Η Μάρθα και η Μαρία, μαζί με τον αδελφό τους Λάζαρο, ήταν για τον Κύριο Ιησού Χριστό η πιο αγαπητή και αγία οικογένεια της Βηθανίας. Το Ευαγγέλιο, μας παρουσιάζει τη Μαρία να απορροφάται από τη διδασκαλία του Ιησού, ενώ η Μάρθα, που ήταν μεγαλύτερη αδελφή, φροντίζει πολύ για το τραπέζι της φιλοξενίας. Γι’ αυτό ακούει από το στόμα του Διδασκάλου το πασίγνωστο και διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι’ 38-42). Η Μαρία επίσης, άλειψε και με πολύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού και σπόγγισε υστέρα με την παρθενική της κόμη.
Και οι δύο αδελφές, ευσεβή και διακεκριμένα μέλη της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, αξιώθηκαν να πεθάνουν ειρηνικά και όχι εν διωγμώ. Διότι ο Κύριος δεν θέλησε ν’ αφήσει να πονέσουν οι καρδιές, των οποίων κάτω από τη στέγη του σπιτιού τους, είχε απολαύσει τόση αγία γαλήνη τις παραμονές των παθών Του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.