Ο Άγιος Γεώργιος από την Έφεσο, ακολούθησε τον έγγαμο βίο και απέκτησε τέκνα. Όμως, κατά τον Ιούλιο του 1798 μ.Χ., ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, παρασύρθηκε στον Ισλαμισμό και αρνήθηκε τον Χριστό. Επειδή για την πράξη του αυτή ένιωσε ντροπή, αφού απεκήρυξε τον Ισλαμισμό, έφυγε από την Έφεσο και ήλθε στη Σάμο.
Κατά το διάστημα της απουσίας του οι Χριστιανοί άρχισαν να χτίζουν ναό στην Έφεσο, αφού πρώτα έλαβαν την σχετική άδεια από την Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι, φέροντες βαρέως ότι ανεγειρόταν ναός των Ορθοδόξων και μάλιστα με βασιλική άδεια, διέβαλαν τους Χριστιανούς ότι εφόνευσαν τον Γεώργιο ως αποστάτη της πίστεώς τους και έκρυψαν το λείψανό του στα θεμέλια του ανεγειρόμενου ναού. Όμως ο Γεώργιος ευρέθηκε αργότερα και οδηγήθηκε με τη βία στην Έφεσο, όπου οι Τούρκοι τον επίεζαν να επανέλθει στην μωαμεθανική θρησκεία. Κατόρθωσε όμως να φυγαδευτεί και πάλι στη Σάμο, όπου συνελήφθη εκ νέου και οδηγήθηκε στην φυλακή. Με τη διαμεσολάβηση όμως των Δημογερόντων της Σάμου τον άφησαν πάλι ελεύθερο. Εν τω μεταξύ οι ταραχές και οι ανωμαλίες στην Έφεσο συνεχίζονταν. Τότε ο Γεώργιος, αφού μετανόησε και ήλθε στον εαυτό του, έλαβε την απόφαση του μαρτυρίου. Απεμάκρυνε την οικογένειά του, για την προφυλάξει από τον φανατισμό των Τούρκων, και παρουσιάσθηκε ενώπιον του Τούρκου ιεροδικαστού, στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οι Τούρκοι τότε άρχισαν τις κολακείες και τις απειλές. Και όταν είδαν την σταθερότητα του Αγίου στην πατρώα ευσέβεια, τον αποκεφάλισαν. Ήταν το έτος 1801 μ.Χ., ημέρα Παρασκευή. Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό του λείψανο και το ενταφίασαν με ευλάβεια στον τάφο του Αγίου Νεομάρτυρος Πολυδώρου.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μητρόπολη Σάμου, Ικαρίας και Κορσέων
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Προκαθάρας τοῖς ῥείθροις τῶν δακρύων Γεώργιε, τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ἐγκρατεύθης πανεύφημε· καὶ πόθῳ Χριστοῦ πυρποληθείς, ἐχώρησας γενναῖε πεποιθώς, πρὸς ἀγῶνάς τε καὶ ἄθλους μαρτυρικούς, καὶ νομίμως ἐνήθλησας. Δόξα τῷ παράσχοντί σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἀφθαρσίᾳ εἰς αἰῶνας σὲ δοξάσαντι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ἑπεφάνης σήμερον.
Τῆς πατρῴας πίστεως ὑπεραθλήσας, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθανών, παμμάκαρ Μάρτυς Γεώργιε, καὶ Μαρτυρίου τὸν στέφανον εἴληφας.
Ὁ Οἶκος
Ἐγκρατείᾳ καὶ νήψει θεραπεύσας, τὴν σαυτοῦ πρώην ἀκρασίαν τε καὶ οἰνοφλυγίαν, Νεομάρτυς Γεώργιε, καὶ δακρύων τοῖς σταλαγμοῖς, τὰ τῆς ἀρνήσεως ψυχικὰς ἀποσμήξας κηλίδας, θείαν χάριν ἐδέξω τρισόλβιε, ὑπὲρ Χριστοῦ παθεῖν καὶ θανεῖν, καὶ τὸ δι᾿ αἱμάτων λαβεῖν βάπτισμα, ὅπερ οὐ μολύνεται μολυσμοῖς καὶ ῥύποις δευτέροις, καὶ διὰ τοῦτο καθαρῶς ὅλως τῷ Ποιητῇ καὶ Θεῷ ἀνῆλθες, καὶ Μαρτυρίου τὸ στέφανον εἴληφας.
Μεγαλυνάριον
Ἅστρον ἐξ Ἐφέσου νεοφανές, Μάρτυς Ἀθλοφόρε, ἀνατέταλκας ἀληθῶς, ταῖς τοῦ Μαρτυρίου μαρμαρυγαῖς φωτίζον, ἡμὼν τὰς διανοίας τῶν προσκυνούντων σε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἅπαν ἁμαρτίας αἶσχος τοῖς σοῖς, αἵμασιν ἐκπλύνας, καθαρὸς νῦν τῷ Ποιητῇ, καὶ Θεῷ τῶν ὅλων, Γεώργιε παρέστης, ὃν ἡμῖν Ἀθλοφόρε, ἴλεων ἔργασαι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δόξῃ Ἀθλοφόρε μαρτυρικῇ, καὶ στέφει ἀφθάρτῳ, παριστάμενος τῷ Χριστῶ, Γεώργιε θεῖε, μετὰ τοῦ Πολυδώρου, καὶ Μάρκου τῶν συνάθλων, ἡμῶν μνημόνευε.