Dogma

Μιλώντας σήμερα για τις Εθνικές μας Επετείους

Στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Γιορτάσαμε και φέτος την Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 με την συνοδεία της μόνιμης πια τα τελευταία χρόνια απορίας μας, που συνοψίζεται στο ερώτημα, γιατί γιορτάζουμε τελικά τις Εθνικές μας Επετείους. Η πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μάς δώσει εξήγηση και στο άλλο συναφές ερώτημα, πώς πρέπει δηλ. να εορτάζουμε αληθινά τις σχετικές Εθνικές μας Επετείους. Δεν νομίζω ότι αφίσταμαι της θέσης που παίρνει η συντριπτική πλειοψηψία του λαού μας στο προαναφερθέν βασικό ερώτημα, εάν πω εδώ ότι τις Εθνικές μας Επετείους, την Επέτειο δηλ. της Εθνεγερσίας του 1821 και την Επέτειο του ΟΧΙ του 1940 τις εορτάζουμε για δύο λόγους: Αφ’ ενός μεν για να τιμήσουμε τους προπάτορές μας που υπήρξαν πρωταγωνιστές των σχετικών Επετείων, αφ’ ετέρου δε, για να αναβαπτισθούμε και εμείς στα ζείδωρα νάματα των αξιών που υπερασπίσθηκαν εκείνοι, ώστε να πορευθούμε επαξίως στον δρόμο που χάραξαν και πρωτίστως ακολούθησαν οι ίδιοι.   Ένα δρόμο που έγινε, όταν χρειάστηκε, δρόμος αυτοθυσίας.  Πρώτοι άνοιξαν τον δρόμο αυτόν οι ήρωες της Εθνεγερσίας εμπνεόμενοι στον αγώνα τους από το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια», το οποιο φώτισε διαχρονικά την πορεία του Ελληνισμού, ιδίως στις δύο τελευταίες χιλιετίες της  διαδρομής του, που έρχεται από τα βάθη της ιστορίας. Ήταν αυτό που κράτησε μετά την Άλωση ζωντανό τον Ελληνισμό στην μακραίωνη δουλεία του στους Οθωμανούς. Ήξεραν πολύ καλά οι προπάτορές μας ότι χωρίς αγάπη για την σκλαβωμένη τους Πατρίδα δεν επρόκειτο να την ελευθερώσουν ποτέ, ώστε μαζί με αυτήν να ελευθερωθούν και οι ίδιοι. Ήξεραν επίσης ότι χωρίς την πίστη στην Ορθοδοξία, που συμπορεύθηκε  αδιάσπαστα με τον Ελληνισμό από τότε που ο τελευταίος «αγκάλιασε»  σφιχτά τον Χριστιανισμό, δεν θα μπορούσαν να βρουν ασφαλέστερο στήριγμα για την επιβίωσή τους. Μάλιστα το στοιχείο της πίστης, που «σφυρηλατήθηκε» εντονότερα κατά την περίοδο της δουλείας, έγινε ο ασφαλέστερος «κρίκος» του υπόδουλου Ελληνισμού. Το έχω πει και με άλλη ευκαιρία, αλλά θα το επαναλάβω και εδώ: Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι Οθωμανοί κατακτητές, όταν ήθελαν να κερδίσουν τους ραγιάδες και να τούς κάνουν δικούς τους, δεν τούς ζητούσαν να πετάξουν την εθνική τους ταυτότητα, αλλά να αλλάξουν την πίστη τους. Γνώριζαν πολύ καλά οι κατακτητές ότι ο ραγιάς, χωρίς την πολιτισμική του ταυτότητα, χωρίς δηλ. την πίστη του στην Ορθοδοξία ήταν άβουλο ον, που μποούσαν να το κατευθύνουν όπου ήθελαν, ακόμη κι’ αν διατηρούσε τη εθνική του αυτότητα. Η οικογένεια ήταν το τρίτο στοιχείο του παραδοσιακού τριπτύχου, χωρίς το οποίο έχαναν την δομική τους συνοχή τα άλλα δύο.

Στον δρόμο της Εθνεγερσίας επορεύθηκε και η γενιά του 1940 βαδίζοντας στα «ίχνη» των ιδανικών που διακήρυξε εκείνη. Γι’ αυτό εμεγαλούργησε και αυτή γράφοντας επάνω στα βουνά της Ηπείρου το ανεπανάληπτο έπος της εποχής του Σαράντα. Το έπος αυτό είναι αποτέλεσμα της εθνικής ομοψυχίας που εξεδήλωσαν όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, οι οποίοι συνέθεσαν την συμπαγή και αξιοθαύμαστη από τους Συμμάχους μας Εθνική Αντίσταση. Αρχικά απέναντι στον ιταλικό φασισμό κατά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και στη συνέχεια απέναντι στον πολύ σκληρότερο γερμανικό ναζισμό κατά την διάρκεια της πολυετούς κατοχής της Ελλάδος από τις άτεγκτες και ανελέητες χιτλερικές δυνάμεις.  Η Ελληνική Εθνική Αντίσταση συνέβαλε αποτελεσματικά, όπως ομολογείται από όλους, στην τελική ήττα των δυνάμεων του Ιταλο-Γερμανο-Ιαπωνικού Άξονα από τις Συμμαχικές Δυνάμεις.  Η Εθνική Αντίσταση έπαψε, όπως ήταν φυσικό,  να υπάρχει  μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Δεν έπρεπε όμως να εκλείψει μαζί της και η εθνική ομοψυχία, διότι είχαμε ακόμη ανοικτά πολλά μέτωπα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ενωμένοι.  Δεν έγινε. Δυστυχώς, πρίν καλά φύγει η τελευταία γερμανική μπότα από την Ελλάδα, άρχισε στην πατρίδα μας τον Δεκέμβριο του 1944 ο πενταετής αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος, τον οποίο προκάλεσαν, ως μη ώφειλαν,  τα όργανα του σταλινικού κομμουνισμού, που θεώρησαν ότι ήταν εύκαιρη η περίσταση να καταλάβουν την εξουσία στην αδύναμη από τα δεινά του Πολέμου  Ελλάδα και να την μετατρέψουν σε Λαϊκή Δημοκρατία, κατά το πρότυπο των άλλων χωρών-δορυφόρων της αλήστου Μνήμης Σοβιετικής Ένωσης. Τότε εδημιουργήθηκε μια άλλη μορφή «Εθνικής Αντίστασης», που την συνέθεταν οι δυνάμεις (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ), που επαναστάτησαν εναντίον του Αστικού Κράτους, του οποίου ο Εθνικός Στρατός ενίκησε – ευτυχώς – τελικά τους στασιαστές στην μάχη του Γράμμου τον Σεπτέμβριο του 1949 και έτσι έκλεισε η μακρά και ταραγμένη περίοδος της νεώτερης ιστορίας μας.

Από την δεκαετία του ΄50 και εντεύθεν άρχισε μια άλλη μακρά περίοδος, που δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να ξεχωρίσει και να διαχειρισθεί σωστά, αφ’ ενός μεν τις «δάφνες» του Σαράντα και αφ’ ετέρου τις «πληγές» του Εμφυλίου. Αποτέλεσμα αυτής της θολής και ταραγμένης περιόδου ήταν η δημιουργία της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από τα Βασιλικά Πραξικοπήματα του 1965 και την εν συνεχεία αυτών κατάληψη της εξουσίας από την επταετή δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974), η οποια ως διάδοχη κατάσταση αυτής μάς έφερε την Μεταπολίτευση με την εκτεταμένη καλλιέργεια της αθεϊας και του εθνομηδενισμού καθ’ όλη την διάρκεια αυτής, η οποία στην ουσία διαρκεί μέχρι σήμερα. Υπό αυτές  τις συνθήκες δεν υπάρχει σήμερα πρόσφορο έδαφος, για να ασχοληθούμε και προπαντός να μιμηθούμε τα ιδανικά της γενιάς του Σαράντα, που πάει να πει σε τελευταία ανάλυση τα ιδανικά της Εθνεγερσίας, αφού, όπως ελέχθη, οι δύο αυτές Εθνικές μας Επέτειοι συνεπορεύθησαν διαχρονικά καθοδηγούμενες από τις ίδιες κοινές αξίες του  Ελληνισμού. Μάλιστα το παραδοσιακό τρίπτυχο (Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια), επάνω στο οποίο είναι θεμελιωμένα τα σχετικά ιδανικά, δεν το αποκηρύξαμε απλώς εμείς σήμερα, αλλά τα χλευάζουμε κιόλας από πάνω, αν τύχει και δούμε κάποιον να είναι προσκολλημένος στην σημερινή εποχή στα ιδανικά αυτά! Πώς μπορούμε λοιπόν να γιορτάζουμε σήμερα σωστά τις Εθνικές μας Επετείους, όταν ούτε εκείνους που τις έγραψαν τούς θαυμάζουμε για τα ιδανικά τους, που απορρίπτουμε, ούτε, κατά μείζονα λόγο, εκφράζουμε την ετοιμότητά μας να πορευθούμε στον δρόμο της δικής τους πορείας καθοδηγούμενοι από την σημερινή μας αλλοτρίωση;  Ο δρόμος που έχει πάρει προ πολλού η σημερινή Ελλάδα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαφάνισή της! Όχι μόνο, διότι δεν προστατεύει τον εαυτό της από τους σημερινούς αναρίθμητους άοπλους εισβολείς της σε αυτήν δια της λαθρομετανάστευσης (εκεί καταλήγει μια χώρα, όταν «γκρεμίζει» από το παραδοσιακό της τρίπτυχο τον «πυλώνα» του πατριωτισμού, που την βοήθησε να γράψει και τις δύο Εθνικές της Επετείους. Ούτε, διότι  είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει την δημογραφική της καθίζηση (εκεί καταλήγει η «κατεδάφιση» του «πυλώνα» της οικογένειας από το παραδοσιακό τρίπτυχο). Ούτε ακόμη, διότι αδυνατεί να κατανοήσει και φυσικά να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις πρωτόγνωρες εσωτερικές της μεταλλάξεις (βλ. π.χ. βία ανηλίκων, έξαρση εγκληματικότητας κλπ.), αφού «γκρέμισε» από το παραδοσιακό της τρίπυχο και τον τρίτο «πυλώνα» του: την θρησκεία.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία έχει υποστεί ένα βαρύτατο «έμφραγμα». Και για να την συνεφέρει κάποιος σήμερα χρειάζεται ένα ισχυρό «απινιδωτή», που μπορεί να τον αναζητήσει μόνο μέσα στα σχολεία, αφού είναι το πολυτιμότερο όργανο που διαθέτει η παιδεία. Από την κακή ή σωστή χρήση αυτού του «απινιδωτή» εξαρτάται, εάν θα πεθάνει τελικά ο «ασθενής» ή θα ξαναβρεί τον δρόμο που έχασε, για να επιζήσει.  Πάντως, όσο ο «εμφραγματίας» παραμένει στην «εντατική», ο εορτασμός των Εθνικών μας Επετείων με την σημερινή νοοτροπία το μόνο που επιτυγχάνει είναι η υπογράμμιση του εντονότερου κάθε φορά φαρισαϊσμού μας κατά τον σχετικό εορτασμό.