Ο Άγιος Γεώργιος, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην πόλη Καρατζασού της Ηλιούπολης, όπου εξασκούσε την τέχνη του αμπατζή (σαγματοποιού).
Σε κάποια διασκέδαση, που ήταν παρών και ο Γεώργιος, κάποιος, που βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, έπεσε και σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα με τη συνήθεια, ο κριτής ζήτησε απ’ τους κατοίκους, να πληρώσουν το ανάλογο πρόστιμο. Ο Γεώργιος αρνήθηκε να καταβάλει αυτό το πρόστιμο και επάνω στο θυμό του είπε, ότι δεν το πληρώνει γιατί είναι Τούρκος. Αμέσως τότε οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και του έκαναν περιτομή. Αργότερα ο Γεώργιος, μετανοημένος, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Επανήλθε όμως στην πόλη Καρατζασού, και μπροστά στον κριτή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό.
Παρά τις κολακείες του κριτή, έμεινε αμετάθετος στην απόφασή του. Άρχισε τότε μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, που ο Γεώργιος τα υπέμεινε με μεγάλη γενναιότητα. Έλεγε μάλιστα: «ότι και αν μου κάνετε εγώ δεν αρνούμαι πλέον την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω». Τ
ελικά, στις 2 Οκτωβρίου 1794 μ.Χ (ή κατά τον Otto Meinardus στις 2 Οκτωβρίου 1752 μ.Χ.) τον αποκεφάλισαν.