Dogma

Από τον βίο της Οσίας Θεοδώρας

Κοντά στο μοναστήρι που ασκήτευε η αγία Θεοδώρα υπήρχε μια λίμνη, όπου φώλιαζε ένας κροκόδειλος, ο οποίος καταβρόχθιζε αμέσως καθένα που τύχαινε να πλησιάσει εκεί, είτε άνθρωπο είτε ζώο, μικρό ή μεγάλο. Το κακό αυτό τόσο φόβισε όσους κατοικούσαν εκεί, ώστε ο έπαρχος της Αλεξάνδρειας Γρηγόριος έβαλε στον τόπο στρατιώτες, για να εμποδίζουν από εκεί τους περαστικούς.

Ο ηγούμενος λοιπόν της μονής, που ήξερε καλά τον τρόπο ζωής της Θεοδώρας και ότι είναι σχεδόν εφάμιλλος των αγγέλων και ότι βέβαια δεν θα είναι χωρίς τη θεία χάρη, την κάλεσε και της είπε: «Παιδί μου Θεόδωρε» – γιατί η αγία ζούσε σαν άντρας στη μονή – «πάρε τη στάμνα και πήγαινε γρήγορα να μας φέρεις νερό από τη λίμνη». Εκείνη, ξέροντας ότι η υπακοή στους ηγουμένους είναι αποστολική συμβουλή (Εβρ. 13:17), πήγε να εκτελέσει την προσταγή, πολλοί όμως της έλεγαν να φύγει από εκεί, αλλιώς θα πεθάνει οπωσδήποτε. Αυτή ωστόσο, παίρνοντας θάρρος από την πίστη στον Θεό και κάνοντας έργο υπακοής, για την οποία ήξερε ότι προξενεί ζωή και όχι θάνατο, ξέφυγε από όλους όσοι την εμπόδιζαν και έφτασε στη λίμνη. Και τότε – πόσο παράδοξα είναι τα έργα σου, Κύριε! – την είδαν να κάθεται στη ράχη του θηρίου, να πηγαίνει και να γεμίζει με νερό τη στάμνα που κρατούσε, και πάλι να τη γυρίζει το θηρίο στη στεριά. Και έτσι πάτησε στο έδαφος χωρίς να έχει πάθει τίποτε, οπότε επιτίμησε το θηρίο, το οποίο τιμωρήθηκε για όσα είχε κάνει μέχρι τότε και έπεσε αμέσως στον τόπο νεκρό.

Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε και από τους άλλους, γιατί όσοι το είδαν με τα μάτια τους, θέλησαν να το διηγηθούν σε πολλούς, και εξαιτίας της όλοι ευχαριστούσαν τον Θεό.

 

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση ΛΔ’ (34). Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 332.