Σε νεαρή ηλικία ο Θεόδωρος πήγε στην πόλη Τανάκ Καλέ (Δαρδανέλια), όπου έμαθε και εξασκούσε την τέχνη επεξεργασίας σουσαμιού. Αν και ήταν μόλις 20 χρονών, ο Θεός τον είχε προικίσει με πλούσια αρετή. Αυτό όμως το πρόσεξε και κάποιος πλούσιος Τούρκος της πόλης, που θέλησε να τον εξισλαμίσει και να τον κάνει γαμπρό του και κληρονόμο του. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησε πολλά δόλια μέσα. Αλλά ο Θεόδωρος απέρριψε όλες τις προτάσεις του. Τότε ο Τούρκος τον συκοφάντησε στον κριτή της πόλης, ότι δήθεν ο Θεόδωρος – μετά από μια αρρώστια του – είπε ότι θα γίνει μωαμεθανός, αν γίνει υγιής. Ο Κριτής ρώτησε τον Θεόδωρο αν αληθεύουν όλα αυτά. Τότε ο μάρτυρας απάντησε: «Εγώ είμαι χριστιανός απ’ τους γονείς μου και χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τον Ιησού μου δεν αρνούμαι και τη μιαρή θρησκεία σας απεχθάνομαι». Αμέσως τότε τον άρπαξαν και υπέστη πολλά και φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 2 Αυγούστου 1690 μ.Χ., στις 3.00 μ.μ. τον αποκεφάλισαν.
Το 1922 μ.Χ., φεύγοντας από τις πατρικές εστίες ο αείμνηστος ιερέας Πατήρ Κωνσταντίνος Οικονόμου με μερικούς πατριώτες μετέφεραν την Αγία Κάρα στη Νίκαια και φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Οσίας Ξένης.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στον Ιερό Ναό Οσίας Ξένης Νικαίας Πειραιώς.