Ι.Μ. Ναυπάκτου
Οι διενέξεις της Ιεράς Μονής με τους Μητροπολίτες ανάγονται από την ίδρυσή της, ήτοι από το 1980, και υπήρχαν πάντοτε προβλήματα με τους Μητροπολίτες Δαμασκηνό, Αλέξανδρο, Νικόδημο και τον νύν Μητροπολίτη Ιερόθεο.
Ο νύν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με την ενθρόνισή του βρήκε ανοικτό πρόβλημα διένεξης και προσπάθησε να το επιλύση. Όμως κάποια στιγμή το πρόβλημα το οποίο υπέβοσκε εκδηλώθηκε. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή –η οποία επιλήφθηκε του θέματος μετά από πρόκληση γνωμοδοτήσεων Καθηγητών Πανεπιστημίου από την πλευρά της Ιεράς Μονής και την αναφορά των γνωμοδοτήσεων αυτών από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο– εκτός των άλλων, προσπάθησε με διάφορες Συνοδικές Επιτροπές να το επιλύση.
Η Ιερά Μητρόπολη κατάρτισε, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει, ένα συνοπτικό κείμενο με όλες τις προσπάθειες αυτές.
Από τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται τα εξής:
–Οι τελικές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου περί επιβολής του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε όλους τους αδελφούς της Αδελφότητος και περί διαλύσεως του νομικού προσώπου της Μονής και συγχωνεύσεώς της με άλλη Ιερά Μονή της επαρχίας μας, αποτελεί την κατάληξη δεκατετραετούς τουλάχιστον προσπαθείας της Ιεράς Συνόδου να λύση τα προβλήματα της Ιεράς Μονής με επιείκεια και μακροθυμία. Την πορεία αυτή αποδεικνύουν οι πάνω από εξήντα Συνοδικές Αποφάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη μακροθυμία και φιλανθρωπία και ανεκτικότητα, σε βαθμό που ορισμένοι το εξέλαβαν, δυστυχώς, ως «αδυναμία» της Ιεράς Συνόδου να επιβάλη την τήρηση των ιερών Κανόνων και την τάξη.
–Η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε τις Αποφάσεις Της κατόπιν:
α) Καταγγελιών και αναφορών της ίδιας της Ιεράς Μονής, που διαβιβάζονταν καθηκόντως από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο, με τις παρατηρήσεις του.
β) Κατόπιν μελέτης του θέματος από Ιεράρχες, Συνοδικές Επιτροπές εξ Αρχιερέων και εξ Ηγουμένων, από Ένορκες εξετάσεις, κλπ. σε βάθος χρόνου δεκατεσσάρων ετών. Σε όλη αυτή την περίοδο οι Μοναχοί είχαν την δυνατότητα και δια ζώσης και γραπτώς και δια των δικηγόρων τους να στηρίξουν τις απόψεις τους και να εκφράσουν την αντίθεσή τους.
–Το επιτίμιο της ακοινωνησίας προτάθηκε πρώτη φορά το 2001 στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας. Επιβλήθηκε κατ’ αρχάς σε τέσσερεις Ιερομονάχους το 2007 για συγκεκριμένη παράβαση και μέχρι να επιδείξουν πραγματική μετάνοια, επεκτάθηκε σε όλη την Αδελφότητα το 2011 (Αύγουστο), ανεστάλη σε τρεις Ιερομονάχους υπό όρους (Οκτ. 2011), και επεκτάθηκε και πάλι σε όλη την Αδελφότητα (2012). Δυστυχώς δεν υπήρξε καμμία κίνηση έμπρακτης μετανοίας όλο αυτό το διάστημα εκ μέρους των Μοναχών.
–Πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες προσπάθησαν να υποδείξουν την εκκλησιαστική οδό της μετανοίας και την ευλογία που θα προερχόταν, όπως έγινε εξ άλλου με αδελφούς της Ιεράς Μονής που διαχώρισαν την θέση τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος όταν εξελέγη υμνήθηκε από τον τότε Ηγούμενο της Μονής υπερβαλλόντως. Η απόρριψη της προτάσεως του μακαριστού Αρχιεπισκόπου για την ειρήνευση εκ μέρους του τότε Ηγουμένου υπήρξε προκλητική.
–Επίσης πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, αλλά και συνετοί νομικοί, μεμονωμένα ή σε Επιτροπές, προσπάθησαν να γεφυρώσουν τις διαφορές και να προτείνουν λύσεις, τις οποίες αποδέχθηκε η Ιερά Μητρόπολη, τουλάχιστον ως αρχή επιλύσεως. Οι προσπάθειες αυτές απορρίφθηκαν από τους υπευθύνους της Ιεράς Μονής αμέσως, δια της αρνήσεώς τους, ή εμμέσως, δια της μη εφαρμογής τους εν τοίς πράγμασι.
–Ενισχυτική αιτία σκληρύνσεως, πορώσεως και επιδείξεως αλαζονείας εκ μέρους της Μονής που έφθασε μέχρι την διακοπή κάθε προφορικής επικοινωνίας με την Ιερά Μητρόπολη και έκανε αδύνατη κάθε περαιτέρω προσέγγιση υπήρξε η ελπίδα των υπευθύνων της Μονής στους εντυπωσιακά πολλούς δικηγόρους και νομικούς συμβούλους της και γενικά στα μέσα που διέθετε για μια νομική επικράτηση, όπως πίστευε, έναντι της Εκκλησίας.
–Τέλος αποδεικνύεται ότι ορισμένοι στην Ιερά Μονή ήθελαν να φθάσουν τα πράγματα στην σύγκρουση με την Εκκλησία, για να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους και να προβάλλωνται σaν «ήρωες» στα μάτια τους. Ήλπιζαν α) στην κόπωση και εξουθένωση των υπευθύνων εκκλησιαστικών ανδρών και κατά κύριον λόγο του Μητροπολίτου τους, τον οποίο βομβάρδισαν με συνεχείς προσφυγές, μηνύσεις, αγωγές, κακόβουλους ψιθυρισμούς στην κοινωνία, συκοφαντικές επιστολές και συκοφαντικά δημοσιεύματα, β) στην οικονομική τους δύναμη, γ) στην δικηγορική και νομική κάλυψη, δ) στους οπαδούς-ασπίδα που έχουν δημιουργήσει από την αρχή της ιδρύσεως της Μονής.
Οι προσπάθειες διαμεσολάβησης και συνδιαλλαγής που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια επιγραμματικά και κατά χρονολογική σειρά έχουν ως εξής:
1. Προσπάθεια του αειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη (Μάρτιος 1998).
2. Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων (Οκτ. 1998).
3. Η Ιερά Σύνοδος εκδίδει ειδική Παραινετική Εγκύκλιο (Δεκ. 1998).
4. Η πρώτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (Δεκ. 1998 – Ιαν. 1999). –Η Επιστολή της πρώτης Τριμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής.
5. Συζήτηση Μητροπολίτου μετά Ηγουμένου και κατάρτιση Μνημονίου εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας (Μάρτιος 1999). –«Σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας, Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη.
6. Πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια του μακαριστού Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια. –Επιστολή π. Αρσενίου Κομπούγια (1999).
7. Πρόταση για συνάντηση σε εφαρμογή σχετικής Συνοδικής Αποφάσεως και παρέμβαση του τότε Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, προς επίλυση των θεμάτων (Φεβ.-Μάρτ. 2000).
8. Η δεύτερη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Ηγουμένων (Μάϊος – Αύγουστος 2000).
9. Επίσκεψη του π. Αρσενίου στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και συζήτηση με τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη (Οκτ. 2001).
10. Προσωπική παρέμβαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου (Νοέμβριος 2001).
11. Σχέδιο συμφωνίας του Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Μονής καθη¬γητού Παν. Μπερνίτσα, του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων και του εκπροσώπου της Ιεράς Μονής (Νοέ. 2001).
12. Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (2002).
13. Η Τριμελής Επιτροπή από Αγιορείτες Ηγουμένους, των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας.
14. Διακοπή εκ μέρους της Ι. Μονής για εννέα (9) χρόνια οποιασδήποτε προσπάθειας προσέγγισης και κάθε προφορικής επικοινωνίας.
15. Συζήτηση με πενταμελή αντιπροσωπεία της Αδελφότητος, εκζήτηση συγγνώμης και προσπάθεια εξεύρεσης λύσεως μετά την Συνοδική Απόφαση του Αυγούστου 2011.
16. Συνάντηση με αντιπροσωπεία γυναικών «φίλων» της Ιεράς Μονής (Νοε. 2011).
17. Εκκλήσεις για προσέγγιση.
18. Δέκα χρόνια Συνοδική προειδοποίηση!
19. Άλλες Συνοδικές εκκλήσεις πριν την λήψη των Συνοδικών Αποφάσεων.
20. Διάφορες άλλες καλοπροαίρετες και υπεύθυνες προσπάθειες.
Στην συνέχεια γίνεται μια πιο αναλυτική παρουσίαση κάθε προσπάθειας για την υπεύθυνη και έγκυρη ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
Οι διενέξεις της Ιεράς Μονής με τους Μητροπολίτες ανάγονται από την ίδρυσή της, ήτοι από το 1980, και υπήρχαν πάντοτε προβλήματα με τους Μητροπολίτες Δαμασκηνό, Αλέξανδρο, Νικόδημο και τον νύν Μητροπολίτη Ιερόθεο.
Ο νύν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με την ενθρόνισή του βρήκε ανοικτό πρόβλημα διένεξης και προσπάθησε να το επιλύση. Όμως κάποια στιγμή το πρόβλημα το οποίο υπέβοσκε εκδηλώθηκε. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή η οποία επιλήφθηκε του θέματος, εκτός των άλλων, προσπάθησε με διάφορες Συνοδικές Επιτροπές να το επιλύση.
Στην συνέχεια θα γίνη αναφορά στις προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του θέματος και στην άρνηση της Ιεράς Μονής να προβή στις κατάλληλες ενέργειες για να επανέλθη στην κανονική και νόμιμη πορεία.
Η αναφορά αυτή γίνεται κατά χρονολογική σειρά.
1.
Προσπάθεια του αειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη (Μάρτιος 1998)
Ο διαπρεπής και λόγιος Ναυπάκτιος Αγιορείτης Μοναχός αείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης από πολύ νωρίς διέβλεψε τα προβλήματα τα οποία θα αναφυούν, με αφορμή κάποια κοινωνικά γεγονότα στην Ναύπακτο, τον Μάρτιο του 1998, κατά τα οποία η Ιερά Μονή διεχώρισε την θέση της από την Ιερά Μητρόπολη και εμφανίσθηκε ως μια δεύτερη θρησκευτική αρχή στην πόλη. Ο Γέροντας Θεόκλητος, που λίγους μήνες πριν είχε επισκεφθή την Ναύπακτο, απέστειλε στην Μονή γράμμα δηλώνοντας ότι είναι στην διάθεση του Ηγουμένου να έλθη στην Ναύπακτο για να βοηθήση στο να μήν επεκταθή μια νέα σύγκρουση μεταξύ Μονής και Μητροπόλεως, όπως συνέβαινε με τους προηγουμένους Μητροπολίτες. Το γράμμα έχει ως εξής:
«Σεβαστέ και αγαπητέ μου άγιε Καθηγούμενε κ. Σπυρίδων.
Προσφάτως περιήλθαν εις γνώσιν μου οι τρεις επιστολές: Τού Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου, η ιδική σας και του «συνδικάτου… ». Τίς ανέγνωσα με πολλήν προσοχήν και από την πολλήν αγάπην μου προς την πανοσιολογιότητά Σας, αλλά και την εξ ίσου αγάπην μου προς τον Αρχιερέα του Χριστού και προς τους επιγείους συμπολίτας μου Επαχτίτες, πήρα την απόφαση να σας γράψω τις σκέψεις μου, όχι ως υποκειμενικές κρίσεις, αλλά ως προσπάθεια ερμηνείας του Ορθοδόξου ήθους, που περιλαμβάνεται και το πολίτευμα της Εκκλησίας γενικώς:
Προκύπτει ότι υπάρχουν δύο Αρχές και Εξουσίες Εκκλησιαστικές. Οπότε η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη σε κάθε περίπτωση καί, φυσικά, ο σκανδαλισμός των χριστιανών πολύς, όπως απεδείχθη εκ των πραγμάτων. Εκτός αυτού. Τα Μοναστήρια είναι αυτόνομα και λειτουργούν ανεξαρτήτως της ποιμαινούσης Εκκλησίας; Το πρόβλημα λύουν οι 7 Ιεροί Κανόνες της ΑΒ Συνόδου.
Όσον και αν αναγνωρίζει κανείς την ευαισθησίαν των μοναχικών συνειδήσεων σε θέματα πίστεως, όμως εκείνο που βαρύνει είναι τα όρια δικαιοδοσίας των και η επιλογή τρόπων αντιδράσεως. Και ως προς το πρώτον, αμαρτάνομεν με την παράκαμψη του οικείου Επισκόπου, προαρπάζοντες την συνετήν αντιμετώπισή του και εμφανιζόμενοι ως υπερεξουσία και ως συνεξουσία. Ως δε προς το δεύτερον, εμφανίζομεν στοιχεία ακραίου ψυχικού φανατισμού…
Σεβαστέ μου Γέροντα, δεν επιθυμώ να σας κουράσω. Ελπίζω στην σύνεσή σας να αντιληφθήτε ότι, αι διατυπωθείσαι απόψεις σας στην εν λόγω επιστολήν σας, άγουν αναποδράστως σε αντιπαραθέσεις μετά του οικείου Επισκόπου, ψυγωμένης της πολυτίμου αγάπης, άνευ της οποίας μεταβαλλόμεθα σε κύμβαλα αλαλάζοντα, και σκανδαλιζομένων των χριστιανών. Διό και σας ικετεύω, ως γέρων ταπεινός μοναχός, όπως αναθεωρήσετε την στάση της ιεράς Μονής σας έναντι των εκάστοτε Επισκόπων του Τόπου, επειδή εμφανιζόμενη ως διοικητική και πνευματική Αρχή, εγκυμονεί απροσδοκήτους περιπετείας, διασυρομένου και του σεμνού τάγματος του Μοναχισμού…
Άγιε Γέροντα, η Ναύπακτος είναι πολύ μικρή για να κρύψει τις ψυχοφθόρες τριβές μεταξύ του Μητροπολίτου και των μοναχών του μοναδικού εν αυτή μοναστηρίου. Διό και σας ικετεύω να φροντίσετε ώστε να αρθούν τα αίτια των τριβών αυτών, που βλάπτουν όλους και αυτούς ακόμη τους καλούς υποτακτικούς σας. Δόξα τώ Θεώ ο νέος Μητροπολίτης της Επαρχίας σας έχει δώσει πολλά τεκμήρια της Ορθοδοξίας του και του αναλόγου ήθους, ώστε να μη δικαιολογείται καμμία πρόφαση εναντιότητος. Θα σας συνιστούσα να επαναμελετήσετε με πνεύμα ταπεινοφροσύνης και χριστιανικής αγάπης το περιεχόμενον των τριών επιστολών και ελπίζω να ανακαλύψετε κάποιες εσφαλμένες εκτιμήσεις και επιλογές σας.
Θα ευρίσκομαι στην Αθήνα 4-5 ημέρες ακόμη και είμαι πρόθυμος να βοηθήσω, σύν Θεώ στην εξομάλυνση του προβλήματος, που άνευ λόγου προέκυψεν.
Μετά της εν Χριστώ αγάπης και πολλής τιμής
Ο φίλος σας Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης».
Ο π. Σπυρίδων ουδέποτε απάντησε στον αείμνηστο Γέροντα, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, λίγους μήνες πρωτύτερα, κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πατρίδα του την Ναύπακτο, είχε επισκεφθή την Ιερά Μονή και είχε μιλήσει σε σύναξη «φίλων» της.
2.
Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων (Οκτ. 1998)
Η Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων μελέτησε πρώτη το θέμα, μετά από γνωμοδοτήσεις που έλαβε η Ιερά Μονή από καθηγητές Πανεπιστημίου –γιά να καθιερώση την νέα πολιτειοκρατική αντίληψη που έχει για τον μοναχισμό, δηλαδή την ουσιαστική αυτονόμηση από την Εκκλησία και τον επιχώριο Επίσκοπο– και την εκ τούτου αναφορά του Μητροπολίτου προς την Ιερά Σύνοδο, και εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση (2442/16-10-1998) την οποία απεδέχθη η Ιερά Σύνοδος:
«Πρός την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος
Εις απάντησιν του υπ’ αριθμ. 2442/3720/1281/7-9-1998 Συνοδικού εγγράφου προς την καθ’ ημάς Επιτροπήν Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, διαβιβαστικού προς ημάς των υπ’ αριθμ. 335/9-6-1998, 451/10-8-1998 και 522/10-9-1998 εγγράφων του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου και των επισυναπτομένων εις ταύτα, δια των οποίων αιτείται απόφασις της ημετέρας Επιτροπής επί ζητημάτων λειτουργίας, διοικήσεως και διαχειρίσεως Ιερών Μονών (συγκεκριμένως δε της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος – Ναυπάκτου) αναφέρομεν ότι διεξελθούσα η Επιτροπή τον φάκελλον της υποθέσεως παρατηρεί τα κάτωθι: από της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, έχει αποφασισθή η πλήρης υπαγωγή της Μοναχικής Τάξεως υπό την Κανονικήν ρύθμισιν των κατ’ αυτήν, τόσον του δικαιώματος της επιλογής του Μοναχικού βίου, όσον και του τρόπου της προσκτήσεως της μοναχικής ιδιότητος και της ασκήσεως του μοναχικού βίου, υπό την Επισκοπικήν πάντοτε εξουσίαν υπαγομένης της μοναχικής αδελφότητος. (Καν. Γ’, Δ’, Ζ’, Η’, ΙΣΤ’, ΙΗ’ της Χαλκηδόνος) πρβλ. Παν. Παναγιωτάκου. Η εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμ. Σύνοδος, εν Α.Ε.Κ.Δ. Τ. ΣΤ’, 1951, σελ. 187 επ.
Παραλλήλως δε και δια των οριζομένων υπό των άρθρων 3 παρ. 1 και 13 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986, (τά οποία εναρμονίζονται προς τους Ιερούς Κανόνας), εις τάς Κανονικάς δικαιοδοσίας του Επισκόπου ανήκει η εποπτεία επί του μοναχικού βίου καθόλου (βλ. άρθρον 39 παρ. 6 του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Την ανωτέρω Κανονικήν δικαιοδοσίαν των Επισκόπων δεν δύναται να φαλκιδεύση ο κοινός νομοθέτης χωρίς να παραβιάση το Σύνταγμα. Ο Επισκοποκεντρικός χαρακτήρ της Ορθοδόξου κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας ανάγεται εις το δόγμα και κατοχυρούται δια του Συντάγματος.
Αντιθέτως προς τα ανωτέρω πληθύνεται συνεχώς η παραγνώρισις των Επισκόπων, εις τάς Μητροπόλεις των οποίων λειτουργούν αυθαιρετούντά τινα Μοναστήρια, κατά παράβασιν των Ιερών Κανόνων και της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Ούτως παραβιάζεται η κανονική διάταξις, καθ’ ήν: «Τούς καθ’ εκάστην πόλιν και χώραν μονάζοντας, υποτετάχθαι τώ Επισκόπω, και την ησυχίαν ασπάζεσθαι, και προσέχειν μόνη τη νηστεία, και τη προσευχή εν οίς τόποις απετάξαντο, προσκαρτερούντες, μήτε δε εκκλησιαστικοίς, μήτε βιωτικοίς παρενοχλείν πράγμασιν, ή επικοινωνείν, καταλιμπάνοντες τα ίδια μοναστήρια» και «Τόν Επίσκοπον εξουσίαν έχειν των της Εκκλησίας πραγμάτων... ώστε κατά την αυτού εξουσίαν πάντα διακείσθαι... μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας» (Κανόνες Δ’ της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμ. Συνόδου και ΜΑ’ των Αγ. Αποστόλων, Ράλλη – Ποτλή. Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, Τόμος Β’ σελ. 57 και 225 απ.).
Συγκεκριμένως εις την κρινομένην υπόθεσιν, ο Ηγούμενος και η μοναστική αδελφότης της διαληφθείσης Ιεράς Μονής, καταγγέλλονται υπό του οικείου Μητροπολίτου ως αθετούντες την Κανονικήν αυτού αρμοδιότητα και εξουσίαν, και ενεργούντες αυτοδικαίως (ακριβέστερον ειπείν αυθαιρέτως) εις πλείστας περιπτώσεις. Τα έγγραφα του Σεβ. Μητροπολίτου αναφέρονται ενδεικτικώς εις δέκα (10) τοιαύτας περιπτώσεις καταφρονήσεως της επισκοπικής εξουσίας, εκ των οποίων προκύπτει τάσις και διάθεσις χειραφετήσεως της Ιεράς Μονής και αποστασιοποιήσεως εκ του οικείου επισκόπου (βλ. έγγραφον αυτού υπ’ αριθμ. 335/9-6-1998). Αι τάσεις αύται δεν ευνοούνται υπό των Ιερών Κανόνων. Η δε επίκλησις παρερμηνευομένων νομικών διατάξεων, προς στήριξιν των εν λόγω αυτοβούλων ενεργειών των διοικούντων την ειρημένην Ιεράν Μονήν, ελέγχεται αβάσιμος, καθ’ όσον και εις περιπτώσεις διαφοροποιήσεως τυχόν των νόμων έναντι των Ιερών Κανόνων, κατισχύουσιν και συνταγματικώς οι Ιεροί Κανόνες.
Κατά ταύτα, η Επιτροπή ημών αποφαίνεται ότι αι αρμοδιότητες του οικείου Επισκόπου τυγχάνουσιν αδιαμφισβητήτως ισχυραί κατά πάντα. Ενέργειαι δε της μοναστικής Αδελφότητος γενόμεναι εν αγνοία, και έτι μάλλον επί αγνοήσει, του οικείου Επισκόπου, είναι κανονικώς αθεμελίωτοι και εκκλησιαστικώς απαράδεκτοι και κατακριτέαι.
Όθεν απόκειται εις τον οικείον Μητροπολίτην, όπως παραγγείλη τοίς παραβάταις πλήρη συμμόρφωσιν προς τάς εντολάς και αποφάσεις αυτού επί των υπό κρίσιν ζητημάτων εν παρακοή δε των επί κεφαλής της Ιεράς Μονής, ανακαλέση τούτους εις την κανονικήν τάξιν και ασκήση κατ’ αυτών την κατά νόμον πειθαρχικήν εξουσίαν.
Πρός δε τούτοις, η Επιτροπή ημών ευλαβώς εισηγείται τη Ιερά Συνόδω, όπως δι’ εγκυκλίου Αυτής προς αποφυγήν παρομοίων περιστατικών εν τώ μέλλοντι, γνωρίση εις τάς Ιεράς Μητροπόλεις, και δι’ αυτών εις τα αρμόδια Ηγουμενοσυμβούλια των Ιερών Μονών, την κανονικήν ταύτην, δια του οικείου Επισκόπου, έγκρισιν των πράξεων και των εκτελουμένων εκκλησιαστικών έργων, ως και πάσα άλλην δραστηριότητα των αποφασιζομένων υπό των Ηγουμενοσυμβουλίων.
Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός
Ο Πρόεδρος
+Ο ΠΑΤΡΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ».
Η ως άνω απόφαση της Συνοδικής αυτής Επιτροπής επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο με δική της απόφαση και εστάλη στον Μητροπολίτη, ο οποίος και την διεβίβασε στην Ιερά Μονή προς γνώση και εφαρμογή.
Επίσης,η Ιερά Σύνοδος απέστειλε Παραινετική Εγκύκλιο προς τους Μοναχούς της Εκκλησίας της Ελλάδος.
3.
Η Ιερά Σύνοδος εκδίδει ειδική Παραινετική Εγκύκλιος (Δεκ. 1998)
Η Ιερά Σύνοδος, με την ίδια αφορμή της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως, εξέδωσε ειδική παραινετική Συνοδική Εγκύκλιο (2670/5337/16-12-1998), η οποία έχει ως εξής:
«Πρός τους Πανοσιολογιωτάτους Καθηγουμένους και Οσιωτάτας Καθηγουμένας και τάς Συνοδείας αυτών, της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος
Οσιώτατοι Πατέρες και Οσιώταται Μητέρες, τέκνα ημών εν Κυρίω λίαν προσφιλή και περισπούδαστα, «χάρις, έλεος, ειρήνη από Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού του Σωτήρος ημών» (Τίτ. 1,4).
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με ιεράν εγκαύχησιν χαιρετίζει υμάς «αξιοπόθητοι εις τον Θεόν μονάζοντες» (Σεραπίωνος Θμούεως, Πρός Μονάζοντας, PG. 40,933), διότι «η μοναχική πολιτεία είναι καύχημα της Εκκλησίας του Χριστού» (Ισαάκ του Σύρου, Τα ευρεθέντα ασκητικά, έκδ. Θεοτόκη, σελ. 43) , ως αποτελούσα συνέχειαν της μαρτυρικής στρατείας και ομολογίας των πρώτων αιώνων, ήτοι του μαρτυρίου του αίματος δια του μαρτυρίου της συνειδήσεως εν ολοψύχω δια Χριστόν αυταπαρνήσει. Ασπάζεται με αγάπην εν Κυρίω πάντοτε την οσιότητα υμών την αφιερωμένην εις την ολοτελή αγάπησιν του Θεού, καθώς «επιθυμείτε πάντοτε να είσθε παραστάτες του Χριστού» (Μεγάλου Βασιλείου, Ασκητική προδιατύπωσις, PG. 31, 621). Καθ’ υπαγόρευσιν του από τον Θεόν ωρισμένου ποιμαντορικού της χρέους, γηθοσύνως επικοινωνεί μεθ’ υμών και προσαγορεύει την υπείκουσαν προθυμίαν της χριστονοίας υμών.
α) Οι πάντες πιστεύομεν και ομολογούμεν, ότι η Μήτηρ και τροφός της σωτηρίας ημών Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ευρίσκεται εις αδιάσπαστον ενότητα με τον Θεάνθρωπον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, «δι’ Ού και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν ή εστήκαμεν, και καυχώμεθα επ’ ελπίδι της δόξης του Θεού». (Ρωμ. 5,2). Εις την εν Αγίω Πνεύματι ενότητα αυτήν θεμελιώνεται και εποικοδομείται η ενότης των μελών της Εκκλησίας μεταξύ των «εν σπλάγχνοις Ιησού», ως δώρημα τέλειον άνωθεν, αλλά και ως άθλημα άριστον. Αυτήν την ενότητα ο μεν Κύριος απήτησε από τους Μαθητάς Του λέγων: «..καθώς ηγάπησα υμάς, ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». (Ιωάν.13, 34-35) Και ο Απόστολος των Εθνών και φωτιστής ημών Παύλος, στόμα Χριστού, εκκλησιολογών δια την ενότητα αυτήν εις την Α` προς Κορινθίους επιστολήν του γράφει: «Υμείς εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους», (Α` Κορ. 12,17) και εις την (κατ’ εξοχήν εκκλησιολογικήν επιστολήν του) προς Εφεσίους συμπληρώνει: «Αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, Ός εστιν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ Ού πάν το σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον....τήν αύξησιν του σώματος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη» (Εφεσ.4,15-16)
β) Η μυστηριακή και αγιοπνευματική ενότης των πιστών με τον Κύριον και μεταξύ των, συμφώνως προς την εκκλησιολογίαν των Θεοφόρων Πατέρων, καθίσταται ενεργός και ασφαλής δια μέσου του υψίστου εκκλησιαστικού χαρίσματος του Επισκόπου, ο οποίος ίσταται εν μέσω των πιστών εις τύπον και τόπον Χριστού, κατά τον Θεοφόρον Ιγνάτιον. Ο Επίσκοπος, φορεύς της πνευματικής εξουσίας της αποστολικής διαδοχής και διδασκαλίας, αποτελεί το ορατόν κέντρον της ευχαριστιακής συνάξεως της Εκκλησίας και το μόνον αμετάθετον εκκλησιολογικόν θεμέλιον της ενότητος αυτής. Τοιουτοτρόπως, κατά τον αυτόν Αποστολικόν Πατέρα, «ασφαλής λειτουργία είναι εκείνη, η οποία τελείται από τον Επίσκοπον ή όποιον εκείνος επιτρέψει να την τελέση» και «όπου φανή ο Επίσκοπος, εκεί να προστρέχη και το πλήθος των πιστών, όπως ακριβώς όπου είναι ο Χριστός, εκεί παρευρίσκεται όλη η στρατιά των ουρανών». (Πρός Σμυρναίους,8). Περισσότερα περί αυτού του ζητήματος θεολογεί εκκλησιολογικώς ο όντως Θεοφόρος Ιγνάτιος εις την προμνησθείσαν Επιστολήν του προς τους Σμυρναίους. Διά τούτο και η απροσωπόληπτος ενότης με τον Επίσκοπον δηλώνει την ενότητα με τον Θεόν, ενώ η διάσπασις της κοινωνίας με τον Επίσκοπον συνεπάγεται αναποφεύκτως την άρνησιν του μυστηρίου της Εκκλησίας, την αποκοπήν απ’ Αυτής και την απώλειαν της εν Χριστώ σωτηρίας. Όπως «τό κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω» (Ιωάν.15,4), τοιουτοτρόπως και κάθε πιστός απολέσας την μετά του Επισκόπου ενότητα, δεν δύναται να υφίσταται ως μέλος της Εκκλησίας, ούτε να απολαμβάνη της σωζούσης Χάριτος, δεδομένου ότι η σωτηρία δεν αποτελεί κάποιαν ατομικήν εξασφάλισιν αγιωσύνης, αλλά πλήρη μυστηριακήν και πνευματικήν ενσωμάτωσιν εις την Εκκλησίαν, και χωρίς τον Επίσκοπον «Εκκλησία ου καλείται».
γ) Η σωτήριος αύτη διδασκαλία είναι εις την εποχήν μας ιδιαιτέρως επίκαιρος. Διότι, εξ αιτίας της περιρρεούσης αποστασίας, παρατηρείται άμβλυνσις του εκκλησιαστικού και εκκλησιολογικού φρονήματος των Χριστιανών, σύγχυσις δια τα πλέον σημαντικά της αμωμήτου πίστεως και χριστοζωής, σφαλερά αντίληψις, ότι ημπορεί να υπάρξη θεοσέβεια εντός ευσεβών ομάδων παραλλήλως ή υπεράνω της Εκκλησίας και ολεθρία χαλάρωσις του συνδέσμου πολλών Χριστιανών με το έν και αδιαίρετον Σώμα της Εκκλησίας. Δι’ αυτόν τον λόγον προβάλλει αναπόδραστον και κατεπείγον το χρέος ημών δια την κατήχησιν του Λαού του Θεού, προς μετάνοιαν και εδραίωσίν του εις την ορθόδοξον πίστιν και εις την πιστότητα προς το θεοΐδρυτον και θεόσωστον σύστημα της Εκκλησίας. Μέ την συναίσθησιν της τοιαύτης μεγίστης ευθύνης ημών, προσβλέπομεν προς τους Κληρικούς συνεργάτας ημών εις την διαποίμανσιν της αγίας Ποίμνης του Χριστού, αλλά και προς υμάς, τους ενδυθέντας το άγιον αγγελικόν σχήμα, οι οποίοι επιμελείσθε την έκκαυσιν της προς Χριστόν και τον πλησίον αγάπης κατά την θεοφιλή άσκησιν της αδιαλείπτου προσευχής και γίγνεσθε φώς των εν τώ κόσμω πιστών, κατά τον λόγον του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Σιναΐτου «Φώς μεν μοναχοίς, άγγελοι. Φως δε πάντων ανθρώπων, μοναχική πολιτεία». (Κλίμαξ, 26,23.)
δ) Διά τούτο πατρικώς παρακαλούμεν και προτρεπόμεθα: Τηρήσατε ασάλευτον την μετά του οικείου Επισκόπου ενότητα και υπερμαχήσατε αυτής, εν τώ συνδέσμω της δια Χριστόν υιοπρεπούς προς αυτόν αγάπης, εμπιστοσύνης και υπακοής, δεχόμενοι εν τώ προσώπω αυτού τον διάδοχον των Αγίων Αποστόλων, τον υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αποσταλέντα εις υμάς, και αυτό διδάξατε εις τους προς υμάς προσερχομένους. Υμείς καλλίτερον παντός άλλου γνωρίζετε, ότι το κύριον του Μοναχισμού συστατικόν είναι η υπακοή, το αντίδοτον της ολεθροτόκου ανηκοΐας των Πρωτοπλάστων και σωτήριον μίμημα της άκρας μέχρι θανάτου υπακοής του Δεσπότου ημών. Και η άσκησις της υπακοής -εις τα εκτός των μοναστικών καθηκόντων υμών- εποφείλεται πρωτίστως προς την Εκκλησίαν, η οποία «ναός Θεού εστι και το Πνεύμα του Θεού οικεί» εν αυτή (Α’ Κορ. 3, 16). Τοιουτοτρόπως, και εις τούτο το κεφαλαιώδες κήρυγμα της εκκλησιολογίας δια των έργων της εκκλησιαστικής ευπειθείας και των λόγων της εκκλησιολογικής υπακοής και των εκτενών προσευχών υμών θα φωτίσητε τους εν τώ κόσμω αδελφούς υμών.
ε) Όλα αυτά με περίσσειαν πατρικής φροντίδος και ποιμαντικής αγωνίας εκ συνοχής καρδίας γράφομεν προς υμάς, επειδή επληροφορήθημεν από τους εκασταχού αγίους Ιεράρχας δια περιπτώσεις μοναζόντων εκ του ιερού σας καταλόγου «ατάκτως περιπατούντων» (Β’ Θεσ. 3, 6), παρά τα υπό της εκκλησιολογίας της τε Καινής Διαθήκης και των Ιερών Κανόνων οριζόμενα. Αυτοί πάσχουν βεβαίως κάποιο ανθρώπινον πάθος, αλλά αστοχούν ως προς τον κατά Θεόν σκοπόν του ασκητικού βίου. «‘Επαίρονται υπέρ τους εαυτών όρους» και αθετούν την γνώμην του πνευματικώς και εκκλησιολογικώς κυριάρχου Ποιμένος, μη πειθαρχούντες εσωτερικώς προς τάς εντολάς του, μερικάς δε φοράς ιδιοποιούμενοι την θεόσδοτον εξουσίαν του. ‘Εκ της πνευματικής των διακονίας, την οποίαν επιτελούν μάλλον «ψιλώ μόνω ονόματι» του Ποιμενάρχου των, γίνονται περιφανείς κατά κόσμον και ακολούθως αυθαιρέτως υποδύονται τους αυτογνώμονας και αυτοκεφάλους Ποιμένας, μη παραμένοντες «εις τους εαυτών όρους» και «εφ’ ώ ετάχθησαν» δια της χριστομιμήτου ταπεινώσεως. Μάλιστα, δια των λόγων και των έργων της κεκρυμμένης ανηκοΐας εαυτών προκαλούν αναστάτωσιν και σύγχυσιν εις τάς συνειδήσεις των ευπίστων ανθρώπων, περί του εκκλησιαστικώς ορθού και πρακτέου, «φθείροντες τον Ναόν του Θεού» (βλ. Α’ Κορ. 3, 17).
στ) Παλαιόν το πάθος, και αρχαίος ο υποκινών πτερνιστής. Διά την διόρθωσιν των τοιούτων δεινών, η Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, δια των δ’ και η’ Κανόνων αυτής, ώρισεν άπαξ δια παντός τα αφορώντα εις την κανονικήν σχέσιν των Μοναχών μετά του επιχωρίου Επισκόπου:
«Τούς δε καθ’ εκάστην πόλιν και χώραν μονάζοντας υποτετάχθαι τώ Επισκόπω, και την ησυχίαν ασπάζεσθαι, και προσέχειν μόνη τη νηστεία και τη προσευχή, εν οίς τόποις απετάξαντο, προσκαρτερούντες, μήτε δε εκκλησιαστικοίς, μήτε βιωτικοίς παρενοχλείν πράγμασιν, ή επικοινωνείν, καταλιμπάνοντες τα ίδια μοναστήρια, ει μήποτε άρα επιτραπείεν δια χρείαν αναγκαίαν υπό του της πόλεως Επισκόπου.
«Οι κληρικοί των ...μοναστηρίων ...υπό την εξουσίαν των εν εκάστη πόλει Επισκόπων, κατά την των Αγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν, και μη κατά αυθάδειαν αφηνιάτωσαν του ιδίου Επισκόπου. Οι δε τολμώντες ανατρέπειν την τοιαύτην διατύπωσιν, καθ’ οίον δήποτε τρόπον, και μη υποταττόμενοι τώ ιδίω Επισκόπω, ει μεν είεν Κληρικοί, τοίς των Κανόνων υποκείσθωσαν επιτιμίοις, ει δε μονάζοντες ή λαϊκοί, έστωσαν ακοινώνητοι».
Φρικταί αι επαπειλούμεναι ποιναί, αλλ’, όπως συμπεραίνομεν εκ της μελέτης των Κανόνων, φρικτότερα τα ούτω τιμωρούμενα αδικήματα κατά της Εκκλησίας. Τόν τελευταίον Κανόνα ερμηνεύει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και τονίζει σαφέστερα: «Διατί δε ανωτέρω ειπών ο Κανών, Κληρικούς και Μοναχούς μόνον, κάτωθεν λέγει και λαϊκούς; δια να φανερώση τους λαϊκους εκείνους, εις το θάρρος των οποίων και την υπεράσπισιν επιστηριζόμενοι οι Κληρικοί και Μοναχοί, αυθαδιάζουσι κατά του Αρχιερέως, και δεν υποτάσσονται εις αυτόν» (Πηδάλιον, έκδ. Αστέρος, σελ. 191). Τοιουτοτρόπως, οι μεν ανυπάκουοι προς τον Επίσκοπον Μοναχοί αφέντες τον Χριστόν εστηρίζοντο εις τους λαϊκούς οπαδούς, οι δε λαϊκοί οπαδοί αφέντες την Εκκλησίαν ανηγόρευον τους αυτοκλήτους σωτήρας ως ποιμένας των, με αποτέλεσμα την φθοράν και την απώλειαν των ψυχών αμφοτέρων.
ζ) Διά τούτο, προς προτροπήν των ολεθροτόκων αυτών δεινών, παρακαλούμεν πατρικώς υμάς να έχητε φιλόθεον ησυχίαν και φιλόχριστον υπακοήν προς τον οικείον Επίσκοπον, κατά τα οριζόμενα από τους Ιερούς Κανόνας. «Υμείς γάρ ουκ εγένεσθε ζωγρήματα του διαβόλου, αλλ’ εσαγηνεύθητε τη σαγήνη του Χριστού εκ της αλμυράς του κόσμου ακαταστασίας» (Σεραπίωνος Θμούεως, ένθ. αν.). Και πάλιν, υπενθυμίζομεν υμίν τα ιερά θέσμια της Εκκλησίας, τα οποία διασφαλίζουν την πνευματικήν υγείαν της κατά Χριστόν πολιτείας υμών: «Αι... των Μοναχών συνθήκαι υποταγής λόγον επέχουσι και μαθητείας, αλλ’ ουχί διδασκαλίας ή προεδρίας, ουδέ ποιμαίνειν άλλους, αλλά ποιμαίνεσθαι επαγγέλλονται» (Β’ Κανών της εν τη Αγία Σοφία Συνόδου). Άλλωστε, «οίς ο βίος ησύχιος και μονότροπος, ο συνταξάμενος Κυρίω τώ Θεώ ζυγόν μονήρη άραι, καθίσεται κατά μόνας και σιωπήσει» (κβ’ Κανών της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου). Αυτό ακριβώς συνιστά την ουσίαν του μοναχικού πολιτεύματος, η ησυχαστική τήρησις του νοός η αδιαλείπτως τώ Χριστώ προσομιλούσα και η της καρδίας κάθαρσις μνηστευθείσης τώ αθανάτω Νυμφίω και η ακατάπαυστος και ισάγγελος νοερά αδολεσχία της προσευχητικής θεοκοινωνίας, η οποία απεργάζεται ουρανόν την καρδίαν του θεόφρονος και εσοικίζει τον Χριστόν και Τόν εξιλεώνει δια της προσευχής υπέρ του σύμπαντος κόσμου. «Μοναχός εστιν ο πάντων αποστάς και πάσι συνημμένος» δι’ εμπόνου προσευχής και ουχί ο πάσι συνημμένος και της αληθούς ησυχίας αποστάς. Η δυτικόπληκτος και κοσμικόρφων εκδοχή περί Μοναχισμού, υπό το πρόσχημα της «ευκόλου οδού» της διακονίας των εν κόσμω δια των συγχρόνων ποιμαντικών μεθόδων, αι οποίαι αρμόζουν εις την Επισκοπήν και τάς Ενορίας, ουσιαστικώς αφαιρεί κάτι ή και περισσότερα στοιχεία από το μοναστικόν ησυχαστικόν ήθος και τον βίον, προς ζημίαν του ενός «ού εστι χρεία», εφ’ όσον ασκείται άνευ εκκλησιαστικής ευλογίας. Εάν οι τόποι της ασκήσεως μεταβάλλονται εις Ενορίας και Επισκοπάς, και μάλιστα με ψυχωλέτηρα υπέρβασιν των μοναχικών ορίων, μήπως τελικώς η του κόσμου ακαταστασία λυμαίνεται την του Μοναχισμού ευκοσμίαν και αφήνει μόνον το όνομα; «Εάν δε και το άλας (τής γνησίας και πατροπαραδότου ορθοδόξου ασκήσεως) μωρανθή, εν τίνι αρτυθήσεται;». (βλ. Λουκ. 14, 34).
η) Γνωρίζομεν, ότι ενίοτε τα τοιαύτα έσωθεν πάθη κρύπτονται υπό το προσωπείον του αδιακρίτου και αφωτίστου ζήλου υπέρ της ευσεβείας και αναζητούν ερείσματα εις το παράδειγμα Θεοφόρων Οσίων, οι οποίοι όμως ηγωνίσθησαν όχι δια την ιδικήν των κοσμικόφρονα δόξαν και εκ του ασφαλούς, αλλά δια την Εκκλησίαν και τους ορθοδόξους Ποιμένας Της, με αυταπάρνησιν.
Επί τη ευκαιρία διαβεβαιούμεν υμάς ως προς γνήσια τέκνα εν Κυρίω, ότι και την ιδικήν μας εσχάτην λογοδοσίαν αναλογιζόμεθα ανυστάκτως και την ιδικήν σας αγωνίαν ενωτιζόμεθα πατρικώς. «‘Εστήκαμεν και κρατούμεν τάς παραδόσεις» και ιστάμεθα πάντοτε επί των όρων της Ορθοδοξίας κατά τάς διορθοδόξους διαβουλεύσεις περί της πορείας των Διαλόγων με τάς άλλας Χριστιανικάς Ομολογίας. Ως εκ τούτου, η μεν ευαισθησία υμών είναι θεμιτή και ευλογητή, η υποβολιμαία όμως αμφιβολία μερικών πρέπει να διορθωθή.
Περί του ζητήματος τούτου, υπενθυμίζομεν υμίν επί πλέον, ότι η Εκκλησία του Χριστού, ούσα Καθολική και Ορθόδοξος, κατά την ιστορικήν Της πορείαν ετέλει, υπό προϋποθέσεις, εν διαλόγω μεθ’ αιρετικών, με την προσδοκίαν της μετανοίας των και της επιστροφής. Καθώς οι Άγιοι Απόστολοι ηγωνίσθησαν προς διάδοσιν του Ευαγγελίου εις τα έθνη, τοιουτοτρόπως και οι Μεγάλοι Πατέρες ημών, εν οίς Αθανάσιος και Βασίλειος οι Μεγάλοι, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Μάξιμος ο Ομολογητής και Γρηγόριος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, ανέλαβον πολύν αγώνα προς μαρτυρίαν της ορθοδόξου πίστεως και επαναγωγήν των πεπλανημένων. Διά το έργον των αυτό εσυκοφαντήθησαν πολλάκις ως αιρετικοί ή αιρετίζοντες από μερικούς πιστούς μη δυναμένους να κατανοήσουν το μυστήριον της αγάπης του Σωτήρος Χριστού, η οποία περιπτύσσεται τον σύμπαντα κόσμον και θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». (Α’ Τιμ. 2, 4).
θ) Κατακλείοντες, παρακαλούμεν πατρικώς και πάλιν υμάς, «τούς εν ανθρώποις και υπέρ τα ανθρώπινα» (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός Α’, P.G. 35, 593), να διατηρήσετε δια της χριστομιμήτου υπακοής και ολοτελούς εσωτερικής ευπειθείας ασάλευτον την ενότητα προς τον Επίσκοπον, αναγνωρίζοντες, ότι εις αυτήν έγκειται το συμφέρον υμών και όλων των πιστών, εφ’ όσον η προς τον Επίσκοπον δια Χριστόν υπακοή διαβαίνει εις αυτό τούτο το πρόσωπον του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Εις την τοιαύτην ενότητα προσκαλεί πάντας, και ημάς και τους υφ’ ημάς, τον ιερόν Κλήρον και τον φιλόχριστον Λαόν και την αγίαν παρεμβολήν των Μοναχών, ο Θεός και Σωτήρ ημών, «τό Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος. Μακάριοι οι ποιούντες τάς εντολάς Αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοίς πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν» (Αποκ. 22, 13-14). Τούτο πατρικώς επευχόμεθα υπέρ της ταπεινόφρονος και ευπειθούς θεοφιλίας υμών. Αμήν!
+ Ο Αθηνών ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Πρόεδρος,
+ Ο Σταγών και Μετεώρων ΣΕΡΑΦΕΙΜ,
+ Ο Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ΓΕΩΡΓΙΟΣ,
+ Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΣ,
+ Ο Μεγάρων και Σαλαμίνος ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ,
+ Ο Χαλκίδος ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
+ Ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων ΚΛΕΟΠΑΣ,
+ Ο Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου ΙΑΚΩΒΟΣ,
+ Ο Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
+ Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ,
+ Ο Βεροίας και Ναούσης ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ,
+ Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ,
+ Ο Ξάνθης και Περιθεωρίου ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ».
Ο Αρχιγραμματεύς, Αρχιμ. Δανιήλ Πουρτσουκλής».
4.
Η πρώτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (Δεκ. 1998 – Ιαν. 1999)
Η Ιερά Σύνοδος δεν αρκέσθηκε στην έκδοση της Συνοδικής Αποφάσεως και της παραινετικής Εγκυκλίου, αλλά όρισε και Τριμελή Συνοδική Επιτροπή, που αποτελείτο από τους Μητροπολίτες Σταγών και Μετεώρων κ. Σεραφείμ, Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ. Ανδρέα, Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονα. Η Επιτροπή ύστερα από συζήτηση με τα δύο μέρη και από έρευνα κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, που αποτυπώθηκαν: α) Σε Συνοδική Απόφαση (263/19-1-1999) και β) επιστολή που απέστειλαν οι ως άνω Αρχιερείς στον Μητροπολίτη:
α) Συνοδική Απόφαση
«Πρός τον Πανοσιολογιώτατον Αρχιμανδρίτην κ. Σπυρίδωνα Λογοθέτην
Ιεροκήρυκα – Ηγούμενον Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
(Διά της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου)
Εκ Συνοδικής αποφάσεως, ληφθείσης εν τη Συνεδρία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 19-1-1999, γνωρίζομεν υμίν τα ως κάτωθι:
Από αρκετού ήδη χρόνου, η Ιερά Σύνοδος παρακολουθεί με ανησυχίαν και οδύνην την ύπαρξιν σοβαρού ζητήματος εις τάς σχέσεις υμών μετά του οικείου Ποιμενάρχου υμών, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, γεγονός όπερ επ’ εσχάτων, έχει λάβει -ως μη ώφελεν- ανεπιτρέπτους διαστάσεις. Και τούτο, παρά το ότι η Ιερά Σύνοδος συνέστησεν ειδικήν εξ Αρχιερέων Επιτροπήν εις την οποίαν ανετέθη μεσολάβησις δια την εξεύρεσιν λύσεως, η οποία ήλθεν ήδη εις επαφήν και μεθ’ υμών, συστήσασα, ως έδει εις υμάς σύνεσιν και υπακοήν εις τον Επιχώριον Ιεράρχην, ενεργήσασα δε μετά πολλής της αγάπης προς υμάς και την υφ’ υμάς Μοναστικήν Αδελφότητα, υμάς, οίτινες αποταξάμενοι τον κόσμον ετάξατε εαυτούς εις την διακονίαν της Εκκλησίας και του Ορθοδόξου Μοναχισμού.
Επειδή όμως, κατά την εκτίμησιν της Ιεράς Συνόδου, η αυτόθι κατάστασις έχει οπωσδήποτε εκτραπεί έκ τε της ευαγγελικής και της κανονικής οδού, επί δεινώ σκανδαλισμώ και του Ιερού Κλήρου και του χριστωνύμου Λαού της ειρημένης Ιεράς Μητροπόλεως, δια τούτο εντελλόμεθα υμίν, πατρικώς, όπως εφ’ εξής:
α) Υποτάσσησθε και υπακούητε εις τον οικείον Επίσκοπον, Όστις κατά την κανονικήν εκκλησιαστικήν τάξιν, «εξουσίαν έχειν των της Εκκλησίας πραγμάτων... ώστε κατά την αυτού εξουσίαν πάντα, διακείσθαι... μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας». (βλ. Καν. Δ’ της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμ. Συνόδου και ΜΑ’ των Αγίων Αποστόλων). Η υπακοή υμών αύτη θεμελιούται, ως εικός, επί της αβιάστου και εκουσίας υποταγής του ιδίου υμών θελήματος και της αναγνωρίσεως της ιδιότητος του υμετέρου Ποιμενάρχου ως υπάτου υμών Πνευματικού Πατρός και Δεσπότου. Εκδηλούται δε εν τοίς πράγμασι δια της συνειδητής μεν αναφοράς προς αυτόν δια πάν ζήτημα αφορών εις τάς δραστηριότητας της Αδελφότητος και εξασφαλίσεως της ευλογίας αυτού δια την άσκησιν αυτών κατά το Κανονικόν (διά τάς αγιοπνευματικάς) και το εκκλησιαστικόν (διά τάς υπολοίπους) Δίκαιον, δια της επιμελούς αποφυγής δε από μέρους υμών πάσης ενεργείας υποφαινούσης λανθάνουσαν ή και μαρτυρουμένην διάστασιν μεταξύ υμών και εκείνου προς μείζονα σκανδαλισμόν του λαού, πολλώ δε μάλλον εκκλησιαστικήν τρόπον τινα διαρχίαν υπό των ιερών Κανόνων κατακρινομένην.
β) Τηρήτε απαρεγκλίτως τα νόμιμα, τα ισχύοντα δια τάς Ιεράς Μονάς, αι οποίαι ως Ν.Π.Δ.Δ υποχρεούνται εις την πιστήν τήρησιν των δια αυτας εκ των Νόμων και Κανονισμών της Εκκλησίας προβλεπομένων διαδικασιών, ίνα πάντα τα έργα υμών φέρωσι την σφραγίδα ου μόνον της κανονικότητος αλλά και της νομιμότητος, προς αποφυγήν δυσαρέστων επιπτώσεων.
Ταύτα γνωρίζουσα υμίν η Ιερά Σύνοδος ευελπιστεί, ότι θα συμμορφωθήτε πλήρως, μη παρέχοντες πράγματα ούτε εις τον Σεβασμιώτατον Ποιμενάρχην υμών, ούτε γενικώτερον εις την Αγίαν ημών Εκκλησίαν, Ήτις κατά την βεβαίωσιν του Πνεύματος, είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15), αγωνιζομένη δι’ όλων αυτής των δυνάμεων δια την σωτηρίαν των ψυχών των χριστιανών, «υπέρ ών Χριστός απέθανε» (Ρωμ. ε’ 8).
Η Α. Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος ανέλαβεν τη παρακλήσει της Ιεράς Συνόδου, όπως συστήση τα δέοντα προς τον Σεβ. Μητροπολίτην υμών κ. Ιερόθεον προκειμένου, ίνα και ούτος, τα εαυτού πατρικά σπλάγχνα υπανοίγων έτι και έτι προς υμάς, συντελέση το επ’ αυτώ εις την ομαλήν εξέλιξιν της όλης υποθέσεως επ’ αγαθώ της αγιωτάτης ημών Εκκλησίας.
Επί δε τούτοις ευχόμεθα υμίν τα βέλτιστα παρά Κυρίου.
Εντολή της Ιεράς Συνόδου
Ο Αρχιγραμματεύς Αρχιμ. Δανιήλ Πουρτσουκλής»
Επειδή, όμως, οι ιθύνοντες την Ιερά Μονή διέδιδαν προφορικώς και γραπτώς ότι η Τριμελής εξ Αρχιερέων Επιτροπή ενέκρινε τις ενέργειές της, ο Μητροπολίτης ζήτησε το γραπτό Πόρισμα της Επιτροπής, η οποία απέστειλε την παρακάτω επιστολή:
β) Η Επιστολή της πρώτης Τριμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής (6-11-2000)
«Πρός τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. ΙΕΡΟΘΕΟΝ, Εις Ναύπακτον
Σεβασμιώτατε,
Εις απάντησιν του υπ’ αριθμ. 646/16-10-2000 υμετέρου εγγράφου σχετικώς με το πρόβλημα της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, σας γνωρίζομεν τα εξής:
1. Η ορισθείσα υπό της Δ.Ι.Σ. εξ Αρχιερέων τριμελής επιτροπή, είχεν ως αποστολήν και μόνον να διερευνήση την δυνατότητα συνδιαλλαγής και ειρηνεύσεως μεταξύ του οικείου Μητροπολίτου, ως προϊσταμένης Εκκλησιαστικής Αρχής, και της αναφερομένης Ιεράς Μονής. Δεν είχεν εντολήν να διερευνήση τα της διαχειρίσεως και τα οικονομικά της Ιεράς Μονής.
2. Ευθύς εξ αρχής κατά την συνάντησιν ημών μετά του Ηγουμενοσυμβουλίου, διεπιστώθησαν βασικαί, αντικανονικαί και αντιεκκλησιολογικαί ενέργειαι αυτού, όπως:
α. Η ανυπαρξία εγκρίσεως υπό του οικείου Μητροπολίτου δια τάς δαπάνας των διαφόρων έργων της Ιεράς Μονής, όπως και η υποβολή των σχεδίων δια τα έργα αυτά. Η Ιερά Μονή ενήργει ερήμην του Σεβασμιωτάτου, ως ανεξάρτητος, όπερ απαράδεκτον και αντίθετον προς τα προβλεπόμενα υπό της Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας. Τούτο δεόντως και δια πολλών υπεγραμμίσθη υπό των τριών Μητροπολιτών προς το Ηγουμενοσυμβούλιον και εζητήθη να μη συνεχισθή πλέον, η απάδουσα προς την Εκκλησιαστικήν τάξιν, αυτή η τακτική.
β. Η ύπαρξις και λειτουργία Αστικής Εταιρείας με μέλη μοναχούς της Ιεράς Μονής, οίτινες -όπως μας εβεβαίωσαν οι ίδιοι- φέρονται ως μέλη αυτής και με τα κοσμικά των ονόματα. Τούτο το γεγονός μας εξένισεν, ήτο πρωτάκουστον και άπαντες εψέξαμεν αυτήν την κατάστασιν, την οποίαν εθεωρήσαμεν ξένην προς τα εκκλησιαστικά θέσμια και βεβαίως ασυμβίβαστον προς την μοναχικήν ιδιότητα. Απαιτήσαμεν δέ, την άμεσον τακτοποίησιν αυτής της αντικανονικής πράξεως και ελάβομεν την διαβεβαίωσιν των δι’ αυτό.
γ. Κατελογίσαμεν ευθύνας, διότι εις αυτήν την Εταιρείαν συμμετέσχον και λαϊκά μέλη, φίλοι της Ιεράς Μονής, γεγονός το οποίον βαρύνει έτι περισσότερον το Ηγουμενοσυμβούλιον, διότι υπεισέρχονται άλλαι κοσμικαί ενέργειαι, άγνωστοι εις τάς Μοναστικάς Αδελφότητας και την εκκλησιαστικήν τάξιν.
δ. Υπεδείχθη εις το Ηγουμενοσυμβούλιον ως λάθος και αντιεκκλησιαστική ενέργεια αι δαπάναι δι’ έργα ευποιΐας και φιλανθρωπίας (κατασκηνώσεις, οικοτροφεία, Γηροκομείον κλπ.) να γίνωνται εν αγνοία του οικείου Μητροπολίτου, όταν ο Σεβασμιώτατος διακρίνεται και δια την ευγένειάν Του και δια την αγάπην Του, τόσον δια τα έργα προνοίας, όσον και προς την Ιεράν Μονήν, αφού εντός μικρού χρονικού διαστήματος, επραγματοποίησεν αρκετάς χειροθεσίας και χειροτονίας Αδελφών της Μονής.
3. Επομένως εκ των ανωτέρω σαφώς διαφαίνεται, ότι η τριμελής εξ Αρχιερέων Επιτροπή, διεπίστωσεν αμέσως τάς αταξίας και εκκρεμότητας του Ηγουμενοσυμβουλίου και εζήτησεν την άμεσον αποκατάστασιν αυτών δια κανονικών ενεργειών, την κατάργησιν της Εταιρείας και την επανασύνδεσιν, εν αγάπη, των σχέσεών των μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου.
4. Ταύτα ελέχθησαν και εν Συνόδω και ανεγράφησαν εις το σημείωμα, το οποίον συνετάχθη και εδόθη εις τον Μακαριώτατον δια να συνταχθή το έγγραφον της Ιεράς Συνόδου, εις το οποίον σαφώς διαφαίνεται η άποψις της Επιτροπής: (έγγραφον 263/109/19-1-1999 Ιεράς Συνόδου). Τα αυτά επαναλαμβάνονται, εις εντονώτερον ύφος και εις το έγγραφον 680/448/24-2-2000 της Ιεράς Συνόδου, το οποίον και εγένετο τη εισηγήσει της Επιτροπής.
Σεβασμιώτατε, όπως και εν αρχή τονίζομεν, η τριμελής Επιτροπή δεν ανέλαβεν έργον ελέγχου, αλλά προσεπάθησεν να συμβάλη, ίνα υπάρξη ειλικρινής προσέγγισις και να ενώση τα διεστώτα. Η αποκάλυψις των όσων αναφέρομεν, μας ηνάγκασαν να επιστήσωμεν την προσοχήν και να επιμείνωμεν εις την αλλαγήν των ενεργειών αυτών. Ουδείς εξ ημών ηυλόγησεν τάς αντικανονικάς ταύτας ενεργείας. Ανεγνωρίσθη υφ’ όλων ημών το έργον το πνευματικόν της Ιεράς Μονής, η ύπαρξις τόσων νέων μοναχών με πολλάς και ενδιαφερούσας δια την Εκκλησίαν μας δρατηριότητας και ηυχήθημεν όπως συνεχισθή αυτή η προσφορά δια της αγαστής συνεργασίας μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, εν πνεύματι σεβασμού και αγάπης, με την ευλογίαν Αυτού και την πνευματικήν καθοδήγησίν Του.
Είχομεν την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα ελύετο, αλλά διεψεύθημεν. Προσευχόμεθα δια την επίλυσίν του το ταχύτερον δυνατόν.
Μετ’ αδελφικών ασπασμών και αγάπης
+ ο Σταγών και Μετεώρων Σεραφείμ
+ ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Ανδρέας
+ ο Ξάνθης Παντελεήμων».
5.
Συζήτηση Μητροπολίτου μετά Ηγουμένου και κατάρτιση μνημονίου εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας (Μάρτιος 1999)
Μετά από τις πρώτες Συνοδικές Αποφάσεις και σε εφαρμογή αυτών, ο Μητροπολίτης κάλεσε τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη για να επιλύσουν δια της συζητήσεως και συνεννοήσεως τα εκκρεμή θέματα και προβλήματα της Μονής.
Η συνάντηση έγινε την 1-3-1999 στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως και ύστερα από πολύωρη συζήτηση καταρτίσθηκε ένα μνημόνιο σχέσεων Ιεράς Μητροπόλεως και Ιεράς Μονής, το οποίο όμως δεν τηρήθηκε από την Ιερά Μονή.
Το συνοδευτικό κείμενο του Μνημονίου έχει ως εξής:
«Την Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999 έγινε συνάντηση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τον Πανοσ. Αρχιμ. Σπυρίδωνα Λογοθέτη, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, παρουσία του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Πρωτ. π. Αθανασίου Λαουρδέκη, για να εξετάσουν τα κανονικά, εκκλησιολογικά και νομικά θέματα που ανέκυψαν.
Η συζήτηση έγινε με σκοπό την υλοποίηση και εφαρμογή των αποφάσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, κατόπιν των ερωτημάτων που έθεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης και των γνωμοδοτήσεων που κατέθεσε η Ιερά Μονή.
Συμφωνήθηκε ότι η σχέση της Ιεράς Μονής με την Ιερά Μητρόπολη πρέπει να κινήται μέσα στα κανονικά και νομικά πλαίσια, όπως διαγράφονται στους Κανόνες της Εκκλησίας και την ισχύουσα Νομοθεσία.
Ο Μητροπολίτης έθεσε διάφορα σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομικής επικοινωνίας της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη.
Ο Ηγούμενος έθεσε το ερώτημα πώς θα είναι δυνατόν, λογιστικά και νομικά, να ενοποιηθούν τα διάφορα Ταμεία που υπάρχουν στην Ιερά Μονή.
Ο Μητροπολίτης, χωρίς να δεσμευθή, έδωσε μερικές δυνατότητες. Το Ταμείο του Σωματείου της Αδελφότητας, μετά την διάλυση, μπορεί να συγχωνευθή με το Ταμείο της Ιεράς Μονής. Για την Εταιρεία Περιωρισμένης Ευθύνης, έως ότου δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μη υπάρξεώς της (λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεών της στην Ευρωπαϊκή Ένωση), η λύση μπορεί να είναι ότι όλα τα έσοδα και έξοδά της να περνούν στον προϋπολογισμό και απολογισμό της Ιεράς Μονής. Για την επιχορήγηση από το Κράτος και την ανέγερση του Καθολικού της Ιεράς Μονής γράφονται σχετικά στο επισυναπτόμενο μνημόνιο.
Διαπιστώθηκε ότι στον τρόπο αντιμετωπίσεως των τεσσάρων αυτών ζητημάτων (Σωματεία, Εταιρεία, επιχορηγήσεις, ανέγερση Ιερού Ναού) χρειάζεται ένας χειρισμός από ειδικούς. Αυτό το έργο μπορεί να το κάνη, καθ υπόδειξη του Ηγουμένου, ο κ. Διονύσιος Πελέκης, ως Ναυπάκτιος Νομικός. Είναι ένα θέμα που αφορά την Ιερά Μονή.
Επισυνάπτεται το κείμενο των συγκεκριμένων σημείων, το οποίο απετέλεσε αντικείμενο πολυώρου συζητήσεως, έχει δε ενημερωτικό και προσωπικό χαρακτήρα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι δημοσιεύσιμο ή ανακοινώσιμο ή αντικείμενο νέας αλληλογραφίας, αλλά χρήζει εφαρμογής».
Και το σχέδιο συμφωνίας που καταρτίσθηκε έχει ως εξής:
«Σημεία εκκλησιολογικής, κανονικής και νομίμου επικοινωνίας
Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς την Ιερά Μητρόπολη
Α. Γενικά
1. Πρέπει να εφαρμοσθούν οι υπ αριθμ. Πρωτ. 2442, 3720, 4052/19-11-1998 και 263/19-1-1999 αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, οι οποίες ήσαν αποτέλεσμα τόσο της εισηγήσεως της Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων, όσο και της εισηγήσεως της τριμελούς εξ Αρχιερέων Συνοδικής Επιτροπής.
Στις Συνοδικές αυτές αποφάσεις μεταξύ άλλων διαφαίνονται και τα ακόλουθα:
α) Μελετήθηκε σοβαρώς το θέμα των σχέσεων της Ιεράς Μονής προς την Ιερά Μητρόπολη: «διεξελθούσα η επιτροπή τον φάκελλον της υποθέσως», «Συνεκροτήθη εξ Αρχιερέων Επιτροπή…», «Συγκεκριμένως εις την κρινουμένην υπόθεσιν».
β) Η Ιερά Σύνοδος έκανε τις απαραίτητες διαπιστώσεις: «… εκ των οποίων προκύπτει τάσις και διάθεσις χειραφετήσεως της ιεράς Μονής και αποστασιοποιήσεως εκ του οικείου Επισκόπου», «αποφαίνεται», «παρακολουθεί με ανησυχίαν και οδύνην την ύπαρξιν σοβαρού ζητήματος εις τάς σχέσεις υμών μετά του οικείου Ποιμενάρχου υμών», «έχει λάβει –ως μη ώφελεν– ανεπιτρέπτους διαστάσεις», «κατά την εκτίμησιν της Ιεράς Συνόδου, η αυτόθι κατάστασις έχει οπωσδήποτε εκτραπεί έκ τε της ευαγγελικής και της κανονικής οδού επί δεινώ σκανδαλισμώ…», «απόκειται εις τον οικείον Μητροπολίτην, όπως παραγγείλη τοίς παραβάταις… εν παρακοή δέ… ανακαλέση τούτους εις την κανονικήν τάξιν και ασκήση κατ αυτών την κατά νόμον πειθαρχικήν εξουσίαν», «εντελλόμεθα υμίν πατρικώς».
γ) Παρουσιάζεται ο επισκοποκεντρικός χαρακτήρας του Ορθοδόξου Μοναχισμού: «πλήρης υπαγωγή της Μοναχικής Τάξεως υπό την Κανονικήν ρύθμισιν των κατ αυτήν… υπό την Επισκοπικήν πάντοτε εξουσίαν υπαγομένης της μοναχικής αδελφότητος», «εις τάς κανονικάς δικαιοδοσίας του Επισκόπου ανήκει η εποπτεία επί του μοναχικού βίου καθόλου», «ο επισκοποκεντρικός χαρακτήρ της Ορθοδόξου κατ Ανατολάς Εκκλησίας ανάγεται εις το δόγμα και κατοχυρούται δια του Συντάγματος», «ενέργειαι δε της μοναστικής Αδελφότητος γενόμεναι εν αγνοία, έτι μάλλον επί αγνοήσει του οικείου Επισκόπου, είναι κανονικώς αθεμελίωτοι και εκκλησιαστικώς απαράδεκτοι και κατακριτέαι», «η υπακοή υμών αύτη θεμελιούται, ως εικός, επί της αβιάστου και εκουσίας υποταγής του ιδίου υμών θελήματος και της αναγνωρίσεως της ιδιότητος του ημετέρου Ποιμενάρχου ως υπάτου υμών Πνευματικού Πατρός και Δεσπότου… συνειδητούς αναφοράς προς αυτόν δια πάν ζήτημα… εξασφαλίσεως της ευλογίας αυτού… επιμελούς αποφυγής δε από μέρους υμών πάσης ενεργείας υποφαινούσης λανθάνουσαν ή και μαρτυρουμένην διάστασιν μεταξύ υμών και εκείνου προς μείζονα σκανδαλισμόν του λαού, πολλώ δε μάλλον εκκλησιαστικήν τρόπον τινά διαρχίαν υπό των ιερών Κανόνων κατακρινομένην», «αι αρμοδιότηται του οικείου Επισκόπου τυγχάνουσιν αδιαμφισβήτως ισχυραί κατά πάντα».
δ) Πρέπει να τηρούνται οι ιεροί Κανόνες που διέπουν την μοναχική πολιτεία. Υπενθυμίζονται ο δ’ της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και ο μα’ των Αγίων Αποστόλων.
ε) Πρέπει να τηρήται και η εκκλησιαστική νομοθεσία, η οποία στηρίζεται στους ιερούς Κανόνες. «Τηρήτε απαρεγκλίτως τα νόμιμα, τα ισχύοντα δια τάς ιεράς Μονάς… ίνα πάντα τα έργα υμών φέρωσι την σφραγίδα ου μόνον της κανονικότητος αλλά και της νομιμότητος…», «Η δε επίκλησις παρερμηνευομένων νομικών διατάξεων, προς στήριξιν των εν λόγω αυτοβούλων ενεργειών των διοικούντων την ειρημένην Ιεράν Μονήν, ελέγχεται αβάσιμος, καθ όσον και εις περιπτώσεις διαφοροποιήσεως τυχόν των νόμων έναντι των Ιερών κανόνων, κατισχύουσιν και συνταγματικώς οι Ιεροί Κανόνες», «τήν ανωτέρω κανονικήν δικαιοδοσίαν των Επισκόπων δεν δύναται να φαλκιδεύση ο κοινός νομοθέτης χωρίς να παραβιάση το Σύνταγμα».
2. Η συμπεριφορά των Ιερομονάχων και μοναχών προς την Ιερά Μητρόπολη πρέπει να είναι η δέουσα, η διαγραφομένη στους Κανόνας της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική τάξη (υπακοή – ειλικρίνεια – ευπρέπεια – σεβασμός).
3. Για θέματα που αφορούν την Ιερά Μονή θα γίνεται εισήγηση μόνον από τον Ηγούμενο.
4. Να αποφεύγωνται ενέργειες που υποδηλώνουν εμφανώς ή συγκεκαλυμμένως τάσεις διαρχίας, διαστάσεως και διασπάσεως της Ιεράς Μονής από την Ιερά Μητρόπολη, καθώς επίσης, δημιουργούν προβλήματα στους λαϊκούς.
5. Να ζητηθή συγγνώμη για άστοχες ενέργειες.
Β. Ειδικότερα θέματα
1. Να θεωρούν κέντρον της δραστηριότητός τους τον Επίσκοπο και όχι το Πρωτοδικείο και το Συμβολαιογραφείο. Δεν δεχόμαστε την ύπαρξη Σωματείων, Εταιρειών στα οποία μέλη είναι οι Ιερομόναχοι και μοναχοί και έχουν ιδιαίτερα ταμεία και προϋπολογισμούς – απολογισμούς, γιατί αυτό αντιβαίνει στους Κανόνας της Εκκλησίας και το εκκλησιαστικό δίκαιο. Μεταξύ άλλων να υπομνησθή ο Κανονισμός 5/1978 «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» εις τον οποίον υπάγονται και οι Ιεροκήρυκες (άρθ. 1, παρ. 2). «Απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης» (άρθ. 36, παρ. 1).
2. Δεν υιοθετούμε την ίδρυση Συλλόγων «φίλοι της Μονής», όταν λειτουργούν πέριξ της Μονής προστατευτικώς, δημιουργούντες την εντύπωση ότι αποτελούν το ποίμνιο της Ιεράς Μονής, με σαφή καταστρατήγηση της εκκλησιολογίας.
3. Για τον νέο Σύλλογο με την επωνυμία «Αδελφότητα Παναγία η Ναυπακτιώτισσα», του οποίου αναγγείλατε την ίδρυση, επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματος, ως επιχώριος Μητροπολίτης, που θα ασκήσω αμέσως μόλις λάβω γνώση του καταστατικού του, το οποίο αναμένω να μου αποστείλετε, όπως εζήτησα.
4. Όλα τα έσοδα και τα έξοδα της Ιεράς Μονής να εγγράφωνται στον προϋπολογισμό και τον απολογισμό, και να αποστέλλωνται τα πρωτότυπα παραστατικά προς έγκριση. Να περιλαμβάνωνται όλες οι δωρεές και επιταγές, των οποίων η συνολική παράθεση θα αναβιβάση τον προϋπολογισμό στο πραγματικό και κοινώς γνωστό ύψος του.
5. Για όλα τα Συνέδρια πρέπει να ενημερώνεται ο Μητροπολίτης και να προσκαλείται.
6. Να εγκρίνη το Μητροπολιτικό Συμβούλιο ή ο Μητροπολίτης τις δημοπρασίες και τις αποφάσεις της Ιεράς Μονής για τα εκτελούμενα έργα, όπως προβλέπει η εκκλησιαστική νομοθεσία.
7. Να επικοινωνούν με τις Δημόσιες Υπηρεσίες δια μέσου της Ιεράς Μητροπόλεως, όπως προβλέπει Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου.
8. Η αλληλογραφία της Ιεράς Μονής με την Μητρόπολη να γίνεται προσωπικά και όχι με την υπηρεσία Ταχυμεταφορών ή το Ταχυδρομείο. Και αυτό να γίνεται και για τις άδειες που λαμβάνουν. Να τις ζητούν προσωπικά και να λαμβάνουν την ευχή του Μητροπολίτου. Διαφορετικά θεωρείται περιφρόνηση προς τον Μητροπολίτη και την Μητρόπολη.
9. Να διορθωθή το Κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής. Να εγγράφεται σε αυτό και η περιουσία που είναι στο όνομα των Μοναχών. Δηλαδή αναλυτικότερα δεν επιτρέπεται οι αγοραπωλήσεις των κτημάτων και αυτοκινήτων να γίνωνται στα ονόματα των Μοναχών και των Ιερομονάχων, κατά τον στ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου: «Οι Μοναχοί ουδέν ίδιον οφείλουσιν έχει. Πάντα δε τα αυτών προσκυρούσθαι τώ Μοναστηρίω… Διό τοίς εθέλουσι μονάζειν, άδεια δίδοται περί των υπαρχόντων αυτοίς διατίθεσθαι πρότερον, και οίς βούλοιντο προσώποις, μη κεκωλυμένοις δηλονότι παρά του νόμου, τα αυτών παραπέμπεσθαι. Μετά γάρ τοι το μονάσαι, των προσόντων αυτοίς απάντων, το Μοναστήριον έχει την κυριότητα και ουδέν περί των οικείων φροντίζειν, ή διατίθεσθαι, τούτοις παρακεχώρηται. Ει δε τις φωραθείη κτήσίν τινα, ήτις ου κατεκληρώθη τώ Μοναστηρίω, ιδιοποιούμενος, και φιλοκτησίας πάθει δουλούμενος, ταύτην μεν παρά του Ηγουμένου ή του Επισκόπου αναλαμβάνεσθαι, και πολλών παρουσία πιπρασκομένην, πτωχοίς και απόροις διανέμεσθαι».
10. Το Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής να είναι ακριβές. Δηλαδή να μη είναι διπλογραμμένοι και στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και στο Κελλί του Αγίου Όρους.
11. Να καθορισθή η σχέση της Ιεράς Μονής με το αγιορείτικο Κελλί από πλευράς μοναχολογίου και οικονομικών. Προμήθειες πάσης φύσεως για την Ιερά Μονή να μη γίνωνται στο όνομα του Κελλίου ή της Ιεράς Μονής όπου βρίσκεται το Κελλί.
12. Οι επιχορηγήσεις από το Κράτος, καθώς επίσης και τα έξοδα που γίνωνται από την Μονή σε σχέση με τα εκτελούμενα έργα στα οποία αναφέρονται οι επιχορηγήσεις να εγγράφωνται στον προϋπολογισμό – απολογισμό της Ιεράς Μονής.
13. Σχετικά με την ανέγερση του Καθολικού της Ιεράς Μονής θα ισχύση το εξής: Για ό,τι εκτελέστηκε μέχρι τώρα, χωρίς δημοπρασίες και χωρίς εγκρίσεις, αφ ενός μεν να ζητηθή εγγράφως συγγνώμη για την μη υπακοή στις εντολές του Μητροπολίτου, αφ ετέρου δε να ελεγχθούν τουλάχιστον τα έξοδα μέσα από την διαδικασία του απολογισμού. Γιατί δεν είναι δυνατόν τώρα να εγκριθούν οι προ έτους γενόμενες δημοπρασίες – προσφορές. Από εδώ και πέρα οπωσδήποτε κάθε εκτελούμενο έργο θα γίνεται με έγκριση προσφορών ή δημοπρασιών, όπως επιτάσσει ο Νόμος.
14. Για τον Ραδιοφωνικό Σταθμό θα ζητηθή άδεια λειτουργίας από την Ιερά Σύνοδο, δια της Ιεράς Μητροπόλεως.
15. Οι Ιεροκήρυκες και οι Κληρικοί που υπηρετούν σε Ενορίες θα κάνουν υπακοή στον Επίσκοπο ως προς το ιεραποστολικό, λατρευτικό και κηρυκτικό έργο. Να συμμετέχουν στην εκκλησιαστική ζωή, ήτοι στα εσπερινά Κηρύγματα, τις ιερατικές Συνάξεις, τις επίσημες λατρευτικές Συνάξεις, τις διάφορες άλλες εργασίες για τις οποίες θα δοθή εντολή.
16. Ο Ηγούμενος σχετικά με τον Μανδύα και την Πατερίτσα θα εφαρμόση ό,τι γίνεται στα Μοναστήρια εκτός του Αγίου Όρους, ήτοι τα Μετέωρα και τις Μονές της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου, την Ιερά Μονή Οσίου Διονυσίου Ολύμπου κλπ.
17. Να μη αναμειγνύεται η Ιερά Μονή με οποιαδήποτε μορφή και πρόσχημα στις δημοτικές και εθνικές εκλογές. Η Εκκλησία, κυρίως ο αποταξάμενος του κόσμου μοναχός, δεν πολιτεύεται και πολύ περισσότερο δεν κομματίζεται».
Αυτό το σχέδιο συμφωνίας ποτέ δεν εφαρμόσθηκε.
6.
Πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια του μακαριστού Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια
Ο πρ. Πνευματικός του π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη μακαριστός Αρχιμανδρίτης π. Αρσένιος Κομπούγιας, ήδη από τα πρώτα έτη της εκδήλωσης της κρίσης, απέστειλε επιστολή στον π. Σπυρίδωνα, με την οποία τον παρακαλούσε να δείξη υπακοή στον Μητροπολίτη. Η επιστολή έχει ως εξής:
Επιστολή π. Αρσενίου Κομπούγια (1999)
«Αγαπητέ μοι π. Σπυρίδων, ο Κύριος Παρών
Αδελφέ, πίστεψόν μοι ότι και εγώ ζώ μέσα εις την οδύνην των θλίψεών σου. Ηθέλησα να παρακολουθήσω αμφοτέρας τάς θέσεις και αντιθέσεις, ως και τάς τελευταίας ενεργείας σου, ως και του Επισκόπου ακόμη και τάς απαντήσεις της Ι. Συνόδου ως την προ ημερών.
Πονά η ψυχή μου, αδελφέ, και θα ήθελα να φύγη εκ μέσου υμών και του Επισκόπου ο σατανάς. Θα ερχόμουν επάνω να σε ιδώ, πλήν φοβούμαι μήπως τύχω της ιδίας μεταχειρίσεως προ ετών. Επειδή αισθάνομαι αμαρτωλός στους οφθαλμούς σου, γι αυτό ζητώ την μακροθυμίαν σου και την συγχώρησιν. Και πάλιν τώρα δι’ επιστολής παρακαλώ την καλωσύνην σου, έλα κάτω να συζητήσωμε με την μηδενότητά μου, ή άλλως, εάν προτιμάς πήγαινε κατ’ ευθείαν στον Επίσκοπον και ύστερα από μίαν συγγνώμην, συζητήστε εν προσευχή και ταπεινώσει, τα κεντρκά σημεία των αντιπαραθέσεων και να είσθε βέβαιος ότι θα φύγη ο σατανάς. Ο Επίσκοπος θα δείξη αγάπην και κατανόησιν. Ταύτα γράφω εν αγνοία του Επισκόπου ελπίζων στην δικήν σου κατανόησιν εν Κυρίω και σύνεσιν. Παρακαλώ την καλωσύνην σου μήν δίδης πίστιν σε δημοσίευμα. Είναι ψευδέστατον και ο Ακαρνανίας (σ. Θεόκλητος) έστειλε αυστηράν διάψευσιν στην εφημερίδα και η Ι. Σύνοδος δεν είχε ιδέαν. Ούτε να αναζητήσης λύσεις που μάλλον θα εξυπηρετήσουν τον εχθρόν. Ο Επίσκοπος Ιερόθεος καθώς εξ αρχής διακήρυξε δημοσίως είναι ο αυτός. Είναι ο ευσεβής και ενάρετος και φιλομόναχος και δεν στενοχωρείται ολιγώτερον από σέ. Εγώ πιστεύω από σε εξαρτώνται όλα με λίγην ταπείνωσιν εν φόβω Θεού, συνεξήγησιν με βάσιν τον ειρηνοποιόν Χριστόν, το δίκαιον, την αγάπην και την εν Χριστώ τακτοποίησιν.
Ο Επίσκοπος ως διέκρινα σας αγαπά πολύ και θα σας αγαπήση πιο πολύ, εάν και σείς δείξετε κατανόησιν και υπακοήν. Ας γίνη και κάποια θυσία στις πολυδιάστατες ενέργειες της Μονής δια τον Χριστόν μας. Ενώ περί χρημάτων δεν είναι λόγος ως εις άλλα μοναστήρια.
Συγχώρησόν μοι τώ αμαρτωλώ μήπως κάπου στην επιστολή σε ελύπησα.
Μέ αγάπη Χριστού και ελπίδα
Ο τάλας Αρσένιος
Υ.Γ. Έγραφον νύκτα κατά την ακολουθίαν κάτω από τον Εσταυρωμένον στο Ιερό».
7.
Πρόταση για συνάντηση σε εφαρμογή σχετικής Συνοδικής Αποφάσεως και παρέμβαση του τότε Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, προς επίλυση των θεμάτων (Φεβ.-Μάρτ. 2000).
Τόν Φεβρουάριο του 2000, ύστερα από έγγραφο της Ιεράς Συνόδου και το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 132/21-2-2000 έγγραφο του Μητροπολίτου προς την Ιερά Μονή, προγραμματίσθηκε συνάντηση για την Δευτέρα 6 Μαρτίου στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, μεταξύ αφ’ ενός μεν του Μητροπολίτου, του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου και του Λογιστού-Διαχειριστού της Ιεράς Μητροπόλεως, αφ’ ετέρου δε του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής και των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου. Στην συζήτηση θα παρευρίσκονταν και οι δύο νομικοί σύμβουλοι, ένας από κάθε πλευρά, για να αντιμετωπισθούν τα νομικά προβλήματα.
Ο Μητροπολίτης καθόριζε με έγγραφό του τα πλαίσια στα οποία θα γίνη η συζήτηση για να λυθούν όλα τα θέματα και να μήν είναι μια συζήτηση νεφελώδης. Στο έγγραφό του αυτό κατάληγε:
«Προσευχήθηκα θερμά στην Παναγία την Αμπελακιώτισσα, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Της, όπου ελειτούργησα σήμερα, καθώς επίσης και στο θαυματουργικό χέρι του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου του θαυματουργού, του και προστάτου της Επαρχίας μας, ο οποίος εορτάζει σήμερα, να πρεσβεύουν ώστε η συνάντηση αυτή να ευδοκιμήση, να λυθούν κατά τον κανονικό τρόπο τα εκκρεμούντα ζητήματα, για να παύσουν να υφίστανται όλες οι αντικανονικές ενέργειες προς μεγάλη χαρά των αγγέλων και καταισχύνη του πονηρού, του οποίου έργο είναι οι διαιρέσεις των Χριστιανών».
Αλλά η Ιερά Μονή απήντησε με έγγραφο το οποίο στην ουσία υπονόμευε την οποιαδήποτε συζήτηση.
Κατόπιν τούτου ανεβλήθη η οποιαδήποτε συνάντηση για το μέλλον, όταν θα υπήρχε το κατάλληλο κλίμα.
Το τρία έγγραφα τα οποία αντηλλάγησαν είναι πάρα πολύ ενδεικτικά:
α) Μητροπολίτου προς Ηγούμενο (140/23-2-2000)
«Σάς γράφω μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχατε μαζί μου και την επιθυμία σας να συναντηθούμε για να λυθούν τα εκκλησιολογικά, κανονικά και νομικά θέματα τα οποία ανεφύησαν, κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια, όχι βέβαια από υπαιτιότητά μου. Και προφανώς η απόφαση της επικοινωνίας αυτής προήλθε από το υπ αριθμ. Πρωτ. 685/1-2-2000 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου και το υπ αριθμ. Πρωτ. 132/21-2-2000 έγγραφό μου, στο οποίο μεταξύ άλλων γραφόταν: «Διατηρούμε μια ελπίδα ότι την υστάτη αυτή στιγμή θα αποκαταστήσετε την διασαλευθείσα επικοινωνία με τον Μητροπολίτη σας και θα εφαρμόσετε τους ιερούς Κανόνας, την εκκλησιαστική νομοθεσία και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου με ευπείθεια, υπακοή και ειλικρίνεια».
Η προοπτική της συναντήσεως αυτής με χαροποιεί ιδιαιτέρως και διατηρώ την ελπίδα, τουλάχιστον όσο εξαρτάται από την πλευρά μου, να αποκατασταθούν οι σχέσεις της Ιεράς Μονής προς την Ιερά Μητρόπολη, για την ωφέλεια του ποιμνίου και βεβαίως την δική σας, αφού αποτελείτε μέρος του ποιμνίου της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως. Μένει όμως να καθορισθή επακριβώς ο τρόπος με τον οποίον θα γίνη η συνάντηση αυτή, ώστε να έχουμε αγαθά αποτελέσματα και η ειρήνη να είναι κατά το δυνατόν αδιατάρακτη και διαχρονική.
Μελετώντας το θέμα αυτό κατέληξα στο ότι η συνάντηση αυτή πρέπει να γίνη μέσα στα εξής πλαίσια:
1. Πρίν την ημέρα της συναντήσεώς μας πρέπει οπωσδήποτε να απαντήσετε στα υπ αριθμ. 113/15-2-2000, 114/15-2-2000 και 115/15-2-2000 έγγραφα τα οποία σας απέστειλα, γιατί είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων θεμάτων, κατά την συζήτηση. Ήδη έχει παρέλθει η προθεσμία απαντήσεως, και έχετε δείξει ολιγωρία.
2. Η συνάντηση θα γίνη στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, παρόντων ολοκλήρου του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής, ήτοι υμών, του Αρχιμ. Ιερωνύμου Δελημάρη και του Αρχιμ. Νεκταρίου Γκολιοπούλου, οι οποίοι φέρονται ως μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου –άν και δεν έχει ενημερωθή ο Μητροπολίτης για να παρέξη την ευλογία του– καθώς επίσης και του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Πρωτ. Αθανασίου Λαουρδέκη και του Πρωτ. Θεμιστοκλή Τσιτσιρίκη, διαχειριστού και λογιστού της Ιεράς Μητροπόλεως. Επί πλέον στην συνάντηση αυτή θα παρευρίσκωνται και δύο Νομικοί Σύμβουλοι, ένας από κάθε πλευρά, των οποίων η παρουσία θα είναι σημαντική για την επίλυση των νομικών προβλημάτων. Βεβαίως, η βαρύτητα θα δοθή στην κανονικότητα και δευτερευόντως στην νομιμότητα.
3. Η θεματολογία της συναντήσεως πρέπει να είναι η εξής:
α) Θα διαβαστούν οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου πάνω στα θέματα αυτά, ώστε να τεθούν τα εκκλησιολογικά πλαίσια της συζητήσεως. Δεν πρέπει να απομακρυνθούμε από τις Συνοδικές αποφάσεις και τις γνωμοδοτήσεις των εκκλησιαστικών οργάνων. Ως γνωστόν οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται πάνω στο κανονικό και το εκκλησιαστικό δίκαιο της Εκκλησίας.
β) Μεταξύ των δυό μας (Μητροπολίτου και Ηγουμένου) θα γίνη ανασκόπηση για την περίοδο μετά την πρώτη συζήτηση (1 Μαρτίου 1999). Αφού διαβαστή το σχετικό μνημόνιο, θα ερευνηθούν τα αίτια για τα οποία δεν ετηρήθησαν τα συμφωνηθέντα.
γ) Θα γίνη ανάλυση κάθε επί μέρους θέματος, ήτοι προϋπολογισμών – απολογισμών, ανεγέρσεως του Καθολικού της Ιεράς Μονής, Επενδύσεως από το Κράτος, Αδελφότητας, Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης, Επιστροφής Φ.Π.Α., Κτηματολογίου, Κελλίου Άγιος Ελευθέριος Αγίου Όρους κλπ. Η συζήτηση δεν θα γίνη από μηδενική βάση, αλλά με βάση τις αρχές που ετέθησαν στην συνάντηση της 1-3-1999, και βεβαίως θα αντιμετωπισθούν τα νέα θέματα που ανεφύησαν.
δ) Μετά την επίλυση των προβλημάτων αυτών θα συζητηθούν μεταξύ των δύο μας τα προσωπικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν.
4. Ο χρόνος κατά τον οποίον θα πραγματοποιηθή η συνάντηση πρέπει να είναι μετά την επιστροφή μου από την Κύπρο, ήτοι την Δευτέρα 6 Μαρτίου ε. έ. και ώρα 10 π. μ., αφού εν τώ μεταξύ αποστείλετε τις απαντήσεις στα ως άνω αναγραφόμενα έγγραφά μου.
Προσευχήθηκα θερμά στην Παναγία την Αμπελακιώτισσα, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Της, όπου ελειτούργησα σήμερα, καθώς επίσης και στο θαυματουργικό χέρι του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου του θαυματουργού, του και προστάτου της Επαρχίας μας, ο οποίος εορτάζει σήμερα, να πρεσβεύουν ώστε η συνάντηση αυτή να ευδοκιμήση, να λυθούν κατά τον κανονικό τρόπο τα εκκρεμούντα ζητήματα, για να παύσουν να υφίστανται όλες οι αντικανονικές ενέργειες προς μεγάλη χαρά των αγγέλων και καταισχύνη του πονηρού, του οποίου έργο είναι οι διαιρέσεις των Χριστιανών».
β) Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως προς Μητροπολίτη (31/29-2-2000)
«Διά του παρόντος και εις απάντησιν του υπ’ αριθμ. 140/23-2-200 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σάς αναφέρωμεν τα εξής:
Αποδεχόμεθα την πρόσκλησίν Σας και θα έλθωμεν οπωσδήποτε εις συνάντησίν Σας, την Δευτέραν 6-3-1999. Όμως, μετά σεβασμού και ταπεινώσεως απαντώμεν εις τάς κατηγορίας του εγγράφου Σας, αλλά και εις τους όρους της μελλοντικής μας συναντήσεως:
1. Δεν Σάς εζητήσαμεν εμείς συνάντησιν.
2. Δεν υπάρχουν προβλήματα εις τάς σχέσεις μας εξ υπαιτιότητός μας.
3. Δεν διεσαλεύσαμεν εμείς την επικοινωνίαν με τον Μητροπολίτην μας.
4. Δεν εξαρτάται από την πλευράν μας η αποκατάστασις των σχέσεών μας.
5. Δεν υπήρξαν την 1-3-1999 «συμφωνηθέντα» μεταξύ Ηγουμένου και Μητροπολίτου. Τόν Απρίλιον ή Μάϊον 1999, υποκύψας ο Ηγούμενος εις πιέσεις, υπεσχέθη ότι θα προσπαθήση να πείση τους πάντας και να παραμερισθούν τα εμπόδια δια να εφαρμοσθούν μέχρι τέλους 1999, αι εντολαί του εγγράφου, επικαλουμένου «μνημονίου». Εφηρμόσθησαν όλαι πλήν ελαχίστων, αι οποίαι είναι πρακτικώς αδύνατον να εφαρμοσθούν τώρα. Θα εφαρμοσθούν αργότερα, παρ’ όλον του ότι ουδείς Νόμος επιβάλλει την εφαρμογή τους.
6. Δεν δεχόμεθα τάς κατηγορίας του ως άνω εγγράφου.
7. Δεν δύναται να γίνη καλή συζήτησις υπό εκβιαστικούς όρους.
8. Δεν έχουν τίποτε νέον να ειπούν οι Νομικοί μας Σύμβουλοι. Ήδη εξεφράσθησαν.
9. Δεν τίθεται υπό αμφισβήτησιν η νομιμότης και η κανονικότης της Μονής.
10. Έχομεν ήδη συζητήσει, δι’ όλα τα θέματα του θεματολογίου Σας.
11. Μία συζήτησις δια τα προσωπικά Σας με τον Καθηγούμενον, άς γίνη κατ’ ιδίαν, άλλοτε.
12. Δεν μας προσφέρει τίποτε μία προσευχή, όταν μέσα εις αυτήν μας κατακρίνετε.
13. Οι όροι και το σχέδιον της συναντήσεως, δεν πρόκειται να οδηγήσουν εις αίσιον τέλος.
14. Μέ πνευματικόν σχέδιον και με πνευματικάς προϋποθέσεις, ίσως υπάρξη επιτυχία.
Εν αναμονή της συναντήσεώς μας, δια «νά αποκατασταθούν αι σχέσεις», διατελούμεν…»
γ) Μητροπολίτου προς το Ηγουμενοσυμβούλιο (156/4-3-2000)
«Έλαβα το υπ αριθμ. Πρωτ. 31/29-2-2000 έγγραφόν σας και αισθάνθηκα βαθειά θλίψη, τόσο για το περιεχόμενο όσο και για το ύφος του.
Σε απάντηση έχω να υπογραμμίσω τα ακόλουθα.
1. Αποδεικνύεται σαφώς από το κείμενό σας ότι δεν επιθυμείτε την συνάντηση η οποία είχε ορισθή για την Δευτέρα 6 Μαρτίου ε.έ., παρ ότι ο Ηγούμενος την ζήτησε με τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί μου την εσπέρα της Τρίτης 22 Φεβρουαρίου ε.έ. και μάλιστα δύο φορές, την δε δευτέρα φορά μου ανέφερε ότι ο Αρχιεπίσκοπος είπε να είναι παρόν ολόκληρο το Ηγουμενοσυμβούλιο κατά την συνάντηση!! Φαίνεται, λοιπόν, ότι φοβάσθε την συνάντηση αυτή.
2. Επιστρέφεται ως απαράδεκτον το ως άνω έγγραφόν σας, καθώς επίσης επιστρέφονται ως απαράδεκτα και τα υπ αριθμ. Πρωτ. 20/14-2-2000 21/14-2-2000 και 22/14-2-2000 έγγραφά σας. Κρατώ όμως φωτοτυπίες τους για υπόμνηση και απόδειξη του φαρισαϊκού πνεύματος και του αντιεκκλησιαστικού φρονήματος που σας διακρίνει.
3. Υπάρχουν τεράστια εκκλησιολογικά, κανονικά και νομικά θέματα στην Ιερά Μονή, όπως αποδεικνύεται σαφώς από την από 16ης Οκτωβρίου 1998 γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, την οποία αποδέχθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με την από 5ης Νοεμβρίου 1998 απόφασή της (αριθμ. Πρωτ. 2442, 3720, 4052/19ης Νοεμβρίου 1998), και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου υπ αριθμ. Πρωτ. 263/19-1-1999, 680/24-2-1999 και 685/1-2-2000, καθώς και την υπ αριθμ. 2670/16-12-1998 Εγκύκλιον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, με πρόσφατη απόφασή της η Ιερά Σύνοδος, σε απάντηση ερωτημάτων μου σχετικά με τα θέματα της Ιεράς Μονής σας, υιοθέτησε πλήρως τις απόψεις του διαπρεπούς Νομικού, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Αναστασίου Μαρίνου, ο οποίος έθεσε και έλυσε ορθώς τα θέματα. Ακόμη σημαντική επί του θέματος αυτού είναι και η γνωμοδότηση του κ. Σπύρου Τρωϊάνου, η οποία απεστάλη στην Επιστημονική Επιτροπή της Νομικής Υπηρεσίας της Ιεράς Συνόδου, ύστερα από ερώτημα που υπέβαλε στην Επιτροπή η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Εκκλησία».
Σημειωτέον ότι η από 16-10-1998 γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων διατυπώθηκε μετά από πολύωρη συνεδρίαση της Επιτροπής, η οποία εμελέτησε τα σχετικά κείμενα μαζί με τις γνωμοδοτήσεις των δικών σας νομικών συμβούλων, ήτοι του κ. Σπύρου Τρωϊάνου και κ. Ιωάννου Παναγοπούλου, η υπ αριθμ. Πρωτ. 263/19-1-1999 απόφαση της Ιεράς Συνόδου είχε υπ όψη της την γνωμοδότηση του κ. Ιωάννου Κονιδάρη, την οποία δεν αποδέχθηκε, και η μελέτη του κ. Αναστασίου Μαρίνου την οποία υιοθέτησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιμετώπισε νομοκανονικώς και τις τρεις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις και το όλο θέμα.
4. Καλλιεργείτε έντονα και αναπτύσσετε σε μεγάλο βαθμό το δυνάμει σχίσμα στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με συνταρακτικές συνέπειες για την σωτηρία σας.
5. Η διαγωγή σας αυτή, όπως εκδηλώνεται καθημερινώς με αυξανόμενο ρυθμό, με απασχολεί έντονα και θα λάβω τα δέοντα κανονικά μέτρα.
Επομένως, εφ όσον τα δεκατέσσερα (14) σημεία του αποσταλέντος εγγράφου σας έρχονται σε αντίφαση και αντίθεση με την εκδηλωθείσα επιθυμία σας για συνάντηση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι στην ουσία δεν επιθυμείτε την πραγματοποίησή της για την λύση των αναφυέντων προβλημάτων, των οποίων την ύπαρξη υποκριτικώς αρνείσθε με τα ως άνω έγγραφά σας, γι αυτό με τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να πραγματοποιηθή η συνάντηση την ορισθείσα ημέρα και ώρα. Μπορεί να γίνη στο μέλλον όταν επιδείξετε πνεύμα ταπεινώσεως, υπακοής, μετανοίας, αυτομεμψίας και εκδηλώσετε στην πράξη τον σεβασμό στο ιεραρχικό πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι οποίες είναι σαφείς και εκπλήττομαι διότι δεν θέλετε να το αντιληφθήτε.
Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι ο Θεός «ο μείζων της καρδίας ημών» (Α( Ιω. γ», 20) γνωρίζει όλη αυτήν την κατάσταση, τα αίτια, τις σκοπιμότητες, τις εσωτερικές διαθέσεις και τις επιδιώξεις σας.
Η συνείδησή μου δεν με ενοχλεί καθόλου στο θέμα αυτό, μάλλον έχω ενοχλήσεις, επειδή αντιλήφθηκα πολύ αργά την όλη κατάσταση που επικρατεί στην Ιερά Μονή σας, αφού εν τώ μεταξύ σας ευεργέτησα για τρία χρόνια ποικιλοτρόπως. Αλλά και αυτό δείχνει τις αγαθές προθέσεις μου απέναντί σας»
8.
Η δεύτερη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Ηγουμένων (Μάϊος – Αύγουστος 2000)
Επειδή η παρέμβαση της πρώτης Τριμελούς Επιτροπής εξ Αρχιερέων δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο να προτείνη στην Ιερά Σύνοδο τον σχηματισμό Επιτροπής εξ Ηγουμένων, ώστε να μήν υπάρχη η προκατάληψη από την πλευρά της Μονής και η υποψία περί μεροληψίας.
Πράγματι, με Συνοδική Απόφαση (2326/18-5-2000) ορίσθηκε Τριμελής Συνοδική Επιτροπή εξ Ηγουμένων που αποτελείτο από τους Καθηγουμένους των Ιερών Μονών Μεγάλου Μετεώρου π. Αθανάσιο Αναστασίου, Παρακλήτου π. Τιμόθεο Σακκά και Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω π. Μάξιμο Κυρίτση.
Η Επιτροπή εξ Ηγουμένων, μετά την περάτωση της έρευνάς της, κατέθεσε δύο υπομνήματα στην Ιερά Σύνοδο στα οποία, πέρα από τις προσωπικές εκτιμήσεις ενός από αυτά, συμφωνούσαν σε δύο συγκεκριμένα σημεία:
Πρώτον. Όλες οι ενέργειες της Ιεράς Μονής να ιδρύουν Αστικές Εταιρείες και Εταιρείες Περιωρισμένης Ευθύνης είναι αντικανονικές, αντιεκκλησιαστικές και παράνομες.
Για την Αστική Εταιρεία γράφεται:
«Διά του Καταστατικού τούτου πάνυ αντικανονικώς τίθεται υπό κηδεμονίαν η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου και διαπλέκεται και εμπλέκεται με σωματεία κοσμικά «παρά γνώμην» του οικείου Μητροπολίτου παρά πάσαν Κανονικήν, Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν και τάξιν».
Επίσης, για την ίδια Εταιρεία γράφεται:
«Ουσιαστικά πρόκειται περί συστάσεως Κοινοβίου (Ιεράς Μονής), με διαδικασίες όμως που είναι αντικανονικές, αντιεκκλησιαστικές και αντιπαραδοσιακές».
Η σύσταση Αδελφότητος με την επωνυμία «Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» και έδρα την Ναύπακτον «συνιστά το μεν αντικανονικήν ενέργειαν, το δε μη νόμιμον ενέργειαν, εφ’ όσον με αυτήν επιχειρείται κατάρτισις (πολυμελούς) δικαιοπραξίας απολύτως ακύρου, που έγινεν από πρόσωπα στερούμενα τοιαύτου δικαιώματος... Η αναγνώρισις της ακυρότητος μπορεί να γίνη μετά από αγωγή οποιουδήποτε, ο οποίος έχει έννομον συμφέρον και οπωσδήποτε υπό του οικείου Επισκόπου, το έννομον συμφέρον του οποίου είναι πρόδηλον, εφ’ όσον εις την επισκοπικήν του δικαιοδοσίαν περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της κανονικότητος των ενεργειών των Μοναχών και των Μονών της Επαρχίας του».
Για την ΕΠΕ λέγεται:
«Οι κοινοβιάται Μοναχοί δεν δύνανται να συμμετέχουν εις εμπορικάς εταιρείας... Οι πέντε Μοναχοί μέτοχοι, εξ αντικειμένου παρεβίασαν, και μόνον με την ενέργειάν των αυτήν της συστάσεως της ΕΠΕ, τους ιερούς Κανόνας». «Λόγω του ασυμβιβάστου των Μοναχών να ιδρύσουν εμπορικήν εταιρείαν, η εν λόγω ΕΠΕ είναι άκυρος».
Για όλα τα Σωματεία και τις Εταιρείες γράφεται:
«Η παράπλευρος λειτουργία των ανωτέρων νομικών προσώπων έγινε δια την ουσιαστικήν αναίρεσιν ασκήσεως εκ μέρους του επιχωρίου Επισκόπου του ελέγχου της κανονικότητος των ενεργειών των, αλλά και του ελέγχου νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως της Μονής των... Διά μικροοικονομικούς σκοπούς και επιδιώξεις αποδυναμούται η Ιερά Μονή, Ιερόν και πνευματικόν καθίδρυμα, καθηγιασμένον και προωρισμένον εις τους αιώνας, και δημιουργούν περιουσιακά στοιχεία τα παράκεντρα της Ιεράς Μονής Σωματεία, Σύλλογοι κλπ. συσταθέντα κατά τους κοσμικούς νόμους και δη κατά παράβασιν τούτων, ως προελέχθη, η διάλυσις των οποίων είναι δυνατή ανά πάσαν στιγμήν».
Για την επένδυση εκ πολλών εκατομμυρίων υπό του Κράτους γράφεται:
«Η μη εμφάνισις αυτών των εκατομμυρίων (τής επενδύσεως) εις την κυρίαν Διαχείρισιν της Μονής είναι απαράδεκτος, μη σύννομος και ακατανόητος», διότι η επένδυση «εις ουδεμίαν περίπτωσιν δεν αποβλέπει και δεν μπορεί να επιδιώκη την διάσπασιν του ‘Ενιαίου της διαχειρίσεως της Μονής».
Για την επιστροφή Φόρων ΦΠΑ που δεν κατεγράφη στους απολογισμούς της Μονής γράφεται:
«Δεδομένου ότι το προϊόν αυτών των επιστροφών δεν εμφανίζεται εις το βιβλίον Ταμείου της Ιεράς Μονής, χωρίς να είναι γνωστόν που διοχετεύεται, ότι λείπουν στοιχεία και διατυπώσεις που τάς καλύπτουν, γεννάται μείζον θέμα, εφ’ όσον αποδειχθούν τα καταγγελλόμενα, τα οποία εγγίζουν ευθέως ακόμη και της ποινικής ευθύνης».
Δεύτερον. Οι καταγγελίες της Ιεράς Μονής ότι ο Μητροπολίτης επιζητούσε ή επεδίωκε υψηλό ποσοστό από τις εισπράξεις της Ιεράς Μονής για την Ιερά Μητρόπολη αποδείχθηκε ψευδής και συκοφαντική. Γι’ αυτό στα υπομνήματα γράφεται:
Μέ την μη απόδοση των διαφόρων εισφορών διαπιστώνεται πρόθεση εκ μέρους της Ιεράς Μονής «ενσυνειδήτου ζημιώσεως των νομίμων δικαιωμάτων Τρίτων και του Δημοσίου. Μία τακτική που συνθέτει πλήθος ποινικών αδικημάτων, όπως της παραβάσεως καθήκοντος, της αποκρύψεως Εσόδων – Δαπανών, της αλλοιώσεως Ταμείου, της πλαστότητος στοιχείων, της περιφρονήσεως διατάξεων Νόμων και Κανονισμών, την πρόκλησιν οικονομικής ζημίας εις τρίτους και το Δημόσιον... Όσον αφορά την εισφοράν 10% επί των εισπράξεων της Μονής υπέρ της Μητροπόλεως, την οποίαν επιζητεί και επιδιώκει δήθεν ο Επίσκοπος, όπως κατά κόρον προβάλλεται υπό της Μονής, γεγονός που την υποχρεώνει να αποκρύπτη έσοδά της, αδικεί ιδιαιτέρως τον Επίσκοπον και εκθέτει εντόνως την Μονήν. Εις την προκειμένην όμως περίπτωσιν οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι, αστήρικτοι και αλλού προφανώς αποσκοπούν... Επομένως αι επίμονοι, έντονοι και προς πάσαν κατεύθυνσιν διαδόσεις, ότι το κύριον σημείον τριβής, διαφοράς και αντιδράσεως της Ιεράς Μονής είναι αι δήθεν άνομοι εισπρακτικαί διαθέσεις του Επισκόπου εις βάρος της, κρίνεται αστήρικτον και αναληθές. Η όλη δε ακολουθηθείσα τακτική ενέχει σαφή στοιχεία ηθελημένου και μεθοδευμένου διασυρμού του Επισκόπου».
«Όσον αφορά την εισφορά 10%, ο Μητροπολίτης δήλωσε και στην επιτροπή αλλά και εγγράφως, ότι δεν επιδιώκει να την εισπράξη,... Είναι επομένως αδικαιολόγητη η περαιτέρω επιμονή της Ιεράς Μονής να αιτιάται τον Μητροπολίτη για το θέμα αυτό».
Όμως, παρά το σαφές πόρισμα της Επιτροπής τουλάχιστον ως προς τα δύο αυτά ζητήματα, η Ιερά Μονή μέχρι και την ημερομηνία της εκδόσεως του Προεδρικού Διατάγματος περί διαλύσεως του νομικού της προσώπου δεν έκανε κανένα βήμα πίσω, αφού τα Σωματεία και οι Εταιρείες συνεχίζουν να λειτουργούν και μάλιστα ανέλεγκτα και κάτω από καθεστώς αδιαφάνειας, και το κυριώτερο «όπλο» της Μονής στον αγώνα για την αυτονόμησή της από την Εκκλησία συνέχιζε να παραμένη η συκοφαντία κατά του Μητροπολίτου περί δήθεν εκζητήσεως χρημάτων.
9.
Επίσκεψη του π. Αρσενίου στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως με αποκλειστικώς δική του πρωτοβουλία και συζήτηση με τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη (Οκτ. 2001)
Τόν Οκτώβριο του 2001, ο π. Αρσένιος Κομπούγιας –πού όπως προαναφέρθηκε διετέλεσε επί ένδεκα έτη Πνευματικός του πρώην Ηγουμένου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη– με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία επισκέφθηκε τον πρώην Ηγούμενο στην Μονή, προκειμένου να διαμεσολαβήση και να τον πείση να ζητήση συγγνώμη από τον Επίσκοπο. Το περιεχόμενο της όλης συζητήσεως ο π. Αρσένιος το κατέγραψε αργότερα σε κείμενο το οποίο δημοσιεύθηκε και έχει ως εξής:
«Φοβερόν επεισόδιον στή ζωή μου
Την 29/10/2001, μετά την εκ της πρωϊνής ακολουθίας επιστροφήν εις το δωμάτιόν μου, με πήρε λίγο ο ύπνος, είδα όνειρον ότι ήμουν στην Αθήνα σ ένα δρόμο και συνήντησα το π. Σπυρίδωνα Λογοθέτην. Μέ ασπάσθηκε και του είπα, θα ανέβω στο μοναστήρι να σε ιδώ, να έλθης μου είπε.
Παρασυρθείς από το όνειρο και πολύ με βασάνισε η σκέψις εάν πρέπει να υπάγω. Προσευχήθηκα στον Κύριο και στην Παναγία να με φωτίση να πάω ή να μήν πάω. Τελικώς απεφάσισα να ανέβω στή μονή. Ειδοποίησα με φιλικό πρόσωπο της μονής εάν με δέχονται και εδέχθη ο π. Σπυρίδων να τον επισκεφθώ. Είχον απόφαση να του μιλήσω με αγάπη, δια να συμφιλιωθή με τον Μητροπολίτη, να τον επισκεφθή, να ζητήση συγγνώμην και να πειθαρχίση σε ό,τι του είπη ο επίσκοπος, δια να αποφευχθή ίσως κάτι κακόν που θα προέκυπτε ύστερα από την ολομελή απόφασιν της Ιεραρχίας δια να γίνουν ανακρίσεις εις βάρος του.
Τελικώς ανέβηκα στή μονή, με πέρασε ένας μοναχός στή μεγάλη αίθουσα. Σε λίγο έρχεται ο π. Σπυρίδων με κατακίτρινο και αγριεμένο πρόσωπο. Αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω τάχιστα. Εν τέλει καθίσαμε, με χαιρέτησε ψυχρά. Συζητήσαμε 3 ώρες. Τού έθεσα πρώτον γραπτώς τα πιθανά εμπόδια και λόγους που διαιωνίζεται η κατάστασις αυτή επί πολλά χρόνια, λόγω προπαντός του πρωτοτύπου και πολυδιαστάτου έργου της μονής μπροστά στή μύτη του επισκόπου, που αφεύκτως δημιουργεί σχίσμα, διαίρεσιν των Χριστιανών με τους διαφόρους Συλλόγους και εμφανίζεται κάποια διαρχία, ως και μερικά ακόμη ως υποθέτω εμπόδια.
Άρχισε ένα προς ένα να τα διαψεύδη, στηριζόμενος ότι ο Μητροπολίτης του ήταν όλα γνωστά, εξ αρχής τα επικύρωνε και τα ευλογούσε, επί ενάμισυ και δύο έτη. Όλα τα έβλεπε καλώς και επομένως δεν το θεώρησε απαραίτητον να ζητήση συγγνώμην. Ως το μόνον τρόπον διορθώσεως επέμεινε στην προσωπικήν μου θέσιν (βέβαια και της μονής μου) την ταχείαν απομάκρυνσίν μου από τον Μητροπολίτην και να ταχθώ με το μέρος της μονής του.
Εγώ του είπον ότι, το μέτρον αυτό θα επιδεινώση το πράγμα και ότι εγώ εάν είμαι με τον κάθε Μητροπολίτην, ο περισσότερος λόγος είναι ότι δεν υιοθετώ την πρωτοτυπίαν και το έργον του, που διασπά την ενότητα Μονής και Επισκόπου. Εν τέλει λίγα ακόμη που είπαμε, χωρίς να δείξη κάτι το ύποπτον, σηκώθηκε βιαίως, προχώρησε μερικά βήματα και άλλα πιο πέρα συνεχώς ως δαιμονισθείς με φωνές που τάραξε την αίθουσα, με ύβρεις στο πρόσωπόν μου, έξαλλος τινάζοντας συνεχώς τάς χείρας και πόδας αφρίζων και μαινόμενος, έφυγε από το όλον θέμα της συζητήσεως και περιορίσθηκε στο θέμα που ανέγραψε σε βιβλιαράκι ο Επίσκοπος ότι: «μόνο ο π.Αρσένιος διαπιστώσας τα ψεύδη του π. Σπυρίδωνος τον απεμάκρυνε από την εξομολόγησιν». (Και όντως το θέμα που τον απεμάκρυνα όντως ήτο που απεκάλεσε το Μητροπολίτην Δαμασκηνόν Νικολέττα, την κατάρα του Δαμασκηνού ως και την κατάρα του π. Σπυρίδωνος προς αυτόν, και ότι κατηγόρησε σε μένα τον Πρωτοσύγκελο π. Ιερόθεο, ότι τάχα πηγαίνοντας προς το προάστιο Ξηροπήγαδο κατηράσθη και φασκέλωσε το μοναστήρι του. Ενώ μετά ερώτησα το π. Ιερόθεο στην εξομολόγησιν εάν συνέβη τοιούτον τι, σήκωσε τα μάτια του ψηλά δάκρυσε και μου είπε ουδέποτε έγινεν έν τοιούτον). Επαναλαμβάνω: Περιορίσθη στο θέμα αυτό φωνάζοντάς με: Ντροπή σου ψεύτη, απατεώνα, ντροπή σου ελεεινέ, ντροπή σου εσχατόγερε, ντροπή σου που είσαι μέσα στην Κόλαση, ντροπή σου γεροκολασμένε, ντροπή σου, ντροπή σου, ντροπή σου, έφευγε φωνάζοντας συνεχώς τινάζοντας χείρας, πόδας, με τα μαλλιά πεταμένα δεξιά αριστερά.
Ενώπιον όλης της συζητήσεως παρευρίσκετο ο π. Ιερώνυμος. Βλέποντας ταύτα έμεινε άναυδος μου είπε, τί να γίνη, μόνο μήν είπης αυτά πουθενά. Έφυγα μόνος μου και είπον, όντως δεν με έστειλε ο Χριστός, αλλά ο σατανάς. Κρίμα έχασα τον καιρόν μου και κόλασα τον αδελφόν μου, συγχώρησόν με Κύριε. Πίστευσα ότι τάχα κάτι θα επιτύχω. Κύριε ελέησόν εμέ τον δούλον Σου Αρσένιον.
(29/10/2001) Αρχιμ. Αρσένιος Κομπούγιας».
10.
Προσωπική παρέμβαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου (Νοέμβριος 2001)
Όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος ο μακαριστός Χριστόδουλος, ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης τον επήνεσε υπερβαλλόντως ως τον πρώτο Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος που εξέλεγε το Άγιον Πνεύμα.
Έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Σπυρίδων στα κηρύγματά του απ’ άμβωνος και από ραδιοφώνου:
«Όμως νά! Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ήλθε η ώρα και το ζήσαμε όλοι μας και το χαρήκαμε και το πανηγυρίσαμε που το Άγιο Πνεύμα ελεύθερα πλέον ήλθε προσκεκλημένο στην Ιερά μας Σύνοδο πριν από ένα μήνα και κάτι ακόμη, και ανέδειξε για πρώτη φορά στην Εκκλησία της Ελλάδος το Άγιον Πνεύμα τον Αρχιεπίσκοπον τον οποίο ήθελε το Άγιον Πνεύμα και όχι οι άρχοντες της γής. Και ποιόν ανέδειξεν; Ανέδειξε έναν άνθρωπο άγιον! Αυτό τα λέει όλα! Έναν άνθρωπο του Θεού!» (Κήρυγμα Πεντηκοστής 1998).
Επίσης, σε άρθρο του σε Εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας έγραψε:
«Είναι αδιανόητο να τον αφήσουμε (τόν Αρχιεπίσκοπο) να ξανοιχθή μόνος και αβοήθητος. …
Έτσι, πιστεύουμε ότι εκείνο που χρειάζεται αρχικά είναι η προσωπική πνευματική άνοδος του καθενός μας, ώστε όλοι να πλησιάσουμε, όσο είναι δυνατόν, στο πνευματικό επίπεδο του «επί κεφαλής», ώστε να μπορή να υπάρξη αλληλοκατανόησις και συνεννόησις, που είναι βάσις της αλληλοβοηθείας και συνεργασίας.
Έπειτα πιστεύουμε ότι είναι επείγουσα ανάγκη ταυτίσεως της πίστεως όλων μας, ώστε να επιτευχθή ενότητα και αληθινή αγάπη. Να ενωθούμε στην ίδια πίστι και να καταλύσουμε, τώρα αμέσως, τις μικροδιαφορές, που διχάζουν και χωρίζουν. …
Ο νέος Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη στή θέσι του, στην έπαλξί του, στο μετερίζι του, πανέτοιμος να αρχίση την αναγεννητική του προσπάθεια, για μία νέα εκκλησιαστική κατάστασι.
Και ασφαλώς, περιμένει να συσπειρωθούν γύρω του όλες οι άξιες δυνάμεις της εκκλησιαστικής κοινότητος.
Η συσπείρωσίς μας κοντά σου, σε μία ισχυρή ενότητα, με μία ψυχή και μία καρδιά, θα φέρη τα ποθητά αποτελέσματα που περιμένουν όλοι όσοι χαίρονται για την εκλογή του και ελπίζουν στην αναγέννησι της Εκκλησίας» (Ακρόπολις, 5-7-1998).
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ήταν καθόλου προκατειλημμένος έναντι της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως και του τότε Ηγουμένου αυτής. Αντίθετα, φαίνεται είχε καλή άποψη. Αντιμετωπίζοντας όμως την κατάσταση από την υπεύθυνη θέση του Αρχιεπισκόπου και λαμβάνοντας άμεση γνώση της όλης συμπεριφοράς του π. Σπυρίδωνος και των μοναχών του και της αντιεκκλησιαστικής τους στάσης, αντιλήφθηκε ότι η όλη κατάσταση φθάνει σε ένα αδιέξοδο, ύστερα από το ανυποχώρητο της Ιεράς Μονής, και κατόπιν της αποφάσεως της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου 2001, και απέστειλε στον τότε Ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ιδιόχειρη επιστολή (8-11-2001), η οποία έγραφε τα ακόλουθα:
«Αγαπητέ π. Σπυρίδων,
Έχω λάβει τα κατά καιρούς αποστελλόμενα προς με κείμενά σας, ως και το τελευταίον που είναι έκκλησις παρεμβάσεώς μου προς επίλυσιν του φοβερού προβλήματος που φέρει την Ι. Μονήν σας έκθετον ενώπιον της Εκκλησίας μας. Σήμερα έλαβα και την εκ σελίδων 8 απάντησιν του Σεβ. Μητροπολίτου σας, εις παρομοίαν έκκλησιν που του απηυθύνατε. Μέχρι στιγμής σας έχω συμπεριφερθεί με αγάπην αλλά και με ειλικρίνειαν, επιθυμών να επανεντροχιασθήτε εις το κανονικώς δέον αποκαθιστώντες τις σχέσεις σας με τον Επίσκοπόν σας. Η διαμάχη αυτή κανένα δεν ωφελεί. Μόνον ο διάβολος χαίρει. Τώρα που ευρίσκεσθε εις το χείλος της καταστροφής, διότι επίκειται, μετά την αποτυχίαν όλων των κατευναστικών προσπαθειών τις οποίες μετήλθεν η Ι. Σύνοδος, η επιβολή κυρώσεων, που θα σας στενοχωρήσουν, παρακαλώ αμέσως να συνέλθετε και να επιδιώξετε, μακράν εγωϊσμών και διεκδικήσεων, αλλά με ταπείνωσιν, να συνεννοηθήτε με τον Σεβ. Μητοπολίτην σας, εις όλα όσα σας υποδεικνύει, εγκαταλείποντες την ανταρσίαν και ανυπακοήν. Γράφω ταύτα επειδή σας αγαπώ και επιθυμώ να σας ίδω ομονοούντας και δοξάζοντας τον Θεόν.
Μετ’ αγάπης και ευχών
+ Ο ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ»
Δυστυχώς, ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης, ο οποίος έλεγε και έγραφε όσα είδαμε ανωτέρω για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, δεν άκουσε την πατρική πλήν σαφέστατη αυτή παραίνεση, που του δόθηκε πέντε χρόνια πριν την έκπτωσή του από την θέση του ηγουμένου, έξι χρόνια πριν την επιβολή της ακοινωνησίας και ένδεκα χρόνια πριν την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος περί διαλύσεως του νομικού προσώπου της Μονής.
11.
Σχέδιο συμφωνίας Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Μονής καθηγητού Παν. Μπερνίτσα, του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων και εκπροσώπου της Ιεράς Μονής (Νοέ. 2001)
Το έτος 2001 καταρτίσθηκε σχέδιο επιλύσεως των προβλημάτων που ανέκυψαν, ύστερα από συνεργασία των δικηγόρων της Ιεράς Μονής καθηγητού Παν. Μπερνίτσα, του εκπροσώπου της Ιεράς Μονής και του μέλους της Συνοδικής Επιτροπής εξ Ηγουμένων. Επρόκειτο για μια σοβαρή ενέργεια, που ήταν αρχή επιλύσεως των θεμάτων, με το οποίο ο Μητροπολίτης, όταν τέθηκε υπ’ όψη του, κατά βάση συμφώνησε.
Το σχέδιο αυτό καταγράφηκε σε επιστολή (28-11-2001) από τον ίδιο τον καθηγητή Π. Μπερνίτσα, ως εξής:
«Άγιοι Πατέρες, Αθανάσιε και Ιγνάτιε,
Μετά τη χθεσινή μας εποικοδομητική συζήτηση ενημέρωσα με τηλεφωνικό μήνυμα τον Άγιο Φιλίππων και συνομίλησα με τον κ. Μάρη τον οποίον παρακάλεσα για μια αναβολή του θέματος της Μονής Ναυπάκτου μέχρι τη διευθέτησή του καθώς και για την μη επιμονή του στή διεξαγωγή του ελέγχου εν όψει της δυνατότητας φιλικής διευθετήσεως της διαφοράς που ανέκυψε. Διαβεβαίωσα τον κ. Μάρη ότι οι προτάσεις που θα διατυπωθούν θα τύχουν της εγκρίσεως του κ. Τσιουλάκη και του ιδίου.
Όπως υποσχέθηκα Σάς υποβάλλω εγγράφως τα όσα διατυπώθηκαν κατά τη χθεσινή μας συζήτηση τα οποία βεβαίως θα χρειασθούν και περαιτέρω επεξεργασία. Εάν παρέλειψα κάτι αυτό οφείλεται μόνο σε αβλεψία ή σε κόπωση.
Μέ άπειρες ευχαριστίες και ευχές, ευλογείτε
Παναγιώτης Μ. Μπερνίτσας
ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΟ ΥΠΑΡΧΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ Ή ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΑΥΤΗ ΜΟΝΗ
– Όσον αφορά την ΕΠΕ η οποία ιδρύθηκε με σκοπό την ανάπτυξη μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, μετά την ολοκλήρωσή της και την επί μη εμπορικά κερδοφόρου βάσεως οργάνωσή της αυτή κατέστη ανενεργός και κατέθεσε τα βιβλία της στην οικεία Δ.Ο.Υ. Πρότεινα να αντικαστασθή ο π. Ιγνάτιος από διαχειριστής και εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εγκριτική της επένδυσης πράξη να αντικατασταθούν με λαϊκούς και οι λοιποί εταίροι. Επίσης πρότεινα, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε την απαραίτητη έγκριση, να πωληθεί η άδεια και να εισφερθεί το εκ της πωλήσεως έσοδο στην Μονή.
– Όσον αφορά την Αδελφότητα Μεταμορφώσεως Αθηνών ο Πατήρ Ιγνάτιος μας βεβαίωσε ότι αυτή έχει διαλυθεί. Συμφωνήθηκε να προσκομισθούν τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η λύση της.
– Όσον αφορά την Αδελφότητα Παναγία Ναυπακτιώτισσα η οποία έχει ιδρυθεί εδώ και δύο έτη και προεδρεύεται από τον Επίτιμο Εισαγγελέα Εφετών κ. Γ. Κουβέλη με σκοπό την προβολή της εικόνας της Παναγίας και την χρηματοδότηση της ανέγερσης του Ιερού Ναού σημειώθηκε ότι συγκεντρώνει ποσά περίπου τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) κατ’ έτος. Πρότεινα, αν και φάνηκε να μη θεωρείται θέμα μείζονος σημασίας, να αποχωρήσουν από αυτήν οι μοναχοί της Μονής.
– Όσον αφορά το Σύλλογο Φίλων ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που ιδρύθηκε πρόσφατα και προεδρεύεται από τον κ. Νίκο Χωραφά με σκοπό την διοργάνωση γιορτών και εκδηλώσεων δεν φαίνεται να τίθενται ζητήματα.
– Όσον αφορά κυρίως το αναγνωρισμένο Σωματείο Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου το οποίο έχει εικοσαετή δραστηριότητα, δέχεται όλες τις δωρεές, εκδίδει το περιοδικό του Σωματείου, έχει εκδοτικό έργο, διαθέτει ραδιοφωνικό σταθμό, κλπ. και το οποίο κατηγορείται ότι πραγματοποιεί όλα τα έργα στο χώρο της Μονής κατά τρόπο ώστε να αλλοιώνει την εικόνα του προϋπολογισμού και απολογισμού της Μονής πρότεινα τα ακόλουθα:
α) προς αποφυγή της δημιουργίας οποιασδήποτε συγχύσεως να προστεθεί παντού «Σωματείο Αναγνωρισμένο» βάσει της … αποφάσεως του Πρωτοδικείου …
β) να αποχωρήσουν οι μοναχοί από την διοίκηση του Σωματείου και ενδεχομένως εάν αυτό ζητηθεί, να παραιτηθούν από μέλη του Σωματείου. Η αντικατάσταση των μοναχών από λαϊκούς στή διοίκηση του Σωματείου συναντά δυσκολίες λόγω των υποχρεώσεων που δημιουργούνται από το δάνειο που ελήφθη από την Εθνική Τράπεζα.
γ) να ερευνηθεί ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο μέρος των εσόδων του Σωματείου θα περιέρχεται στή Μονή είτε μέσω δωρεών μετά τη διερεύνηση του φορολογικού καθεστώτος των δωρεών αυτών είτε μέσω αναλήψεως της εκδόσεως του περιοδικού από την ίδια την Μονή, εφόσον δεν θέτει σε κίνδυνο την αποπληρωμή του δανείου και δεν εκθέτει τους λαϊκούς οι οποίοι διστάζουν να αναλάβουν τη διαχείριση του Σωματείου λόγω του ύψους του ληφθέντος δανείου.
δ) να ερευνηθεί τρόπος αναδιαπραγμάτευσης του ύψους του επιτοκίου του δανείου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) από το οποίο έχουν εκταμιευθεί εκατόν είκοσι εκατομμύρια (120.000.000) δραχμές. Όπως σημείωσε ο Πατήρ Αθανάσιος η βέλτιστη λύση αν και μάλλον δυσχερής θα ήταν αν ευρίσκετο χορηγός ο οποίος είτε να αναλάβει την άμεση αποπληρωμή του δανείου είτε την εξασφάλιση της αποπληρωμής του. Μιά τέτοια λύση θα μπορούσε άμεσα να οδηγήσει στην άρση των επιφυλάξεων των λαϊκών να αναλάβουν τη διοίκηση του Σωματείου. Διευκρινίστηκε ότι μοναχοί μεταξύ των οποίων και ο Πατέρας Ιγνάτιος υπέγραψαν ως εγγυητές και προσημείωσαν οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία τα οποία περιήλθαν στην κυριότητά τους. Η δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους αποτελεί απαραίτητη παράμετρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη και το Σωματείο πρέπει να διαθέτει πόρους για το λόγο αυτό.
Όσον αφορά την αύξηση του προϋπολογισμού της Μονής ο Επίσκοπος διαφαίνεται ότι δεν ζητεί την κατάργηση κάθε δραστηριότητος των Συλλόγων και Σωματείων που παρέχουν συνδρομή στή Μονή αλλά την έλλογη αύξηση του προϋπολογισμού της Μονής και την έστω μερική εξισορρόπηση μεταξύ εκτελουμένων έργων και προϋπολογισμού της Μονής.
Τα παραπάνω που θα μπορούσαν να εξετασθούν άμεσα και χωρίς χρονοτριβή ώστε να ληφθούν ορισμένα μέτρα εκατέρωθεν (δέν θα έχουν ως βάση τη νομιμότητα ή μη της δραστηριότητας της Μονής και των Συλλόγων και Σωματείων που την ενισχύουν επί των οποίων οι δυό πλευρές φαίνεται να διατηρούν τους (τίς) διιστάμενες θέσεις τους) και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της αγάπης μεταξύ Μητροπόλεως και Ιεράς Μονής.
Εφόσον επέλθει μια κατ’ αρχήν συμφωνία και ακολούθως τα μέρη αναλάβουν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα θα πρέπει να παραιτηθούν αμφότερα από όλα τα ένδικα μέσα και να μήν επαναφέρουν για τους ίδιους λόγους νέες ένδικες προσφυγές. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινα να εξουσιοδοτηθώ προσωπικά να διαχειρισθώ το θέμα της Αιτήσεως Ακυρώσεως κατά της πράξεως της ΕΚΥΟ και να παραιτηθώ από αυτήν, εφόσον όλα θα βαίνουν κατ’ ευχήν. Επιθυμία όλων θα ήταν χωρίς την εκδίκαση της προσφυγής του Πατέρα Ιγνάτιου να αποκατασταθεί στην θέση του ιεροκήρυκα από την οποία καθαιρέθη.
Οίκοθεν νοείται ότι θα ζητηθεί η γνώμη του κ. Τσιουλάκη και του κ. Μάρη για την εφεξής διαχείριση της Μονής κατά τρόπο ώστε να μήν ανακύψει εκ νέου αντικείμενο έριδος και να αρθεί η πράξη «τιμωρητικού» ελέγχου της Μονής, όπως τον αισθάνονται οι μοναχοί της Ιεράς Μονής.
Η ευχή όλων είναι με αμοιβαίες υποχωρήσεις και εξηγήσεις να αποκατασταθεί η εκκλησιαστική και χριστιανική ομόνοια και αγάπη, να μήν αισθάνεται οποιαδήποτε πλευρά αμφισβητούμενη, συκοφαντούμενη ή μειούμενη, να μη αποβεί η διαδικασία αυτή αιτία εκδικητικής δικαιώσεως των θέσεων οποιασδήποτε πλευράς και να αναλάβουν αμφότερες οι πλευρές με ψυχική γαλήνη την προώθηση του εκκλησιαστικού και μοναστικού έργου τους. Οι παραστάντες στή συνάντηση της 27/11/2001 θα απεδέχοντο ευχαρίστως να είναι οι εγγυητές της οποιασδήποτε συμφωνηθησόμενης λύσεως».
Όμως τελικά, η Ιερά Μονή δεν αποδέχθηκε το σχέδιο εκείνο, ήρε την εξουσιοδότησή της από τον συγκεκριμένο δικό της νομικό σύμβουλο, ανέθεσε τις υποθέσεις της σε άλλα δικηγορικά γραφεία, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι προσφυγές, οι αγωγές κλπ. εναντίον της Ιεράς Συνόδου και της Ιεράς Μητροπόλεως.
12.
Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων (2002)
Η τρίτη Τριμελής Συνοδική Επιτροπή, εξ Αρχιερέων, που αποτελείτο από τους Σεβ. Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως, νύν Θεσσαλονίκης, Άνθιμο, Θηβών και Λεβαδείας, νύν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και Γρεβενών κ. Σέργιο, εργάσθηκε επί μήνες.
Χαρακτηριστικά είναι τα Δελτία Τύπου της Ιεράς Συνόδου της περιόδου εκείνης:
α) Δελτίον Τύπου Ιεράς Συνόδου (8-3-2002)
«Στην συνέχεια, Επιτροπή εκ των Συνοδικών Μητροπολιτών Αλεξανδρουπόλεως, Γρεβενών και Θηβών, συνηργάσθη μετά του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Αρχιμανδρίτου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη και τριών Μοναχών συνεργατών του, προκειμένου να εξευρεθούν οι προϋποθέσεις διευθετήσεως των προβλημάτων που έχουν ανακύψει μεταξύ της Ιεράς αυτής Μονής και της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. Η Επιτροπή των τριών Ιεραρχών, λαβούσα υπ’ όψει και τις απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, τις οποίες έχει εκθέσει εγγράφως και αυτοπροσώπως, κατέληξε σε μία μορφή συμφωνίας, η οποία θα αρχίσει άμεσα, με την συνάντηση του Ηγουμένου και των Μοναχών μετά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Βασική αρχή της επιδιωκομένης διευθετήσεως των διαφορών, υπήρξε η πατροπαράδοτη και κανονική και κατά νόμον τηρουμένη Τάξη της Εκκλησίας για την υπακοή και την έμπρακτη έκφραση σεβασμού των Ιερών Μονών και των Μοναστικών Αδελφοτήτων προς τον Πνευματικό και Διοικητικό Προϊστάμενο της Τοπικής Εκκλησίας, που είναι ο οικείος Επίσκοπος και ο οποίος πατρικώς μεριμνά περί αυτών. Η Ιερά Σύνοδος θα παρακολουθήσει την εξέλιξη της προσπαθείας αυτής και εύχεται όπως ο Θεός της ειρήνης και της αγάπης εμπνεύσει το καλύτερο αποτέλεσμα».
β) Δελτίον Τύπου Ιεράς Συνόδου (5-4-2002)
«Σχετικά με το πρόβλημα της διαφοράς της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, η Επιτροπή η επιφορτισμένη με την εξέταση του θέματος, αποτελουμένη από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμον, Γρεβενών κ. Σέργιον και Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμον, ενημέρωσε την Δ.Ι.Σ. για τις καταβαλλόμενες από όλες τις πλευρές προσπάθειες ευρέσεως λύσεως και κοινού σημείου αποδοχής. Το θέμα ευρίσκεται σε εξέλιξη και θα συζητηθή εκ νέου στή Σύνοδο του Μαΐου».
Τελικά, μετά από επαφές με κάθε πλευρά, από συναντήσεις των Μοναχών με τα μέλη της Επιτροπής, τόσο στην Σύνοδο όσο και στις έδρες των Μητροπόλεών τους, μετά από ανταλλαγή εγγράφων και απόψεων, η Επιτροπή κατέληξε στο να συντάξη ένα κείμενο το οποίο ύστερα από επεξεργασία που έγινε από τους Νομικούς της Ιεράς Μονής υπεγράφη από τον τότε Ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη ενώπιον του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Το κείμενο που υπέγραψε ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης ως Ηγούμενος τότε της Μονής έχει ως ακολούθως:
γ) Δήλωση π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη (4-10-2002)
«Πρός την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος
Εν Ναυπάκτω, την 4ην Οκτωβρίου 2002
Μέ κύριο γνώμονα το πνευματικό συμφέρον της τοπικής Εκκλησίας μας της Ναυπάκτου και στοιχών στο παράδειγμα των αγίων Πατέρων και Ποιμένων της Αγίας μας Εκκλησίας, οι οποίοι εφήρμοσαν στον έμπρακτο βίο τους τους λόγους του Σωτήρος Χριστού για την ταπείνωση, την ειρήνη και την αγάπη, προβαίνω ενυπογράφως στην παρούσα δήλωση, επικαλούμενος τάς ευχάς και την συναντίληψη του Μακαριωτάτου Προέδρου και των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου.
1. Η ταπεινότης μου ως Ηγούμενος και Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, σέβομαι τον Μητροπολίτη μου κ. Ιερόθεο και αναγνωρίζω ότι αγαπά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό.
2. Η από 25-5-2000 επιστολή μου προς τον Αρχιμ. Αρσένιο Κομπούγια και το από 15-6-2000 έγγραφό μου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, και το από 23-8-2000 έγγραφό μου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ίσως έδωσαν αφορμή να διαδοθή και να γραφούν σε διάφορα κείμενα, ότι ο Μητροπολίτης ζήτησε 200.000.000 εκατ. δρχ. Αυτό είναι ανακριβές, αναληθές, διότι ουδέποτε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος μας εζήτησε να καταβάλουμε προς αυτόν ή την Μητρόπολη ποσοστό 10% επί των εσόδων της Ι. Μονής, ανερχόμενο (μαζί με άλλα 6% σε διάφορα άλλα ταμεία), στο ποσό των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών, αλλ ούτε και εζήτησε ποτέ από την Ιερά Μονή να καταβάλη στην Ιερά Μητρόπολη οιοδήποτε ποσό, αρνηθείς πολλάκις να λάβη και όσα κατά καιρούς του προσέφερε η Ιερά Μονή με ιδία προαίρεση. Ζητούμε συγγνώμη εάν παρά τη δεδηλωμένη θέλησή μας περί του αντιθέτου, τα ως άνω έγγραφα έδωσαν την δυνατότητα παρερμηνείας ή αφορμή για τη διάδοση οιωνδήποτε ανακριβών πληροφοριών.
3. Ανακαλούμε το από 23-8-2000 έγγραφό μας, που απεστάλη προς την Ιερά Σύνοδο, καθ ό μέτρο παρά την περί του αντιθέτου σαφή πρόθεσή μας ήθελε τυχόν παρερμηνευθεί ως συκοφαντικό και ως προς το περιεχόμενό του και ως προς το ύφος εις το οποίον είναι γραμμένο.
4. Πρός επίρρωση της ειλικρινείας της παρούσης Δηλώσεως, η ταπεινότης μου και οι περί εμέ αδελφοί της Ιεράς Μονής μας προσεπιδηλούμε ότι θα εφαρμόσουμε απαρεγκλίτως με συνέπεια και συνέχεια την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 13-12-2001, έτοιμοι να δεχθούμε τις κοινές αποφάσεις των νομικών συμβούλων της Ιεράς Μητροπόλεως και της Ιεράς Μονής δι όλα τα εκκρεμή θέματα, περιλαμβανομένου του θέματος του οικονομικού ελέγχου, ενώ είναι ήδη Υμίν γνωστόν ότι υπακούοντες στην από 13-12-2001 απόφαση διευκολύναμε τον υφ Υμών ενταλθέντα Οικονομικόν Επιθεωρητήν κ. Στέφανον Περπινιάν εις τον έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της Ιεράς Μονής, όστις οδήγησε στο υπ αυτού κλείσιμο των βιβλίων της. Πάντα ταύτα προς ειρήνευση πάντων ημών, προς οικοδομή του ευσεβούς πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας μας και προς δόξαν του Ονόματος του Τριαδικού Θεού.
Εν τη Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναύπακτου
Ο Καθηγούμενος Αρχιμ. Σπυρίδων
καί οι σύν εμοί εν Χριστώ Αδελφοί».
Μετά την υπογραφή του ως άνω κειμένου στα Γραφεία της Αρχιεπισκοπής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ενημέρωσε τον Μητροπολίτη για το θέμα και του είπε ότι παρεκάλεσε τον π. Σπυρίδωνα να έλθη στην Ναύπακτο να τον επισκεφθή την ημέρα εκείνη του αγίου Ιεροθέου που εόρταζε, να του ευχηθή και να αρχίση μια περίοδος καταλλαγής. Όμως, ο π. Σπυρίδων ποτέ δεν επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη, ο δε Αρχιεπίσκοπος εξεπλάγη γι’ αυτήν την συμπεριφορά του.
Μετά τρεις σχεδόν μήνες ο π. Σπυρίδων Λογοθέτης, δεν ανεκάλεσε μεν ευθέως το κείμενο αυτό και την υπογραφή του, αλλά κατηγόρησε τον τότε Αρχιεπίσκοπο μακαριστό Χριστόδουλο ότι δήθεν τον επίεσε για να το υπογράψη. Έγραψε ὁ π. Σπυρίδων στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο αναφερόμενος στην ως άνω δήλωση:
«…Την οποίαν υπογράψαμεν με τον γνωστόν Σας τρόπον, παρά την θέλησίν μας, κάτω από ψυχολογικήν και πνευματικήν βίαν» (44/6-4-2003).
«Πάντοτε θα πιστεύωμεν την αλήθειαν και αυτήν καταθέτωμεν… ότι εξηναγκάσθημεν να υπογράψωμεν την περιβόητον «Δήλωσιν»… την υπεγράψαμεν υπό το κράτος της ψυχολογικής βίας… Την στιγμήν κατά την οποίαν μου έδωσαν τον στυλόν δια να θέσω την υπογραφήν μου εις την «Δήλωσιν», ενώπιόν Σας» (64/26-5-2003).
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δυσαρεστήθηκε γι’ αυτήν την τροπή των πραγμάτων, έφερε το θέμα στην Σύνοδο, και με απόφασή Της, αφ’ ενός μεν ανετέθη σε Συνοδικό Αρχιερέα να προβή σε ένορκη διοικητική εξέταση για την διαγραφή του π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη από τον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατεία, αφ’ ετέρου δε απεστάλη έγγραφο στον Μητροπολίτη για να επισπεύση τις κανονικές ανακρίσεις οι οποίες είχαν αρχίσει εναντίον του Ηγουμένου.
Πάντως, όπως προαναφέρθηκε σε άλλο σημείο, μέχρι σήμερα το κύριο «όπλο» της Μονής εναντίον του Μητροπολίτου συνεχίζει να είναι η συκοφαντία περί χρημάτων, για την οποία ο π. Σπυρίδων είχε υπογράψει την Δήλωση συγγνώμης του 2002!
13.
Η Τριμελής Επιτροπή από Αγιορείτες Ηγουμένους, των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας
Η Κοινότητα του Αγίου Όρους, επειδή η Μονή τότε διέθετε ένα Κελλί στην Αγία Άννα και υπήρξε παρέμβαση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και για άλλους λόγους, συγκρότησε Τριμελή Επιτροπή από τους Ηγουμένους των Ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου και Σιμωνόπετρας για να επισκεφθούν την Ναύπακτο και να βρούν τρόπους επικοινωνίας και επιλύσεως των προβλημάτων.
Ο Μητροπολίτης δέχθηκε την απόφαση, όρισε ημέρα και ώρα συνάντησης. Τελικά ειδοποιήθηκε με φάξ για την αναβολή-ματαίωση της συνάντησης. Αργότερα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου ενημέρωσε τον Μητροπολίτη ότι ο τότε ηγούμενος π. Σπυρίδων Λογοθέτης αρνήθηκε την διαμεσολάβηση.
14.
Η διακοπή κάθε διαμεσολαβητικής προσπάθειας και η εκδήλωση της δικομανίας της πρ. Ιεράς Μονής (2002 και εντεύθεν)
Από το 2002 μέχρι και το 2011, δηλαδή για εννέα ολόκληρα χρόνια, έπαυσε, με ευθύνη των ιθυνόντων την Ιερά Μονή, κάθε προσπάθεια προσέγγισης, αφού διέκοψαν ακόμη και την προφορική επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη και ανέθεσαν στους δικηγόρους τους, τους δικαστικούς κλητήρες και στα Γραφεία ταχυμεταφορών την αλληλογραφία τους με τις Εκκλησιαστικές Αρχές!
Αυτό οφείλεται στο ότι από την εποχή εκείνη η Ιερά Μονή ενσυνειδήτως μετέθεσε την αναφορά της και την ελπίδα της από την Εκκλησία και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς στους δικηγόρους και τους νομικούς της. Και άρχισαν οι μηνύσεις, οι αγωγές, οι προσφυγές, οι καταγγελίες τα δικαστήρια εν γένει και έφθασαν σε σημείο να εξαναγκάσουν δια της κοσμικής δικαιοσύνης τον Μητροπολίτη να προβή σε χειροτονίες και σε διορισμούς Ιερέων!
Αυτή η αντιεκκλησιαστική νοοτροπία τους και δικομανία τους αποτυπώθηκε και γραπτώς από τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη σε έγγραφό του προς τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο:
«Το μόνον καταφύγιόν μας είναι ο Θεός και η Δικαιοσύνη. Και ο Θεός δια μέσου της Δικαιοσύνης, μας επροστάτευσεν μέχρις στιγμής, πολλάκις… Τώρα, δεν απομένει παρά και πάλιν να μας προστατεύση ο Θεός δια της Δικαιοσύνης… Εάν είχομεν την προστασίαν της Διοικούσης Εκκλησίας, δεν υπήρχε ουδείς λόγος να καταφύγωμεν εις την Δικαιοσύνην».
Και κατέληγε με τον εκβιασμό: «Εάν σταματήση ο διωγμός» (έτσι ονόμαζε ο πρ. ηγούμενος την προσπάθεια ελέγχου και εκκλησιοποιήσεως της Μονής) «τότε δεν θα ζητήσωμεν καταφύγιον εις την Δικαιοσύνην» (44/6-4-2003).
Τα ανωτέρω παρενθετικά γράφηκαν για να εξηγηθή το κενό διαμεσολαβητικών προσπαθειών από το 2002 μέχρι το 2011.
15.
Συζήτηση με πενταμελή αντιπροσωπεία της Αδελφότητος, εκζήτηση συγγνώμης και προσπάθεια εξεύρεσης λύσεως μετά την Συνοδική Απόφαση του Αυγούστου 2011
Τόν Σεπτέμβριο του 2011, μετά την ανακοίνωση των Συνοδικών Αποφάσεων περί ακοινωνησίας και περί διαλύσεως της Ιεράς Μονής, μία αντιπροσωπεία πέντε αδελφών της Ιεράς Μονής, εκ μέρους όλης της Αδελφότητος, επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη, παρουσία του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου και κάποιων άλλων Κληρικών, για να ζητήση την συγγνώμη του ιδίου και της Ιεράς Συνόδου και να συζητήση τρόπους εφαρμογής των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου. Οι αδελφοί αυτοί της Μονής είχαν επίγνωση της καθυστέρησής τους για την κίνηση αυτή, όπως κατά λέξη ειπώθηκε: «Βρισκόμαστε, Σεβασμιώτατε, όχι απλώς στο παρά πέντε αλλά στο και πέντε». Η συζήτηση διήρκησε μιάμιση ώρα.
Το προϊόν της συζητήσεως εκφράσθηκε γραπτώς με ένα ολιγόλογο έγγραφο της Αδελφότητος προς την Ιερά Σύνοδο:
«Η Αδελφότης της Ιεράς μας Μονής, δια του παρόντος, απευθύνεται εις την αγάπην Σας, με υιϊκόν σεβασμόν και υπακοή, δια να Σάς καταθέσει: α) την αίτησίν της δια την επιείκειαν και συγνώμην (sic) της Αγίας και Ιεράς Συνόδου. β) την επιθυμίαν και απόφασίν της να πράξη τα κατ’ αυτήν δια να λυθούν τα υπάρχοντα προβλήματα».
Η Ιερά Σύνοδος ανέστειλε τα επιτίμια τριών Ιερομονάχων και έθεσε δύο όρους για την λύση του προβλήματος: Να αναλάβη την ηγουμενεία ο εκλεγείς Ηγούμενος π. Ειρηναίος Κουτσογιάννης και να υπογραφή από την Αδελφότητα Ειδικό Άρθρο που θα επροστίθετο στον Εσωτερικό Κανονισμό της Μονής προς επίλυση των προβλημάτων.
Όμως, μετά από ένα έτος, όχι μόνον δεν εφάρμοσαν την Συνοδική Απόφαση, όχι μόνον δεν συνέχισαν την επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη, αλλά προέβησαν σε ενέργειες που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το κλίμα, φθάνοντας μέχρι το σημείο να μη παραλαμβάνουν κάν τα έγγραφα που τους απέστελλε η Ιερά Σύνοδος και ο Μητροπολίτης. Έτσι, η Ιερά Σύνοδος της επομένης περιόδου αναγκάσθηκε να λάβη ακόμη αυστηρότερα μέτρα.
16.
Συνάντηση με αντιπροσωπεία γυναικών «φίλων» της Ιεράς Μονής (Νοε. 2011)
Στις 25 Νοεμβρίου 2011, μια αντιπροσωπεία γυναικών «φίλων» της Μονής, στην οποία συμμετείχαν και μητέρες μοναχών, ύστερα από προτροπή του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, τον οποίον είχαν επισκεφθή, προσήλθαν στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως και συζήτησαν με τον Μητροπολίτη, παρουσία Κληρικών των Γραφείων, το πρόβλημα της Ιεράς Μονής.
Ο Σεβασμιώτατος τις ενημέρωσε και τις διαβεβαίωσε ότι τα προβλήματα θα λύνονταν αν αναλάμβανε ο εκλεγμένος από την Αδελφότητα ως Ηγούμενος π. Ειρηναίος Κουτσογιάννης και γινόταν τις προσεχείς ημέρες η ενθρόνισή του, και αν προσκομίζονταν τα έγγραφα ότι πράγματι έχουν επιλυθή τα θέματα με τα Σωματεία, όπως οι ίδιες υποστήριζαν. Συγχρόνως τις διαβεβαίωσε ότι αμέσως μετά την ενθρόνιση θα απέστελλε έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο για την άρση της ακοινωνησίας.
Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Φαίνεται ότι οι ιθύνοντες την Ιερά Μονή είχαν άλλους σκοπούς, καί, όπως προαναφέρθηκε, έφθασαν στο σημείο να διακόψουν ακόμη και την γραπτή επικοινωνία με την Ιερά Μητρόπολη και την Ιερά Σύνοδο.
17.
Εκκλήσεις για προσέγγιση
Το τελευταίο δε έτος έγιναν πολλές εκκλήσεις από διαφόρους, εντός και εκτός της Ιεράς Μονής, να ζητήση συγγνώμη η Αδελφότητα από τον Μητροπολίτη και να συζητήση τις δυνατότητες επίλυσης του θέματος με εκκλησιαστικό τρόπο, αλλά δεν έγιναν αποδεκτές από τους ιθύνοντες την Μονή.
18.
Δέκα χρόνια Συνοδική προειδοποίηση!
Οι πάνω από εξήντα Συνοδικές Αποφάσεις δεικνύουν όχι αδυναμία της Ιεράς Συνόδου, όπως πιθανώς ερμηνεύεται από μερικούς, αλλά ως μεγάλη μακροθυμία της, που πάντα έδιδε μεγάλες ευκαιρίες διαλόγου και ειρηνικής επιλύσεως των θεμάτων.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας που επιβλήθηκε στους Μοναχούς της Μονής προτάθηκε το πρώτον στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο του 2001. Επιβλήθηκε δε κατ’ αρχάς το 2007 και επεκτάθηκε διαδοχικά μέχρι το 2011, δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία δόθηκαν όλες οι ευκαιρίες διευθέτησης του προβλήματος.
19.
Άλλες Συνοδικές εκκλήσεις πριν την λήψη των Συνοδικών Αποφάσεων
Συγχρόνως υπάρχουν πολλές Συνοδικές Αποφάσεις που αποδεικνύουν ότι η Ιερά Σύνοδος πολλές φορές ανέβαλε να λάβη τα απαραίτητα μέτρα και καλούσε την Ιερά Μονή να συμμορφωθή προς τις Αποφάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των κατά καιρούς Δ.Ι.Σ. «διά τελευταίαν φοράν». Και όμως αυτή η «τελευταία φορά» ποτέ δεν ήταν τελευταία, λόγω της μακροθυμίας και φιλανθρωπίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας:
«Τώρα που ευρίσκεσθε εις το χείλος της καταστροφής, διότι επίκειται, μετά την αποτυχίαν όλων των κατευναστικών προσπαθειών τις οποίες μετήλθεν η Ι. Σύνοδος, η επιβολή κυρώσεων, που θα σας στενοχωρήσουν, παρακαλώ αμέσως να συνέλθετε και να επιδιώξετε, μακράν εγωϊσμών και διεκδικήσεων, αλλά με ταπείνωσιν, να συνεννοηθήτε με τον Σεβ. Μητοπολίτην σας, εις όλα όσα σας υποδεικνύει, εγκαταλείποντες την ανταρσίαν και ανυπακοήν» (Η από 8-11-2001 χειρόγραφη επιστολή του τότε Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου προς τον Ιερομ. Σπυρίδωνα Λογοθέτη).
«Εάν δε παρ ελπίδα, θελήσητε να συνεχίσητε την ιδίαν τακτικήν έναντι του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου υμών και του Ιερού Σώματος των Επισκόπων της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών, παραβαίνοντες τους Ιερούς Κανόνας και την Εκκλησιαστικήν Νομοθεσίαν, η Ιερά Σύνοδος προτίθεται ίνα λάβη αυστηρότερα μέτρα, συμφώνως προς τα προταθέντα υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, κατά τάς Συνεδριάσεις της προσφάτου Ιεραρχίας» (4388/19-12-2001).
«Πεποιθότες ότι ποιούντες την εσχάτην έκκλησιν προς υμάς θα συμμορφωθήτε πάραυτα εις τα εν τη εκτενεί ταύτη επιστολή διαλαμβανόμενα» (1634/9-5-2003).
«Υπογραμμίση ότι εν ή περιπτώσει παραταθή περαιτέρω τόσον η ανεπίτρεπτος αύτη διαγωγή υμών, δηλονότι αι συνεχείς προσφυγαί εις την κοσμικήν Δικαιοσύνην, δια των οποίων προστίθενται πληγαί εις το Σώμα της Εκκλησίας, όσον και η απειθαρχία υμών εις τάς Αποφάσεις της Ιεραρχίας και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος θα προβή εις επιβολήν ετέρων μέτρων, καθ’ ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρήται πολυχρονίως η αντικανονική αύτη κατάστασις και αντιεκκλησιαστική νοοτροπία, επί βλάβη και ζημία τόσον υμών προσωπικώς και της καθ’ υμάς αδελφότητος, όσον και του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας ημών» (2599/1-9-2004).
Η Ιερά Σύνοδος «απεφάσισεν ωσαύτως όπως δι’ υστάτην φοράν επισημάνη υμίν ότι δέον όπως προβήτε εις την οίόν τε τάχιον εκλογήν νέου Ηγουμένου» (4736/19-12-2007).
«Η Ιερά Σύνοδος εφιστά την προσοχήν εις άπαντα τα μέλη της Αδελφότητος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου, ίνα αφ’ ενός μεν τηρήσωσιν επακριβώς τάς ως άνω μνημονευθείσας Συνοδικάς Αποφάσεις (3519/6-9-2007, 4736/19-12-2007) αφ’ ετέρου δε μη προβαίνουσιν εις τάς αυτάς αντικανονικάς πράξεις, μη σεβόμενα τάς Αποφάσεις της Ανωτάτης Αρχής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι της Ιεράς Συνόδου, δυναμένας να επιφέρουσι δυσαρέστους Κανονικάς συνεπείας» (111/15-1-2009).
«Διό και καλείσθε, είς έκαστος εξ υμών, δι’ υστάτην φοράν, ίνα λάβητε προσωπικήν θέσιν επί του σοβαρού τούτου ζητήματος και αποφασίσητε συλλογικώς... όπως προβήτε εις την εκλογήν νέου Ηγουμένου και Ηγουμενοσυμβουλίου... Εάν παρ’ ελπίδα και παρά πάσαν προσδοκίαν απειθαρχήσητε και εις τούτο το ύστατον παραινετικόν ημών Γράμμα, η Ιερά Σύνοδος θα ενεργοποιήση τάς ληφθείσας Αποφάσεις Αυτής, δια την επαναφοράν της Ιεράς Μονής εις την κανονικήν και νόμιμον τάξιν, δι’ αυστηροτέρων μέτρων» (3039/27-8-2009).
«Πάσα περαιτέρω απειθαρχία και ανταρσία θα επισωρεύση «άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν» υμών... Ο η’ ιερός Κανών της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου επιτάσσει και σαφώς προειδοποιεί: «...ει μεν είεν Κληρικοί, τοίς των Κανόνων υποκείσθωσαν επιτιμίοις, ει δε μονάζοντες ή λαϊκοί, έστωσαν ακοινώνητοι»» (3663/30-10-2009).
20.
Διάφορες ακόμη προσπάθειες
Οι ανωτέρω ήταν οι επίσημες, θα λέγαμε, προσπάθειες συνδιαλλαγής. Κατά καιρούς παρενέβησαν και πολλοί άλλοι προς την Ιερά Μονή για επίλυση των θεμάτων αλλά συναντούσαν την άρνηση ή την απροθυμία των υπευθύνων της Ιεράς Μονής ή την κατ’ επίφαση προθυμία της και την εν πράγμασι άρνησή της.
Επίσης και η Μητρόπολη και ειδικά ο Μητροπολίτης πολλές φορές συζήτησε με τον Ηγούμενο και τους Μοναχούς της Ιεράς Μονής για να επιλυθούν τα θέματα, αλλά παρατηρούντο παλινωδίες. Υπάρχουν πολλά έγγραφα που το επιβεβαιώνουν.
Βεβαίως, ομιλούμε για καλοπροαίρετες και υπεύθυνες προσπάθειες και όχι για προσχηματικές και υστερόβουλες, που γίνονταν είτε για να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι είτε για να φανούν ως ειρηνοποιοί διάφορα ανεύθυνα και ταραχοποιά στοιχεία που για δικούς τους λόγους ήθελαν να έχουν εξέχοντα ρόλο στην υπόθεση αυτή. Τέτοιες περιπτώσεις καταδικάσθηκαν από την Ιερά Σύνοδο με συγκεκριμένες Αποφάσεις της ως «απαράδεκτες» και «εμπαικτικές».
Από όλα τα ανωτέρω φαίνεται ότι οι υπεύθυνοι της πρ. Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου, για λόγους που εκείνοι γνωρίζουν και πιθανόν να έχουν σχέση με το θέμα της ηγουμενίας και την ύπαρξη των Συλλόγων και των Σωματείων της Ιεράς Μονής, επεδίωκαν τα πράγματα να φθάσουν στα άκρα και να μη βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις.
Συνεπώς, οι σχετικές Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου είναι δίκαιες. Εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια συνεννόησης, οι υπεύθυνοι της Ιεράς Μονής αρνήθηκαν κάθε προσπάθεια για την εύρεση λύσης και ευθύνονται εξ ολοκλήρου για την διάλυση του νομικού προσώπου της Ιεράς Μονής.
Ας το καταλάβουν αυτό επί τέλους όσοι διαμαρτύρονται και άς αναζητήσουν τις ευθύνες από τους υπευθύνους της πρ. Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως.–
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως