Των οριζόντων η ανοιχτωσιά

  • Δόγμα

Του Μάρκου Μπόλαρη, στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Το όριο και ο ορίζων,

το όριο της ματιάς και τα όρια της καρδιάς, τα όρια του δήμου ή και του κράτους, τα όρια του πολιτισμού,

καίριες προυποθέσεις,

ο ορίζοντας του βλέμματος,

οι ορίζοντες της θάλασσας,

οι ορίζοντες της ιστορίας,

κρίσιμες συνιστώσες, προϋποθέσεις και συνιστώσες που διαμορφώνουν και συγκροτούν προσωπικότητες και λαούς,

είναι μείζον το τι ορά ο οφθαλμός,

μείζον, καθώς, νους ορά και νους ακούει, τούτο μας έμαθαν οι Έλληνες,

Επίχαρμος έφα, Νους με περιορισμένο ορίζοντα είτε γεωγραφικό είτε πολιτικό

είτε πολιτισμικό είτε ιστορικό,

περιορισμένα σκέφτεται, γιαυτό οι Έλληνες, από τους χρόνους τους παλιούς, αγγόνια του γέρο Όμηρου του Γενάρχη, την απλοχωρία των οριζόντων αναζήτησαν,

την υπέρβαση των ορίων επιδίωξαν,

με μύθους και με ωδές τράγων,

πράξεις σπουδαίες και μεγάλες

της ανθρώπινης ψυχής με τραγωδίες

ερεύνησαν και περιέγραψαν,

τούτες τις περιπέτειες στις θάλασσες της ψυχής που ξεκίνησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας

τα όρια να ξεπεράσει,

να παλέψει με όλα τα στοιχεία,

Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες,

την Σκύλα και την Χάρυβδη,

να αντιπαλέψει όλα τα πάθη,

τους Λωτοφάγους και την Κίρκη,

στον Άιδη να φτάσει, στα όρια των ανθρώπων διακινδυνεύοντας,

γιαυτό οι Έλληνες, από τότες κι ύστερα, Λαός και τούτος, μ’ ένα πανί κι ένα κουπί, τα όρια πλαταίνοντας της γης και της ψυχής, με αποικίες την Ελλάδα θα απλώσουν, στης Μεσόγειος τα βράχια, από την Μικρασία στη Λιβυή, από την Αδριατική στη Μεγάλη Ελλάδα, από την Μασσαλία στην Ιβηρική χερσόνησο και στις Στήλες του Ηρακλή, κι ύστερα πάλιν στην Αίγυπτο και τον Νείλο, στο Λίβανο και την Συρία, υπέρβαση των ορίων,

κι ας μαίνεται η ντραμουντάνα,

τρίς εναυάγησα, μας γράφει ο Παύλος των Εθνών, στης Μάλτας τα βράχια, όπως πρωτύτερα,

στων Φαίακων ναυαγός ο ‘Δυσσέας,

στου Εύξεινου Πόντου μετά τις ακτές άποικοι και στην Κριμαία, που Ταυρική την είπαν, το χρυσόμαλλο δέρας ζητώντας, το πλούτος,

στου Δνείπερου τις όχθες ατρόμητοι και της Αζοφικής θάλασσας,

πρόκληση το όριο, ανείπωτη πρόκληση των ορίων η υπέρβαση,

ακόμη κι όταν λιώνουν τα κεριά,

αναμέτρηση με τα δεσμά των ορίων,

προκλητική αναμέτρηση,

κι άς λιώσουν τα κεριά,

τα φτερά που συγκολλούν του Ίκαρου,

δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε,

τέντωσέ με κι άς σπάσω,

ο Καζαντζάκης προσεύχεται,

του Δαίδαλου και του Ίκαρου κληρονόμος, τα όρια να ξεπεράσω κι άς σπάσω, ανθρώπινον το πεπερασμένο, κι αλλοιώς,

βρωτόν το ανθρώπειον γένος,

μ’ ένα σπαθί στις πύλες, στα Τάρταρα,

σαν τον Οδυσσέα, κι ο Μέγα Αλέξανδρος, στα όρια ενός κόσμου,

τούτης της πατρώας κυκλορονομιάς

τα μήλα της Ανατολής, της Εώας τα χρυσόμηλα, να τρυγήσει αναζήτησε.

Α ! Αδέρφια, άν μικρά τα όρια, τότες μικρά και τα μυαλά,

κι άν στενός ο τόπος, στα σίγουρα στενότερη η αντίληψη, όχι, δεν είναι των Ελλήνων τούτη η παράδοση,

όχι δεν είναι η μικροκαρδία γνώρισμα,

τ’ αντίθετο, της μεγαλοψυχίας οπαδοί,

μεγαλόκαρδος ένας Λαός, των ορίων να σπάει τα δεσμά μάχεται,

ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάσσει κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,

των Ρωμιών άλλη η παράδοση,

οι Ακρίτες πάνω στα όρια, Διγενείς πολλάκις, διό και το λάβαρο,

ολοπόρφυρο και χρυσοκέντητο λάβαρο, δικέφαλος ο αητός, Ανατολή θωρρεί και Δύση, απλοχωριά στο βλέμμα, ένας Λαός σε πολιοαιώνια διαχρονία, λαός αρμενιστής και κωπηλάτης, στης Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, στης Νέας Υόρκης και της Φλόριδας τις αμμούδες, στου Σικάγου και της Βοστώνης, της Λόντρας και του Γιοχάνεσμπούργκ τις ακτές, τα νυν όπως και τότες,

Λαός πεζοποντοπορών και μέλπων θεαρέστως, μέλπων και χορεύων,

εν τυμπάνω και χορώ, εν χορδαίς και οργάνω, τούτη την ανύστακτη έγνοια,

τούτη την μέριμνα που αγραυλούντες

υπό τον έναστρο ουρανό των θαυμασίων, τηρούμε στους αιώνες,

ευρυχωρίας και μεγαλοκαρδίας,

των ορίων διεμβολισμός,

στης Καλκούτας το λιμάνι και της Αδίς Αμπέμπα τα υψίπεδα,

των οριζόντων πλατυσμός, της γης και της ζωής, αρμενάκι είμαι Κυρά μου, πάρε με, και στην αγκαλιά σου μέσα βάλε με, έχει Ιθάκη το ταξίδι ,

νόστιμον ήμαρ γιά τους τολμηρούς,

του Ομήρου αγγόνια κι εμείς,

κι άς είναι μικρόχωρη η ματιά τινών,

αρχόντων εφημέρων και ιδιοτελών,

ο Κίμων νεκρός ήταν και νίκησε,

Την ευρυχωρία των ψυχών, την απλοχωρία των θαλασσών,

«κι απ’ όπου χαράζει ως που βυθά

δεν είδα τόπο ενδοξότερο από τούτο το αλωνάκι»

Διονύσιος Σολωμός,

αλωνάκι αλλά με ευρυχωρία στη ματιά,

γιαυτό ενδοξότερο, χαλεπές οι μέρες , ένα γύρω, μελανιασμένα νέφαλα μας κυκλώνουν.

Αδέρφια, μη γνοιάζεστε, όταν καιροί μας ζώνουν σκοτεινοί, τον Οδυσσέα, τον άλλο να θυμάστε, τούτος είναι που μας παροτρύνει, σε νύχτες χωρίς φεγγάρι κι αστέρια, νύχτες ανταριασμένες,

μνημονεύετε, λέει, Διονύσιο Σολωμό,

μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τούτους να μνημονεύουμε, ο μίτος να μην χαθεί της Αριάδνης, μίτος γλώσσας Ελληνίδας στους αιώνες, μίτος ανοιχτοκαρδίας, κι άς μανιάζει γύρω το πέλαγος, κι άς ανήμποροι είναι οι καπεταναίοι, χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε, κι μελάνιασε ο μέλας πόντος, εμείς συνεχίζουμε, αδέρφια, δεν ζητείται ελπίς, έχουμε και πίστη κι ελπίδα εν πλατυχωρία, ψηλά τα κεφάλια, συνεχίζουμε,

Αρμενάκια στους αιώνες!

TOP NEWS