Μετά το τέλος της εικονομαχίας και την αναστήλωση των ιερών εικόνων, με αίτηση του Πατριάρχη Μεθοδίου (842 – 846 μ.Χ.) στους βασιλείς Μιχαήλ και Θεοδώρα , ενεκρίθη η ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Νικηφόρου στη βασιλεύουσα και αναγνωρίστηκε σαν ένας από τους ενδοξότερους αθλητές της Ορθοδοξίας. Μάλιστα, η βασίλισσα παραχώρησε και βασιλικό πλοίο, με το οποίο ο Πατριάρχης Μεθόδιος παρέλαβε το λείψανο του Αγίου Νικηφόρου (το όποιο για 19 χρόνια έμεινε ακέραιο και άθικτο). Κατά την επιστροφή, μεγάλο πλήθος λαού και επισήμων κάλυπτε την παραλία. Το άγιο λείψανο κατετέθη με ιερή πομπή στο ναό των Αγίων Αποστόλων (13 Μαρτίου 846 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου ἧς τὴ σεπτὴ κομιδῆ κομιζόμεθα, τᾶς δωρεᾶς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικηφόρε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε, τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορία ἀδίκως ὠμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τήν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπέρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τό ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τήν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.