Η εν Αιγύπτω φυγή της Υπεραγίας Θεοτόκου
Μετά την αναχώρηση των Μάγων, Άγγελος εμφανίσθηκε εκ νέου στον άγιο Ιωσήφ, του αποκάλυψε ότι ο βασιλέας Ηρώδης επρόκειτο σύντομα να στείλει στρατιώτες στην περιοχή για να βρουν και να θανατώσουν το Βρέφος, και τον συμβούλευσε να σπεύσει να φύγει (Ματθ. 2:13).
Δίχως να χάσει καιρό, ο Ιωσήφ μάζεψε τα λιγοστά τους υπάρχοντα, κάθισε την Παναγία και το Βρέφος στην ράχη όνου, και μέσα στην νύχτα η Αγία Οικογένεια ξεκίνησε ένα μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι προς την Αίγυπτο, η οποία παλαιόθεν αποτελούσε καταφύγιο των Εβραίων που διώκονταν.
Βεβαίως, ως Θεός, ο Σωτήρ ημών δεν φοβόταν ούτε τους στρατιώτες του Ηρώδη ούτε καμία άλλη δύναμη του κόσμου τούτου· έχοντας όμως ενδυθεί με την Ενανθρώπησή Του την ανθρώπινη φύση μας, την ασθενή και θνητή, επιθυμούσε να κρατήσει κρυφή και αφανή την κυρίαρχο εξουσία Του μέχρι να αρχίσει να κηρύττει στον λαό, την ημέρα του βαπτίσματός Του από τον Ιωάννη. Πρότυπο ταπείνωσης και αποταγής, ο Ποιητής ουρανού και γης, ο υπηρετούμενος από πάσες τις στρατιές των Επουρανίων Δυνάμεων, στην αγκαλιά της Παναγίας, αναγκάζεται να φύγει ενώπιον του κινδύνου, να υποστεί την ζέστη και την κούραση του ταξιδιού, για να καταδείξει σε όλους ότι είναι αληθώς άνθρωπος και όχι κατά φαντασίαν όπως ισχυρίζονται οι αιρετικοί (δοκητές). Ήδη από την αρχή του επίγειου βίου Του, ο Χριστός δέχεται να υποστεί όχι μόνο την πείνα, την δίψα, το κρύο και τα άλλα δεινά της ανθρώπινης φύσης μας (τα αδιάβλητα πάθη), αλλά υπομένει εξορία και διωγμό, ώστε να καταστεί πρότυπο στους μέλλοντες μαθητές Του, διδάσκοντάς τους να αντιμετωπίζουν με χαρά τις θλίψεις που θα συναντούν στον δρόμο τους.
Επέλεξε επιπλέον ως καταφύγιο την Αίγυπτο, σύμβολο των παθών και της αμαρτίας· πατρίδα του Φαραώ, της εικόνας του δαίμονα· λίκνο δεισιδαιμονίας και ειδωλολατρίας. Για να εκπληρωθεί η προφητεία που έλεγε: Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν μου (Ωσ. 11:1), προαναγγέλλοντας με τρόπο έμμεσο ότι ήλθε στον κόσμο για να θέσει τέλος στην ειδωλολατρία και να φέρει τους ανθρώπους σε επίγνωση της Αληθείας.
Μια παράδοση αναφέρει ότι στον δρόμο που πήγαινε το Βρέφος στην Αίγυπτο, η άλογη φύση αναγνώρισε Εκείνον που οι άνθρωποι τυφλωμένοι από τα πάθη τους δεν στάθηκαν ικανοί να αναγνωρίσουν, και λάτρευσε τον Θεό που είχε λάβει ανθρώπου μορφή. Διηγούνται μάλιστα ότι την Αγία Οικογένεια συνόδευαν λιοντάρια, που είχαν γίνει πιο ήμερα και από αρνάκια, και χοροπηδούσαν γύρω τους παίζοντας με τα υποζύγια και τα κατοικίδια ζώα, επαληθεύοντας την προφητεία: Τότε λύκοι και άρνες βοσκηθήσονται άμα, και λέων ως βους φάγεται άχυρα (Ησ. 65:25).
Μια ημέρα το Θείο Βρέφος πρόσταξε μια φοινικιά να σκύψει στην γη για να προσφέρει τους καρπούς στην Θεομήτορα, και μετά, αφού ορθώθηκε ξανά με εντολή του Χριστού, έκανε να αναβλύσει στην ρίζα της πηγή καθάριου νερού για να ξεδιψάσουν. Γύρω τους δηλαδή, η κτίσις όλη περιερχόταν ξανά στην κατάσταση του επιγείου Παραδείσου, όπως μετά από μια νέα δημιουργία.
Όταν έφθασαν στην περιοχή της Ερμοπόλεως, σε τόπο λεγόμενο Σατίν, ο Χριστός με την Παναγία και τον Ιωσήφ, εισήλθαν σ’ έναν πελώριο ναό των ειδωλολατρών που είχε 365 είδωλα, ένα για κάθε μέρα του χρόνου. Μόλις εμφανίσθηκε η Θεοτόκος έχοντας αγκαλιά τον Θεό που είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή, όλα τα είδωλα κατακρημνίσθηκαν και συνετρίβησαν, επαληθεύοντας την προφητεία που έλεγε: Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον, και σεισθήσεται τα χειροποίητα Αιγύπτου από προσώπου αυτού, και η καρδία αυτών ηττηθήσεται εν αυτοίς (Ησ. 19:1).
Μετά από παραμονή μερικών μηνών στην Αίγυπτο, όταν πέθανε ο Ηρώδης και δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος, Άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε εκ νέου στον Ιωσήφ και του υπέδειξε να επιστρέψει στην Παλαιστίνη (Ματθ. 2:19). Αντί να εγκατασταθούν στην Βηθλεέμ, που ήταν πολύ κοντά στα Ιεροσόλυμα, όπου ασκούσε ως τύραννος την εξουσία ο σκληρόκαρδος και άσπλαχνος γιος του Ηρώδη Αρχέλαος, ο Ιωσήφ έλαβε εντολή να πορευθεί μέχρι την Γαλιλαία και να εγκατασταθεί στο ταπεινό χωριό Ναζαρέτ. Έτσι εκπληρώθηκε το λεγόμενον υπό των Προφητών: Ότι Ναζωραίος κληθήσεται (Ματθ. 2:23).
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τέταρτος, Δεκέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι.