Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ της Κυριακής του ΤΥΦΛΟΥ

  • Δόγμα

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής του ΤΥΦΛΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Πραξ. ιστ΄ 16-34)

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας.
Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

Νεοελληνική Απόδοση:

Τις ημέρες εκείνες, καθώς επηγαίναμεν εις τον τόπον της προσευχής, μας συνήντησε κάποια υπηρέτρια που είχε πνεύμα μαντικόν, και με την μαντείαν έφερνε πολλά κέρδη εις τους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλον και εμάς και εφώναζε, «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και σας αναγγέλουν τον δρόμον της σωτηρίας». Αυτό το έκανε πολλές ημέρες. Ο Παύλος ήτο πολύ αγανακτισμένος και στραφείς είπε εις το πνεύμα, «Σε διατάσσω εις το όνομα του Ιησού Χριστού να βγης από αυτήν». Και εκείνην την στιγμήν εβγήκε.

Όταν όμως οι κύριοί της είδαν ότι εχάθηκε η ελπίδα των κερδών τους, έπιασαν τον Παύλον και τον Σίλαν και τους έσυραν εις την αγοράν προς τας αρχάς, και όταν τους έφεραν εις τους στρατηγούς είπαν, «Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι Ιουδαίοι, δημιουργούν ταραχήν εις την πόλιν μας· κηρύσσουν διδασκαλίας, τας οποίας έμείς που είμεθα Ρωμαίοι δεν επιτρέπεται να τας παραδεχθούμε ή να τας εφαρμόσωμεν». Ξεσηκώθηκε και ο όχλος εναντίον τους, οι δε στρατηγοί τους εξέσχισαν τα ενδύματα και διέταξαν να τους ραβδίσουν. Αφού τους έδωκαν πολλά ραβδίσματα, τους έριξαν εις την φυλακήν και παρήγγειλαν εις τον δεσμοφύλακα να τους φυλάττη καλά. Αυτός, αφού έλαβε τέτοιαν παραγγελίαν, τους έβαλε εις την πιο βαθειά φυλακήν και έδεσε τα πόδια τους εις το ξύλον προς ασφάλειαν.

Κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσηύχοντο και έψαλλαν ύμνους εις τον Θεόν, και οι άλλοι φυλακισμένοι τους άκουαν. Έξαφνα έγινε σεισμός μεγάλος, ώστε εσαλεύθησαν τα θεμέλια της φυλακής, και αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και όλων τα δεσμά ελύθηκαν. Όταν εξύπνησε ο δεσμοφύλαξ και είδε ανοικτές τις πόρτες της φυλακής, έσυρε το μαχαίρι του και επρόκειτο ν’ αυτοκτονήση, επειδή ενόμιζε ότι οι φυλακισμένοι είχαν φύγει. Αλλ’ ο Παύλος του εφώναξε δυνατά, «Μη κάνης κανένα κακόν εις τον εαυτόν σου, διότι όλοι είμεθα εδώ». Αφού εζήτησε φώτα, επήδησε μέσα και, τρομαγμένος, έπεσε εις τα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους οδήγησε έξω και είπε, «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;». Εκείνοι δε είπαν, «Πίστεψε εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και θα σωθής συ και οι οικιακοί σου». Και εκήρυξαν τον λόγον του Κυρίου εις αυτόν και εις όλους που ήσαν εις το σπίτι του. Εκείνην την νυχτερινήν ώραν τους επήρε και έπλυνε τις πληγές τους και αμέσως κατόπιν εβαπτίσθηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του. Τους έφερε εις το σπίτι του, τους έδωσε φαγητόν και εχαίρετο με όλους τους δικούς του διά την πίστιν του εις τον Θεόν.

 

TOP NEWS