Ο Ζακχαίος, αν και αρχιτελώνης, επειδή ταπείνωσε τον εαυτό του αξιώθηκε να φιλοξενήσει τον Θεάνθρωπο Χριστό, να γίνει Απόστολος του Χριστού και να πεθάνει μαρτυρικά γι’ αυτόν. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν για τις αμαρτίες του αλλά να προσευχόμαστε γι’ αυτόν και να θυμόμαστε την δική μας αμαρτωλότητα.
Μας κάνει εντύπωση πως ο Χριστός στάθηκε, κοίταξε τον Ζακχαίο και τον αποκάλεσε με το όνομά του: «Ζακχαίε». Κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα, το οποίο λαμβάνει από την Εκκλησία στην βάπτισή του. Ο Θεός από την άλλη μεριά είναι ανώνυμος και πολυώνυμος. Είναι απλά «ο ων», η πηγή της ζωής. Μας γνωρίζει με το όνομά μας, μας αναγνωρίζει σαν πρόσωπα, με τις ιδιαιτερότητές μας και την μοναδικότητά μας. Μας γνωρίζει από την κοιλιά της μάνας μας και υπήρχαμε στον «νου» του πριν υπάρξει αυτός ο κόσμος.
Αυτό πρέπει να μας παρηγορεί και ποτέ να μην αισθανόμαστε μόνοι ή αβοήθητοι αφού ο ίδιος ο Θεός μάς περιβάλλει με την στοργή του κάθε στιγμή της ζωής μας. Σέβεται την ελευθερία που μας έδωσε, το αυτεξούσιό μας και μας αγαπά υπερβολικά. Σε μας εναπόκειται να δεχθούμε την αγάπη του, να βγούμε από τον εγωκεντρισμό μας και να τον προσκαλέσουμε να έλθει και να κατοικήσει μέσα μας («ελθέ και σκήνωσον εν ημίν»). Ο Θεός δεν μας υποχρεώνει να τον αποδεχθούμε, θέλει να τον προσκαλέσουμε ελεύθερα στην καρδιά μας.
Η συνάντησή του Ζακχαίου με τον Θεό είναι συνάντηση προσώπων. Αλλά και η προσωπική μας συνάντηση και σχέση με τον Θεό είναι σχέση προσώπων. Ο Ζακχαίος ταπείνωσε τον εαυτό του έως εξευτελισμού προκειμένου να αντικρύσει τον Χριστό. Αυτή η αυτοταπείνωση έκανε τον Χριστό να πει: στο σπίτι σου πρέπει να μείνω. Με ένα τρόπο υποχρέωσε τον Θεάνθρωπο Χριστό να σταθεί, να τον αντικρύσει και να τον προσκαλέσει ο ίδιος προσωπικά. Η ταπείνωση προσκαλεί τον Θεό στην ζωή μας και αναγκάζει τον, μη υποκείμενο σε αναγκασμούς, Θεό, να μας επισκεφτεί. Ο άνθρωπος προκειμένου να συναντήσει τον Θεό πρέπει να ανέλθει στην εργασία των εντολών, όπως ο Μωυσής ανήλθε στο Σινά, και ο Θεός να συγκατανεύσει και να κατέλθει, προκειμένου να τον συναντήσει. Η ταπείνωση αυτό υπηρετεί και δια τούτο καλείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας «υψοποιός».
Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι το γεγονός ότι στην ψυχή ενός τέτοιου προσώπου ως ο τελώνης υπήρχε κάποια γωνιά την οποία δεν είχε αλώσει η σκληρότητα και η αδηφαγία. Αυτό τον έκανε να ανεβεί στην συκομωρέα για να αντικρύσει αυτόν περί του οποίου ελέγοντο τόσα πολλά. Ένας μικρός τόπος στην καρδιά του ζητούσε τον Ιησού. Γι’ αυτό και έδειξε έμπρακτα την μετάνοιά του μοιράζοντας τετραπλασίως τον πλούτο του στους φτωχούς. Ο Χριστός ενθάρρυνε αυτή την ψυχή.
Αυτός είναι ο λόγος που και εμείς οφείλουμε να προσευχόμαστε για τους ανθρώπους που ζουν στην αμαρτία και να μην τους κατακρίνουμε. Ο Χριστός και γι’ αυτούς πέθανε και η προσευχή μας ενεργοποιεί την παρέμβαση του Θεού. Αν εμείς δεν προσευχηθούμε, ποιος θα ενδιαφερθεί για τις ψυχές αυτές; Με ένα τρόπο αυτές τις ψυχές τις έχουμε χρεωμένες επάνω μας, εφόσον τα δικά μας μάτια έχουν διανοιγεί λίγο πριν ανοιχθούν και τα δικά τους. Άλλωστε η ανθρωπότητα είναι ένα σώμα και η πορεία προς τον Θεό καθενός, ωφελεί όλους τους ανθρώπους.
Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται μέσα στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία εξαίρεται η μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου προσώπου. Στην Εκκλησία υπάρχουμε σαν πρόσωπα, όχι σαν μάζα ή σαν όχλος. Γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων. Σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση ισοπεδώνει την πολιτιστική φυσιογνωμία κάθε λαού και υποτάσσει τις ιδιαιτερότητες και την μοναδικότητα κάθε προσώπου σε αριθμούς για τις στατιστικές, ο ιερεύς αναφωνεί: «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού τάδε», και προφέρει το όνομά μας για καθένα ξεχωριστά. Πουθενά δεν υψώνεται ο άνθρωπος σαν οντότητα παρά μόνο στην Εκκλησία, το σώμα του Χριστού.
Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα, ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ (η αγάπη του Θεού στα κυριακάτικα Eυαγγέλια). Θεσσαλονίκη 2015