυ­τού. Τα Μο­να­στή­ρι­α εί­ναι αυ­τό­νο­μα και λει­τουρ­γούν α­νε­ξαρ­τή­τως της ποι­μαι­νο­ύ­σης Εκ­κλη­σί­ας; Το πρό­βλη­μα λύ­ουν οι 7 Ι­ε­ροί Κα­νό­νες της ΑΒ Συ­νό­δου.

Ό­σον και αν α­να­γνω­ρί­ζει κα­νε­ίς την ευ­αι­σθη­σί­αν των μο­να­χι­κών συ­νει­δή­σε­ων σε θέ­μα­τα πί­στε­ως, ό­μως ε­κεί­νο που βα­ρύ­νει εί­ναι τα ό­ρια δι­και­ο­δο­σί­ας των και η ε­πι­λο­γή τρό­πων α­ντι­δρά­σε­ως. Και ως προς το πρώ­τον, α­μαρ­τά­νο­μεν με την πα­ρά­καμ­ψη του οι­κε­ί­ου Ε­πι­σκό­που, προ­αρ­πά­ζο­ντες την συ­νε­τήν α­ντι­με­τώ­πι­σή του και εμ­φα­νι­ζό­με­νοι ως υ­πε­ρε­ξου­σί­α και ως συ­νε­ξου­σί­α. Ως δε προς το δε­ύ­τε­ρον, εμ­φα­νί­ζο­μεν στοι­χεί­α α­κρα­ί­ου ψυ­χι­κού φα­να­τι­σμού…

Σε­βα­στέ μου Γέροντα, δεν ε­πι­θυ­μώ να σας κου­ρά­σω. Ελ­πί­ζω στην σύ­νε­σή σας να α­ντι­λη­φθή­τε ό­τι, αι δι­α­τυ­πω­θεί­σαι α­πό­ψεις σας στην εν λό­γω ε­πι­στο­λήν σας, ά­γουν α­να­πο­δρά­στως σε α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις με­τά του οι­κε­ί­ου Ε­πι­σκό­που, ψυ­γω­μέ­νης της πο­λυ­τί­μου α­γά­πης, ά­νευ της ο­πο­ί­ας με­τα­βαλ­λό­με­θα σε κύμ­βα­λα α­λα­λά­ζο­ντα, και σκαν­δα­λι­ζο­μέ­νων των χρι­στι­α­νών. Διό και σας ι­κε­τε­ύ­ω, ως γέ­ρων τα­πει­νός μο­να­χός, ό­πως α­να­θε­ω­ρή­σε­τε την στά­ση της ι­ε­ράς Μο­νής σας έ­να­ντι των ε­κά­στο­τε Ε­πι­σκό­πων του Τόπου, ε­πει­δή εμ­φα­νι­ζό­με­νη ως δι­οι­κη­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή Αρ­χή, ε­γκυ­μο­νεί α­προσ­δο­κή­τους πε­ρι­πε­τε­ί­ας, δι­α­συ­ρο­μέ­νου και του σε­μνού τάγ­μα­τος του Μο­να­χι­σμού…

Ά­γι­ε Γέροντα, η Να­ύ­πα­κτος εί­ναι πο­λύ μι­κρή για να κρύ­ψει τις ψυ­χο­φθό­ρες τρι­βές με­τα­ξύ του Μη­τρο­πο­λί­του και των μο­να­χών του μο­να­δι­κού εν αυ­τή μο­να­στη­ρί­ου. Διό και σας ι­κε­τε­ύ­ω να φρο­ντί­σε­τε ώ­στε να αρ­θούν τα αί­τι­α των τρι­βών αυ­τών, που βλά­πτουν ό­λους και αυ­το­ύς α­κό­μη τους κα­λο­ύς υ­πο­τα­κτι­κο­ύς σας. Δόξα τώ Θε­ώ ο νέ­ος Μη­τρο­πο­λί­της της Ε­παρ­χί­ας σας έ­χει δώ­σει πολ­λά τε­κμή­ρι­α της Ορ­θο­δο­ξί­ας του και του α­να­λό­γου ή­θους, ώ­στε να μη δι­και­ο­λο­γεί­ται καμ­μί­α πρό­φα­ση ε­να­ντι­ό­τη­τος. Θα σας συ­νι­στού­σα να ε­πα­να­με­λε­τή­σε­τε με πνεύ­μα τα­πει­νο­φρο­σύ­νης και χρι­στι­α­νι­κής α­γά­πης το πε­ρι­ε­χό­με­νον των τρι­ών ε­πι­στο­λών και ελ­πί­ζω να α­να­κα­λύ­ψε­τε κά­ποι­ες ε­σφαλ­μέ­νες ε­κτι­μή­σεις και ε­πι­λο­γές σας.

Θα ευ­ρί­σκο­μαι στην Α­θή­να 4-5 η­μέ­ρες α­κό­μη και εί­μαι πρό­θυ­μος να βο­η­θή­σω, σύν Θε­ώ στην ε­ξο­μά­λυν­ση του προ­βλή­μα­τος, που ά­νευ λό­γου προ­έ­κυ­ψεν.

Με­τά της εν Χρι­στώ α­γά­πης και πολ­λής τι­μής

Ο φί­λος σας Θε­ό­κλη­τος Μο­να­χός Δι­ο­νυ­σι­ά­της».

Ο π. Σπυρίδων ουδέποτε απάντησε στον αείμνηστο Γέροντα, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, λίγους μήνες πρωτύτερα, κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πατρίδα του την Ναύπακτο, είχε επισκεφθή την Ιερά Μονή και είχε μιλήσει σε σύναξη «φίλων» της.

2.

Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων (Οκτ. 1998)

Η Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητη­μά­των μελέτησε πρώτη το θέμα, μετά από γνωμοδοτήσεις που έλαβε η Ιερά Μονή από καθηγητές Πανεπιστημίου –γιά να καθιερώση την νέα πολι­τειοκρατική αντίληψη που έχει για τον μοναχισμό, δηλαδή την ουσιαστική αυτονόμηση από την Εκκλησία και τον επιχώριο Επίσκοπο– και την εκ τούτου αναφορά του Μητροπολίτου προς την Ιερά Σύνοδο, και εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση (2442/16-10-1998) την οποία απεδέχθη η Ιερά Σύνοδος:

«Πρός την Ι­ε­ράν Σύ­νο­δον της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος

Εις α­πά­ντη­σιν του υ­π’ α­ριθμ. 2442/3720/1281/7-9-1998 Συ­νο­δι­κού εγ­γρά­φου προς την κα­θ’ η­μάς Ε­πι­τρο­πήν Δογ­μα­τι­κών και Νο­μο­κα­νο­νι­κών Ζη­τη­μά­των, δια­βι­βα­στι­κού προς η­μάς των υ­π’ α­ριθμ. 335/9-6-1998, 451/10-8-1998 και 522/10-9-1998 εγ­γρά­φων του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Αγ. Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου και των ε­πι­συ­να­πτο­μέ­νων εις ταύ­τα, δια των ο­πο­ί­ων αι­τεί­ται α­πό­φα­σις της η­με­τέ­ρας Ε­πι­τρο­πής ε­πί ζη­τη­μά­των λει­τουρ­γί­ας, διοι­κή­σε­ως και δια­χει­ρί­σε­ως Ι­ε­ρών Μο­νών (συ­γκε­κρι­μέ­νως δε της Ι­ε­ράς Μο­νής Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος – Ναυ­πά­κτου) α­να­φέ­ρο­μεν ό­τι δι­ε­ξελ­θού­σα η Ε­πι­τρο­πή τον φά­κελ­λον της υ­πο­θέ­σε­ως πα­ρα­τη­ρεί τα κά­τω­θι: α­πό της Δ’ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου της Χαλ­κη­δό­νος, έ­χει α­πο­φα­σι­σθή η πλή­ρης υ­πα­γω­γή της Μο­να­χι­κής Τά­ξε­ως υ­πό την Κα­νο­νι­κήν ρύθ­μι­σιν των κα­τ’ αυ­τήν, τό­σον του δι­και­ώ­μα­τος της ε­πι­λο­γής του Μο­να­χι­κού βί­ου, ό­σον και του τρό­που της προ­σκτή­σε­ως της μο­να­χι­κής ι­δι­ό­τη­τος και της α­σκή­σε­ως του μο­να­χι­κού βί­ου, υ­πό την Ε­πι­σκο­πι­κήν πά­ντο­τε ε­ξου­σί­αν υ­πα­γο­μέ­νης της μο­να­χι­κής α­δελ­φό­τη­τος. (Καν. Γ’, Δ’, Ζ’, Η’, Ι­ΣΤ’, Ι­Η’ της Χαλ­κη­δό­νος) πρβλ. Παν. Πα­να­γι­ω­τά­κου. Η εν Χαλ­κη­δό­νι Δ’ Οι­κουμ. Σύ­νο­δος, εν Α.Ε.Κ.Δ. Τ. ΣΤ’, 1951, σελ. 187 επ.

Πα­ραλ­λή­λως δε και δια των ο­ρι­ζο­μέ­νων υ­πό των άρ­θρων 3 παρ. 1 και 13 του ι­σχύ­ο­ντος Συ­ντάγ­μα­τος 1975/1986, (τά ο­ποί­α ε­ναρ­μο­νί­ζο­νται προς τους Ι­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας), εις τάς Κα­νο­νι­κάς δι­καιο­δο­σί­ας του Ε­πι­σκό­που α­νή­κει η ε­πο­πτεί­α ε­πί του μο­να­χι­κού βί­ου κα­θό­λου (βλ. άρ­θρον 39 παρ. 6 του Ν. 590/1977 «Πε­ρί του Κα­τα­στα­τι­κού Χάρ­του της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος»­. Την α­νω­τέ­ρω Κα­νο­νι­κήν δι­καιο­δο­σί­αν των Ε­πι­σκό­πων δεν δύ­να­ται να φαλ­κι­δε­ύ­ση ο κοι­νός νο­μο­θέ­της χω­ρίς να πα­ρα­βι­ά­ση το Σύ­νταγ­μα. Ο Ε­πι­σκο­πο­κε­ντρι­κός χα­ρα­κτήρ της Ορ­θο­δό­ξου κα­τ’ Α­να­το­λάς Εκ­κλη­σί­ας α­νά­γε­ται εις το δόγ­μα και κα­το­χυ­ρού­ται δια του Συ­ντάγ­μα­τος.

Α­ντι­θέ­τως προς τα α­νω­τέ­ρω πλη­θύ­νε­ται συ­νε­χώς η πα­ρα­γνώ­ρι­σις των Ε­πι­σκό­πων, εις τάς Μη­τρο­πό­λεις των ο­πο­ί­ων λει­τουρ­γούν αυ­θαι­ρε­τού­ντά τι­να Μο­να­στή­ρια, κα­τά πα­ρά­βα­σιν των Ι­ε­ρών Κα­νό­νων και της Ορ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως. Ού­τως πα­ρα­βι­ά­ζε­ται η κα­νο­νι­κή δι­ά­τα­ξις, κα­θ’ ήν: «Το­ύς κα­θ’ ε­κά­στην πό­λιν και χώ­ραν μο­νά­ζο­ντας, υ­πο­τε­τά­χθαι τώ Ε­πι­σκό­πω, και την η­συ­χί­αν α­σπά­ζε­σθαι, και προ­σέ­χειν μό­νη τη νη­στεί­α, και τη προ­σευ­χή εν οίς τό­ποις α­πε­τά­ξα­ντο, προ­σκαρ­τε­ρού­ντες, μή­τε δε εκ­κλη­σια­στι­κοίς, μή­τε βι­ω­τι­κοίς πα­ρε­νο­χλείν πράγ­μα­σιν, ή ε­πι­κοι­νω­νείν, κα­τα­λι­μπά­νο­ντες τα ί­δια μο­να­στή­ρια» και «Τόν Ε­πί­σκο­πον ε­ξου­σί­αν έ­χειν των της Εκ­κλη­σί­ας πραγ­μά­των.­.. ώ­στε κα­τά την αυ­τού ε­ξου­σί­αν πά­ντα δια­κεί­σθαι.­.. με­τά φό­βου Θε­ού και πά­σης ευ­λα­βεί­ας» (Κα­νό­νες Δ’ της εν Χαλ­κη­δό­νι Δ’ Οι­κουμ. Συ­νό­δου και ΜΑ’ των Αγ. Α­πο­στό­λων, Ράλ­λη – Ποτ­λή. Σύ­νταγ­μα Ι­ε­ρών Κα­νό­νων, Τό­μος Β’ σελ. 57 και 225 απ.­).

Συ­γκε­κρι­μέ­νως εις την κρι­νο­μέ­νην υ­πό­θε­σιν, ο Η­γο­ύ­με­νος και η μο­να­στι­κή α­δελ­φό­της της δια­λη­φθεί­σης Ι­ε­ράς Μο­νής, κα­ταγ­γέλ­λο­νται υ­πό του οι­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του ως α­θε­τού­ντες την Κα­νο­νι­κήν αυ­τού αρ­μο­δι­ό­τη­τα και ε­ξου­σί­αν, και ε­νερ­γού­ντες αυ­το­δι­κα­ί­ως (α­κρι­βέ­στε­ρον ει­πείν αυ­θαι­ρέ­τως) εις πλεί­στας πε­ρι­πτώ­σεις. Τα έγ­γρα­φα του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του α­να­φέ­ρο­νται εν­δει­κτι­κώς εις δέ­κα (10) τοια­ύ­τας πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­φρο­νή­σε­ως της ε­πι­σκο­πι­κής ε­ξου­σί­ας, εκ των ο­πο­ί­ων προ­κύ­πτει τά­σις και δι­ά­θε­σις χει­ρα­φε­τή­σε­ως της Ι­ε­ράς Μο­νής και α­πο­στα­σιο­ποι­ή­σε­ως εκ του οι­κεί­ου ε­πι­σκό­που (βλ. έγ­γρα­φον αυ­τού υ­π’ α­ριθμ. 335/9-6-1998). Αι τά­σεις αύ­ται δεν ευ­νο­ού­νται υ­πό των Ι­ε­ρών Κα­νό­νων. Η δε ε­πί­κλη­σις πα­ρερ­μη­νευ­ο­μέ­νων νο­μι­κών δια­τά­ξε­ων, προς στή­ρι­ξιν των εν λό­γω αυ­το­βο­ύ­λων ε­νερ­γει­ών των διοι­κο­ύ­ντων την ει­ρη­μέ­νην Ι­ε­ράν Μο­νήν, ε­λέγ­χε­ται α­βά­σι­μος, κα­θ’ ό­σον και εις πε­ρι­πτώ­σεις δια­φο­ρο­ποι­ή­σε­ως τυ­χόν των νό­μων έ­να­ντι των Ι­ε­ρών Κα­νό­νων, κα­τι­σχύ­ου­σιν και συ­νταγ­μα­τι­κώς οι Ι­ε­ροί Κα­νό­νες.

Κα­τά ταύ­τα, η Ε­πι­τρο­πή η­μών α­πο­φα­ί­νε­ται ό­τι αι αρ­μο­δι­ό­τη­τες του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που τυγ­χά­νου­σιν α­διαμ­φι­σβη­τή­τως ι­σχυ­ραί κα­τά πά­ντα. Ε­νέρ­γειαι δε της μο­να­στι­κής Α­δελ­φό­τη­τος γε­νό­με­ναι εν α­γνο­ί­α, και έ­τι μάλ­λον ε­πί α­γνο­ή­σει, του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που, εί­ναι κα­νο­νι­κώς α­θε­με­λί­ω­τοι και εκ­κλη­σια­στι­κώς α­πα­ρά­δε­κτοι και κα­τα­κρι­τέ­αι.

Ό­θεν α­πό­κει­ται εις τον οι­κεί­ον Μη­τρο­πο­λί­την, ό­πως πα­ραγ­γεί­λη τοίς πα­ρα­βά­ταις πλή­ρη συμ­μόρ­φω­σιν προς τάς ε­ντο­λάς και α­πο­φά­σεις αυ­τού ε­πί των υ­πό κρί­σιν ζη­τη­μά­των εν πα­ρα­κο­ή δε των ε­πί κε­φα­λής της Ι­ε­ράς Μο­νής, α­να­κα­λέ­ση το­ύ­τους εις την κα­νο­νι­κήν τά­ξιν και α­σκή­ση κα­τ’ αυ­τών την κα­τά νό­μον πει­θαρ­χι­κήν ε­ξου­σί­αν.

Πρός δε το­ύ­τοις, η Ε­πι­τρο­πή η­μών ευ­λα­βώς ει­ση­γεί­ται τη Ι­ε­ρά Συ­νό­δω, ό­πως δι’ ε­γκυ­κλί­ου Αυ­τής προς α­πο­φυ­γήν πα­ρο­μο­ί­ων πε­ρι­στα­τι­κών εν τώ μέλ­λο­ντι, γνω­ρί­ση εις τάς Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λεις, και δι’ αυ­τών εις τα αρ­μό­δια Η­γου­με­νο­συμ­βο­ύ­λια των Ι­ε­ρών Μο­νών, την κα­νο­νι­κήν τα­ύ­την, δια του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που, έ­γκρι­σιν των πρά­ξε­ων και των ε­κτε­λου­μέ­νων εκ­κλη­σια­στι­κών έρ­γων, ως και πά­σα άλ­λην δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των α­πο­φα­σι­ζο­μέ­νων υ­πό των Η­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ων.

Ε­λά­χι­στος εν Χρι­στώ α­δελ­φός

Ο Πρό­ε­δρος

+Ο ΠΑ­ΤΡΩΝ ΝΙ­ΚΟ­ΔΗ­ΜΟΣ».

Η ως άνω απόφαση της Συνοδικής αυτής Επιτροπής επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο με δική της απόφαση και εστάλη στον Μητροπολίτη, ο οποίος και την διεβίβασε στην Ιερά Μονή προς γνώση και εφαρμογή.

Επίσης,η Ιερά Σύνοδος απέστειλε Παραινετική Εγκύκλιο προς τους Μοναχούς της Εκκλησίας της Ελλάδος.

3.

Η Ιερά Σύνοδος εκδίδει ειδική Παραινετική Εγκύκλιος (Δεκ. 1998)

Η Ιερά Σύνοδος, με την ίδια αφορμή της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως, εξέδωσε ειδική παραινετική Συνοδική Εγκύκλιο (2670/5337/16-12-1998), η οποία έχει ως εξής:

«Πρός τους Πα­νο­σιο­λο­γι­ω­τά­τους Κα­θη­γου­μέ­νους και Ο­σι­ω­τά­τας Κα­θη­γου­μέ­νας και τάς Συ­νο­δεί­ας αυ­τών, της Αυ­το­κε­φά­λου Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος

Ο­σι­ώ­τα­τοι Πα­τέ­ρες και Ο­σι­ώ­τα­ται Μη­τέ­ρες, τέ­κνα η­μών εν Κυ­ρί­ω λί­αν προ­σφι­λή και πε­ρι­σπού­δα­στα, «χά­ρις, έ­λε­ος, ει­ρή­νη α­πό Θε­ού Πα­τρός και Κυ­ρί­ου Ι­η­σού Χρι­στού του Σω­τή­ρος η­μών» (Τίτ. 1,4).

Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος με ι­ε­ράν ε­γκαύ­χη­σιν χαι­ρε­τί­ζει υ­μάς «α­ξιο­πό­θη­τοι εις τον Θε­όν μο­νά­ζο­ντες» (Σε­ρα­πί­ω­νος Θμού­ε­ως, Πρός Μο­νά­ζο­ντας, PG. 40,933), διό­τι «η μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α εί­ναι καύ­χη­μα της Εκ­κλη­σί­ας του Χρι­στού» (Ι­σα­άκ του Σύ­ρου, Τα ευ­ρε­θέ­ντα α­σκη­τι­κά, έκδ. Θε­ο­τό­κη, σελ. 43) , ως α­πο­τε­λού­σα συ­νέ­χειαν της μαρ­τυ­ρι­κής στρα­τεί­ας και ο­μο­λο­γί­ας των πρώ­των αι­ώ­νων, ή­τοι του μαρ­τυ­ρί­ου του αί­μα­τος δια του μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως εν ο­λο­ψύ­χω δια Χρι­στόν αυ­τα­παρ­νή­σει. Α­σπά­ζε­ται με α­γά­πην εν Κυ­ρί­ω πά­ντο­τε την ο­σιό­τη­τα υ­μών την α­φι­ε­ρω­μέ­νην εις την ο­λο­τε­λή α­γά­πη­σιν του Θε­ού, κα­θώς «ε­πι­θυ­μεί­τε πά­ντο­τε να εί­σθε πα­ρα­στά­τες του Χρι­στού» (Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, Α­σκη­τι­κή προ­δια­τύ­πω­σις, PG. 31, 621). Κα­θ’ υ­πα­γό­ρευ­σιν του α­πό τον Θε­όν ω­ρι­σμέ­νου ποι­μα­ντο­ρι­κού της χρέ­ους, γη­θο­σύ­νως ε­πι­κοι­νω­νεί με­θ’ υ­μών και προ­σα­γο­ρεύ­ει την υ­πεί­κου­σαν προ­θυ­μί­αν της χρι­στο­νοί­ας υ­μών.

α) Οι πά­ντες πι­στεύ­ο­μεν και ο­μο­λο­γού­μεν, ό­τι η Μή­τηρ και τρο­φός της σω­τη­ρί­ας η­μών Μί­α, Α­γί­α, Κα­θο­λι­κή και Α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α ευ­ρί­σκε­ται εις α­διά­σπα­στον ε­νό­τη­τα με τον Θε­άν­θρω­πον Κύ­ριον η­μών Ι­η­σούν Χρι­στόν, «δι’ Ού και την προ­σα­γω­γήν ε­σχή­κα­μεν τη πί­στει εις την χά­ριν ταύ­την εν ή ε­στή­κα­μεν, και καυ­χώ­με­θα ε­π’ ελ­πί­δι της δό­ξης του Θε­ού». (Ρωμ. 5,2). Εις την εν Α­γί­ω Πνεύ­μα­τι ε­νό­τη­τα αυ­τήν θε­με­λι­ώ­νε­ται και ε­ποι­κο­δο­μεί­ται η ε­νό­της των με­λών της Εκ­κλη­σί­ας με­τα­ξύ των «εν σπλάγ­χνοις Ι­η­σού», ως δώ­ρη­μα τέ­λειον ά­νω­θεν, αλ­λά και ως ά­θλη­μα ά­ρι­στον. Αυ­τήν την ε­νό­τη­τα ο μεν Κύ­ριος α­πή­τη­σε α­πό τους Μα­θη­τάς Του λέ­γων: «­..κα­θώς η­γά­πη­σα υ­μάς, ί­να και υ­μείς α­γα­πά­τε αλ­λή­λους. Εν τού­τω γνώ­σο­νται πά­ντες ό­τι ε­μοί μα­θη­ταί ε­στε, ε­άν α­γά­πην έ­χη­τε εν αλ­λή­λοις». (Ι­ω­άν.13, 34-35) Και ο Α­πό­στο­λος των Ε­θνών και φω­τι­στής η­μών Παύ­λος, στό­μα Χρι­στού, εκ­κλη­σιο­λο­γών δια την ε­νό­τη­τα αυ­τήν εις την Α` προς Κο­ριν­θί­ους ε­πι­στο­λήν του γρά­φει: «Υ­μείς ε­στε σώ­μα Χρι­στού και μέ­λη εκ μέ­ρους», (Α` Κορ. 12,17) και εις την (κα­τ’ ε­ξο­χήν εκ­κλη­σιο­λο­γι­κήν ε­πι­στο­λήν του) προς Ε­φε­σί­ους συ­μπλη­ρώ­νει: «Α­λη­θεύ­ο­ντες δε εν α­γά­πη αυ­ξή­σω­μεν εις αυ­τόν τα πά­ντα, Ός ε­στιν η κε­φα­λή, ο Χρι­στός, εξ Ού πάν το σώ­μα συ­ναρ­μο­λο­γού­με­νον και συμ­βι­βα­ζό­με­νον.­.­..τήν αύ­ξη­σιν του σώ­μα­τος ποι­εί­ται εις οι­κο­δο­μήν ε­αυ­τού εν α­γά­πη» (Ε­φεσ.4,15-16)

β) Η μυ­στη­ρια­κή και α­γιο­πνευ­μα­τι­κή ε­νό­της των πι­στών με τον Κύ­ριον και με­τα­ξύ των, συμ­φώ­νως προς την εκ­κλη­σιο­λο­γί­αν των Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, κα­θί­στα­ται ε­νερ­γός και α­σφα­λής δια μέ­σου του υ­ψί­στου εκ­κλη­σια­στι­κού χα­ρί­σμα­τος του Ε­πι­σκό­που, ο ο­ποί­ος ί­στα­ται εν μέ­σω των πι­στών εις τύ­πον και τό­πον Χρι­στού, κα­τά τον Θε­ο­φό­ρον Ι­γνά­τιον. Ο Ε­πί­σκο­πος, φο­ρεύς της πνευ­μα­τι­κής ε­ξου­σί­ας της α­πο­στο­λι­κής δια­δο­χής και δι­δα­σκα­λί­ας, α­πο­τε­λεί το ο­ρα­τόν κέ­ντρον της ευ­χα­ρι­στια­κής συ­νά­ξε­ως της Εκ­κλη­σί­ας και το μό­νον α­με­τά­θε­τον εκ­κλη­σιο­λο­γι­κόν θε­μέ­λιον της ε­νό­τη­τος αυ­τής. Τοιου­το­τρό­πως, κα­τά τον αυ­τόν Α­πο­στο­λι­κόν Πα­τέ­ρα, «α­σφα­λής λει­τουρ­γί­α εί­ναι ε­κεί­νη, η ο­ποί­α τε­λεί­ται α­πό τον Ε­πί­σκο­πον ή ό­ποιον ε­κεί­νος ε­πι­τρέ­ψει να την τε­λέ­ση» και «ό­που φα­νή ο Ε­πί­σκο­πος, ε­κεί να προ­στρέ­χη και το πλή­θος των πι­στών, ό­πως α­κρι­βώς ό­που εί­ναι ο Χρι­στός, ε­κεί πα­ρευ­ρί­σκε­ται ό­λη η στρα­τιά των ου­ρα­νών». (Πρός Σμυρ­ναί­ους,8). Πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­ρί αυ­τού του ζη­τή­μα­τος θε­ο­λο­γεί εκ­κλη­σιο­λο­γι­κώς ο ό­ντως Θε­ο­φό­ρος Ι­γνά­τιος εις την προ­μνη­σθεί­σαν Ε­πι­στο­λήν του προς τους Σμυρ­ναί­ους. Διά τού­το και η α­προ­σω­πό­λη­πτος ε­νό­της με τον Ε­πί­σκο­πον δη­λώ­νει την ε­νό­τη­τα με τον Θε­όν, ε­νώ η διά­σπα­σις της κοι­νω­νί­ας με τον Ε­πί­σκο­πον συ­νε­πά­γε­ται α­να­πο­φεύ­κτως την άρ­νη­σιν του μυ­στη­ρί­ου της Εκ­κλη­σί­ας, την α­πο­κο­πήν α­π’ Αυ­τής και την α­πώ­λειαν της εν Χρι­στώ σω­τη­ρί­ας. Ό­πως «τό κλή­μα ου δύ­να­ται καρ­πόν φέ­ρειν α­φ’ ε­αυ­τού, ε­άν μη μεί­νη εν τη α­μπέ­λω» (Ι­ω­άν.15,4), τοιου­το­τρό­πως και κά­θε πι­στός α­πο­λέ­σας την με­τά του Ε­πι­σκό­που ε­νό­τη­τα, δεν δύ­να­ται να υ­φί­στα­ται ως μέ­λος της Εκ­κλη­σί­ας, ού­τε να α­πο­λαμ­βά­νη της σω­ζού­σης Χά­ρι­τος, δε­δο­μέ­νου ό­τι η σω­τη­ρί­α δεν α­πο­τε­λεί κά­ποιαν α­το­μι­κήν ε­ξα­σφά­λι­σιν α­γι­ω­σύ­νης, αλ­λά πλή­ρη μυ­στη­ρια­κήν και πνευ­μα­τι­κήν εν­σω­μά­τω­σιν εις την Εκ­κλη­σί­αν, και χω­ρίς τον Ε­πί­σκο­πον «Εκ­κλη­σί­α ου κα­λεί­ται».

γ) Η σω­τή­ριος αύ­τη δι­δα­σκα­λί­α εί­ναι εις την ε­πο­χήν μας ι­διαι­τέ­ρως ε­πί­και­ρος. Διό­τι, εξ αι­τί­ας της πε­ριρ­ρε­ού­σης α­πο­στα­σί­ας, πα­ρα­τη­ρεί­ται άμ­βλυν­σις του εκ­κλη­σια­στι­κού και εκ­κλη­σιο­λο­γι­κού φρο­νή­μα­τος των Χρι­στια­νών, σύγ­χυ­σις δια τα πλέ­ον ση­μα­ντι­κά της α­μω­μή­του πί­στε­ως και χρι­στο­ζω­ής, σφα­λε­ρά α­ντί­λη­ψις, ό­τι η­μπο­ρεί να υ­πάρ­ξη θε­ο­σέ­βεια ε­ντός ευ­σε­βών ο­μά­δων πα­ραλ­λή­λως ή υ­πε­ρά­νω της Εκ­κλη­σί­ας και ο­λε­θρί­α χα­λά­ρω­σις του συν­δέ­σμου πολ­λών Χρι­στια­νών με το έν και α­διαί­ρε­τον Σώ­μα της Εκ­κλη­σί­ας. Δι’ αυ­τόν τον λό­γον προ­βάλ­λει α­να­πό­δρα­στον και κα­τε­πεί­γον το χρέ­ος η­μών δια την κα­τή­χη­σιν του Λα­ού του Θε­ού, προς με­τά­νοιαν και ε­δραί­ω­σίν του εις την ορ­θό­δο­ξον πί­στιν και εις την πι­στό­τη­τα προς το θε­ο­ΐ­δρυ­τον και θε­ό­σω­στον σύ­στη­μα της Εκ­κλη­σί­ας. Μέ την συ­ναί­σθη­σιν της τοιαύ­της με­γί­στης ευ­θύ­νης η­μών, προ­σβλέ­πο­μεν προς τους Κλη­ρι­κούς συ­νερ­γά­τας η­μών εις την δια­ποί­μαν­σιν της α­γί­ας Ποί­μνης του Χρι­στού, αλ­λά και προς υ­μάς, τους εν­δυ­θέ­ντας το ά­γιον αγ­γε­λι­κόν σχή­μα, οι ο­ποί­οι ε­πι­με­λεί­σθε την έκ­καυ­σιν της προς Χρι­στόν και τον πλη­σί­ον α­γά­πης κα­τά την θε­ο­φι­λή ά­σκη­σιν της α­δια­λεί­πτου προ­σευ­χής και γί­γνε­σθε φώς των εν τώ κό­σμω πι­στών, κα­τά τον λό­γον του Ο­σί­ου Πα­τρός η­μών Ι­ω­άν­νου του Σι­να­ΐ­του «Φώς μεν μο­να­χοίς, άγ­γε­λοι. Φως δε πά­ντων αν­θρώ­πων, μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α». (Κλί­μαξ, 26,23.)

δ) Διά τού­το πα­τρι­κώς πα­ρα­κα­λού­μεν και προ­τρε­πό­με­θα: Τη­ρή­σα­τε α­σά­λευ­τον την με­τά του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που ε­νό­τη­τα και υ­περ­μα­χή­σα­τε αυ­τής, εν τώ συν­δέ­σμω της δια Χρι­στόν υι­ο­πρε­πούς προς αυ­τόν α­γά­πης, ε­μπι­στο­σύ­νης και υ­πα­κο­ής, δε­χό­με­νοι εν τώ προ­σώ­πω αυ­τού τον δι­ά­δο­χον των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων, τον υ­πό του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού α­πο­στα­λέ­ντα εις υ­μάς, και αυ­τό δι­δά­ξα­τε εις τους προς υ­μάς προ­σερ­χο­μέ­νους. Υ­μείς καλ­λί­τε­ρον πα­ντός άλ­λου γνω­ρί­ζε­τε, ό­τι το κύ­ριον του Μο­να­χι­σμού συ­στα­τι­κόν εί­ναι η υ­πα­κοή, το α­ντί­δο­τον της ο­λε­θρο­τό­κου α­νη­κο­ΐ­ας των Πρω­το­πλά­στων και σω­τή­ριον μί­μη­μα της ά­κρας μέ­χρι θα­νά­του υ­πα­κο­ής του Δε­σπό­του η­μών. Και η ά­σκη­σις της υ­πα­κο­ής -εις τα ε­κτός των μο­να­στι­κών κα­θη­κό­ντων υ­μών- ε­πο­φεί­λε­ται πρω­τί­στως προς την Εκ­κλη­σί­αν, η ο­πο­ί­α «να­ός Θε­ού ε­στι και το Πνεύ­μα του Θε­ού οι­κεί» εν αυ­τή (Α’ Κορ. 3, 16). Τοιου­το­τρό­πως, και εις τού­το το κε­φα­λαι­ώ­δες κή­ρυγ­μα της εκ­κλη­σιο­λο­γί­ας δια των έρ­γων της εκ­κλη­σια­στι­κής ευ­πει­θεί­ας και των λό­γων της εκ­κλη­σιο­λο­γι­κής υ­πα­κο­ής και των ε­κτε­νών προ­σευ­χών υ­μών θα φω­τί­ση­τε τους εν τώ κό­σμω α­δελ­φο­ύς υ­μών.

ε) Ό­λα αυ­τά με πε­ρίσ­σειαν πα­τρι­κής φρο­ντί­δος και ποι­μα­ντι­κής α­γω­νί­ας εκ συ­νο­χής καρ­δί­ας γρά­φο­μεν προς υ­μάς, ε­πει­δή ε­πλη­ρο­φο­ρή­θη­μεν α­πό τους ε­κα­στα­χού α­γί­ους Ι­ε­ράρ­χας δια πε­ρι­πτώ­σεις μο­να­ζό­ντων εκ του ι­ε­ρού σας κα­τα­λό­γου «α­τά­κτως πε­ρι­πα­το­ύ­ντων» (Β’ Θεσ. 3, 6), πα­ρά τα υ­πό της εκ­κλη­σιο­λο­γί­ας της τε Και­νής Δια­θή­κης και των Ι­ε­ρών Κα­νό­νων ο­ρι­ζό­με­να. Αυ­τοί πά­σχουν βε­βα­ί­ως κά­ποιο αν­θρώ­πι­νον πά­θος, αλ­λά α­στο­χούν ως προς τον κα­τά Θε­όν σκο­πόν του α­σκη­τι­κού βί­ου. «‘­Ε­πα­ί­ρο­νται υ­πέρ τους ε­αυ­τών ό­ρους» και α­θε­τούν την γνώ­μην του πνευ­μα­τι­κώς και εκ­κλη­σιο­λο­γι­κώς κυ­ρι­άρ­χου Ποι­μέ­νος, μη πει­θαρ­χού­ντες ε­σω­τε­ρι­κώς προς τάς ε­ντο­λάς του, με­ρι­κάς δε φο­ράς ι­διο­ποιο­ύ­με­νοι την θε­όσ­δο­τον ε­ξου­σί­αν του. ‘­Εκ της πνευ­μα­τι­κής των δια­κο­νί­ας, την ο­πο­ί­αν ε­πι­τε­λούν μάλ­λον «ψι­λώ μό­νω ο­νό­μα­τι» του Ποι­με­νάρ­χου των, γί­νο­νται πε­ρι­φα­νείς κα­τά κό­σμον και α­κο­λο­ύ­θως αυ­θαι­ρέ­τως υ­πο­δύ­ο­νται τους αυ­το­γνώ­μο­νας και αυ­το­κε­φά­λους Ποι­μέ­νας, μη πα­ρα­μέ­νο­ντες «εις τους ε­αυ­τών ό­ρους» και «ε­φ’ ώ ε­τά­χθη­σαν» δια της χρι­στο­μι­μή­του τα­πει­νώ­σε­ως. Μά­λι­στα, δια των λό­γων και των έρ­γων της κε­κρυμ­μέ­νης α­νη­κο­ΐ­ας ε­αυ­τών προ­κα­λούν α­να­στά­τω­σιν και σύγ­χυ­σιν εις τάς συ­νει­δή­σεις των ευ­πί­στων αν­θρώ­πων, πε­ρί του εκ­κλη­σια­στι­κώς ορ­θού και πρα­κτέ­ου, «φθεί­ρο­ντες τον Να­όν του Θε­ού» (βλ. Α’ Κορ. 3, 17).

στ) Πα­λαι­όν το πά­θος, και αρ­χαί­ος ο υ­πο­κι­νών πτερ­νι­στής. Διά την δι­όρ­θω­σιν των τοιο­ύ­των δει­νών, η Δ’ εν Χαλ­κη­δό­νι Οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, δια των δ’ και η’ Κα­νό­νων αυ­τής, ώ­ρι­σεν ά­παξ δια πα­ντός τα α­φο­ρώ­ντα εις την κα­νο­νι­κήν σχέ­σιν των Μο­να­χών με­τά του ε­πι­χω­ρί­ου Ε­πι­σκό­που:

«Το­ύς δε κα­θ’ ε­κά­στην πό­λιν και χώ­ραν μο­νά­ζο­ντας υ­πο­τε­τά­χθαι τώ Ε­πι­σκό­πω, και την η­συ­χί­αν α­σπά­ζε­σθαι, και προ­σέ­χειν μό­νη τη νη­στεί­α και τη προ­σευ­χή, εν οίς τό­ποις α­πε­τά­ξα­ντο, προ­σκαρ­τε­ρού­ντες, μή­τε δε εκ­κλη­σια­στι­κοίς, μή­τε βι­ω­τι­κοίς πα­ρε­νο­χλείν πράγ­μα­σιν, ή ε­πι­κοι­νω­νείν, κα­τα­λι­μπά­νο­ντες τα ί­δια μο­να­στή­ρια, ει μή­πο­τε ά­ρα ε­πι­τρα­πεί­εν δια χρεί­αν α­να­γκα­ί­αν υ­πό του της πό­λε­ως Ε­πι­σκό­που.

«Οι κλη­ρι­κοί των .­..μο­να­στη­ρί­ων .­..υ­πό την ε­ξου­σί­αν των εν ε­κά­στη πό­λει Ε­πι­σκό­πων, κα­τά την των Α­γί­ων Πα­τέ­ρων πα­ρά­δο­σιν, δια­με­νέ­τω­σαν, και μη κα­τά αυ­θά­δειαν α­φη­νι­ά­τω­σαν του ι­δί­ου Ε­πι­σκό­που. Οι δε τολ­μώ­ντες α­να­τρέ­πειν την τοια­ύ­την δια­τύ­πω­σιν, κα­θ’ οί­ον δή­πο­τε τρό­πον, και μη υ­πο­τατ­τό­με­νοι τώ ι­δί­ω Ε­πι­σκό­πω, ει μεν εί­εν Κλη­ρι­κοί, τοίς των Κα­νό­νων υ­πο­κεί­σθω­σαν ε­πι­τι­μί­οις, ει δε μο­νά­ζο­ντες ή λα­ϊ­κοί, έ­στω­σαν α­κοι­νώ­νη­τοι».

Φρι­κταί αι ε­πα­πει­λο­ύ­με­ναι ποι­ναί, αλ­λ’, ό­πως συ­μπε­ρα­ί­νο­μεν εκ της με­λέ­της των Κα­νό­νων, φρι­κτό­τε­ρα τα ού­τω τι­μω­ρο­ύ­με­να α­δι­κή­μα­τα κα­τά της Εκ­κλη­σί­ας. Τόν τε­λευ­ταί­ον Κα­νό­να ερ­μη­νε­ύ­ει ο Ά­γιος Νι­κό­δη­μος ο Α­γιο­ρεί­της και το­νί­ζει σα­φέ­στε­ρα: «Δια­τί δε α­νω­τέ­ρω ει­πών ο Κα­νών, Κλη­ρι­κο­ύς και Μο­να­χο­ύς μό­νον, κά­τω­θεν λέ­γει και λα­ϊ­κο­ύς; δια να φα­νε­ρώ­ση τους λα­ϊ­κους ε­κεί­νους, εις το θάρ­ρος των ο­πο­ί­ων και την υ­πε­ρά­σπι­σιν ε­πι­στη­ρι­ζό­με­νοι οι Κλη­ρι­κοί και Μο­να­χοί, αυ­θα­δι­ά­ζου­σι κα­τά του Αρ­χι­ε­ρέ­ως, και δεν υ­πο­τάσ­σο­νται εις αυ­τόν» (Πη­δά­λιον, έκδ. Α­στέ­ρος, σελ. 191). Τοιου­το­τρό­πως, οι μεν α­νυ­πά­κου­οι προς τον Ε­πί­σκο­πον Μο­να­χοί α­φέ­ντες τον Χρι­στόν ε­στη­ρί­ζο­ντο εις τους λα­ϊ­κο­ύς ο­πα­δο­ύς, οι δε λα­ϊ­κοί ο­πα­δοί α­φέ­ντες την Εκ­κλη­σί­αν α­νη­γό­ρευ­ον τους αυ­το­κλή­τους σω­τή­ρας ως ποι­μέ­νας των, με α­πο­τέ­λε­σμα την φθο­ράν και την α­πώ­λειαν των ψυ­χών αμ­φο­τέ­ρων.

ζ) Διά τού­το, προς προ­τρο­πήν των ο­λε­θρο­τό­κων αυ­τών δει­νών, πα­ρα­κα­λού­μεν πα­τρι­κώς υ­μάς να έ­χη­τε φι­λό­θε­ον η­συ­χί­αν και φι­λό­χρι­στον υ­πα­κο­ήν προς τον οι­κεί­ον Ε­πί­σκο­πον, κα­τά τα ο­ρι­ζό­με­να α­πό τους Ι­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας. «Υ­μείς γάρ ουκ ε­γέ­νε­σθε ζω­γρή­μα­τα του δια­βό­λου, αλ­λ’ ε­σα­γη­νε­ύ­θη­τε τη σα­γή­νη του Χρι­στού εκ της αλ­μυ­ράς του κό­σμου α­κα­τα­στα­σί­ας» (Σε­ρα­πί­ω­νος Θμού­ε­ως, ένθ. αν.­). Και πά­λιν, υ­πεν­θυ­μί­ζο­μεν υ­μίν τα ι­ε­ρά θέ­σμια της Εκ­κλη­σί­ας, τα ο­ποί­α δια­σφα­λί­ζουν την πνευ­μα­τι­κήν υ­γεί­αν της κα­τά Χρι­στόν πο­λι­τεί­ας υ­μών: «Αι.­.. των Μο­να­χών συν­θή­και υ­πο­τα­γής λό­γον ε­πέ­χου­σι και μα­θη­τεί­ας, αλ­λ’ ου­χί δι­δα­σκα­λί­ας ή προ­ε­δρί­ας, ου­δέ ποι­μα­ί­νειν άλ­λους, αλ­λά ποι­μα­ί­νε­σθαι ε­παγ­γέλ­λο­νται» (Β’ Κα­νών της εν τη Α­γί­α Σο­φί­α Συ­νό­δου). Άλ­λω­στε, «οίς ο βί­ος η­σύ­χιος και μο­νό­τρο­πος, ο συ­ντα­ξά­με­νος Κυ­ρί­ω τώ Θε­ώ ζυ­γόν μο­νή­ρη ά­ραι, κα­θί­σε­ται κα­τά μό­νας και σι­ω­πή­σει» (κβ’ Κα­νών της Ζ’ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου). Αυ­τό α­κρι­βώς συ­νι­στά την ου­σί­αν του μο­να­χι­κού πο­λι­τε­ύ­μα­τος, η η­συ­χα­στι­κή τή­ρη­σις του νο­ός η α­δια­λεί­πτως τώ Χρι­στώ προ­σο­μι­λού­σα και η της καρ­δί­ας κά­θαρ­σις μνη­στευ­θεί­σης τώ α­θα­νά­τω Νυμ­φί­ω και η α­κα­τά­παυ­στος και ι­σάγ­γε­λος νο­ε­ρά α­δο­λε­σχί­α της προ­σευ­χη­τι­κής θε­ο­κοι­νω­νί­ας, η ο­πο­ί­α α­περ­γά­ζε­ται ου­ρα­νόν την καρ­δί­αν του θε­ό­φρο­νος και ε­σοι­κί­ζει τον Χρι­στόν και Τόν ε­ξι­λε­ώ­νει δια της προ­σευ­χής υ­πέρ του σύ­μπα­ντος κό­σμου. «Μο­να­χός ε­στιν ο πά­ντων α­πο­στάς και πά­σι συ­νημ­μέ­νος» δι’ ε­μπό­νου προ­σευ­χής και ου­χί ο πά­σι συ­νημ­μέ­νος και της α­λη­θούς η­συ­χί­ας α­πο­στάς. Η δυ­τι­κό­πλη­κτος και κο­σμι­κόρ­φων εκ­δο­χή πε­ρί Μο­να­χι­σμού, υ­πό το πρό­σχη­μα της «ευ­κό­λου ο­δού» της δια­κο­νί­ας των εν κό­σμω δια των συγ­χρό­νων ποι­μα­ντι­κών με­θό­δων, αι ο­ποί­αι αρ­μό­ζουν εις την Ε­πι­σκο­πήν και τάς Ε­νο­ρί­ας, ου­σια­στι­κώς α­φαι­ρεί κά­τι ή και πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεί­α α­πό το μο­να­στι­κόν η­συ­χα­στι­κόν ή­θος και τον βί­ον, προς ζη­μί­αν του ε­νός «ού ε­στι χρεί­α», ε­φ’ ό­σον α­σκεί­ται ά­νευ εκ­κλη­σια­στι­κής ευ­λο­γί­ας. Ε­άν οι τό­ποι της α­σκή­σε­ως με­τα­βάλ­λο­νται εις Ε­νο­ρί­ας και Ε­πι­σκο­πάς, και μά­λι­στα με ψυ­χω­λέ­τη­ρα υ­πέρ­βα­σιν των μο­να­χι­κών ο­ρί­ων, μή­πως τε­λι­κώς η του κό­σμου α­κα­τα­στα­σί­α λυ­μα­ί­νε­ται την του Μο­να­χι­σμού ευ­κο­σμί­αν και α­φή­νει μό­νον το ό­νο­μα; «Ε­άν δε και το ά­λας (τής γνη­σί­ας και πα­τρο­πα­ρα­δό­του ορ­θο­δό­ξου α­σκή­σε­ως) μω­ραν­θή, εν τί­νι αρ­τυ­θή­σε­ται;­». (βλ. Λουκ. 14, 34).

η) Γνω­ρί­ζο­μεν, ό­τι ε­νί­ο­τε τα τοιαύ­τα έ­σω­θεν πά­θη κρύ­πτο­νται υ­πό το προ­σω­πεί­ον του α­δια­κρί­του και α­φω­τί­στου ζή­λου υ­πέρ της ευ­σε­βεί­ας και α­να­ζη­τούν ε­ρεί­σμα­τα εις το πα­ρά­δειγ­μα Θε­ο­φό­ρων Ο­σί­ων, οι ο­ποί­οι ό­μως η­γω­νί­σθη­σαν ό­χι δια την ι­δι­κήν των κο­σμι­κό­φρο­να δό­ξαν και εκ του α­σφα­λούς, αλ­λά δια την Εκ­κλη­σί­αν και τους ορ­θο­δό­ξους Ποι­μέ­νας Της, με αυ­τα­πάρ­νη­σιν.

Ε­πί τη ευ­και­ρί­α δια­βε­βαιού­μεν υ­μάς ως προς γνή­σια τέ­κνα εν Κυ­ρί­ω, ό­τι και την ι­δι­κήν μας ε­σχά­την λο­γο­δο­σί­αν α­να­λο­γι­ζό­με­θα α­νυ­στά­κτως και την ι­δι­κήν σας α­γω­νί­αν ε­νω­τι­ζό­με­θα πα­τρι­κώς. «‘­Ε­στή­κα­μεν και κρα­τού­μεν τάς πα­ρα­δό­σεις» και ι­στά­με­θα πά­ντο­τε ε­πί των ό­ρων της Ορ­θο­δο­ξί­ας κα­τά τάς διορ­θο­δό­ξους δια­βου­λε­ύ­σεις πε­ρί της πο­ρεί­ας των Δια­λό­γων με τάς άλ­λας Χρι­στια­νι­κάς Ο­μο­λο­γί­ας. Ως εκ το­ύ­του, η μεν ευ­αι­σθη­σί­α υ­μών εί­ναι θε­μι­τή και ευ­λο­γη­τή, η υ­πο­βο­λι­μα­ί­α ό­μως αμ­φι­βο­λί­α με­ρι­κών πρέ­πει να διορ­θω­θή.

Πε­ρί του ζη­τή­μα­τος το­ύ­του, υ­πεν­θυ­μί­ζο­μεν υ­μίν ε­πί πλέ­ον, ό­τι η Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού, ού­σα Κα­θο­λι­κή και Ορ­θό­δο­ξος, κα­τά την ι­στο­ρι­κήν Της πο­ρεί­αν ε­τέ­λει, υ­πό προ­ϋ­πο­θέ­σεις, εν δια­λό­γω με­θ’ αι­ρε­τι­κών, με την προσ­δο­κί­αν της με­τα­νο­ί­ας των και της ε­πι­στρο­φής. Κα­θώς οι Ά­γιοι Α­πό­στο­λοι η­γω­νί­σθη­σαν προς δι­ά­δο­σιν του Ευ­αγ­γε­λί­ου εις τα έ­θνη, τοιου­το­τρό­πως και οι Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες η­μών, εν οίς Α­θα­νά­σιος και Βα­σί­λειος οι Με­γά­λοι, Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος, Μά­ξι­μος ο Ο­μο­λο­γη­τής και Γρη­γό­ριος Θεσ­σα­λο­νί­κης ο Πα­λα­μάς, α­νέ­λα­βον πο­λύν α­γώ­να προς μαρ­τυ­ρί­αν της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως και ε­πα­να­γω­γήν των πε­πλα­νη­μέ­νων. Διά το έρ­γον των αυ­τό ε­συ­κο­φα­ντή­θη­σαν πολ­λά­κις ως αι­ρε­τι­κοί ή αι­ρε­τί­ζο­ντες α­πό με­ρι­κο­ύς πι­στο­ύς μη δυ­να­μέ­νους να κα­τα­νο­ή­σουν το μυ­στή­ριον της α­γά­πης του Σω­τή­ρος Χρι­στού, η ο­πο­ί­α πε­ρι­πτύσ­σε­ται τον σύ­μπα­ντα κό­σμον και θέ­λει «πά­ντας αν­θρώ­πους σω­θή­ναι και εις ε­πί­γνω­σιν α­λη­θεί­ας ελ­θείν». (Α’ Τιμ. 2, 4).

θ) Κα­τα­κλεί­ο­ντες, πα­ρα­κα­λού­μεν πα­τρι­κώς και πά­λιν υ­μάς, «το­ύς εν αν­θρώ­ποις και υ­πέρ τα αν­θρώ­πι­να» (Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου, κα­τά Ι­ου­λια­νού στη­λι­τευ­τι­κός Α’, P.G. 35, 593), να δια­τη­ρή­σε­τε δια της χρι­στο­μι­μή­του υ­πα­κο­ής και ο­λο­τε­λούς ε­σω­τε­ρι­κής ευ­πει­θεί­ας α­σά­λευ­τον την ε­νό­τη­τα προς τον Ε­πί­σκο­πον, α­να­γνω­ρί­ζο­ντες, ό­τι εις αυ­τήν έ­γκει­ται το συμ­φέ­ρον υ­μών και ό­λων των πι­στών, ε­φ’ ό­σον η προς τον Ε­πί­σκο­πον δια Χρι­στόν υ­πα­κοή δια­βα­ί­νει εις αυ­τό τού­το το πρό­σω­πον του Θε­αν­θρώ­που Ι­η­σού Χρι­στού.

Εις την τοια­ύ­την ε­νό­τη­τα προ­σκα­λεί πά­ντας, και η­μάς και τους υ­φ’ η­μάς, τον ι­ε­ρόν Κλή­ρον και τον φι­λό­χρι­στον Λα­όν και την α­γί­αν πα­ρεμ­βο­λήν των Μο­να­χών, ο Θε­ός και Σω­τήρ η­μών, «τό Α και το Ω, ο πρώ­τος και ο έ­σχα­τος, αρ­χή και τέ­λος. Μα­κά­ριοι οι ποιού­ντες τάς ε­ντο­λάς Αυ­τού, ί­να έ­σται η ε­ξου­σί­α αυ­τών ε­πί το ξύ­λον της ζω­ής, και τοίς πυ­λώ­σιν ει­σέλ­θω­σιν εις την πό­λιν» (Α­ποκ. 22, 13-14). Τού­το πα­τρι­κώς ε­πευ­χό­με­θα υ­πέρ της τα­πει­νό­φρο­νος και ευ­πει­θούς θε­ο­φι­λί­ας υ­μών. Α­μήν!

+ Ο Α­θη­νών ΧΡΙ­ΣΤΟ­ΔΟΥ­ΛΟΣ, Πρό­ε­δρος,

+ Ο Στα­γών και Με­τε­ώ­ρων ΣΕ­ΡΑ­ΦΕΙΜ,

+ Ο Και­σα­ρια­νής, Βύ­ρω­νος και Υ­μητ­τού ΓΕ­ΩΡ­ΓΙΟΣ,

+ Ο Με­σο­γα­ί­ας και Λαυ­ρε­ω­τι­κής Α­ΓΑ­ΘΟ­ΝΙ­ΚΟΣ,

+ Ο Με­γά­ρων και Σα­λα­μί­νος ΒΑΡ­ΘΟ­ΛΟ­ΜΑΙΟΣ,

+ Ο Χαλ­κί­δος ΧΡΥ­ΣΟ­ΣΤΟ­ΜΟΣ,

+ Ο Θεσ­σα­λι­ώ­τι­δος και Φα­να­ριο­φερ­σά­λων ΚΛΕ­Ο­ΠΑΣ,

+ Ο Μυ­τι­λή­νης, Ε­ρεσ­σού και Πλω­μα­ρί­ου ΙΑ­ΚΩ­ΒΟΣ,

+ Ο Λή­μνου και Α­γί­ου Ευ­στρα­τί­ου Ι­Ε­ΡΟ­ΘΕ­ΟΣ,

+ Ο Γου­με­νίσ­σης, Α­ξιου­πό­λε­ως και Πο­λυ­κά­στρου ΔΗ­ΜΗ­ΤΡΙΟΣ,

+ Ο Βε­ρο­ί­ας και Να­ο­ύ­σης ΠΑ­ΝΤΕ­ΛΕ­Η­ΜΩΝ,

+ Ο Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως, Πω­γω­νια­νής και Κο­νί­τσης ΑΝ­ΔΡΕ­ΑΣ,

+ Ο Ξάν­θης και Πε­ρι­θε­ω­ρί­ου ΠΑ­ΝΤΕ­ΛΕ­Η­ΜΩΝ».

Ο Αρ­χι­γραμ­μα­τεύς, Αρ­χιμ. Δα­νι­ήλ Πουρ­τσου­κλής».

4.

Η πρώτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (Δεκ. 1998 – Ιαν. 1999)

Η Ιερά Σύνοδος δεν αρκέσθηκε στην έκδοση της Συνοδικής Αποφάσεως και της παραινετικής Εγκυκλίου, αλλά όρισε και Τριμελή Συνοδική Επιτροπή, που αποτελείτο από τους Μητροπολίτες Στα­γών και Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ, Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως, Πω­γω­νια­νής και Κο­νί­τσης κ. Ανδρέα, Ξάν­θης και Πε­ρι­θε­ω­ρί­ου κ. Παντελεήμονα. Η Επιτροπή ύστερα από συζήτηση με τα δύο μέρη και από έρευνα κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, που αποτυπώθηκαν: α) Σε Συνοδική Απόφαση (263/19-1-1999) και β) επιστολή που απέστειλαν οι ως άνω Αρχιερείς στον Μητροπολίτη:

α) Συνοδική Απόφαση

«Πρός τον Πα­νο­σιο­λο­γι­ώ­τα­τον Αρ­χι­μαν­δρί­την κ. Σπυ­ρί­δω­να Λο­γο­θέ­την

Ι­ε­ρο­κή­ρυ­κα – Η­γο­ύ­με­νον Ι­ε­ράς Κοι­νο­βια­κής Μο­νής Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος

(Διά της Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου)

Εκ Συ­νο­δι­κής α­πο­φά­σε­ως, λη­φθεί­σης εν τη Συ­νε­δρί­α της Διαρ­κούς Ι­ε­ράς Συ­νό­δου της 19-1-1999, γνω­ρί­ζο­μεν υ­μίν τα ως κά­τω­θι:

Α­πό αρ­κε­τού ή­δη χρό­νου, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος πα­ρα­κο­λου­θεί με α­νη­συ­χί­αν και ο­δύ­νην την ύ­παρ­ξιν σο­βα­ρού ζη­τή­μα­τος εις τάς σχέ­σεις υ­μών με­τά του οι­κεί­ου Ποι­με­νάρ­χου υ­μών, Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου, γε­γο­νός ό­περ ε­π’ ε­σχά­των, έ­χει λά­βει -ως μη ώ­φε­λεν- α­νε­πι­τρέ­πτους δια­στά­σεις. Και τού­το, πα­ρά το ό­τι η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος συ­νέ­στη­σεν ει­δι­κήν εξ Αρ­χι­ε­ρέ­ων Ε­πι­τρο­πήν εις την ο­πο­ί­αν α­νε­τέ­θη με­σο­λά­βη­σις δια την ε­ξε­ύ­ρε­σιν λύ­σε­ως, η ο­πο­ί­α ήλ­θεν ή­δη εις ε­πα­φήν και με­θ’ υ­μών, συ­στή­σα­σα, ως έ­δει εις υ­μάς σύ­νε­σιν και υ­πα­κο­ήν εις τον Ε­πι­χώ­ριον Ι­ε­ράρ­χην, ε­νερ­γή­σα­σα δε με­τά πολ­λής της α­γά­πης προς υ­μάς και την υ­φ’ υ­μάς Μο­να­στι­κήν Α­δελ­φό­τη­τα, υ­μάς, οί­τι­νες α­πο­τα­ξά­με­νοι τον κό­σμον ε­τά­ξα­τε ε­αυ­το­ύς εις την δια­κο­νί­αν της Εκ­κλη­σί­ας και του Ορ­θο­δό­ξου Μο­να­χι­σμού.

Ε­πει­δή ό­μως, κα­τά την ε­κτί­μη­σιν της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου, η αυ­τό­θι κα­τά­στα­σις έ­χει ο­πωσ­δή­πο­τε ε­κτρα­πεί έκ τε της ευ­αγ­γε­λι­κής και της κα­νο­νι­κής ο­δού, ε­πί δει­νώ σκαν­δα­λι­σμώ και του Ι­ε­ρού Κλή­ρου και του χρι­στω­νύ­μου Λα­ού της ει­ρη­μέ­νης Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως, δια τού­το ε­ντελ­λό­με­θα υ­μίν, πα­τρι­κώς, ό­πως ε­φ’ ε­ξής:

α) Υ­πο­τάσ­ση­σθε και υ­πα­κο­ύ­η­τε εις τον οι­κεί­ον Ε­πί­σκο­πον, Ό­στις κα­τά την κα­νο­νι­κήν εκ­κλη­σια­στι­κήν τά­ξιν, «ε­ξου­σί­αν έ­χειν των της Εκ­κλη­σί­ας πραγ­μά­των.­.. ώ­στε κα­τά την αυ­τού ε­ξου­σί­αν πά­ντα, δια­κεί­σθαι.­.. με­τά φό­βου Θε­ού και πά­σης ευ­λα­βεί­ας». (βλ. Καν. Δ’ της εν Χαλ­κη­δό­νι Δ’ Οι­κουμ. Συ­νό­δου και ΜΑ’ των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων). Η υ­πα­κοή υ­μών αύ­τη θε­με­λιού­ται, ως ει­κός, ε­πί της α­βι­ά­στου και ε­κου­σί­ας υ­πο­τα­γής του ι­δί­ου υ­μών θε­λή­μα­τος και της α­να­γνω­ρί­σε­ως της ι­δι­ό­τη­τος του υ­με­τέ­ρου Ποι­με­νάρ­χου ως υ­πά­του υ­μών Πνευ­μα­τι­κού Πα­τρός και Δε­σπό­του. Εκ­δη­λού­ται δε εν τοίς πράγ­μα­σι δια της συ­νει­δη­τής μεν α­να­φο­ράς προς αυ­τόν δια πάν ζή­τη­μα α­φο­ρών εις τάς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της Α­δελ­φό­τη­τος και ε­ξα­σφα­λί­σε­ως της ευ­λο­γί­ας αυ­τού δια την ά­σκη­σιν αυ­τών κα­τά το Κα­νο­νι­κόν (διά τάς α­γιο­πνευ­μα­τι­κάς) και το εκ­κλη­σια­στι­κόν (διά τάς υ­πο­λο­ί­πους) Δί­καιον, δια της ε­πι­με­λούς α­πο­φυ­γής δε α­πό μέ­ρους υ­μών πά­σης ε­νερ­γεί­ας υ­πο­φαι­νο­ύ­σης λαν­θά­νου­σαν ή και μαρ­τυ­ρου­μέ­νην δι­ά­στα­σιν με­τα­ξύ υ­μών και ε­κεί­νου προς μεί­ζο­να σκαν­δα­λι­σμόν του λα­ού, πολ­λώ δε μάλ­λον εκ­κλη­σια­στι­κήν τρό­πον τι­να διαρ­χί­αν υ­πό των ι­ε­ρών Κα­νό­νων κα­τα­κρι­νο­μέ­νην.

β) Τη­ρή­τε α­πα­ρε­γκλί­τως τα νό­μι­μα, τα ι­σχύ­ο­ντα δια τάς Ι­ε­ράς Μο­νάς, αι ο­ποί­αι ως Ν.Π.Δ.Δ υ­πο­χρε­ού­νται εις την πι­στήν τή­ρη­σιν των δια αυ­τας εκ των Νό­μων και Κα­νο­νι­σμών της Εκ­κλη­σί­ας προ­βλε­πο­μέ­νων δια­δι­κα­σι­ών, ί­να πά­ντα τα έρ­γα υ­μών φέ­ρω­σι την σφρα­γί­δα ου μό­νον της κα­νο­νι­κό­τη­τος αλ­λά και της νο­μι­μό­τη­τος, προς α­πο­φυ­γήν δυ­σα­ρέ­στων ε­πι­πτώ­σε­ων.

Ταύ­τα γνω­ρί­ζου­σα υ­μίν η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος ευ­ελ­πι­στεί, ό­τι θα συμ­μορ­φω­θή­τε πλή­ρως, μη πα­ρέ­χο­ντες πράγ­μα­τα ού­τε εις τον Σε­βα­σμι­ώ­τα­τον Ποι­με­νάρ­χην υ­μών, ού­τε γε­νι­κώ­τε­ρον εις την Α­γί­αν η­μών Εκ­κλη­σί­αν, Ή­τις κα­τά την βε­βα­ί­ω­σιν του Πνε­ύ­μα­τος, εί­ναι «στύ­λος και ε­δρα­ί­ω­μα της α­λη­θεί­ας» (Α’ Τιμ. γ’ 15), α­γω­νι­ζο­μέ­νη δι’ ό­λων αυ­τής των δυ­νά­με­ων δια την σω­τη­ρί­αν των ψυ­χών των χρι­στια­νών, «υ­πέρ ών Χρι­στός α­πέ­θα­νε» (Ρωμ. ε’ 8).

Η Α. Μ. ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και Πά­σης Ελ­λά­δος κ. Χρι­στό­δου­λος α­νέ­λα­βεν τη πα­ρα­κλή­σει της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου, ό­πως συ­στή­ση τα δέ­ο­ντα προς τον Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­την υ­μών κ. Ι­ε­ρό­θε­ον προ­κει­μέ­νου, ί­να και ού­τος, τα ε­αυ­τού πα­τρι­κά σπλάγ­χνα υ­πα­νο­ί­γων έ­τι και έ­τι προς υ­μάς, συ­ντε­λέ­ση το ε­π’ αυ­τώ εις την ο­μα­λήν ε­ξέ­λι­ξιν της ό­λης υ­πο­θέ­σε­ως ε­π’ α­γα­θώ της α­γι­ω­τά­της η­μών Εκ­κλη­σί­ας.

Ε­πί δε το­ύ­τοις ευ­χό­με­θα υ­μίν τα βέλ­τι­στα πα­ρά Κυ­ρί­ου.

Ε­ντο­λή της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου

Ο Αρ­χι­γραμ­μα­τε­ύς Αρ­χιμ. Δα­νι­ήλ Πουρ­τσου­κλής»

Επειδή, όμως, οι ιθύνοντες την Ιερά Μονή διέδιδαν προφορικώς και γραπτώς ότι η Τριμελής εξ Αρχιερέων Επιτροπή ενέκρινε τις ενέργειές της, ο Μητροπολίτης ζήτησε το γραπτό Πόρισμα της Επιτροπής, η οποία απέστειλε την παρακάτω επιστολή:

β) Η Επιστολή της πρώτης Τριμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής (6-11-2000)

«Πρός τον Σε­βα­σμι­ώ­τα­τον Μη­τρο­πο­λί­την Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ.κ. Ι­Ε­ΡΟ­ΘΕ­ΟΝ, Εις Να­ύ­πα­κτον

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Εις α­πά­ντη­σιν του υ­π’ α­ριθμ. 646/16-10-2000 υ­με­τέ­ρου εγ­γρά­φου σχε­τι­κώς με το πρό­βλη­μα της Ι­ε­ράς Μο­νής Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος Ναυ­πά­κτου, σας γνω­ρί­ζο­μεν τα ε­ξής:

1. Η ο­ρι­σθεί­σα υ­πό της Δ.Ι.Σ. εξ Αρ­χι­ε­ρέ­ων τρι­με­λής ε­πι­τρο­πή, εί­χεν ως α­πο­στο­λήν και μό­νον να δι­ε­ρευ­νή­ση την δυ­να­τό­τη­τα συν­διαλ­λα­γής και ει­ρη­νε­ύ­σε­ως με­τα­ξύ του οι­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του, ως προ­ϊ­στα­μέ­νης Εκ­κλη­σια­στι­κής Αρ­χής, και της α­να­φε­ρο­μέ­νης Ι­ε­ράς Μο­νής. Δεν εί­χεν ε­ντο­λήν να δι­ε­ρευ­νή­ση τα της δια­χει­ρί­σε­ως και τα οι­κο­νο­μι­κά της Ι­ε­ράς Μο­νής.

2. Ευ­θύς εξ αρ­χής κα­τά την συ­νά­ντη­σιν η­μών με­τά του Η­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ου, δι­ε­πι­στώ­θη­σαν βα­σι­καί, α­ντι­κα­νο­νι­καί και α­ντι­εκ­κλη­σιο­λο­γι­καί ε­νέρ­γειαι αυ­τού, ό­πως:

α. Η α­νυ­παρ­ξί­α ε­γκρί­σε­ως υ­πό του οι­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του δια τάς δα­πά­νας των δια­φό­ρων έρ­γων της Ι­ε­ράς Μο­νής, ό­πως και η υ­πο­βο­λή των σχε­δί­ων δια τα έρ­γα αυ­τά. Η Ι­ε­ρά Μο­νή ε­νήρ­γει ε­ρή­μην του Σε­βα­σμι­ω­τά­του, ως α­νε­ξάρ­τη­τος, ό­περ α­πα­ρά­δε­κτον και α­ντί­θε­τον προς τα προ­βλε­πό­με­να υ­πό της Εκ­κλη­σια­στι­κής Νο­μο­θε­σί­ας. Τού­το δε­ό­ντως και δια πολ­λών υ­πε­γραμ­μί­σθη υ­πό των τρι­ών Μη­τρο­πο­λι­τών προς το Η­γου­με­νο­συμ­βο­ύ­λιον και ε­ζη­τή­θη να μη συ­νε­χι­σθή πλέ­ον, η α­πά­δου­σα προς την Εκ­κλη­σια­στι­κήν τά­ξιν, αυ­τή η τα­κτι­κή.

β. Η ύ­παρ­ξις και λει­τουρ­γί­α Α­στι­κής Ε­ται­ρεί­ας με μέ­λη μο­να­χο­ύς της Ι­ε­ράς Μο­νής, οί­τι­νες -ό­πως μας ε­βε­βα­ί­ω­σαν οι ί­διοι- φέ­ρο­νται ως μέ­λη αυ­τής και με τα κο­σμι­κά των ο­νό­μα­τα. Τού­το το γε­γο­νός μας ε­ξέ­νι­σεν, ή­το πρω­τά­κου­στον και ά­πα­ντες ε­ψέ­ξα­μεν αυ­τήν την κα­τά­στα­σιν, την ο­πο­ί­αν ε­θε­ω­ρή­σα­μεν ξέ­νην προς τα εκ­κλη­σια­στι­κά θέ­σμια και βε­βα­ί­ως α­συμ­βί­βα­στον προς την μο­να­χι­κήν ι­δι­ό­τη­τα. Α­παι­τή­σα­μεν δέ, την ά­με­σον τα­κτο­πο­ί­η­σιν αυ­τής της α­ντι­κα­νο­νι­κής πρά­ξε­ως και ε­λά­βο­μεν την δια­βε­βα­ί­ω­σιν των δι’ αυ­τό.

γ. Κα­τε­λο­γί­σα­μεν ευ­θύ­νας, δι­ό­τι εις αυ­τήν την Ε­ται­ρεί­αν συμ­με­τέ­σχον και λα­ϊ­κά μέ­λη, φί­λοι της Ι­ε­ράς Μο­νής, γε­γο­νός το ο­ποί­ον βα­ρύ­νει έ­τι πε­ρισ­σό­τε­ρον το Η­γου­με­νο­συμ­βο­ύ­λιον, δι­ό­τι υ­πει­σέρ­χο­νται άλ­λαι κο­σμι­καί ε­νέρ­γειαι, ά­γνω­στοι εις τάς Μο­να­στι­κάς Α­δελ­φό­τη­τας και την εκ­κλη­σια­στι­κήν τά­ξιν.

δ. Υ­πε­δεί­χθη εις το Η­γου­με­νο­συμ­βο­ύ­λιον ως λά­θος και α­ντι­εκ­κλη­σια­στι­κή ε­νέρ­γεια αι δα­πά­ναι δι’ έρ­γα ευ­ποι­ΐ­ας και φι­λαν­θρω­πί­ας (κα­τα­σκη­νώ­σεις, οι­κο­τρο­φεί­α, Γη­ρο­κο­μεί­ον κλπ.) να γί­νω­νται εν α­γνο­ί­α του οι­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του, ό­ταν ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος δια­κρί­νε­ται και δια την ευ­γέ­νει­άν Του και δια την α­γά­πην Του, τό­σον δια τα έρ­γα προ­νο­ί­ας, ό­σον και προς την Ι­ε­ράν Μο­νήν, α­φού ε­ντός μι­κρού χρο­νι­κού δια­στή­μα­τος, ε­πραγ­μα­το­πο­ί­η­σεν αρ­κε­τάς χει­ρο­θε­σί­ας και χει­ρο­το­νί­ας Α­δελ­φών της Μο­νής.

3. Ε­πο­μέ­νως εκ των α­νω­τέ­ρω σα­φώς δια­φα­ί­νε­ται, ό­τι η τρι­με­λής εξ Αρ­χι­ε­ρέ­ων Ε­πι­τρο­πή, δι­ε­πί­στω­σεν α­μέ­σως τάς α­τα­ξί­ας και εκ­κρε­μό­τη­τας του Η­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ου και ε­ζή­τη­σεν την ά­με­σον α­πο­κα­τά­στα­σιν αυ­τών δια κα­νο­νι­κών ε­νερ­γει­ών, την κα­τάρ­γη­σιν της Ε­ται­ρεί­ας και την ε­πα­να­σύν­δε­σιν, εν α­γά­πη, των σχέ­σε­ών των με­τά του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του.

4. Ταύ­τα ε­λέ­χθη­σαν και εν Συ­νό­δω και α­νε­γρά­φη­σαν εις το ση­μεί­ω­μα, το ο­ποί­ον συ­νε­τά­χθη και ε­δό­θη εις τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­τον δια να συ­ντα­χθή το έγ­γρα­φον της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου, εις το ο­ποί­ον σα­φώς δια­φα­ί­νε­ται η ά­πο­ψις της Ε­πι­τρο­πής: (έγ­γρα­φον 263/109/19-1-1999 Ι­ε­ράς Συ­νό­δου). Τα αυ­τά ε­πα­να­λαμ­βά­νο­νται, εις ε­ντο­νώ­τε­ρον ύ­φος και εις το έγ­γρα­φον 680/448/24-2-2000 της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου, το ο­ποί­ον και ε­γέ­νε­το τη ει­ση­γή­σει της Ε­πι­τρο­πής.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ό­πως και εν αρ­χή το­νί­ζο­μεν, η τρι­με­λής Ε­πι­τρο­πή δεν α­νέ­λα­βεν έρ­γον ε­λέγ­χου, αλ­λά προ­σε­πά­θη­σεν να συμ­βά­λη, ί­να υ­πάρ­ξη ει­λι­κρι­νής προ­σέγ­γι­σις και να ε­νώ­ση τα δι­ε­στώ­τα. Η α­πο­κά­λυ­ψις των ό­σων α­να­φέ­ρο­μεν, μας η­νά­γκα­σαν να ε­πι­στή­σω­μεν την προ­σο­χήν και να ε­πι­μεί­νω­μεν εις την αλ­λα­γήν των ε­νερ­γει­ών αυ­τών. Ου­δείς εξ η­μών ηυ­λό­γη­σεν τάς α­ντι­κα­νο­νι­κάς τα­ύ­τας ε­νερ­γεί­ας. Α­νε­γνω­ρί­σθη υ­φ’ ό­λων η­μών το έρ­γον το πνευ­μα­τι­κόν της Ι­ε­ράς Μο­νής, η ύ­παρ­ξις τό­σων νέ­ων μο­να­χών με πολ­λάς και εν­δια­φε­ρο­ύ­σας δια την Εκ­κλη­σί­αν μας δρα­τη­ρι­ό­τη­τας και ηυ­χή­θη­μεν ό­πως συ­νε­χι­σθή αυ­τή η προ­σφο­ρά δια της α­γα­στής συ­νερ­γα­σί­ας με­τά του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του, εν πνε­ύ­μα­τι σε­βα­σμού και α­γά­πης, με την ευ­λο­γί­αν Αυ­τού και την πνευ­μα­τι­κήν κα­θο­δή­γη­σίν Του.

Εί­χο­μεν την ελ­πί­δα ό­τι το πρό­βλη­μα θα ε­λύ­ε­το, αλ­λά δι­ε­ψε­ύ­θη­μεν. Προ­σευ­χό­με­θα δια την ε­πί­λυ­σίν του το τα­χύ­τε­ρον δυ­να­τόν.

Με­τ’ α­δελ­φι­κών α­σπα­σμών και α­γά­πης

+ ο Στα­γών και Με­τε­ώ­ρων Σε­ρα­φείμ

+ ο Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως, Πω­γω­νια­νής και Κο­νί­τσης Αν­δρέ­ας

+ ο Ξάν­θης Πα­ντε­λε­ή­μων».

5.

Συζήτηση Μητροπολίτου μετά Ηγουμένου και κατάρτιση μνημονίου εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας (Μάρτιος 1999)

Μετά από τις πρώτες Συνοδικές Αποφάσεις και σε εφαρμογή αυτών, ο Μητροπολίτης κάλεσε τον τότε Ηγούμενο π. Σπυ­ρί­δω­να Λο­γο­θέ­τη για να επιλύσουν δια της συζητήσεως και συνεννοήσεως τα εκκρεμή θέματα και προβλήματα της Μονής.

Η συνάντηση έγινε την 1-3-1999 στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως και ύ­στε­ρα α­πό πο­λύ­ω­ρη συ­ζή­τη­ση κα­ταρ­τί­σθη­κε έ­να μνη­μό­νιο σχέ­σε­ων Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως και Ι­ε­ράς Μο­νής, το ο­ποί­ο όμως δεν τη­ρή­θη­κε α­πό την Ι­ε­ρά Μο­νή.

Το συνοδευτικό κείμενο του Μνημονίου έχει ως εξής:

«Την Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999 έγινε συνάντηση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τον Πανοσ. Αρχιμ. Σπυρίδωνα Λογοθέτη, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, παρουσία του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Πρωτ. π. Αθανασίου Λαουρδέκη, για να εξετάσουν τα κανονικά, εκκλησιολογικά και νομικά θέματα που ανέκυψαν.

Η συζήτηση έγινε με σκοπό την υλοποίηση και εφαρμογή των αποφάσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, κατόπιν των ερωτημάτων που έθεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης και των γνωμοδοτήσεων που κατέθεσε η Ιερά Μονή.

Συμφωνήθηκε ότι η σχέση της Ιεράς Μονής με την Ιερά Μητρόπολη πρέπει να κινήται μέσα στα κανονικά και νομικά πλαίσια, όπως διαγράφονται στους Κανόνες της Εκκλησίας και την ισχύουσα Νομοθεσία.

Ο Μητροπολίτης έθεσε διάφορα σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομικής επικοινωνίας της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη.

Ο Ηγούμενος έθεσε το ερώτημα πώς θα είναι δυνατόν, λογιστικά και νομικά, να ενοποιηθούν τα διάφορα Ταμεία που υπάρχουν στην Ιερά Μονή.

Ο Μητροπολίτης, χωρίς να δεσμευθή, έδωσε μερικές δυνατότητες. Το Ταμείο του Σωματείου της Αδελφότητας, μετά την διάλυση, μπορεί να συγχωνευθή με το Ταμείο της Ιεράς Μονής. Για την Εταιρεία Περιωρισμένης Ευθύνης, έως ότου δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μη υπάρξεώς της (λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεών της στην Ευρωπαϊκή Ένωση), η λύση μπορεί να είναι ότι όλα τα έσοδα και έξοδά της να περνούν στον προϋπολογισμό και απολογισμό της Ιεράς Μονής. Για την επιχορήγηση από το Κράτος και την ανέγερση του Καθολικού της Ιεράς Μονής γράφονται σχετικά στο επισυναπτόμενο μνημόνιο.

Διαπιστώθηκε ότι στον τρόπο αντιμετωπίσεως των τεσσάρων αυτών ζητημάτων (Σωματεία, Εταιρεία, επιχορηγήσεις, ανέγερση Ιερού Ναού) χρειάζεται ένας χειρισμός από ειδικούς. Αυτό το έργο μπορεί να το κάνη, καθ υπόδειξη του Ηγουμένου, ο κ. Διονύσιος Πελέκης, ως Ναυπάκτιος Νομικός. Είναι ένα θέμα που αφορά την Ιερά Μονή.

Επισυνάπτεται το κείμενο των συγκεκριμένων σημείων, το οποίο απετέλεσε αντικείμενο πολυώρου συζητήσεως, έχει δε ενημερωτικό και προσωπικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι δημοσιεύσιμο ή ανακοινώσιμο ή αντικείμενο νέας αλληλογραφίας, αλλά χρήζει εφαρμογής».

Και το σχέδιο συμφωνίας που καταρτίσθηκε έχει ως εξής:

«Σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας

Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη

Α. Γενικά

1. Πρέπει να εφαρμοσθούν οι υπ αριθμ. Πρωτ. 2442, 3720, 4052/19-11-1998 και 263/19-1-1999 αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, οι οποίες ήσαν αποτέλεσμα τόσο της εισηγήσεως της Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων, όσο και της εισηγήσεως της τριμελούς εξ Αρχιερέων Συνοδικής Επιτροπής.

Στις Συνοδικές αυτές αποφάσεις μεταξύ άλλων διαφαίνονται και τα ακόλουθα:

α) Μελετήθηκε σοβαρώς το θέμα των σχέσεων της Ιεράς Μονής προς την Ιερά Μητρόπολη: «διεξελθούσα η επιτροπή τον φάκελλον της υποθέσως», «Συνεκροτήθη εξ Αρχιερέων Επιτροπή…», «Συγκεκριμένως εις την κρινουμένην υπόθεσιν».

β) Η Ιερά Σύνοδος έκανε τις απαραίτητες διαπιστώσεις: «… εκ των οποίων προκύπτει τάσις και διάθεσις χειραφετήσεως της ιεράς Μονής και αποστασιοποιήσεως εκ του οικείου Επισκόπου», «αποφαίνεται», «παρακολουθεί με ανησυχίαν και οδύνην την ύπαρξιν σοβαρού ζητήματος εις τάς σχέσεις υμών μετά του οικείου Ποιμενάρχου υμών», «έχει λάβει –ως μη ώφελεν– ανεπιτρέπτους διαστάσεις», «κατά την εκτίμησιν της Ιεράς Συνόδου, η αυτόθι κατάστασις έχει οπωσδήποτε εκτραπεί έκ τε της ευαγγελικής και της κανονικής οδού επί δεινώ σκανδαλισμώ…», «απόκειται εις τον οικείον Μητροπολίτην, όπως παραγγείλη τοίς παραβάταις… εν παρακοή δέ… ανακαλέση τούτους εις την κανονικήν τάξιν και ασκήση κατ αυτών την κατά νόμον πειθαρχικήν εξουσίαν», «εντελλόμεθα υμίν πατρικώς».

γ) Παρουσιάζεται ο επισκοποκεντρικός χαρακτήρας του Ορθοδόξου Μοναχισμού: «πλήρης υπαγωγή της Μοναχικής Τάξεως υπό την Κανονικήν ρύθμισιν των κατ αυτήν… υπό την Επισκοπικήν πάντοτε εξουσίαν υπαγομένης της μοναχικής αδελφότητος», «εις τάς κανονικάς δικαιοδοσίας του Επισκόπου ανήκει η εποπτεία επί του μοναχικού βίου καθόλου», «ο επισκοποκεντρικός χαρακτήρ της Ορθοδόξου κατ Ανατολάς Εκκλησίας ανάγεται εις το δόγμα και κατοχυρούται δια του Συντάγματος», «ενέργειαι δε της μοναστικής Αδελφότητος γενόμεναι εν αγνοία, έτι μάλλον επί αγνοήσει του οικείου Επισκόπου, είναι κανονικώς αθεμελίωτοι και εκκλησιαστικώς απαράδεκτοι και κατακριτέαι», «η υπακοή υμών αύτη θεμελιούται, ως εικός, επί της αβιάστου και εκουσίας υποταγής του ιδίου υμών θελήματος και της αναγνωρίσεως της ιδιότητος του ημετέρου Ποιμενάρχου ως υπάτου υμών Πνευματικού Πατρός και Δεσπότου… συνειδητούς αναφοράς προς αυτόν δια πάν ζήτημα… εξασφαλίσεως της ευλογίας αυτού… επιμελούς αποφυγής δε από μέρους υμών πάσης ενεργείας υποφαινούσης λανθάνουσαν ή και μαρτυρουμένην διάστασιν μεταξύ υμών και εκείνου προς μείζονα σκανδαλισμόν του λαού, πολλώ δε μάλλον εκκλησιαστικήν τρόπον τινά διαρχίαν υπό των ιερών Κανόνων κατακρινομένην», «αι αρμοδιότηται του οικείου Επισκόπου τυγχάνουσιν αδιαμφισβήτως ισχυραί κατά πάντα».

δ) Πρέπει να τηρούνται οι ιεροί Κανόνες που διέπουν την μοναχική πολιτεία. Υπενθυμίζονται ο δ’ της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και ο μα’ των Αγίων Αποστόλων.

ε) Πρέπει να τηρήται και η εκκλησιαστική νομοθεσία, η οποία στηρίζεται στους ιερούς Κανόνες. «Τηρήτε απαρεγκλίτως τα νόμιμα, τα ισχύοντα δια τάς ιεράς Μονάς… ίνα πάντα τα έργα υμών φέρωσι την σφραγίδα ου μόνον της κανονικότητος αλλά και της νομιμότητος…», «Η δε επίκλησις παρερμηνευομένων νομικών διατάξεων, προς στήριξιν των εν λόγω αυτοβούλων ενεργειών των διοικούντων την ειρημένην Ιεράν Μονήν, ελέγχεται αβάσιμος, καθ όσον και εις περιπτώσεις διαφοροποιήσεως τυχόν των νόμων έναντι των Ιερών κανόνων, κατισχύουσιν και συνταγματικώς οι Ιεροί Κανόνες», «τήν ανωτέρω κανονικήν δικαιοδοσίαν των Επισκόπων δεν δύναται να φαλκιδεύση ο κοινός νομοθέτης χωρίς να παραβιάση το Σύνταγμα».

2. Η συμπεριφορά των Ιερομονάχων και μοναχών προς την Ιερά Μητρόπολη πρέπει να είναι η δέουσα, η διαγραφομένη στους Κανόνας της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική τάξη (υπακοή – ειλικρίνεια – ευπρέπεια – σεβασμός).

3. Για θέματα που αφορούν την Ιερά Μονή θα γίνεται εισήγηση μόνον από τον Ηγούμενο.

4. Να αποφεύγωνται ενέργειες που υποδηλώνουν εμφανώς ή συγκεκαλυμμένως τάσεις διαρχίας, διαστάσεως και διασπάσεως της Ιεράς Μονής από την Ιερά Μητρόπολη, καθώς επίσης, δημιουργούν προβλήματα στους λαϊκούς.

5. Να ζητηθή συγγνώμη για άστοχες ενέργειες.

Β. Ειδικότερα θέματα

1. Να θεωρούν κέντρον της δραστηριότητός τους τον Επίσκοπο και όχι το Πρωτοδικείο και το Συμβολαιογραφείο. Δεν δεχόμαστε την ύπαρξη Σωματείων, Εταιρειών στα οποία μέλη είναι οι Ιερομόναχοι και μοναχοί και έχουν ιδιαίτερα ταμεία και προϋπολογισμούς – απολογισμούς, γιατί αυτό αντιβαίνει στους Κανόνας της Εκκλησίας και το εκκλησιαστικό δίκαιο. Μεταξύ άλλων να υπομνησθή ο Κανονισμός 5/1978 «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» εις τον οποίον υπάγονται και οι Ιεροκήρυκες (άρθ. 1, παρ. 2). «Απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης» (άρθ. 36, παρ. 1).

2. Δεν υιοθετούμε την ίδρυση Συλλόγων «φίλοι της Μονής», όταν λειτουργούν πέριξ της Μονής προστατευτικώς, δημιουργούντες την εντύπωση ότι αποτελούν το ποίμνιο της Ιεράς Μονής, με σαφή καταστρατήγηση της εκκλησιολογίας.

3. Για τον νέο Σύλλογο με την επωνυμία «Αδελφότητα Παναγία η Ναυπακτιώτισσα», του οποίου αναγγείλατε την ίδρυση, επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματος, ως επιχώριος Μητροπολίτης, που θα ασκήσω αμέσως μόλις λάβω γνώση του καταστατικού του, το οποίο αναμένω να μου αποστείλετε, όπως εζήτησα.

4. Όλα τα έσοδα και τα έξοδα της Ιεράς Μονής να εγγράφωνται στον προϋπολογισμό και τον απολογισμό, και να αποστέλλωνται τα πρωτότυπα παραστατικά προς έγκριση. Να περιλαμβάνωνται όλες οι δωρεές και επιταγές, των οποίων η συνολική παράθεση θα αναβιβάση τον προϋπολογισμό στο πραγματικό και κοινώς γνωστό ύψος του.

5. Για όλα τα Συνέδρια πρέπει να ενημερώνεται ο Μητροπολίτης και να προσκαλείται.

6. Να εγκρίνη το Μητροπολιτικό Συμβούλιο ή ο Μητροπολίτης τις δημοπρασίες και τις αποφάσεις της Ιεράς Μονής για τα εκτελούμενα έργα, όπως προβλέπει η εκκλησιαστική νομοθεσία.

7. Να επικοινωνούν με τις Δημόσιες Υπηρεσίες δια μέσου της Ιεράς Μητροπόλεως, όπως προβλέπει Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου.

8. Η αλληλογραφία της Ιεράς Μονής με την Μητρόπολη να γίνεται προσωπικά και όχι με την υπηρεσία Ταχυμεταφορών ή το Ταχυδρομείο. Και αυτό να γίνεται και για τις άδειες που λαμβάνουν. Να τις ζητούν προσωπικά και να λαμβάνουν την ευχή του Μητροπολίτου. Διαφορετικά θεωρείται περιφρόνηση προς τον Μητροπολίτη και την Μητρόπολη.

9. Να διορθωθή το Κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής. Να εγγράφεται σε αυτό και η περιουσία που είναι στο όνομα των Μοναχών. Δηλαδή αναλυτικότερα δεν επιτρέπεται οι αγοραπωλήσεις των κτημάτων και αυτοκινήτων να γίνωνται στα ονόματα των Μοναχών και των Ιερομονάχων, κατά τον στ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου: «Οι Μοναχοί ουδέν ίδιον οφείλουσιν έχει. Πάντα δε τα αυτών προσκυρούσθαι τώ Μοναστηρίω… Διό τοίς εθέλουσι μονάζειν, άδεια δίδοται περί των υπαρχόντων αυτοίς διατίθεσθαι πρότερον, και οίς βούλοιντο προσώποις, μη κεκωλυμένοις δηλονότι παρά του νόμου, τα αυτών παραπέμπεσθαι. Μετά γάρ τοι το μονάσαι, των προσόντων αυτοίς απάντων, το Μοναστήριον έχει την κυριότητα και ουδέν περί των οικείων φροντίζειν, ή διατίθεσθαι, τούτοις παρακεχώρηται. Ει δε τις φωραθείη κτήσίν τινα, ήτις ου κατεκληρώθη τώ Μοναστηρίω, ιδιοποιούμενος, και φιλοκτησίας πάθει δουλούμενος, ταύτην μεν παρά του Ηγουμένου ή του Επισκόπου αναλαμβάνεσθαι, και πολλών παρουσία πιπρασκομένην, πτωχοίς και απόροις διανέμεσθαι».

10. Το Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής να είναι ακριβές. Δηλαδή να μη είναι διπλογραμμένοι και στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και στο Κελλί του Αγίου Όρους.

11. Να καθορισθή η σχέση της Ιεράς Μονής με το αγιορείτικο Κελλί από πλευράς μοναχολογίου και οικονομικών. Προμήθειες πάσης φύσεως για την Ιερά Μονή να μη γίνωνται στο όνομα του Κελλίου ή της Ιεράς Μονής όπου βρίσκεται το Κελλί.

12. Οι επιχορηγήσεις από το Κράτος, καθώς επίσης και τα έξοδα που γίνωνται από την Μονή σε σχέση με τα εκτελούμενα έργα στα οποία αναφέρονται οι επιχορηγήσεις να εγγράφωνται στον προϋπολογισμό – απολογισμό της Ιεράς Μονής.

13. Σχετικά με την ανέγερση του Καθολικού της Ιεράς Μονής θα ισχύση το εξής: Για ό,τι εκτελέστηκε μέχρι τώρα, χωρίς δημοπρασίες και χωρίς εγκρίσεις, αφ ενός μεν να ζητηθή εγγράφως συγγνώμη για την μη υπακοή στις εντολές του Μητροπολίτου, αφ ετέρου δε να ελεγχθούν τουλάχιστον τα έξοδα μέσα από την διαδικασία του απολογισμού. Γιατί δεν είναι δυνατόν τώρα να εγκριθούν οι προ έτους γενόμενες δημοπρασίες – προσφορές. Από εδώ και πέρα οπωσδήποτε κάθε εκτελούμενο έργο θα γίνεται με έγκριση προσφορών ή δημοπρασιών, όπως επιτάσσει ο Νόμος.

14. Για τον Ραδιοφωνικό Σταθμό θα ζητηθή άδεια λειτουργίας από την Ιερά Σύνοδο, δια της Ιεράς Μητροπόλεως.

15. Οι Ιεροκήρυκες και οι Κληρικοί που υπηρετούν σε Ενορίες θα κάνουν υπακοή στον Επίσκοπο ως προς το ιεραποστολικό, λατρευτικό και κηρυκτικό έργο. Να συμμετέχουν στην εκκλησιαστική ζωή, ήτοι στα εσπερινά Κηρύγματα, τις ιερατικές Συνάξεις, τις επίσημες λατρευτικές Συνάξεις, τις διάφορες άλλες εργασίες για τις οποίες θα δοθή εντολή.

16. Ο Ηγούμενος σχετικά με τον Μανδύα και την Πατερίτσα θα εφαρμόση ό,τι γίνεται στα Μοναστήρια εκτός του Αγίου Όρους, ήτοι τα Μετέωρα και τις Μονές της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου, την Ιερά Μονή Οσίου Διονυσίου Ολύμπου κλπ.

17. Να μη αναμειγνύεται η Ιερά Μονή με οποιαδήποτε μορφή και πρόσχημα στις δημοτικές και εθνικές εκλογές. Η Εκκλησία, κυρίως ο αποταξάμενος του κόσμου μοναχός, δεν πολιτεύεται και πολύ περισσότερο δεν κομματίζεται».

Αυτό το σχέδιο συμφωνίας ποτέ δεν εφαρμόσθηκε.

6.

Πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια του μακαριστού Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια

Ο πρ. Πνευματικός του π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη μακαριστός Αρχι­μαν­δρίτης π. Αρσένιος Κομπούγιας, ήδη από τα πρώτα έτη της εκδήλωσης της κρίσης, απέστειλε επιστολή στον π. Σπυρίδωνα, με την οποία τον παρακαλούσε να δείξη υπακοή στον Μητροπολίτη. Η επιστολή έχει ως εξής:

Επιστολή π. Αρσενίου Κομπούγια (1999)

«Αγαπητέ μοι π. Σπυρίδων, ο Κύριος Παρών

Αδελφέ, πίστεψόν μοι ότι και εγώ ζώ μέσα εις την οδύνην των θλίψεών σου. Ηθέλησα να παρακολουθήσω αμφοτέρας τάς θέσεις και αντιθέσεις, ως και τάς τελευταίας ενεργείας σου, ως και του Επισκόπου ακόμη και τάς απαντήσεις της Ι. Συνόδου ως την προ ημερών.

Πονά η ψυχή μου, αδελφέ, και θα ήθελα να φύγη εκ μέσου υμών και του Επισκόπου ο σατανάς. Θα ερχόμουν επάνω να σε ιδώ, πλήν φοβούμαι μήπως τύχω της ιδίας μεταχειρίσεως προ ετών. Επειδή αισθάνομαι αμαρτωλός στους οφθαλμούς σου, γι αυτό ζητώ την μακροθυμίαν σου και την συγχώρησιν. Και πάλιν τώρα δι’ επιστολής παρακαλώ την καλωσύνην σου, έλα κάτω να συζητήσωμε με την μηδενότητά μου, ή άλλως, εάν προτιμάς πήγαινε κατ’ ευθείαν στον Επίσκοπον και ύστερα από μίαν συγγνώμην, συζητήστε εν προσευχή και ταπεινώσει, τα κεντρκά σημεία των αντιπαραθέσεων και να είσθε βέβαιος ότι θα φύγη ο σατανάς. Ο Επίσκοπος θα δείξη αγάπην και κατανόησιν. Ταύτα γράφω εν αγνοία του Επισκόπου ελπίζων στην δικήν σου κατανόησιν εν Κυρίω και σύνεσιν. Παρακαλώ την καλωσύνην σου μήν δίδης πίστιν σε δημοσίευμα. Είναι ψευδέστατον και ο Ακαρνανίας (σ. Θεόκλητος) έστειλε αυστηράν διάψευσιν στην εφημερίδα και η Ι. Σύνοδος δεν είχε ιδέαν. Ούτε να αναζητήσης λύσεις που μάλλον θα εξυπηρετήσουν τον εχθρόν. Ο Επίσκοπος Ιερόθεος καθώς εξ αρχής διακήρυξε δημοσίως είναι ο αυτός. Είναι ο ευσεβής και ενάρετος και φιλομόναχος και δεν στενοχωρείται ολιγώτερον από σέ. Εγώ πιστεύω από σε εξαρτώνται όλα με λίγην ταπείνωσιν εν φόβω Θεού, συνεξήγησιν με βάσιν τον ειρηνοποιόν Χριστόν, το δίκαιον, την αγάπην και την εν Χριστώ τακτοποίησιν.

Ο Επίσκοπος ως διέκρινα σας αγαπά πολύ και θα σας αγαπήση πιο πολύ, εάν και σείς δείξετε κατανόησιν και υπακοήν. Ας γίνη και κάποια θυσία στις πολυδιάστατες ενέργειες της Μονής δια τον Χριστόν μας. Ενώ περί χρημάτων δεν είναι λόγος ως εις άλλα μοναστήρια.

Συγχώρησόν μοι τώ αμαρτωλώ μήπως κάπου στην επιστολή σε ελύπησα.

Μέ αγάπη Χριστού και ελπίδα

Ο τάλας Αρσένιος

Υ.Γ. Έγραφον νύκτα κατά την ακολουθίαν κάτω από τον Εσταυρωμένον στο Ιερό».

7.

Πρόταση για συνάντηση σε εφαρμογή σχετικής Συνοδικής Αποφάσεως και παρέμβαση του τότε Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, προς επίλυση των θεμάτων (Φεβ.-Μάρτ. 2000).

Τόν Φεβρουάριο του 2000, ύστερα από έγγραφο της Ιεράς Συνόδου και το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 132/21-2-2000 έγγραφο του Μητροπολίτου προς την Ιερά Μονή, προγραμματίσθηκε συνάντηση για την Δευτέρα 6 Μαρτίου στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, μεταξύ αφ’ ενός μεν του Μητροπολίτου, του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου και του Λογιστού-Διαχειριστού της Ιεράς Μητροπόλεως, αφ’ ετέρου δε του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής και των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου. Στην συζήτηση θα παρευρίσκονταν και οι δύο νομικοί σύμβουλοι, ένας από κάθε πλευρά, για να αντιμετωπισθούν τα νομικά προβλήματα.

Ο Μητροπολίτης καθόριζε με έγγραφό του τα πλαίσια στα οποία θα γίνη η συζήτηση για να λυθούν όλα τα θέματα και να μήν είναι μια συζήτηση νεφελώδης. Στο έγγραφό του αυτό κατάληγε:

«Προσευχήθηκα θερμά στην Παναγία την Αμπελακιώτισσα, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Της, όπου ελειτούργησα σήμερα, καθώς επίσης και στο θαυματουργικό χέρι του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου του θαυματουργού, του και προστάτου της Επαρχίας μας, ο οποίος εορτάζει σήμερα, να πρεσβεύουν ώστε η συνάντηση αυτή να ευδοκιμήση, να λυθούν κατά τον κανονικό τρόπο τα εκκρεμούντα ζητήματα, για να παύσουν να υφίστανται όλες οι αντικανονικές ενέργειες προς μεγάλη χαρά των αγγέλων και καταισχύνη του πονηρού, του οποίου έργο είναι οι διαιρέσεις των Χριστιανών».

Αλλά η Ιερά Μονή απήντησε με έγγραφο το οποίο στην ουσία υπονόμευε την οποιαδήποτε συζήτηση.

Κατόπιν τούτου ανεβλήθη η οποιαδήποτε συνάντηση για το μέλλον, όταν θα υπήρχε το κατάλληλο κλίμα.

Το τρία έγγραφα τα οποία αντηλλάγησαν είναι πάρα πολύ ενδεικτικά:

α) Μητροπολίτου προς Ηγούμενο (140/23-2-2000)

«Σάς γράφω μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχατε μαζί μου και την επιθυμία σας να συναντηθούμε για να λυθούν τα εκκλησιολογικά, κανονικά και νομικά θέματα τα οποία ανεφύησαν, κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια, όχι βέβαια από υπαιτιότητά μου. Και προφανώς η απόφαση της επικοινωνίας αυτής προήλθε από το υπ αριθμ. Πρωτ. 685/1-2-2000 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου και το υπ αριθμ. Πρωτ. 132/21-2-2000 έγγραφό μου, στο οποίο μεταξύ άλλων γραφόταν: «Διατηρούμε μια ελπίδα ότι την υστάτη αυτή στιγμή θα αποκαταστήσετε την διασαλευθείσα επικοινωνία με τον Μητροπολίτη σας και θα εφαρμόσετε τους ιερούς Κανόνας, την εκκλησιαστική νομοθεσία και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου με ευπείθεια, υπακοή και ειλικρίνεια».

Η προοπτική της συναντήσεως αυτής με χαροποιεί ιδιαιτέρως και διατηρώ την ελπίδα, τουλάχιστον όσο εξαρτάται από την πλευρά μου, να αποκατασταθούν οι σχέσεις της Ιεράς Μονής προς την Ιερά Μητρόπολη, για την ωφέλεια του ποιμνίου και βεβαίως την δική σας, αφού αποτελείτε μέρος του ποιμνίου της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως. Μένει όμως να καθορισθή επακριβώς ο τρόπος με τον οποίον θα γίνη η συνάντηση αυτή, ώστε να έχουμε αγαθά αποτελέσματα και η ειρήνη να είναι κατά το δυνατόν αδιατάρακτη και διαχρονική.

Μελετώντας το θέμα αυτό κατέληξα στο ότι η συνάντηση αυτή πρέπει να γίνη μέσα στα εξής πλαίσια:

1. Πρίν την ημέρα της συναντήσεώς μας πρέπει οπωσδήποτε να απαντήσετε στα υπ αριθμ. 113/15-2-2000, 114/15-2-2000 και 115/15-2-2000 έγγραφα τα οποία σας απέστειλα, γιατί είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων θεμάτων, κατά την συζήτηση. Ήδη έχει παρέλθει η προθεσμία απαντήσεως, και έχετε δείξει ολιγωρία.

2. Η συνάντηση θα γίνη στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, παρόντων ολοκλήρου του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής, ήτοι υμών, του Αρχιμ. Ιερωνύμου Δελημάρη και του Αρχιμ. Νεκταρίου Γκολιοπούλου, οι οποίοι φέρονται ως μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου –άν και δεν έχει ενημερωθή ο Μητροπολίτης για να παρέξη την ευλογία του– καθώς επίσης και του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Πρωτ. Αθανασίου Λαουρδέκη και του Πρωτ. Θεμιστοκλή Τσιτσιρίκη, διαχειριστού και λογιστού της Ιεράς Μητροπόλεως. Επί πλέον στην συνάντηση αυτή θα παρευρίσκωνται και δύο Νομικοί Σύμβουλοι, ένας από κάθε πλευρά, των οποίων η παρουσία θα είναι σημαντική για την επίλυση των νομικών προβλημάτων. Βεβαίως, η βαρύτητα θα δοθή στην κανονικότητα και δευτερευόντως στην νομιμότητα.

3. Η θεματολογία της συναντήσεως πρέπει να είναι η εξής:

α) Θα διαβαστούν οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου πάνω στα θέματα αυτά, ώστε να τεθούν τα εκκλησιολογικά πλαίσια της συζητήσεως. Δεν πρέπει να απομακρυνθούμε από τις Συνοδικές αποφάσεις και τις γνωμοδοτήσεις των εκκλησιαστικών οργάνων. Ως γνωστόν οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται πάνω στο κανονικό και το εκκλησιαστικό δίκαιο της Εκκλησίας.

β) Μεταξύ των δυό μας (Μητροπολίτου και Ηγουμένου) θα γίνη ανασκόπηση για την περίοδο μετά την πρώτη συζήτηση (1 Μαρτίου 1999). Αφού διαβαστή το σχετικό μνημόνιο, θα ερευνηθούν τα αίτια για τα οποία δεν ετηρήθησαν τα συμφωνηθέντα.

γ) Θα γίνη ανάλυση κάθε επί μέρους θέματος, ήτοι προϋπολογισμών – απολογισμών, ανεγέρσεως του Καθολικού της Ιεράς Μονής, Επενδύσεως από το Κράτος, Αδελφότητας, Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης, Επιστροφής Φ.Π.Α., Κτηματολογίου, Κελλίου Άγιος Ελευθέριος Αγίου Όρους κλπ. Η συζήτηση δεν θα γίνη από μηδενική βάση, αλλά με βάση τις αρχές που ετέθησαν στην συνάντηση της 1-3-1999, και βεβαίως θα αντιμετωπισθούν τα νέα θέματα που ανεφύησαν.

δ) Μετά την επίλυση των προβλημάτων αυτών θα συζητηθούν μεταξύ των δύο μας τα προσωπικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν.

4. Ο χρόνος κατά τον οποίον θα πραγματοποιηθή η συνάντηση πρέπει να είναι μετά την επιστροφή μου από την Κύπρο, ήτοι την Δευτέρα 6 Μαρτίου ε. έ. και ώρα 10 π. μ., αφού εν τώ μεταξύ αποστείλετε τις απαντήσεις στα ως άνω αναγραφόμενα έγγραφά μου.

Προσευχήθηκα θερμά στην Παναγία την Αμπελακιώτισσα, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Της, όπου ελειτούργησα σήμερα, καθώς επίσης και στο θαυματουργικό χέρι του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου του θαυματουργού, του και προστάτου της Επαρχίας μας, ο οποίος εορτάζει σήμερα, να πρεσβεύουν ώστε η συνάντηση αυτή να ευδοκιμήση, να λυθούν κατά τον κανονικό τρόπο τα εκκρεμούντα ζητήματα, για να παύσουν να υφίστανται όλες οι αντικανονικές ενέργειες προς μεγάλη χαρά των αγγέλων και καταισχύνη του πονηρού, του οποίου έργο είναι οι διαιρέσεις των Χριστιανών».

β) Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς Μητροπολίτη (31/29-2-2000)

«Διά του παρόντος και εις απάντησιν του υπ’ αριθμ. 140/23-2-200 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σάς αναφέρωμεν τα εξής:

Αποδεχόμεθα την πρόσκλησίν Σας και θα έλθωμεν οπωσδήποτε εις συνάντησίν Σας, την Δευτέραν 6-3-1999. Όμως, μετά σεβασμού και ταπεινώσεως απαντώμεν εις τάς κατηγορίας του εγγράφου Σας, αλλά και εις τους όρους της μελλοντικής μας συναντήσεως:

1. Δεν Σάς εζητήσαμεν εμείς συνάντησιν.

2. Δεν υπάρχουν προβλήματα εις τάς σχέσεις μας εξ υπαιτιότητός μας.

3. Δεν διεσαλεύσαμεν εμείς την επικοινωνίαν με τον Μητροπολίτην μας.

4. Δεν εξαρτάται από την πλευράν μας η αποκατάστασις των σχέσεών μας.

5. Δεν υπήρξαν την 1-3-1999 «συμφωνηθέντα» μεταξύ Ηγουμένου και Μητροπολίτου. Τόν Απρίλιον ή Μάϊον 1999, υποκύψας ο Ηγούμενος εις πιέσεις, υπεσχέθη ότι θα προσπαθήση να πείση τους πάντας και να παραμερισθούν τα εμπόδια δια να εφαρμοσθούν μέχρι τέλους 1999, αι εντολαί του εγγράφου, επικαλουμένου «μνημονίου». Εφηρμόσθησαν όλαι πλήν ελαχίστων, αι οποίαι είναι πρακτικώς αδύνατον να εφαρμοσθούν τώρα. Θα εφαρμοσθούν αργότερα, παρ’ όλον του ότι ουδείς Νόμος επιβάλλει την εφαρμογή τους.

6. Δεν δεχόμεθα τάς κατηγορίας του ως άνω εγγράφου.

7. Δεν δύναται να γίνη καλή συζήτησις υπό εκβιαστικούς όρους.

8. Δεν έχουν τίποτε νέον να ειπούν οι Νομικοί μας Σύμβουλοι. Ήδη εξεφράσθησαν.

9. Δεν τίθεται υπό αμφισβήτησιν η νομιμότης και η κανονικότης της Μονής.

10. Έχομεν ήδη συζητήσει, δι’ όλα τα θέματα του θεματολογίου Σας.

11. Μία συζήτησις δια τα προσωπικά Σας με τον Καθηγούμενον, άς γίνη κατ’ ιδίαν, άλλοτε.

12. Δεν μας προσφέρει τίποτε μία προσευχή, όταν μέσα εις αυτήν μας κατακρίνετε.

13. Οι όροι και το σχέδιον της συναντήσεως, δεν πρόκειται να οδηγήσουν εις αίσιον τέλος.

14. Μέ πνευματικόν σχέδιον και με πνευματικάς προϋποθέσεις, ίσως υπάρξη επιτυχία.

Εν αναμονή της συναντήσεώς μας, δια «νά αποκατασταθούν αι σχέσεις», διατελούμεν…»

γ) Μητροπολίτου προς το Ηγουμενοσυμβούλιο (156/4-3-2000)

«Έλαβα το υπ αριθμ. Πρωτ. 31/29-2-2000 έγγραφόν σας και αισθάνθηκα βαθειά θλίψη, τόσο για το περιεχόμενο όσο και για το ύφος του.

Σε απάντηση έχω να υπογραμμίσω τα ακόλουθα.

1. Αποδεικνύεται σαφώς από το κείμενό σας ότι δεν επιθυμείτε την συνάντηση η οποία είχε ορισθή για την Δευτέρα 6 Μαρτίου ε.έ., παρ ότι ο Ηγούμενος την ζήτησε με τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί μου την εσπέρα της Τρίτης 22 Φεβρουαρίου ε.έ. και μάλιστα δύο φορές, την δε δευτέρα φορά μου ανέφερε ότι ο Αρχιεπίσκοπος είπε να είναι παρόν ολόκληρο το Ηγουμενοσυμβούλιο κατά την συνάντηση!! Φαίνεται, λοιπόν, ότι φοβάσθε την συνάντηση αυτή.

2. Επιστρέφεται ως απαράδεκτον το ως άνω έγγραφόν σας, καθώς επίσης επιστρέφονται ως απαράδεκτα και τα υπ αριθμ. Πρωτ. 20/14-2-2000 21/14-2-2000 και 22/14-2-2000 έγγραφά σας. Κρατώ όμως φωτοτυπίες τους για υπόμνηση και απόδειξη του φαρισαϊκού πνεύματος και του αντιεκκλησιαστικού φρονήματος που σας διακρίνει.

3. Υπάρχουν τεράστια εκκλησιολογικά, κανονικά και νομικά θέματα στην Ιερά Μονή, όπως αποδεικνύεται σαφώς από την από 16ης Οκτωβρίου 1998 γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, την οποία αποδέχθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με την από 5ης Νοεμβρίου 1998 απόφασή της (αριθμ. Πρωτ. 2442, 3720, 4052/19ης Νοεμβρίου 1998), και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου υπ αριθμ. Πρωτ. 263/19-1-1999, 680/24-2-1999 και 685/1-2-2000, καθώς και την υπ αριθμ. 2670/16-12-1998 Εγκύκλιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, με πρόσφατη απόφασή της η Ιερά Σύνοδος, σε απάντηση ερωτημάτων μου σχετικά με τα θέματα της Ιεράς Μονής σας, υιοθέτησε πλήρως τις απόψεις του διαπρεπούς Νομικού, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Αναστασίου Μαρίνου, ο οποίος έθεσε και έλυσε ορθώς τα θέματα. Ακόμη σημαντική επί του θέματος αυτού είναι και η γνωμοδότηση του κ. Σπύρου Τρωϊάνου, η οποία απεστάλη στην Επιστημονική Επιτροπή της Νομικής Υπηρεσίας της Ιεράς Συνόδου, ύστερα από ερώτημα που υπέβαλε στην Επιτροπή η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Εκκλησία».

Σημειωτέον ότι η από 16-10-1998 γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων διατυπώθηκε μετά από πολύωρη συνεδρίαση της Επιτροπής, η οποία εμελέτησε τα σχετικά κείμενα μαζί με τις γνωμοδοτήσεις των δικών σας νομικών συμβούλων, ήτοι του κ. Σπύρου Τρωϊάνου και κ. Ιωάννου Παναγοπούλου, η υπ αριθμ. Πρωτ. 263/19-1-1999 απόφαση της Ιεράς Συνόδου είχε υπ όψη της την γνωμοδότηση του κ. Ιωάννου Κονιδάρη, την οποία δεν αποδέχθηκε, και η μελέτη του κ. Αναστασίου Μαρίνου την οποία υιοθέτησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιμετώπισε νομοκανονικώς και τις τρεις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις και το όλο θέμα.

4. Καλλιεργείτε έντονα και αναπτύσσετε σε μεγάλο βαθμό το δυνάμει σχίσμα στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με συνταρακτικές συνέπειες για την σωτηρία σας.

5. Η διαγωγή σας αυτή, όπως εκδηλώνεται καθημερινώς με αυξανόμενο ρυθμό, με απασχολεί έντονα και θα λάβω τα δέοντα κανονικά μέτρα.

Επομένως, εφ όσον τα δεκατέσσερα (14) σημεία του αποσταλέντος εγγράφου σας έρχονται σε αντίφαση και αντίθεση με την εκδηλωθείσα επιθυμία σας για συνάντηση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι στην ουσία δεν επιθυμείτε την πραγματοποίησή της για την λύση των αναφυέντων προβλημάτων, των οποίων την ύπαρξη υποκριτικώς αρνείσθε με τα ως άνω έγγραφά σας, γι αυτό με τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να πραγματοποιηθή η συνάντηση την ορισθείσα ημέρα και ώρα. Μπορεί να γίνη στο μέλλον όταν επιδείξετε πνεύμα ταπεινώσεως, υπακοής, μετανοίας, αυτομεμψίας και εκδηλώσετε στην πράξη τον σεβασμό στο ιεραρχικό πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι οποίες είναι σαφείς και εκπλήττομαι διότι δεν θέλετε να το αντιληφθήτε.

Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι ο Θεός «ο μείζων της καρδίας ημών» (Α( Ιω. γ», 20) γνωρίζει όλη αυτήν την κατάσταση, τα αίτια, τις σκοπιμότητες, τις εσωτερικές διαθέσεις και τις επιδιώξεις σας.

Η συνείδησή μου δεν με ενοχλεί καθόλου στο θέμα αυτό, μάλλον έχω ενοχλήσεις, επειδή αντιλήφθηκα πολύ αργά την όλη κατάσταση που επικρατεί στην Ιερά Μονή σας, αφού εν τώ μεταξύ σας ευεργέτησα για τρία χρόνια ποικιλοτρόπως. Αλλά και αυτό δείχνει τις αγαθές προθέσεις μου απέναντί σας»

8.

Η δεύτερη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Ηγουμένων (Μάϊος – Αύγουστος 2000)

Επειδή η παρέμβαση της πρώτης Τριμελούς Επιτροπής εξ Αρχιερέων δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο να προτείνη στην Ιερά Σύνοδο τον σχηματισμό Επιτροπής εξ Ηγουμένων, ώστε να μήν υπάρχη η προκατάληψη από την πλευρά της Μονής και η υποψία περί μεροληψίας.

Πράγματι, με Συνοδική Απόφαση (2326/18-5-2000) ορίσθηκε Τριμελής Συνοδική Επιτροπή εξ Ηγουμένων που αποτελείτο από τους Καθηγουμένους των Ιερών Μονών Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου π. Αθανάσιο Αναστα­σίου, Πα­ρα­κλή­του π. Τιμόθεο Σακκά και Α­γί­ου Διο­νυ­σί­ου του εν Ο­λύ­μπω π. Μάξιμο Κυρίτση.

Η Επιτροπή εξ Ηγουμένων, με­τά την πε­ρά­τω­ση της έ­ρευ­νάς της, κα­τέ­θε­σε δύο υ­πο­μνή­μα­τα στην Ι­ε­ρά Σύ­νο­δο στα ο­ποί­α, πέ­ρα α­πό τις προ­σω­πι­κές ε­κτι­μή­σεις ε­νός α­πό αυ­τά, συμ­φω­νούσαν σε δύ­ο συ­γκε­κρι­μέ­να ση­μεί­α:

Πρώτον. Ό­λες οι ε­νέρ­γει­ες της Ι­ε­ράς Μο­νής να ι­δρύ­ουν Α­στι­κές Ε­ται­ρεί­ες και Ε­ται­ρεί­ες Πε­ρι­ω­ρι­σμέ­νης Ευ­θύ­νης εί­ναι α­ντι­κα­νο­νι­κές, α­ντι­εκ­κλη­σια­στι­κές και πα­ρά­νο­μες.

Για την Α­στι­κή Ε­ται­ρεί­α γρά­φε­ται:

«Διά του Κα­τα­στα­τι­κού το­ύ­του πά­νυ α­ντι­κα­νο­νι­κώς τί­θε­ται υ­πό κη­δε­μο­νί­αν η Ι­ε­ρά Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος Σκά­λας Ναυ­πά­κτου και δια­πλέ­κε­ται και ε­μπλέ­κε­ται με σω­μα­τεί­α κο­σμι­κά «πα­ρά γνώ­μην» του οι­κεί­ου Μη­τρο­πο­λί­του πα­ρά πά­σαν Κα­νο­νι­κήν, Εκ­κλη­σια­στι­κήν Πα­ρά­δο­σιν και τά­ξιν».

Ε­πί­σης, για την ί­δια Ε­ται­ρεί­α γρά­φε­ται:

«Ου­σια­στι­κά πρό­κει­ται πε­ρί συ­στά­σε­ως Κοι­νο­βί­ου (Ι­ε­ράς Μο­νής), με δια­δι­κα­σί­ες ό­μως που εί­ναι α­ντι­κα­νο­νι­κές, α­ντι­εκ­κλη­σια­στι­κές και α­ντι­πα­ρα­δο­σια­κές».

Η σύ­στα­ση Α­δελ­φό­τη­τος με την ε­πω­νυ­μί­α «Α­δελ­φό­της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος» και έ­δρα την Να­ύ­πα­κτον «συ­νι­στά το μεν α­ντι­κα­νο­νι­κήν ε­νέρ­γειαν, το δε μη νό­μι­μον ε­νέρ­γειαν, ε­φ’ ό­σον με αυ­τήν ε­πι­χει­ρεί­ται κα­τάρ­τι­σις (πο­λυ­με­λούς) δι­καιο­πρα­ξί­ας α­πο­λύ­τως α­κύ­ρου, που έ­γι­νεν α­πό πρό­σω­πα στε­ρο­ύ­με­να τοια­ύ­του δι­και­ώ­μα­τος.­.. Η α­να­γνώ­ρι­σις της α­κυ­ρό­τη­τος μπο­ρεί να γί­νη με­τά α­πό α­γω­γή ο­ποιου­δή­πο­τε, ο ο­ποί­ος έ­χει έν­νο­μον συμ­φέ­ρον και ο­πωσ­δή­πο­τε υ­πό του οι­κεί­ου Ε­πι­σκό­που, το έν­νο­μον συμ­φέ­ρον του ο­πο­ί­ου εί­ναι πρό­δη­λον, ε­φ’ ό­σον εις την ε­πι­σκο­πι­κήν του δι­καιο­δο­σί­αν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και ο έ­λεγ­χος της κα­νο­νι­κό­τη­τος των ε­νερ­γει­ών των Μο­να­χών και των Μο­νών της Ε­παρ­χί­ας του».

Για την Ε­ΠΕ λέ­γε­ται:

«Οι κοι­νο­βι­ά­ται Μο­να­χοί δεν δύ­να­νται να συμ­με­τέ­χουν εις ε­μπο­ρι­κάς ε­ται­ρεί­ας.­.. Οι πέ­ντε Μο­να­χοί μέ­το­χοι, εξ α­ντι­κει­μέ­νου πα­ρε­βί­α­σαν, και μό­νον με την ε­νέρ­γει­άν των αυ­τήν της συ­στά­σε­ως της Ε­ΠΕ, τους ι­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας». «Λό­γω του α­συμ­βι­βά­στου των Μο­να­χών να ι­δρύ­σουν ε­μπο­ρι­κήν ε­ται­ρεί­αν, η εν λό­γω Ε­ΠΕ εί­ναι ά­κυ­ρος».

Για ό­λα τα Σω­μα­τεί­α και τις Ε­ται­ρεί­ες γρά­φε­ται:

«Η πα­ρά­πλευ­ρος λει­τουρ­γί­α των α­νω­τέ­ρων νο­μι­κών προ­σώ­πων έ­γι­νε δια την ου­σια­στι­κήν α­να­ί­ρε­σιν α­σκή­σε­ως εκ μέ­ρους του ε­πι­χω­ρί­ου Ε­πι­σκό­που του ε­λέγ­χου της κα­νο­νι­κό­τη­τος των ε­νερ­γει­ών των, αλ­λά και του ε­λέγ­χου νο­μι­μό­τη­τος της οι­κο­νο­μι­κής δια­χει­ρί­σε­ως της Μο­νής των.­.. Διά μι­κρο­οι­κο­νο­μι­κο­ύς σκο­πο­ύς και ε­πι­δι­ώ­ξεις α­πο­δυ­να­μού­ται η Ι­ε­ρά Μο­νή, Ι­ε­ρόν και πνευ­μα­τι­κόν κα­θί­δρυ­μα, κα­θη­για­σμέ­νον και προ­ω­ρι­σμέ­νον εις τους αι­ώ­νας, και δη­μιουρ­γούν πε­ριου­σια­κά στοι­χεί­α τα πα­ρά­κε­ντρα της Ι­ε­ράς Μο­νής Σω­μα­τεί­α, Σύλ­λο­γοι κλπ. συ­στα­θέ­ντα κα­τά τους κο­σμι­κο­ύς νό­μους και δη κα­τά πα­ρά­βα­σιν το­ύ­των, ως προ­ε­λέ­χθη, η δι­ά­λυ­σις των ο­πο­ί­ων εί­ναι δυ­να­τή α­νά πά­σαν στιγ­μήν».

Για την ε­πέν­δυ­ση εκ πολ­λών ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων υ­πό του Κρά­τους γρά­φε­ται:

«Η μη εμ­φά­νι­σις αυ­τών των ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων (τής ε­πεν­δύ­σε­ως) εις την κυ­ρί­αν Δια­χεί­ρι­σιν της Μο­νής εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτος, μη σύν­νο­μος και α­κα­τα­νό­η­τος», δι­ό­τι η ε­πέν­δυ­ση «εις ου­δε­μί­αν πε­ρί­πτω­σιν δεν α­πο­βλέ­πει και δεν μπο­ρεί να ε­πι­δι­ώ­κη την δι­ά­σπα­σιν του ‘­Ε­νια­ί­ου της δια­χει­ρί­σε­ως της Μο­νής».

Για την ε­πι­στρο­φή Φό­ρων ΦΠΑ που δεν κα­τε­γρά­φη στους α­πο­λο­γι­σμο­ύς της Μο­νής γρά­φε­ται:

«Δε­δο­μέ­νου ό­τι το προ­ϊ­όν αυ­τών των ε­πι­στρο­φών δεν εμ­φα­νί­ζε­ται εις το βι­βλί­ον Τα­μεί­ου της Ι­ε­ράς Μο­νής, χω­ρίς να εί­ναι γνω­στόν που διο­χε­τε­ύ­ε­ται, ό­τι λεί­πουν στοι­χεί­α και δια­τυ­πώ­σεις που τάς κα­λύ­πτουν, γεν­νά­ται μεί­ζον θέ­μα, ε­φ’ ό­σον α­πο­δει­χθούν τα κα­ταγ­γελ­λό­με­να, τα ο­ποί­α εγ­γί­ζουν ευ­θέ­ως α­κό­μη και της ποι­νι­κής ευ­θύ­νης».

Δεύτερον. Οι κα­ταγ­γε­λί­ες της Ι­ε­ράς Μο­νής ό­τι ο Μη­τρο­πο­λί­της ε­πι­ζη­τού­σε ή ε­πε­δί­ω­κε υ­ψη­λό πο­σο­στό α­πό τις ει­σπρά­ξεις της Ι­ε­ράς Μο­νής για την Ι­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη α­πο­δεί­χθη­κε ψευ­δής και συ­κο­φα­ντι­κή. Γι’ αυ­τό στα υ­πο­μνή­μα­τα γρά­φε­ται:

Μέ την μη α­πό­δο­ση των δια­φό­ρων ει­σφο­ρών δια­πι­στώ­νε­ται πρό­θε­ση εκ μέ­ρους της Ι­ε­ράς Μο­νής «εν­συ­νει­δή­του ζη­μι­ώ­σε­ως των νο­μί­μων δι­και­ω­μά­των Τρί­των και του Δη­μο­σί­ου. Μί­α τα­κτι­κή που συν­θέ­τει πλή­θος ποι­νι­κών α­δι­κη­μά­των, ό­πως της πα­ρα­βά­σε­ως κα­θή­κο­ντος, της α­πο­κρύ­ψε­ως Ε­σό­δων – Δα­πα­νών, της αλ­λοι­ώ­σε­ως Τα­μεί­ου, της πλα­στό­τη­τος στοι­χεί­ων, της πε­ρι­φρο­νή­σε­ως δια­τά­ξε­ων Νό­μων και Κα­νο­νι­σμών, την πρό­κλη­σιν οι­κο­νο­μι­κής ζη­μί­ας εις τρί­τους και το Δη­μό­σιον.­.. Ό­σον α­φο­ρά την ει­σφο­ράν 10% ε­πί των ει­σπρά­ξε­ων της Μο­νής υ­πέρ της Μη­τρο­πό­λε­ως, την ο­πο­ί­αν ε­πι­ζη­τεί και ε­πι­δι­ώ­κει δή­θεν ο Ε­πί­σκο­πος, ό­πως κα­τά κό­ρον προ­βάλ­λε­ται υ­πό της Μο­νής, γε­γο­νός που την υ­πο­χρε­ώ­νει να α­πο­κρύ­πτη έ­σο­δά της, α­δι­κεί ι­διαι­τέ­ρως τον Ε­πί­σκο­πον και εκ­θέ­τει ε­ντό­νως την Μο­νήν. Εις την προ­κει­μέ­νην ό­μως πε­ρί­πτω­σιν οι ι­σχυ­ρι­σμοί εί­ναι α­βά­σι­μοι, α­στή­ρι­κτοι και αλ­λού προ­φα­νώς α­πο­σκο­πούν.­.. Ε­πο­μέ­νως αι ε­πί­μο­νοι, έ­ντο­νοι και προς πά­σαν κα­τε­ύ­θυν­σιν δια­δό­σεις, ό­τι το κύ­ριον ση­μεί­ον τρι­βής, δια­φο­ράς και α­ντι­δρά­σε­ως της Ι­ε­ράς Μο­νής εί­ναι αι δή­θεν ά­νο­μοι ει­σπρα­κτι­καί δια­θέ­σεις του Ε­πι­σκό­που εις βά­ρος της, κρί­νε­ται α­στή­ρι­κτον και α­να­λη­θές. Η ό­λη δε α­κο­λου­θη­θεί­σα τα­κτι­κή ε­νέ­χει σα­φή στοι­χεί­α η­θε­λη­μέ­νου και με­θο­δευ­μέ­νου δια­συρ­μού του Ε­πι­σκό­που».

«Ό­σον α­φο­ρά την ει­σφο­ρά 10%, ο Μη­τρο­πο­λί­της δή­λω­σε και στην ε­πι­τρο­πή αλ­λά και εγ­γρά­φως, ό­τι δεν ε­πι­δι­ώ­κει να την ει­σπρά­ξη,­.­.. Εί­ναι ε­πο­μέ­νως α­δι­καιο­λό­γη­τη η πε­ραι­τέ­ρω ε­πι­μο­νή της Ι­ε­ράς Μο­νής να αι­τι­ά­ται τον Μη­τρο­πο­λί­τη για το θέ­μα αυ­τό».

Όμως, παρά το σαφές πόρισμα της Επιτροπής τουλάχιστον ως προς τα δύο αυτά ζητήματα, η Ιερά Μονή μέχρι και την ημερομηνία της εκδόσεως του Προεδρικού Διατάγματος περί διαλύσεως του νομικού της προσώπου δεν έκανε κανένα βήμα πίσω, αφού τα Σωματεία και οι Εταιρείες συνεχίζουν να λειτουργούν και μάλιστα ανέλεγκτα και κάτω από καθεστώς αδιαφάνειας, και το κυριώτερο «όπλο» της Μονής στον αγώνα για την αυτονόμησή της από την Εκκλησία συνέχιζε να παρα­μέ­νη η συκοφαντία κατά του Μητροπολίτου περί δήθεν εκζητήσεως χρημά­των.

9.

Επίσκεψη του π. Αρσενίου στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως με αποκλειστικώς δική του πρωτοβουλία και συζήτηση με τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη (Οκτ. 2001)

Τόν Οκτώβριο του 2001, ο π. Αρσένιος Κομπούγιας –πού όπως προαναφέρθηκε διετέλεσε επί ένδεκα έτη Πνευματικός του πρώην Ηγουμένου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη– με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία επισκέφθηκε τον πρώην Ηγούμενο στην Μονή, προκειμένου να διαμεσολαβήση και να τον πείση να ζητήση συγγνώμη από τον Επίσκοπο. Το περιεχόμενο της όλης συζητήσεως ο π. Αρσένιος το κατέγραψε αργότερα σε κείμενο το οποίο δημοσιεύθηκε και έχει ως εξής:

«Φο­βε­ρόν ε­πει­σό­δι­ον στή ζωή μου

Την 29/10/2001, με­τά την εκ της πρω­ϊ­νής α­κο­λου­θί­ας ε­πι­στρο­φήν εις το δω­μά­τι­όν μου, με πή­ρε λί­γο ο ύ­πνος, εί­δα ό­νει­ρον ό­τι ή­μουν στην Α­θή­να σ έ­να δρό­μο και συ­νή­ντη­σα το π. Σπυ­ρί­δω­να Λο­γο­θέ­την. Μέ α­σπά­σθη­κε και του εί­πα, θα α­νέ­βω στο μο­να­στή­ρι να σε ι­δώ, να έλ­θης μου εί­πε.

Πα­ρα­συρ­θείς α­πό το ό­νει­ρο και πο­λύ με βα­σά­νι­σε η σκέ­ψις ε­άν πρέ­πει να υ­πά­γω. Προ­σευ­χή­θη­κα στον Κύ­ρι­ο και στην Πα­να­γί­α να με φω­τί­ση να πά­ω ή να μήν πά­ω. Τε­λι­κώς α­πε­φά­σι­σα να α­νέ­βω στή μο­νή. Ει­δο­ποί­η­σα με φι­λι­κό πρό­σω­πο της μο­νής ε­άν με δέ­χο­νται και ε­δέ­χθη ο π. Σπυ­ρί­δων να τον ε­πι­σκε­φθώ. Εί­χον α­πό­φα­ση να του μι­λή­σω με α­γά­πη, δια να συμ­φι­λι­ω­θή με τον Μη­τρο­πο­λί­τη, να τον ε­πι­σκε­φθή, να ζη­τή­ση συγ­γνώ­μην και να πει­θαρ­χί­ση σε ό,τι του εί­πη ο ε­πί­σκο­πος, δια να α­πο­φευ­χθή ί­σως κά­τι κα­κόν που θα προ­έ­κυ­πτε ύ­στε­ρα α­πό την ο­λο­με­λή α­πό­φα­σιν της Ι­ε­ραρ­χί­ας δια να γί­νουν α­να­κρί­σεις εις βά­ρος του.

Τε­λι­κώς α­νέ­βη­κα στή μο­νή, με πέ­ρα­σε έ­νας μο­να­χός στή με­γά­λη αί­θου­σα. Σε λί­γο έρ­χε­ται ο π. Σπυ­ρί­δων με κα­τα­κί­τρι­νο και α­γρι­ε­μέ­νο πρό­σω­πο. Αι­σθάν­θη­κα την α­νά­γκη να φύ­γω τά­χι­στα. Εν τέ­λει κα­θί­σα­με, με χαι­ρέ­τη­σε ψυ­χρά. Συ­ζη­τή­σα­με 3 ώ­ρες. Τού έ­θε­σα πρώ­τον γρα­πτώς τα πι­θα­νά ε­μπό­δι­α και λό­γους που δι­αι­ω­νί­ζε­ται η κα­τά­στα­σις αυ­τή ε­πί πολ­λά χρό­νι­α, λό­γω προ­πα­ντός του πρω­το­τύ­που και πο­λυ­δι­α­στά­του έρ­γου της μο­νής μπρο­στά στή μύ­τη του ε­πι­σκό­που, που α­φεύ­κτως δη­μι­ουρ­γεί σχί­σμα, δι­αί­ρε­σιν των Χρι­στι­α­νών με τους δι­α­φό­ρους Συλ­λό­γους και εμ­φα­νί­ζε­ται κά­ποι­α δι­αρ­χί­α, ως και με­ρι­κά α­κό­μη ως υ­πο­θέ­τω ε­μπό­δι­α.

Άρ­χι­σε έ­να προς έ­να να τα δι­α­ψεύ­δη, στη­ρι­ζό­με­νος ό­τι ο Μη­τρο­πο­λί­της του ή­ταν ό­λα γνω­στά, εξ αρ­χής τα ε­πι­κύ­ρω­νε και τα ευ­λο­γού­σε, ε­πί ε­νά­μι­συ και δύ­ο έ­τη. Ό­λα τα έ­βλε­πε κα­λώς και ε­πο­μέ­νως δεν το θε­ώ­ρη­σε α­πα­ραί­τη­τον να ζη­τή­ση συγ­γνώ­μην. Ως το μό­νον τρό­πον δι­ορ­θώ­σε­ως ε­πέ­μει­νε στην προ­σω­πι­κήν μου θέ­σιν (βέ­βαι­α και της μο­νής μου) την τα­χεί­αν α­πο­μά­κρυν­σίν μου α­πό τον Μη­τρο­πο­λί­την και να τα­χθώ με το μέ­ρος της μο­νής του.

Ε­γώ του εί­πον ό­τι, το μέ­τρον αυ­τό θα ε­πι­δει­νώ­ση το πράγ­μα και ό­τι ε­γώ ε­άν εί­μαι με τον κά­θε Μη­τρο­πο­λί­την, ο πε­ρισ­σό­τε­ρος λό­γος εί­ναι ό­τι δεν υι­ο­θε­τώ την πρω­το­τυ­πί­αν και το έρ­γον του, που δι­α­σπά την ε­νό­τη­τα Μο­νής και Ε­πι­σκό­που. Εν τέ­λει λί­γα α­κό­μη που εί­πα­με, χω­ρίς να δεί­ξη κά­τι το ύ­πο­πτον, ση­κώ­θη­κε βι­αί­ως, προ­χώ­ρη­σε με­ρι­κά βή­μα­τα και άλ­λα πιο πέ­ρα συ­νε­χώς ως δαι­μο­νι­σθείς με φω­νές που τά­ρα­ξε την αί­θου­σα, με ύ­βρεις στο πρό­σω­πόν μου, έ­ξαλ­λος τι­νά­ζο­ντας συ­νε­χώς τάς χεί­ρας και πό­δας α­φρί­ζων και μαι­νό­με­νος, έ­φυ­γε α­πό το ό­λον θέ­μα της συ­ζη­τή­σε­ως και πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε στο θέ­μα που α­νέ­γρα­ψε σε βι­βλι­α­ρά­κι ο Ε­πί­σκο­πος ό­τι: «μό­νο ο π.Αρ­σέ­νι­ος δι­α­πι­στώ­σας τα ψεύ­δη του π. Σπυ­ρί­δω­νος τον α­πε­μά­κρυ­νε α­πό την ε­ξο­μο­λό­γη­σιν». (Και ό­ντως το θέ­μα που τον α­πε­μά­κρυ­να ό­ντως ή­το που α­πε­κά­λε­σε το Μη­τρο­πο­λί­την Δα­μα­σκη­νόν Νι­κο­λέτ­τα, την κα­τά­ρα του Δα­μα­σκη­νού ως και την κα­τά­ρα του π. Σπυ­ρί­δω­νος προς αυ­τόν, και ό­τι κα­τη­γό­ρη­σε σε μέ­να τον Πρω­το­σύ­γκε­λο π. Ι­ε­ρό­θε­ο, ό­τι τά­χα πη­γαί­νο­ντας προς το προ­ά­στι­ο Ξη­ρο­πή­γα­δο κα­τη­ρά­σθη και φα­σκέ­λω­σε το μο­να­στή­ρι του. Ε­νώ με­τά ε­ρώ­τη­σα το π. Ι­ε­ρό­θε­ο στην ε­ξο­μο­λό­γη­σιν ε­άν συ­νέ­βη τοι­ού­τον τι, σή­κω­σε τα μά­τι­α του ψη­λά δά­κρυ­σε και μου εί­πε ου­δέ­πο­τε έ­γι­νεν έν τοι­ού­τον). Ε­πα­να­λαμ­βά­νω: Πε­ρι­ο­ρί­σθη στο θέ­μα αυ­τό φω­νά­ζο­ντάς με: Ντρο­πή σου ψεύ­τη, α­πα­τε­ώ­να, ντρο­πή σου ε­λε­ει­νέ, ντρο­πή σου ε­σχα­τό­γε­ρε, ντρο­πή σου που εί­σαι μέ­σα στην Κό­λα­ση, ντρο­πή σου γε­ρο­κο­λα­σμέ­νε, ντρο­πή σου, ντρο­πή σου, ντρο­πή σου, έ­φευ­γε φω­νά­ζο­ντας συ­νε­χώς τι­νά­ζο­ντας χεί­ρας, πό­δας, με τα μαλ­λιά πε­τα­μέ­να δε­ξιά α­ρι­στε­ρά.

Ε­νώ­πι­ον ό­λης της συ­ζη­τή­σε­ως πα­ρευ­ρί­σκε­το ο π. Ι­ε­ρώ­νυ­μος. Βλέ­πο­ντας ταύ­τα έ­μει­νε ά­ναυ­δος μου εί­πε, τί να γί­νη, μό­νο μήν εί­πης αυ­τά που­θε­νά. Έ­φυ­γα μό­νος μου και εί­πον, ό­ντως δεν με έ­στει­λε ο Χρι­στός, αλ­λά ο σα­τα­νάς. Κρί­μα έ­χα­σα τον και­ρόν μου και κό­λα­σα τον α­δελ­φόν μου, συγ­χώ­ρη­σόν με Κύ­ρι­ε. Πί­στευ­σα ό­τι τά­χα κά­τι θα ε­πι­τύ­χω. Κύ­ρι­ε ε­λέ­η­σόν ε­μέ τον δού­λον Σου Αρ­σέ­νι­ον.

(29/10/2001) Αρ­χιμ. Αρ­σέ­νι­ος Κο­μπού­γι­ας».

10.

Προσωπική παρέμβαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου (Νοέμβριος 2001)

Όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος ο μακαριστός Χριστόδουλος, ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης τον επήνεσε υπερβαλλόντως ως τον πρώτο Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος που εξέλεγε το Άγιον Πνεύμα.

Έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Σπυρίδων στα κηρύγματά του απ’ άμβωνος και από ραδιοφώνου:

«Όμως νά! Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ήλθε η ώρα και το ζήσαμε όλοι μας και το χαρήκαμε και το πανηγυρίσαμε που το Άγιο Πνεύμα ελεύθερα πλέον ήλθε προσκεκλημένο στην Ιερά μας Σύνοδο πριν από ένα μήνα και κάτι ακόμη, και ανέδειξε για πρώτη φορά στην Εκκλησία της Ελλάδος το Άγιον Πνεύμα τον Αρχιεπίσκοπον τον οποίο ήθελε το Άγιον Πνεύμα και όχι οι άρχοντες της γής. Και ποιόν ανέδειξεν; Ανέδειξε έναν άνθρωπο άγιον! Αυτό τα λέει όλα! Έναν άνθρωπο του Θεού!» (Κήρυγμα Πεντηκοστής 1998).

Επίσης, σε άρθρο του σε Εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας έγραψε:

«Είναι αδιανόητο να τον αφήσουμε (τόν Αρχιεπίσκοπο) να ξανοιχθή μόνος και αβοήθητος. …

Έτσι, πιστεύουμε ότι εκείνο που χρειάζεται αρχικά είναι η προσωπική πνευματική άνοδος του καθενός μας, ώστε όλοι να πλησιάσουμε, όσο είναι δυνατόν, στο πνευματικό επίπεδο του «επί κεφαλής», ώστε να μπορή να υπάρξη αλληλοκατανόησις και συνεννόησις, που είναι βάσις της αλληλοβοηθείας και συνεργασίας.

Έπειτα πιστεύουμε ότι είναι επείγουσα ανάγκη ταυτίσεως της πίστεως όλων μας, ώστε να επιτευχθή ενότητα και αληθινή αγάπη. Να ενωθούμε στην ίδια πίστι και να καταλύσουμε, τώρα αμέσως, τις μικροδιαφορές, που διχάζουν και χωρίζουν. …

Ο νέος Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη στή θέσι του, στην έπαλξί του, στο μετερίζι του, πανέτοιμος να αρχίση την αναγεννητική του προσπάθεια, για μία νέα εκκλησιαστική κατάστασι.

Και ασφαλώς, περιμένει να συσπειρωθούν γύρω του όλες οι άξιες δυνάμεις της εκκλησιαστικής κοινότητος.

Η συσπείρωσίς μας κοντά σου, σε μία ισχυρή ενότητα, με μία ψυχή και μία καρδιά, θα φέρη τα ποθητά αποτελέσματα που περιμένουν όλοι όσοι χαίρονται για την εκλογή του και ελπίζουν στην αναγέννησι της Εκκλησίας» (Ακρόπολις, 5-7-1998).

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ήταν καθόλου προκατειλημμένος έναντι της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως και του τότε Ηγουμένου αυτής. Αντίθετα, φαίνεται είχε καλή άποψη. Αντιμετωπίζοντας όμως την κατάσταση από την υπεύθυνη θέση του Αρχιεπισκόπου και λαμβάνοντας άμεση γνώση της όλης συμπεριφοράς του π. Σπυρίδωνος και των μοναχών του και της αντιεκκλησιαστικής τους στάσης, αντιλήφθηκε ότι η όλη κατάσταση φθάνει σε ένα αδιέξοδο, ύστερα από το ανυποχώρητο της Ιεράς Μονής, και κατόπιν της αποφάσεως της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου 2001, και απέστειλε στον τότε Ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ιδιόχειρη επιστολή (8-11-2001), η οποία έγραφε τα ακόλουθα:

«Α­γα­πη­τέ π. Σπυ­ρί­δων,

Έ­χω λά­βει τα κα­τά και­ρο­ύς α­πο­στελ­λό­με­να προς με κεί­με­νά σας, ως και το τε­λευ­ταί­ον που εί­ναι έκ­κλη­σις πα­ρεμ­βά­σε­ώς μου προς ε­πί­λυ­σιν του φο­βε­ρού προ­βλή­μα­τος που φέ­ρει την Ι. Μο­νήν σας έκ­θε­τον ε­νώ­πιον της Εκ­κλη­σί­ας μας. Σή­με­ρα έ­λα­βα και την εκ σε­λί­δων 8 α­πά­ντη­σιν του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του σας, εις πα­ρο­μο­ί­αν έκ­κλη­σιν που του α­πηυ­θύ­να­τε. Μέ­χρι στιγ­μής σας έ­χω συ­μπε­ρι­φερ­θεί με α­γά­πην αλ­λά και με ει­λι­κρί­νειαν, ε­πι­θυ­μών να ε­πα­νε­ντρο­χια­σθή­τε εις το κα­νο­νι­κώς δέ­ον α­πο­κα­θι­στώ­ντες τις σχέ­σεις σας με τον Ε­πί­σκο­πόν σας. Η δια­μά­χη αυ­τή κα­νέ­να δεν ω­φε­λεί. Μό­νον ο δι­ά­βο­λος χα­ί­ρει. Τώ­ρα που ευ­ρί­σκε­σθε εις το χεί­λος της κα­τα­στρο­φής, δι­ό­τι ε­πί­κει­ται, με­τά την α­πο­τυ­χί­αν ό­λων των κα­τευ­να­στι­κών προ­σπα­θει­ών τις ο­ποί­ες με­τήλ­θεν η Ι. Σύ­νο­δος, η ε­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων, που θα σας στε­νο­χω­ρή­σουν, πα­ρα­κα­λώ α­μέ­σως να συ­νέλ­θε­τε και να ε­πι­δι­ώ­ξε­τε, μα­κράν ε­γω­ϊ­σμών και δι­εκ­δι­κή­σε­ων, αλ­λά με τα­πεί­νω­σιν, να συ­νεν­νο­η­θή­τε με τον Σεβ. Μη­το­πο­λί­την σας, εις ό­λα ό­σα σας υ­πο­δει­κνύ­ει, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντες την α­νταρ­σί­αν και α­νυ­πα­κο­ήν. Γρά­φω ταύ­τα ε­πει­δή σας α­γα­πώ και ε­πι­θυ­μώ να σας ί­δω ο­μο­νο­ού­ντας και δο­ξά­ζο­ντας τον Θε­όν.

Με­τ’ α­γά­πης και ευ­χών

+ Ο Α­ΘΗ­ΝΩΝ ΧΡΙ­ΣΤΟ­ΔΟΥ­ΛΟΣ»

Δυστυχώς, ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης, ο οποίος έλεγε και έγραφε όσα είδαμε ανωτέρω για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, δεν άκουσε την πατρική πλήν σαφέστατη αυτή παραίνεση, που του δόθηκε πέντε χρόνια πριν την έκπτωσή του από την θέση του ηγουμένου, έξι χρόνια πριν την επιβολή της ακοινωνησίας και ένδεκα χρόνια πριν την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος περί διαλύσεως του νομικού προσώπου της Μονής.

11.

Σχέδιο συμφωνίας Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Μονής καθηγητού Παν. Μπερνίτσα, του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων και εκπροσώπου της Ιεράς Μονής (Νοέ. 2001)

Το έ­τος 2001 κα­ταρ­τί­σθη­κε σχέ­διο ε­πι­λύ­σε­ως των προ­βλη­μά­των που α­νέ­κυ­ψαν, ύ­στε­ρα α­πό συ­νερ­γα­σί­α των δι­κη­γό­ρων της Ι­ε­ράς Μο­νής κα­θη­γη­τού Παν. Μπερ­νί­τσα, του εκ­προ­σώ­που της Ι­ε­ράς Μο­νής και του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων. Ε­πρό­κει­το για μια σο­βα­ρή ε­νέρ­γεια, που ή­ταν αρ­χή ε­πι­λύ­σε­ως των θε­μά­των, με το οποίο ο Μητροπολίτης, όταν τέθηκε υπ’ όψη του, κατά βάση συμφώνησε.

Το σχέδιο αυτό καταγράφηκε σε επιστολή (28-11-2001) από τον ίδιο τον καθηγητή Π. Μπερνίτσα, ως εξής:

«Άγιοι Πατέρες, Αθανάσιε και Ιγνάτιε,

Μετά τη χθεσινή μας εποικοδομητική συζήτηση ενημέρωσα με τηλεφωνικό μήνυμα τον Άγιο Φιλίππων και συνομίλησα με τον κ. Μάρη τον οποίον παρακάλεσα για μια αναβολή του θέματος της Μονής Ναυπάκτου μέχρι τη διευθέτησή του καθώς και για την μη επιμονή του στή διεξαγωγή του ελέγχου εν όψει της δυνατότητας φιλικής διευθετήσεως της διαφοράς που ανέκυψε. Διαβεβαίωσα τον κ. Μάρη ότι οι προτάσεις που θα διατυπωθούν θα τύχουν της εγκρίσεως του κ. Τσιουλάκη και του ιδίου.

Όπως υποσχέθηκα Σάς υποβάλλω εγγράφως τα όσα διατυπώθηκαν κατά τη χθεσινή μας συζήτηση τα οποία βεβαίως θα χρειασθούν και περαιτέρω επεξεργασία. Εάν παρέλειψα κάτι αυτό οφείλεται μόνο σε αβλεψία ή σε κόπωση.

Μέ άπειρες ευχαριστίες και ευχές, ευλογείτε

Παναγιώτης Μ. Μπερνίτσας

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ Ή ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΑΥΤΗ ΜΟΝΗ

– Όσον αφορά την ΕΠΕ η οποία ιδρύθηκε με σκοπό την ανάπτυξη μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, μετά την ολοκλήρωσή της και την επί μη εμπορικά κερδοφόρου βάσεως οργάνωσή της αυτή κατέστη ανενεργός και κατέθεσε τα βιβλία της στην οικεία Δ.Ο.Υ. Πρότεινα να αντικαστασθή ο π. Ιγνάτιος από διαχειριστής και εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εγκριτική της επένδυσης πράξη να αντικατασταθούν με λαϊκούς και οι λοιποί εταίροι. Επίσης πρότεινα, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε την απαραίτητη έγκριση, να πωληθεί η άδεια και να εισφερθεί το εκ της πωλήσεως έσοδο στην Μονή.

– Όσον αφορά την Αδελφότητα Μεταμορφώσεως Αθηνών ο Πατήρ Ιγνάτιος μας βεβαίωσε ότι αυτή έχει διαλυθεί. Συμφωνήθηκε να προσκομισθούν τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η λύση της.

– Ό­σον α­φο­ρά την Α­δελ­φό­τη­τα Πα­να­γί­α Ναυ­πα­κτι­ώ­τισ­σα η ο­ποί­α έ­χει ι­δρυ­θεί ε­δώ και δύ­ο έ­τη και προ­ε­δρεύ­ε­ται α­πό τον Ε­πί­τι­μο Ει­σαγ­γε­λέ­α Ε­φε­τών κ. Γ. Κου­βέ­λη με σκο­πό την προ­βο­λή της ει­κό­νας της Πα­να­γί­ας και την χρη­μα­το­δό­τη­ση της α­νέ­γερ­σης του Ι­ε­ρού Να­ού ση­μει­ώ­θη­κε ό­τι συ­γκε­ντρώ­νει πο­σά πε­ρί­που τριά­ντα ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων (30.000.000) κα­τ’ έ­τος. Πρό­τει­να, αν και φά­νη­κε να μη θε­ω­ρεί­ται θέ­μα μεί­ζο­νος ση­μα­σί­ας, να α­πο­χω­ρή­σουν α­πό αυ­τήν οι μο­να­χοί της Μο­νής.

– Όσον αφορά το Σύλλογο Φίλων ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που ιδρύθηκε πρόσφατα και προεδρεύεται από τον κ. Νίκο Χωραφά με σκοπό την διοργάνωση γιορτών και εκδηλώσεων δεν φαίνεται να τίθενται ζητήματα.

– Ό­σον α­φο­ρά κυ­ρί­ως το α­να­γνω­ρι­σμέ­νο Σω­μα­τεί­ο Α­δελ­φό­της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος Ναυ­πά­κτου το ο­ποί­ο έ­χει ει­κο­σα­ε­τή δρα­στηρ­ιό­τη­τα, δέ­χε­ται ό­λες τις δω­ρε­ές, εκ­δί­δει το πε­ρι­ο­δι­κό του Σω­μα­τεί­ου, έ­χει εκ­δο­τι­κό έρ­γο, δι­α­θέ­τει ρα­δι­ο­φω­νι­κό σταθ­μό, κλπ. και το ο­ποί­ο κα­τη­γο­ρεί­ται ό­τι πραγ­μα­το­ποι­εί ό­λα τα έρ­γα στο χώ­ρο της Μο­νής κα­τά τρό­πο ώ­στε να αλ­λοι­ώ­νει την ει­κό­να του προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού και α­πο­λο­γι­σμού της Μο­νής πρό­τει­να τα α­κό­λου­θα:

α) προς α­πο­φυ­γή της δη­μι­ουρ­γί­ας ο­ποι­ασ­δή­πο­τε συγ­χύ­σε­ως να προ­στε­θεί πα­ντού «Σω­μα­τεί­ο Α­να­γνω­ρι­σμέ­νο» βά­σει της … α­πο­φά­σε­ως του Πρω­το­δι­κεί­ου …

β) να α­πο­χω­ρή­σουν οι μο­να­χοί α­πό την δι­οί­κη­ση του Σω­μα­τεί­ου και εν­δε­χο­μέ­νως ε­άν αυ­τό ζη­τη­θεί, να πα­ραι­τη­θούν α­πό μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου. Η α­ντι­κα­τά­στα­ση των μο­να­χών α­πό λα­ϊ­κούς στή δι­οί­κη­ση του Σω­μα­τεί­ου συ­να­ντά δυ­σκο­λί­ες λό­γω των υ­πο­χρε­ώ­σε­ων που δη­μι­ουρ­γού­νται α­πό το δά­νει­ο που ε­λή­φθη α­πό την Ε­θνι­κή Τρά­πε­ζα.

γ) να ε­ρευ­νη­θεί ο τρό­πος σύμ­φω­να με τον ο­ποί­ο μέ­ρος των ε­σό­δων του Σω­μα­τεί­ου θα πε­ρι­έρ­χε­ται στή Μο­νή εί­τε μέ­σω δω­ρε­ών με­τά τη δι­ε­ρεύ­νη­ση του φο­ρο­λο­γι­κού κα­θε­στώ­τος των δω­ρε­ών αυ­τών εί­τε μέ­σω α­να­λή­ψε­ως της εκ­δό­σε­ως του πε­ρι­ο­δι­κού α­πό την ί­δι­α την Μο­νή, ε­φό­σον δεν θέ­τει σε κίν­δυ­νο την α­πο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου και δεν εκ­θέ­τει τους λα­ϊ­κούς οι ο­ποί­οι δι­στά­ζουν να α­να­λά­βουν τη δι­α­χεί­ρι­ση του Σω­μα­τεί­ου λό­γω του ύ­ψους του λη­φθέ­ντος δα­νεί­ου.

δ) να ε­ρευ­νη­θεί τρό­πος α­να­δι­α­πραγ­μά­τευ­σης του ύ­ψους του ε­πι­το­κί­ου του δα­νεί­ου της Ε­θνι­κής Τρά­πε­ζας της Ελ­λά­δας δι­α­κο­σί­ων ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων (200.000.000) α­πό το ο­ποί­ο έ­χουν ε­κτα­μι­ευ­θεί ε­κα­τόν εί­κο­σι ε­κα­τομ­μύ­ρι­α (120.000.000) δραχ­μές. Ό­πως ση­μεί­ω­σε ο Πα­τήρ Α­θα­νά­σι­ος η βέλ­τι­στη λύ­ση αν και μάλ­λον δυ­σχε­ρής θα ή­ταν αν ευ­ρί­σκε­το χο­ρη­γός ο ο­ποί­ος εί­τε να α­να­λά­βει την ά­με­ση α­πο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου εί­τε την ε­ξα­σφά­λι­ση της α­πο­πλη­ρω­μής του. Μιά τέ­τοι­α λύ­ση θα μπο­ρού­σε ά­με­σα να ο­δη­γή­σει στην άρ­ση των ε­πι­φυ­λά­ξε­ων των λα­ϊ­κών να α­να­λά­βουν τη δι­οί­κη­ση του Σω­μα­τεί­ου. Δι­ευ­κρι­νί­στη­κε ό­τι μο­να­χοί με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και ο Πα­τέ­ρας Ι­γνά­τι­ος υ­πέ­γρα­ψαν ως εγ­γυ­η­τές και προ­ση­μεί­ω­σαν οι­κο­γε­νει­α­κά πε­ρι­ου­σι­α­κά στοι­χεί­α τα ο­ποί­α πε­ρι­ήλ­θαν στην κυ­ριό­τη­τά τους. Η δυ­να­τό­τη­τα α­πο­πλη­ρω­μής του δα­νεί­ου σύμ­φω­να με τους συμ­βα­τι­κούς ό­ρους α­πο­τε­λεί α­πα­ραί­τη­τη πα­ρά­με­τρο που πρέ­πει να λη­φθεί υ­πό­ψη και το Σω­μα­τεί­ο πρέ­πει να δι­α­θέ­τει πό­ρους για το λό­γο αυ­τό.

Όσον αφορά την αύξηση του προϋπολογισμού της Μονής ο Επίσκοπος διαφαίνεται ότι δεν ζητεί την κατάργηση κάθε δραστηριότητος των Συλλόγων και Σωματείων που παρέχουν συνδρομή στή Μονή αλλά την έλλογη αύξηση του προϋπολογισμού της Μονής και την έστω μερική εξισορρόπηση μεταξύ εκτελουμένων έργων και προϋπολογισμού της Μονής.

Τα παραπάνω που θα μπορούσαν να εξετασθούν άμεσα και χωρίς χρονοτριβή ώστε να ληφθούν ορισμένα μέτρα εκατέρωθεν (δέν θα έχουν ως βάση τη νομιμότητα ή μη της δραστηριότητας της Μονής και των Συλλόγων και Σωματείων που την ενισχύουν επί των οποίων οι δυό πλευρές φαίνεται να διατηρούν τους (τίς) διιστάμενες θέσεις τους) και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αγάπης μεταξύ Μητροπόλεως και Ιεράς Μονής.

Εφόσον επέλθει μια κατ’ αρχήν συμφωνία και ακολούθως τα μέρη αναλάβουν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα θα πρέπει να παραιτηθούν αμφότερα από όλα τα ένδικα μέσα και να μήν επαναφέρουν για τους ίδιους λόγους νέες ένδικες προσφυγές. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινα να εξουσιοδοτηθώ προσωπικά να διαχειρισθώ το θέμα της Αιτήσεως Ακυρώσεως κατά της πράξεως της ΕΚΥΟ και να παραιτηθώ από αυτήν, εφόσον όλα θα βαίνουν κατ’ ευχήν. Επιθυμία όλων θα ήταν χωρίς την εκδίκαση της προσφυγής του Πατέρα Ιγνάτιου να αποκατασταθεί στην θέση του ιεροκήρυκα από την οποία καθαιρέθη.

Οίκοθεν νοείται ότι θα ζητηθεί η γνώμη του κ. Τσιουλάκη και του κ. Μάρη για την εφεξής διαχείριση της Μονής κατά τρόπο ώστε να μήν ανακύψει εκ νέου αντικείμενο έριδος και να αρθεί η πράξη «τιμωρητικού» ελέγχου της Μονής, όπως τον αισθάνονται οι μοναχοί της Ιεράς Μονής.

Η ευχή όλων είναι με αμοιβαίες υποχωρήσεις και εξηγήσεις να αποκατασταθεί η εκκλησιαστική και χριστιανική ομόνοια και αγάπη, να μήν αισθάνεται οποιαδήποτε πλευρά αμφισβητούμενη, συκοφαντούμενη ή μειούμενη, να μη αποβεί η διαδικασία αυτή αιτία εκδικητικής δικαιώσεως των θέσεων οποιασδήποτε πλευράς και να αναλάβουν αμφότερες οι πλευρές με ψυχική γαλήνη την προώθηση του εκκλησιαστικού και μοναστικού έργου τους. Οι παραστάντες στή συνάντηση της 27/11/2001 θα απεδέχοντο ευχαρίστως να είναι οι εγγυητές της οποιασδήποτε συμφωνηθησόμενης λύσεως».

Ό­μως τε­λι­κά, η Ι­ε­ρά Μο­νή δεν α­πο­δέ­χθη­κε το σχέδιο εκείνο, ήρε την εξουσιοδότησή της από τον συγκεκριμένο δικό της νομικό σύμβουλο, ανέθεσε τις υποθέσεις της σε άλλα δικηγορικά γραφεία, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι προ­σφυ­γές, οι α­γω­γές κλπ. ε­να­ντί­ον της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου και της Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως.

12.

Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (2002)

Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων, που αποτελείτο από τους Σεβ. Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως, νύν Θεσσαλονίκης, Άνθιμο, Θηβών και Λεβαδείας, νύν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και Γρεβενών κ. Σέργιο, εργάσθηκε επί μήνες.

Χαρακτηριστικά είναι τα Δελτία Τύπου της Ιεράς Συνόδου της περιόδου εκείνης:

α) Δελτίον Τύπου Ιεράς Συνόδου (8-3-2002)

«Στην συνέχεια, Επιτροπή εκ των Συνοδικών Μητροπολιτών Αλεξανδρουπόλεως, Γρεβενών και Θηβών, συνηργάσθη μετά του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Αρχιμανδρίτου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη και τριών Μοναχών συνεργατών του, προκειμένου να εξευρεθούν οι προϋποθέσεις διευθετήσεως των προβλημάτων που έχουν ανακύψει μεταξύ της Ιεράς αυτής Μονής και της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. Η Επιτροπή των τριών Ιεραρχών, λαβούσα υπ’ όψει και τις απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, τις οποίες έχει εκθέσει εγγράφως και αυτοπροσώπως, κατέληξε σε μία μορφή συμφωνίας, η οποία θα αρχίσει άμεσα, με την συνάντηση του Ηγουμένου και των Μοναχών μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Βασική αρχή της επιδιωκομένης διευθετήσεως των διαφορών, υπήρξε η πατροπαράδοτη και κανονική και κατά νόμον τηρουμένη Τάξη της Εκκλησίας για την υπακοή και την έμπρακτη έκφραση σεβασμού των Ιερών Μονών και των Μοναστικών Αδελφοτήτων προς τον Πνευματικό και Διοικητικό Προϊστάμενο της Τοπικής Εκκλησίας, που είναι ο οικείος Επίσκοπος και ο οποίος πατρικώς μεριμνά περί αυτών. Η Ιερά Σύνοδος θα παρακολουθήσει την εξέλιξη της προσπαθείας αυτής και εύχεται όπως ο Θεός της ειρήνης και της αγάπης εμπνεύσει το καλύτερο αποτέλεσμα».

β) Δελτίον Τύπου Ιεράς Συνόδου (5-4-2002)

«Σχετικά με το πρόβλημα της διαφοράς της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, η Επιτροπή η επιφορτισμένη με την εξέταση του θέματος, αποτελουμένη από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμον, Γρεβενών κ. Σέργιον και Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμον, ενημέρωσε την Δ.Ι.Σ. για τις καταβαλλόμενες από όλες τις πλευρές προσπάθειες ευρέσεως λύσεως και κοινού σημείου αποδοχής. Το θέμα ευρίσκεται σε εξέλιξη και θα συζητηθή εκ νέου στή Σύνοδο του Μαΐου».

Τελικά, μετά από επαφές με κάθε πλευρά, από συναντήσεις των Μοναχών με τα μέλη της Επιτροπής, τόσο στην Σύνοδο όσο και στις έδρες των Μητροπόλεών τους, μετά από ανταλλαγή εγγράφων και απόψεων, η Επιτροπή κατέληξε στο να συντάξη ένα κείμενο το οποίο ύστερα από επεξεργασία που έγινε από τους Νομικούς της Ιεράς Μονής υπεγράφη από τον τότε Ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ενώπιον του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.

Το κείμενο που υπέγραψε ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης ως Ηγούμενος τότε της Μονής έχει ως ακολούθως:

γ) Δήλωση π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη (4-10-2002)

«Πρός την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος

Εν Ναυπάκτω, την 4ην Οκτωβρίου 2002

Μέ κύριο γνώμονα το πνευματικό συμφέρον της τοπικής Εκκλησίας μας της Ναυπάκτου και στοιχών στο παράδειγμα των αγίων Πατέρων και Ποιμένων της Αγίας μας Εκκλησίας, οι οποίοι εφήρμοσαν στον έμπρακτο βίο τους τους λόγους του Σωτήρος Χριστού για την ταπείνωση, την ειρήνη και την αγάπη, προβαίνω ενυπογράφως στην παρούσα δήλωση, επικαλούμενος τάς ευχάς και την συναντίληψη του Μακαριωτάτου Προέδρου και των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου.

1. Η ταπεινότης μου ως Ηγούμενος και Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, σέβομαι τον Μητροπολίτη μου κ. Ιερόθεο και αναγνωρίζω ότι αγαπά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό.

2. Η από 25-5-2000 επιστολή μου προς τον Αρχιμ. Αρσένιο Κομπούγια και το από 15-6-2000 έγγραφό μου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, και το από 23-8-2000 έγγραφό μου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ίσως έδωσαν αφορμή να διαδοθή και να γραφούν σε διάφορα κείμενα, ότι ο Μητροπολίτης ζήτησε 200.000.000 εκατ. δρχ. Αυτό είναι ανακριβές, αναληθές, διότι ουδέποτε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος μας εζήτησε να καταβάλουμε προς αυτόν ή την Μητρόπολη ποσοστό 10% επί των εσόδων της Ι. Μονής, ανερχόμενο (μαζί με άλλα 6% σε διάφορα άλλα ταμεία), στο ποσό των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών, αλλ ούτε και εζήτησε ποτέ από την Ιερά Μονή να καταβάλη στην Ιερά Μητρόπολη οιοδήποτε ποσό, αρνηθείς πολλάκις να λάβη και όσα κατά καιρούς του προσέφερε η Ιερά Μονή με ιδία προαίρεση. Ζητούμε συγγνώμη εάν παρά τη δεδηλωμένη θέλησή μας περί του αντιθέτου, τα ως άνω έγγραφα έδωσαν την δυνατότητα παρερμηνείας ή αφορμή για τη διάδοση οιωνδήποτε ανακριβών πληροφοριών.

3. Ανακαλούμε το από 23-8-2000 έγγραφό μας, που απεστάλη προς την Ιερά Σύνοδο, καθ ό μέτρο παρά την περί του αντιθέτου σαφή πρόθεσή μας ήθελε τυχόν παρερμηνευθεί ως συκοφαντικό και ως προς το περιεχόμενό του και ως προς το ύφος εις το οποίον είναι γραμμένο.

4. Πρός επίρρωση της ειλικρινείας της παρούσης Δηλώσεως, η ταπεινότης μου και οι περί εμέ αδελφοί της Ιεράς Μονής μας προσεπιδηλούμε ότι θα εφαρμόσουμε απαρεγκλίτως με συνέπεια και συνέχεια την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 13-12-2001, έτοιμοι να δεχθούμε τις κοινές αποφάσεις των νομικών συμβούλων της Ιεράς Μητροπόλεως και της Ιεράς Μονής δι όλα τα εκκρεμή θέματα, περιλαμβανομένου του θέματος του οικονομικού ελέγχου, ενώ είναι ήδη Υμίν γνωστόν ότι υπακούοντες στην από 13-12-2001 απόφαση διευκολύναμε τον υφ Υμών ενταλθέντα Οικονομικόν Επιθεωρητήν κ. Στέφανον Περπινιάν εις τον έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της Ιεράς Μονής, όστις οδήγησε στο υπ αυτού κλείσιμο των βιβλίων της. Πάντα ταύτα προς ειρήνευση πάντων ημών, προς οικοδομή του ευσεβούς πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας μας και προς δόξαν του Ονόματος του Τριαδικού Θεού.

Εν τη Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναύπακτου

Ο Καθηγούμενος Αρχιμ. Σπυρίδων

καί οι σύν εμοί εν Χριστώ Αδελφοί».

Μετά την υπογραφή του ως άνω κειμένου στα Γραφεία της Αρχιεπισκοπής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ενημέρωσε τον Μητροπο­λίτη για το θέμα και του είπε ότι παρεκάλεσε τον π. Σπυρίδωνα να έλθη στην Ναύπακτο να τον επισκεφθή την ημέρα εκείνη του αγίου Ιεροθέου που εόρταζε, να του ευχηθή και να αρχίση μια περίοδος καταλλαγής. Όμως, ο π. Σπυρίδων ποτέ δεν επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη, ο δε Αρχιεπίσκοπος εξεπλάγη γι’ αυτήν την συμπεριφορά του.

Μετά τρεις σχεδόν μήνες ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης, δεν ανεκάλεσε μεν ευθέως το κείμενο αυτό και την υπογραφή του, αλλά κατηγόρησε τον τότε Αρχιεπίσκοπο μακαριστό Χριστόδουλο ότι δήθεν τον επίεσε για να το υπογράψη. Έγραψε ὁ π. Σπυρίδων στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο αναφερόμενος στην ως άνω δήλωση:

«…Την οποίαν υπογράψαμεν με τον γνωστόν Σας τρόπον, παρά την θέλησίν μας, κάτω από ψυχολογικήν και πνευματικήν βίαν» (44/6-4-2003).

«Πάντοτε θα πιστεύωμεν την αλήθειαν και αυτήν καταθέτωμεν… ότι εξηνα­γκά­σθημεν να υπογράψωμεν την περιβόητον «Δήλωσιν»… την υπεγράψαμεν υπό το κράτος της ψυχολογικής βίας… Την στιγμήν κατά την οποίαν μου έδωσαν τον στυλόν δια να θέσω την υπογραφήν μου εις την «Δήλωσιν», ενώπιόν Σας» (64/26-5-2003).

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δυσαρεστήθηκε γι’ αυτήν την τροπή των πραγμάτων, έφερε το θέμα στην Σύνοδο, και με απόφασή Της, αφ’ ενός μεν ανετέθη σε Συνοδικό Αρχιερέα να προβή σε ένορκη διοικητική εξέταση για την διαγραφή του π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη από τον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατεία, αφ’ ετέρου δε απεστάλη έγγραφο στον Μητροπολίτη για να επισπεύση τις κανονικές ανακρίσεις οι οποίες είχαν αρχίσει εναντίον του Ηγουμένου.

Πάντως, όπως προαναφέρθηκε σε άλλο σημείο, μέχρι σήμερα το κύριο «όπλο» της Μονής εναντίον του Μητροπολίτου συνεχίζει να είναι η συκοφαντία περί χρημάτων, για την οποία ο π. Σπυρίδων είχε υπογράψει την Δήλωση συγγνώμης του 2002!

13.

Η Τριμελής Επιτροπή από Αγιορείτες Ηγουμένους, των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας

Η Κοινότητα του Αγίου Όρους, επειδή η Μονή τότε διέθετε ένα Κελλί στην Αγία Άννα και υπήρξε παρέμβαση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και για άλλους λόγους, συγκρότησε Τριμελή Επιτροπή από τους Ηγουμένους των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας για να επισκεφθούν την Ναύπακτο και να βρούν τρόπους επικοινωνίας και επιλύσεως των προβλημάτων.

Ο Μητροπολίτης δέχθηκε την απόφαση, όρισε ημέρα και ώρα συνάντησης. Τελικά ειδοποιήθηκε με φάξ για την αναβολή-ματαίωση της συνάντησης. Αργότερα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου ενημέρωσε τον Μητροπολίτη ότι ο τότε ηγούμενος π. Σπυρίδων Λογοθέτης αρνήθηκε την διαμεσολάβηση.

14.

Η διακοπή κάθε διαμεσολα­βητικής προσπάθειας και η εκδήλωση της δικομανίας της πρ. Ιεράς Μονής (2002 και εντεύ­θεν)

Από το 2002 μέχρι και το 2011, δηλαδή για εννέα ολόκληρα χρόνια, έπαυσε, με ευθύνη των ιθυνόντων την Ιερά Μονή, κάθε προσπάθεια προσέγγισης, αφού διέκοψαν ακόμη και την προφορική επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη και ανέθεσαν στους δικηγόρους τους, τους δικα­στικούς κλητήρες και στα Γραφεία ταχυμεταφορών την αλληλο­γραφία τους με τις Εκκλησιαστικές Αρχές!

Αυτό οφείλεται στο ότι από την εποχή εκείνη η Ιερά Μονή ενσυνειδήτως μετέθεσε την αναφορά της και την ελπίδα της από την Εκκλησία και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς στους δικηγόρους και τους νομικούς της. Και άρχισαν οι μηνύσεις, οι αγωγές, οι προσφυγές, οι καταγγελίες τα δικαστήρια εν γένει και έφθασαν σε σημείο να εξαναγκάσουν δια της κοσμικής δικαιοσύνης τον Μητροπολίτη να προβή σε χειροτονίες και σε διορισμούς Ιερέων!

Αυτή η αντιεκκλησιαστική νοοτροπία τους και δικομανία τους αποτυπώθηκε και γραπτώς από τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη σε έγγραφό του προς τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο:

«Το μόνον καταφύγιόν μας είναι ο Θεός και η Δικαιοσύνη. Και ο Θεός δια μέσου της Δικαιοσύνης, μας επροστάτευσεν μέχρις στιγμής, πολλάκις… Τώρα, δεν απομένει παρά και πάλιν να μας προστατεύση ο Θεός δια της Δικαιοσύνης… Εάν είχομεν την προστασίαν της Διοικούσης Εκκλησίας, δεν υπήρχε ουδείς λόγος να καταφύγωμεν εις την Δικαιοσύνην».

Και κατέληγε με τον εκβιασμό: «Εάν σταματήση ο διωγμός» (έτσι ονόμαζε ο πρ. ηγούμενος την προσπάθεια ελέγχου και εκκλησιοποι­ήσεως της Μονής) «τότε δεν θα ζητήσωμεν καταφύγιον εις την Δικαιοσύνην» (44/6-4-2003).

Τα ανωτέρω παρενθετικά γράφηκαν για να εξηγηθή το κενό διαμεσολαβητικών προσπαθειών από το 2002 μέχρι το 2011.

15.

Συζήτηση με πενταμελή αντιπροσωπεία της Αδελφότητος, εκζήτηση συγγνώμης και προσπάθεια εξεύρεσης λύσεως μετά την Συνοδική Απόφαση του Αυγούστου 2011

Τόν Σεπτέμβριο του 2011, μετά την ανακοίνωση των Συνοδικών Αποφά­σεων περί ακοινωνησίας και περί διαλύσεως της Ιεράς Μονής, μία αντιπρο­σωπεία πέντε αδελφών της Ιεράς Μονής, εκ μέρους όλης της Αδελφότητος, επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη, παρουσία του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου και κάποιων άλλων Κληρικών, για να ζητήση την συγγνώμη του ιδίου και της Ιεράς Συνόδου και να συζητήση τρόπους εφαρμογής των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου. Οι αδελφοί αυτοί της Μονής είχαν επίγνωση της καθυστέρησής τους για την κίνηση αυτή, όπως κατά λέξη ειπώθηκε: «Βρισκό­μαστε, Σεβασμιώτατε, όχι απλώς στο παρά πέντε αλλά στο και πέντε». Η συζήτηση διήρκησε μιάμιση ώρα.

Το προϊόν της συζητήσεως εκφράσθηκε γραπτώς με ένα ολιγόλογο έγγραφο της Αδελφότητος προς την Ιερά Σύνοδο:

«Η Α­δελ­φό­της της Ι­ε­ράς μας Μο­νής, δια του πα­ρό­ντος, α­πευ­θύ­νε­ται εις την α­γά­πην Σας, με υι­ϊ­κόν σε­βα­σμόν και υ­πα­κο­ή, δια να Σάς κα­τα­θέ­σει: α) την αί­τη­σίν της δια την ε­πι­εί­κειαν και συ­γνώ­μην (s­ic) της Α­γί­ας και Ι­ε­ράς Συ­νό­δου. β) την ε­πι­θυ­μί­αν και α­πό­φα­σίν της να πρά­ξη τα κα­τ’ αυ­τήν δια να λυ­θούν τα υ­πάρ­χο­ντα προ­βλή­μα­τα».

Η Ιερά Σύνοδος ανέστειλε τα επιτίμια τριών Ιερομονάχων και έθεσε δύο όρους για την λύση του προβλήματος: Να αναλάβη την ηγουμενεία ο εκλεγείς Ηγούμενος π. Ειρηναίος Κουτσογιάννης και να υπογραφή από την Αδελφότητα Ειδικό Άρθρο που θα επροστίθετο στον Εσωτερικό Κανονισμό της Μονής προς επίλυση των προβλημάτων.

Όμως, μετά από ένα έτος, όχι μόνον δεν εφάρμοσαν την Συνοδική Απόφαση, όχι μόνον δεν συνέχισαν την επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη, αλλά προέβησαν σε ενέργειες που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το κλίμα, φθάνοντας μέχρι το σημείο να μη παραλαμβάνουν κάν τα έγγραφα που τους απέστελλε η Ιερά Σύνοδος και ο Μητροπολίτης. Έτσι, η Ιερά Σύνοδος της επομένης περιόδου αναγκάσθηκε να λάβη ακόμη αυστηρότερα μέτρα.

16.

Συνάντηση με αντιπροσωπεία γυναικών «φίλων» της Ιεράς Μονής (Νοε. 2011)

Στις 25 Νοεμβρίου 2011, μια αντιπροσωπεία γυναικών «φί­λων» της Μονής, στην οποία συμμετείχαν και μητέρες μοναχών, ύστερα από προτροπή του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, τον οποίον είχαν επισκεφθή, προσήλθαν στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως και συζήτησαν με τον Μητροπολίτη, παρουσία Κληρικών των Γραφείων, το πρόβλημα της Ιεράς Μονής.

Ο Σεβασμιώ­τατος τις ενημέρωσε και τις διαβεβαίωσε ότι τα προβλήματα θα λύνονταν αν αναλάμβανε ο εκλεγμένος από την Αδελφότητα ως Ηγούμενος π. Ειρηναίος Κουτσογιάννης και γινόταν τις προσεχείς ημέρες η ενθρόνισή του, και αν προσκομίζονταν τα έγγραφα ότι πράγματι έχουν επιλυθή τα θέματα με τα Σωματεία, όπως οι ίδιες υποστήριζαν. Συγχρόνως τις διαβεβαίωσε ότι αμέσως μετά την ενθρόνιση θα απέστελλε έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο για την άρση της ακοινωνησίας.

Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Φαίνεται ότι οι ιθύνοντες την Ιερά Μονή είχαν άλλους σκοπούς, καί, όπως προαναφέρθηκε, έφθασαν στο σημείο να διακόψουν ακόμη και την γραπτή επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη και την Ιερά Σύνοδο.

17.

Εκκλήσεις για προσέγγιση

Το τελευταίο δε έτος έγιναν πολλές εκκλήσεις από διαφόρους, εντός και εκτός της Ιεράς Μονής, να ζητήση συγγνώμη η Αδελφότητα από τον Μητροπολίτη και να συζητήση τις δυνατότητες επίλυσης του θέματος με εκκλησιαστικό τρόπο, αλλά δεν έγιναν αποδεκτές από τους ιθύνοντες την Μονή.

18.

Δέκα χρόνια Συνοδική προειδοποίηση!

Οι πάνω από εξήντα Συνοδικές Αποφάσεις δεικνύουν όχι αδυναμία της Ιεράς Συνόδου, όπως πιθανώς ερμηνεύεται από μερικούς, αλλά ως μεγάλη μακροθυμία της, που πάντα έδιδε μεγάλες ευκαιρίες διαλόγου και ειρηνικής επιλύσεως των θεμάτων.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας που επιβλήθηκε στους Μοναχούς της Μονής προτάθηκε το πρώτον στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο του 2001. Επιβλήθηκε δε κατ’ αρχάς το 2007 και επεκτάθηκε διαδοχικά μέχρι το 2011, δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία δόθηκαν όλες οι ευκαιρίες διευθέτησης του προβλήματος.

19.

Άλλες Συνοδικές εκκλήσεις πριν την λήψη των Συνοδικών Αποφάσεων

Συγ­χρό­νως υ­πάρ­χουν πολ­λές Συ­νο­δι­κές Α­πο­φά­σεις που αποδει­κνύουν ότι η Ιερά Σύνοδος πολλές φορές ανέβαλε να λάβη τα απαραίτητα μέτρα και καλούσε την Ι­ε­ρά Μο­νή να συμ­μορ­φω­θή προς τις Α­πο­φά­σεις της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος και των κα­τά και­ρούς Δ.Ι.Σ. «δι­ά τε­λευ­ταί­αν φο­ράν». Και όμως αυτή η «τελευταία φορά» ποτέ δεν ήταν τελευταία, λόγω της μακροθυμίας και φιλανθρωπίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας:

«Τώ­ρα που ευ­ρί­σκε­σθε εις το χεί­λος της κα­τα­στρο­φής, δι­ό­τι ε­πί­κει­ται, με­τά την α­πο­τυ­χί­αν ό­λων των κα­τευ­να­στι­κών προ­σπα­θει­ών τις ο­ποί­ες με­τήλ­θεν η Ι. Σύ­νο­δος, η ε­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων, που θα σας στε­νο­χω­ρή­σουν, πα­ρα­κα­λώ α­μέ­σως να συ­νέλ­θε­τε και να ε­πι­δι­ώ­ξε­τε, μα­κράν ε­γω­ϊ­σμών και δι­εκ­δι­κή­σε­ων, αλ­λά με τα­πεί­νω­σιν, να συ­νεν­νο­η­θή­τε με τον Σεβ. Μη­το­πο­λί­την σας, εις ό­λα ό­σα σας υ­πο­δει­κνύ­ει, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντες την α­νταρ­σί­αν και α­νυ­πα­κο­ήν» (Η α­πό 8-11-2001 χει­ρό­γρα­φη ε­πι­στο­λή του τό­τε Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου προς τον Ι­ε­ρομ. Σπυ­ρί­δω­να Λο­γο­θέ­τη).

«Ε­άν δε παρ ελ­πί­δα, θε­λή­ση­τε να συ­νε­χί­ση­τε την ι­δί­αν τα­κτι­κήν έ­να­ντι του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Ποι­με­νάρ­χου υ­μών και του Ι­ε­ρού Σώ­μα­τος των Ε­πι­σκό­πων της Α­γι­ω­τά­της Εκ­κλη­σί­ας η­μών, πα­ρα­βα­ί­νο­ντες τους Ι­ε­ρο­ύς Κα­νό­νας και την Εκ­κλη­σι­α­στι­κήν Νο­μο­θε­σί­αν, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος προ­τί­θε­ται ί­να λά­βη αυ­στη­ρό­τε­ρα μέ­τρα, συμ­φώ­νως προς τα προ­τα­θέ­ντα υ­πό του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Η­λεί­ας κ. Γερ­μα­νού, κα­τά τάς Συ­νε­δρι­ά­σεις της προ­σφά­του Ι­ε­ραρ­χί­ας» (4388/19-12-2001).

«Πε­ποι­θό­τες ό­τι ποι­ού­ντες την ε­σχά­την έκ­κλη­σιν προς υ­μάς θα συμ­μορ­φω­θή­τε πά­ραυ­τα εις τα εν τη ε­κτε­νεί τα­ύ­τη ε­πι­στο­λή δι­α­λαμ­βα­νό­με­να» (1634/9-5-2003).

«Υ­πο­γραμ­μί­ση ό­τι εν ή πε­ρι­πτώ­σει πα­ρα­τα­θή πε­ραι­τέ­ρω τό­σον η α­νε­πί­τρε­πτος αύ­τη δι­α­γω­γή υ­μών, δη­λο­νό­τι αι συ­νε­χείς προ­σφυ­γαί εις την κο­σμι­κήν Δι­και­ο­σύ­νην, δια των ο­ποί­ων προ­στί­θε­νται πλη­γαί εις το Σώ­μα της Εκ­κλη­σί­ας, ό­σον και η α­πει­θαρ­χί­α υ­μών εις τάς Α­πο­φά­σεις της Ι­ε­ραρ­χί­ας και της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου της Εκ­κλη­σί­ας, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος θα προ­βή εις ε­πι­βο­λήν ε­τέ­ρων μέ­τρων, κα­θ’ ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τόν να δι­α­τη­ρή­ται πο­λυ­χρο­νί­ως η α­ντι­κα­νο­νι­κή αύ­τη κα­τά­στα­σις και α­ντι­εκ­κλη­σι­α­στι­κή νο­ο­τρο­πί­α, ε­πί βλά­βη και ζη­μί­α τό­σον υ­μών προ­σω­πι­κώς και της κα­θ’ υ­μάς α­δελ­φό­τη­τος, ό­σον και του ευ­σε­βούς πλη­ρώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας η­μών» (2599/1-9-2004).

Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος «α­πε­φά­σι­σεν ω­σαύ­τως ό­πως δι’ υ­στά­την φο­ράν ε­πι­ση­μά­νη υ­μίν ό­τι δέ­ον ό­πως προ­βή­τε εις την οί­όν τε τά­χι­ον ε­κλο­γήν νέ­ου Η­γου­μέ­νου» (4736/19-12-2007).

«Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος ε­φι­στά την προ­σο­χήν εις ά­πα­ντα τα μέ­λη της Α­δελ­φό­τη­τος της Ι­ε­ράς Μο­νής Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σω­τή­ρος Ναυ­πά­κτου, ί­να α­φ’ ε­νός μεν τη­ρή­σω­σιν ε­πα­κρι­βώς τάς ως ά­νω μνη­μο­νευ­θεί­σας Συ­νο­δι­κάς Α­πο­φά­σεις (3519/6-9-2007, 4736/19-12-2007) α­φ’ ε­τέ­ρου δε μη προ­βαί­νου­σιν εις τάς αυ­τάς α­ντι­κα­νο­νι­κάς πρά­ξεις, μη σε­βό­με­να τάς Α­πο­φά­σεις της Α­νω­τά­της Αρ­χής της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, ή­τοι της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου, δυ­να­μέ­νας να ε­πι­φέ­ρου­σι δυ­σα­ρέ­στους Κα­νο­νι­κάς συ­νε­πεί­ας» (111/15-1-2009).

«Δι­ό και κα­λεί­σθε, είς έ­κα­στος εξ υ­μών, δι’ υ­στά­την φο­ράν, ί­να λά­βη­τε προ­σω­πι­κήν θέ­σιν ε­πί του σο­βα­ρού τού­του ζη­τή­μα­τος και α­πο­φα­σί­ση­τε συλ­λο­γι­κώς.­.. ό­πως προ­βή­τε εις την ε­κλο­γήν νέ­ου Η­γου­μέ­νου και Η­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ου.­.. Ε­άν πα­ρ’ ελ­πί­δα και πα­ρά πά­σαν προσ­δο­κί­αν α­πει­θαρ­χή­ση­τε και εις τού­το το ύ­στα­τον πα­ραι­νε­τι­κόν η­μών Γράμ­μα, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος θα ε­νερ­γο­ποι­ή­ση τάς λη­φθεί­σας Α­πο­φά­σεις Αυ­τής, δια την ε­πα­να­φο­ράν της Ι­ε­ράς Μο­νής εις την κα­νο­νι­κήν και νό­μι­μον τά­ξιν, δι’ αυ­στη­ρο­τέ­ρων μέ­τρων» (3039/27-8-2009).

«Πά­σα πε­ραι­τέ­ρω α­πει­θαρ­χί­α και α­νταρ­σί­α θα ε­πι­σω­ρεύ­ση «άν­θρα­κας πυ­ρός ε­πί την κε­φα­λήν» υ­μών.­.. Ο η’ ι­ε­ρός Κα­νών της Δ’ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου ε­πι­τάσ­σει και σα­φώς προ­ει­δο­ποι­εί: «­.­..ει μεν εί­εν Κλη­ρι­κοί, τοίς των Κα­νό­νων υ­πο­κεί­σθω­σαν ε­πι­τι­μί­οις, ει δε μο­νά­ζο­ντες ή λα­ϊ­κοί, έ­στω­σαν α­κοι­νώ­νη­τοι»» (3663/30-10-2009).

20.

Διάφορες ακόμη προσπάθειες

Οι ανωτέρω ήταν οι επίσημες, θα λέγαμε, προσπάθειες συνδιαλ­λαγής. Κατά καιρούς παρενέβησαν και πολλοί άλλοι προς την Ιερά Μονή για επίλυση των θεμάτων αλλά συναντούσαν την άρνηση ή την απροθυμία των υπευθύνων της Ιεράς Μονής ή την κατ’ επίφαση προθυμία της και την εν πράγμασι άρνησή της.

Επίσης και η Μητρόπολη και ειδικά ο Μητροπολίτης πολλές φορές συζήτησε με τον Ηγούμενο και τους Μοναχούς της Ιεράς Μονής για να επιλυθούν τα θέματα, αλλά παρατηρούντο παλινωδίες. Υπάρχουν πολλά έγγραφα που το επιβεβαιώνουν.

Βεβαίως, ομιλούμε για καλοπροαίρετες και υπεύθυνες προσπάθειες και όχι για προσχηματικές και υστερόβουλες, που γίνονταν είτε για να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι είτε για να φανούν ως ειρηνοποιοί διάφορα ανεύθυνα και ταραχοποιά στοιχεία που για δικούς τους λόγους ήθελαν να έχουν εξέχοντα ρόλο στην υπόθεση αυτή. Τέτοιες περιπτώσεις καταδικάσθηκαν από την Ιερά Σύνοδο με συγκεκριμένες Αποφάσεις της ως «απαράδεκτες» και «εμπαικτικές».

Από όλα τα ανωτέρω φαίνεται ότι οι υπεύθυνοι της πρ. Ιεράς Μονής Μεταμορ­φώσεως Σκάλας Ναυπάκτου, για λόγους που εκείνοι γνωρίζουν και πιθανόν να έχουν σχέση με το θέμα της ηγουμενίας και την ύπαρξη των Συλλόγων και των Σωματείων της Ιεράς Μονής, επεδίωκαν τα πράγματα να φθάσουν στα άκρα και να μη βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις.

Συνεπώς, οι σχετικές Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου είναι δίκαιες. Εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια συνεννόησης, οι υπεύθυνοι της Ιεράς Μονής αρνήθηκαν κάθε προσπάθεια για την εύρεση λύσης και ευθύνονται εξ ολοκλήρου για την διάλυση του νομικού προσώπου της Ιεράς Μονής.

Ας το καταλάβουν αυτό επί τέλους όσοι διαμαρτύρονται και άς αναζητήσουν τις ευθύνες από τους υπευθύνους της πρ. Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως.–

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως