Κεντρικό θέμα των φετινών Συνάξεων είναι «Η Θεολογία του Αποστόλου Παύλου», γύρω από το οποίο εκλεκτοί εισηγητές, Κληρικοί και λαϊκοί, από τον Πανεπιστημιακό και Εκκλ/κό χώρο, θα καταθέσουν, καθόλη τη διάρκεια του έτους, τον πλούτο των γνώσεων και της εμπειρίας τους, δίδοντας αφορμή για γόνιμο διάλογο και προβληματισμό. Η 1η Σύναξη ξεκίνησε με τον καθιερωμένο Αγιασμό από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο, ο οποίος εκφώνησε την εναρκτήρια ομιλία.
Ο Σεβασμιώτατος τόνισε ότι «Κατά γενική ομολογία, όχι μόνον θεολόγων, αλλά και ιστορικών κάθε εποχής και κάθε ιδεολογικής τοποθετήσεως, ο Απόστολος Παύλος υπήρξε μία από τις προσωπικότητες εκείνες, που συνέβαλαν καίρια στην πορεία της παγκόσμιας Ιστορίας. Χωρίς τον Παύλο, όλοι συμφωνούν πως ακόμη και ο σημερινός κόσμος θα ήταν διαφορετικός…».
Αναφερόμενος στην θαυμαστή μεταστροφή του, αναρωτήθηκε: «Τί μπορεί να μετατρέψει έναν ένδοξο διώκτη σε διωκόμενο εχθρό για τους πρώην συντρόφους του και σε διαρκώς ύποπτο για τους νέους αδελφούς του; Τί μπορεί να τον κάνει να υπομείνει εγκαταλείψεις από τους συνοδοιπόρους του, έριδες στις νεοσύστατες εκκλησίες που ίδρυε, μοναξιά απέραντη σε σκοτεινά κελιά, ναυάγια, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς και τέλος τον ίδιο τον θάνατο; Μία είναι η απάντηση: Η ευγνωμοσύνη για την εξιλέωση που δέχτηκε εκείνο το μεσημέρι λίγο πριν τη Δαμασκό. Μία εξιλέωση πέρα από κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη, πέρα από κάθε παρακαταθήκη της Εβραϊκής του γενιάς, που θέλει τον Θεό δίκαιο, αλλά και αμείλικτο Κριτή…».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Ιγνάτιος παρατήρησε ότι «Ο Άγιος Παύλος έχει απαντήσει εκτεταμένα η περιεκτικά σε όλες τις αιρέσεις, σε όλα τα πνευματικά προβλήματα, στα διαχρονικότερα ανθρώπινα αδιέξοδα, στους λεπτότερους λογισμούς της ανθρώπινης ψυχής, στις πιο κρυφές ανατάσεις και στις πιο επώδυνες πτώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Απόστολος Παύλος μας γνωρίζει. Όποιος ασχοληθεί μαζί του με στοιχειώδη επιμέλεια θα αναγνωρίσει έναν συγγενή του…».
Τελειώνοντας, υπογράμμισε ότι «οι καιροί μας χρειάζονται τον Παύλο. Την πίστη του, τον αγώνα του, την αντοχή του, το όραμά του, την αγάπη του στον Εσταυρωμένο, την αγάπη του στον άνθρωπο, αδιακρίτως (Γαλ. 3,28), την ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για την διαρκή Του πρόνοια και τις διαρκείς παροχές «των φανερών και αφανών ευεργεσιών» Του. Αυτή η αδήριτη αλήθεια οδήγησε και την Μητρόπολή μας να αφιερώσει τις φετινές ιερατικές της συνάξεις σε αυτόν, τον πρώτο μετά τον Πρώτο…».
Ακολούθησε η 1η εισήγηση από τον Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Νικαίας, Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, με θέμα «Εισαγωγή στο βίο και στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου».
Ο π. Δανιήλ επεσήμανε ότι ο Παύλος είναι τα τρία Έψιλον: «Το πρώτο: η Ελευθερία του ατομισμού. Βγαίνει πέρα από τον ατομισμό και προσφέρεται ελεύθερα στους άλλους. Το δεύτερο: Η Εξουσία της θυσίας. Εξουσία στη γλώσσα του Παύλου σημαίνει το δικαίωμα να θυσιάζεις το δικαίωμα… Το τρίτο: Το Εγώ. Όχι το δικό του ΕΓΩ, αλλά το ΕΓΩ του Χριστού υπάρχει…».
Αναφερόμενος στη διδασκαλία του Αποστόλου, ο ομιλητής σημείωσε ότι «ήθελε να είναι υγιαίνουσα διδασκαλία (Α΄ Τιμ. 1,10), για τον λόγο του, τον ήθελε γάλα ανόθευτο (Α΄ Κορ. 3,2), για το Ευαγγέλιο, ότι είναι η μοναδική σωτήρια δύναμις. Για τη σωτηρία κήρυττε τη μοναδικότητά της, που είναι εν ονόματι Ιησού Χριστού. Για την οικουμενικότητα του κηρύγματος, ότι ο Χριστός είναι «Σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄ Τιμ. 2,4). Άνοιξε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στα έθνη, μίλησε για την παγκοσμιότητα της χάριτος και της σωτηρίας. Παρουσίασε την εν Χριστώ λύτρωση ως Δικαιοσύνη, Δικαίωση, Σωτηρία και Απολύτρωση, ενώ από τις βασικές διδασκαλίες του, που έχει και κοινωνικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις, είναι για την αληθινή ισότητα, για την κατάργηση των διακρίσεων».
Ο π. Δανιήλ τόνισε, τέλος, ότι «στη διδασκαλία του Παύλου αντικαθίστανται ο Νόμος με τον Σταυρό, η Συναγωγή με την Εκκλησία, η περιτομή με το Ευαγγέλιο, τα έργα του Νόμου με την χάρη και το έλεος, ενώ οι δύο πόλοι του κηρύγματός του είναι Σταυρός και Ανάστασις».
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η πρόληψη των εσχάτων μέσα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας».
Ο π. Γεώργιος παρατήρησε ότι «Στη χριστιανική εσχατολογία τα πράγματα ανατρέπονται ολοκληρωτικά: όχι το παρελθόν, αλλά το μέλλον είναι εκείνο που καθορίζει το παρελθόν, τα έσχατα με την παρουσία της Βασιλείας του Θεού είναι εκείνα που ρίχνουν ισχυρό φως στα γεγονότα του παρελθόντος… Η κατανόηση αυτή της εσχατολογίας από την Παλαιά Διαθήκη συνεχίζεται και στην Καινή, μάλλον παίρνει μία νέα διάσταση, αφού έκτοτε ο χρόνος θεωρήθηκε ότι έφθασε πια στην πληρότητά του στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού… Με τον Ιησού Χριστό δηλ., τον ενανθρωπήσαντα Θεό, τα έσχατα είναι ήδη εδώ, είναι παρόντα… ο ερχομός του Χριστού έφερε ήδη τα έσχατα ως παρόντα, ο Ίδιος όμως «και πάλιν έρχεται μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς». Έσχατα, λοιπόν, με την παρουσία του Χριστού ως προφητεία και εκπλήρωση, έσχατα με την προσδοκία και πάλι της Δευτέρας Του Παρουσίας…».
Ομιλώντας για την σχέση ιστορίας και εσχατολογίας, ο π. Γεώργιος σημείωσε ότι «η εσχατολογία ουδέποτε αφίσταται, τελικώς, από την ιστορία. Μία εσχατολογία ως αποκλειστική στροφή προς το μέλλον, με παραθεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι, θα σήμαινε μάλλον άρνηση της ενανθρώπησης του Θεού ή τουλάχιστον υποβιβασμό του Λόγου που «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Από την άλλη, μία αποκλειστική προσκόλληση στην ιστορία, χωρίς ενατένιση του προσώπου του Χριστού και βίωση του ήδη ερχομού Του, όπως και της πάλιν εν δόξη παρουσίας Του, θα σήμαινε απιστία και ειδωλολατρία…».
Επικεντρώνοντας στο θέμα του, ο ομιλητής τόνισε ότι «η εσχατολογία κατεξοχήν φανερώνεται στη Θεία Ευχαριστία. Διότι η εσχατολογία είναι ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού, είναι ο Χριστός που ήλθε και ταυτοχρόνως έρχεται, και αυτό το βιώνουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί, όπως σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, τρώμε και πίνουμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μετέχοντας επομένως και εμείς στον Μυστικό Δείπνο Του, και ταυτοχρόνως μετέχοντας σ’ αυτόν έχουμε στραμμένα τα μάτια της ψυχής μας στον και πάλι ερχόμενο Κύριο…».
Στη συνέχεια, προχώρησε στη σύνδεση της εσχατολογίας με τα Ιερά Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Μετανοίας, του Γάμου, της Μοναχικής Κουράς, του Ευχελαίου, της Κηδείας και κατέληξε: «όσο λειτουργούσε και λειτουργεί, βεβαίως, ο μοναχικός θεσμός, όσο η Εκκλησία μας τελούσε και τελεί τα ιερά μυστήρια, κυρίως το της Θείας Ευχαριστίας, όσο υπήρχαν και υπάρχουν οι άγιοί μας, αυτοί που φανερώνουν αισθητά τη Βασιλεία του Θεού, τόσο το εσχατολογικό στοιχείο υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, κατά ένα τρόπο μυστικό, υπόγειο και γι’ αυτό ίσως κατεξοχήν δυναμικό…».
Ακολούθησε διεξοδική συζήτηση και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.