Η ευλογία του Χριστού – Κυριακή Α’ Λουκά
Λέει το Ευαγγέλιο, ότι στους αγίους Τόπους υπάρχει μια λίμνη που λέγεται Γεννησαρέτ. Στην όχθη της εργάζονταν τέσσερις ψαράδες: ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ανδρέας. Φτωχαδάκια ήταν, μεροδούλι – μεροφάι.
Έπαιρναν τις βάρκες, έβγαιναν τη νύχτα (τότε είναι η κατάλληλη ώρα), έριχναν τα δίχτυα και προσπαθούσαν να πιάσουν ψάρια, να τα πουλήσουν, για να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειές τους. Όλη τη νύχτα ψάρευαν. Τι έπιασαν; Τίποτε, ούτε ένα ψάρι. Λυπημένοι και κουρασμένοι γύρισαν. Έδεσαν τις βάρκες κι άρχισαν να τακτοποιούν τα δίχτυα τους.
Την ώρα εκείνη να κ’ έρχεται κοντά τους – ποιος; Ο Χριστός. Ο Χριστός είναι κοντά στους εργατικούς ανθρώπους. Κανείς άλλος δεν αγάπησε τους εργάτες όπως αυτός. Διότι και ο ίδιος υπήρξε εργάτης. Φτωχαδάκι ήταν, τίποτα δεν είχε. Φτωχή η μητέρα του, φτωχός ο νομιζόμενος πατέρας του Ιωσήφ. Από τη μικρή του ηλικία δούλεψε στο εργαστήριο· κρατούσε πριόνια και σκεπάρνια και έφτιαχνε πόρτες και παράθυρα, και έτσι ζούσαν. Όλοι κάποια στέγη έχουμε. Δεν είναι κανείς άστεγος. Όταν όμως ρώτησαν κάποτε το Χριστό που μένει, έδειξε τα ζώα και τα πουλιά και είπε: «Οι αλεπούδες και τα πουλιά έχουν τις φωλιές τους, ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8:20). Δεν είχε ούτε προσκέφαλο. Προσκέφαλό του έγινε ο ακάνθινος στέφανος στο σταυρό.
Αγαπούσε λοιπόν τους εργατικούς. Διότι η εργασία είναι ο πρώτος νόμος που δόθηκε. Μέσα στον παράδεισο ο Θεός είπε στον Αδάμ να εργάζεται. Κι όταν πάλι τον έδιωξε απ’ τον παράδεισο του είπε: Εν κόπω και μόχθω και «εν ιδρώτι του προσώπου σου» θα τρως τον άρτον σου (Γεν. 3:19). Από τότε ό,τι ωραίο έγινε στον κόσμο, είναι κόπος και αποτέλεσμα εργασίας που κατέβαλαν γενεές γενεών. Αν έλειπε η εργασία, ποια θα ήταν η μορφή του κόσμου; Φανταστείτε να γκρεμιστούν τα σπίτια, τα γεφύρια, οι σιδηρόδρομοι, τα πάντα, και ν’ αρχίσουμε πάλι απ’ το μηδέν.
Γι’ αυτό η εργασία είναι ευλογημένη. Το νερό που τρέχει είναι καθαρό, το νερό που μένει ακίνητο σκουληκιάζει· το υνί του γεωργού που δουλεύει μέσ’ στη γη αστράφτει, το υνί που δε δουλεύει σκουριάζει· έτσι είναι κι ο άνθρωπος όταν δεν εργάζεται. Διότι, όπως είπαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας, «η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας».
Ευλογημένα να είναι τα χέρια των γεωργών που σκάβουν τη γη, ευλογημένα τα χέρια των βοσκών που οδηγούν τα πρόβατα στη βοσκή, ευλογημένα τα χέρια των εργατών κάθε τίμιας εργασίας, ευλογημένοι όλοι όσοι εργάζονται. Κι όποιος δε θέλει να εργάζεται, «μηδέ εσθιέτω», λέει ο απόστολος Παύλος· όποιος δε θέλει να δουλεύει, δεν πρέπει και να τρώει (Β’ Θεσ. 3:10). Είναι το ρητό που πήραν οι μαρξιστές κ’ είναι γραμμένο ψηλά στο Κρεμλίνο. Κλεμμένο είναι: ό,τι ωραίο, είναι κλεμμένο από το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Εργασία λοιπόν! Εργασία πότε; Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Αλλά ήρθε η Κυριακή, χτύπησε η καμπάνα; Ω, τότε αλτ! Το λέει ο ουρανός. Να σταματήσει κάθε εργασία. Και να κάνουν φτερά στα πόδια όλοι, άντρες γυναίκες παιδιά, να ‘ρθουν στην εκκλησία. Να σταθούν με ευλάβεια, να κάνουν το σταυρό τους, να πουν ένα «Δόξα σοι, ο Θεός», ένα «Κύριε, ελέησον», «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18:13), και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23:42). Είναι δύσκολο; Αν σας πω να βαστάξετε ένα βουνό πάνω στην πλάτη σας, θα πείτε «Αδύνατον». Αν σας πω να κρατήσετε ένα χαλικάκι, είναι πολύ εύκολο· και ένα μικρό παιδάκι μπορεί. Ποιο είναι το χαλικάκι, που μας ζητάει ο Θεός να σηκώσουμε; 168 ώρες έχει η εβδομάδα: από αυτές ο Θεός ζητάει 1 ώρα (τόσο διαρκεί η θεία λειτουργία από το «Ευλογημένη η βασιλεία…», μέχρι το «Δι’ ευχών…». Έλα λοιπόν μια ώρα στην εκκλησία, να λατρέψεις το Θεό.
– Και τι θα κερδίσω; κερδίζω τίποτα:…
Τι θα κερδίσεις; Θα πάρεις το αντίδωρο, που είναι ευλογία. «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ’ υμάς» (θ. λειτ.), σ’ εσένα και στο σπίτι σου. Και τι θα πει ευλογία το βλέπουμε σήμερα στο Ευαγγέλιο. Ψάρεψαν οι μαθητές τη νύχτα χωρίς το Χριστό και δεν έπιασαν τίποτα. Όταν ύστερα τους είπε ο Χριστός να ρίξουν τα δίχτυα, παρά τις αντιρρήσεις που είχαν, είπαν· Αφού το λες εσύ, θα υπακούσουμε. Και μόλις υπάκουσαν, ω θαύμα! γέμισαν τα δίχτυα ώστε να σχίζονται και τα πλοιάρια ώστε να βυθίζονται. Γιατί; Γιατί τα ευλόγησε ο Χριστός.
Όπως λοιπόν τότε τα δίχτυα είχαν ανάγκη από ευλογία του Χριστού, έτσι και τώρα εμείς στις εργασίες μας έχουμε ανάγκη από την ευλογία του. Δε θέλουμε να το παραδεχτούμε και λέμε· Έχω τα χέρια μου!… Ποια χέρια σου, άνθρωπε; Μια σταγόνα αίμα να πάει στον εγκέφαλο, παρέλυσε το χέρι! Έχεις ανάγκη την ευλογία. Όσο κι αν σκάψεις με τρακτέρ, όσο κι αν σπείρεις εκλεκτό σπόρο, όσο λίπασμα κι αν ρίξεις, όσους γεωπόνους κι αν φέρεις, αν δεν ευλογήσει ο Θεός χαμένος ο κόπος. Αν δε βρέξει ο ουρανός – κάθε σταγόνα βροχής λίρα εγγλέζικια είναι –, αν δε φυσήξει αεράκι, κι αν δε βγει ο ήλιος μηδέν, τίποτα. Έχεις ευλογία Θεού; κ’ ένας σβώλος γης – μια γλάστρα χώμα μπορεί να σε ζήσει· δεν έχεις την ευλογία; τότε κ’ ένας κάμπος ολόκληρος δε μπορεί να σε θρέψη. Θα σπέρνεις και δε θα θερίζεις.
Έχει ανάγκη ευλογίας ο γεωργός, ο βοσκός, ο τεχνίτης, ο επιστήμων, κάθε άνθρωπος. Χωρίς Θεό δε μπορούμε να ζήσουμε. Αυτή είναι η πιο μεγάλη ανάγκη μας. Όπως το ψάρι δε μπορεί να ζήση έξω απ’ τη θάλασσα, έτσι κι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από το Θεό κ’ έχει ανάγκη το Θεό.
Να πιστεύετε, αγαπητοί μου. Κλείστε τ’ αυτιά σας στους αθέους. Παραπάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ευλογία του Θεού.
Με την ελπίδα ότι τα λόγια αυτά θα βρουν απήχηση στις ψυχές σας, όπως ο Χριστός ευλόγησε τα δίχτυα των ψαράδων, ευλογώ κ’ εγώ ως επίσκοπος τα σπίτια σας, τις εργασίες σας, τα σχολεία, τους δασκάλους, τις αρχές, τις γυναίκες και τα παιδιά σας, ευλογώ τους κάμπους και τα βουνά· εύχομαι πάντοτε στον τόπο σας να υπάρχει η ευλογία του Χριστού· αμήν.
Από το φυλλάδιο ΚΥΡΙΑΚΗ, αριθμός 1374, 22 Σεπτεμβρίου 2019, Φλώρινα