Η υπερούσιος και ουσιοποιός ουσία στη διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου, Υπ. Δρα ΕΚΠΑ
Η θεολογική διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας περί της αδυναμίας γνώσεως της ουσίας του Θεού είναι έκδηλη και ξεκάθαρη σε όλο το συγγραφικό έργο του ιερού πατρός. Πιότερο αναπτύσσεται στα έργα του που χαρακτηρίζονται ως «δογματικά – αντιαιρετικά» και, ακόμη περισσότερο, στο έργο του υπό τον τίτλο «Βίβλος των Θησαυρών, περί της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος»[1]. Στο ως άνω έργο του, ο Κύριλλος παραθέτει τις θεολογικές του απόψεις κατά του Ευνομίου και επιχειρεί την αναίρεση της διδασκαλίας του τελευταίου, η οποία εστίαζε στην εννοιολογική απόδοση της ουσίας του Θεού υπό του όρου «αγέννητος», και ακολούθως, με βάση τη δυνατότητα γνώσεως της έννοιας «αγέννητος», στην τελική αποδοχή της δυνατότητας μερικής, εκ μέρους του ανθρώπου, γνώσεως της ουσίας του Θεού[2].
Ήδη, από την αρχή του συγγράμματός του, ο αλεξανδρινός ιεράρχης αποσαφηνίζει την ορθόδοξη θέση του αναφορικά με τις αιρετικές δοξασίες του Ευνομίου. Τονίζει σχετικά: «Τί γάρ ἄν οὕτω γένοιτο δυσέφικτον τέ καί χαλεπόν εἰς κατάληψιν, καί οὐ σφόδρα τρανές εἰς ἐξήγησιν, ὡς ἡ περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος ἀπλανής θεωρία, καί ἡ τό ὑπό τοῦ δια λοιδορεῖσθαι μηδαμόθεν ἔχουσα διάλεξις;»[3]. Με άλλα λόγια, ο Κύριλλος υπογραμμίζει την αδυναμία νοητικής καταλήψεως από την πλευρά του ανθρώπου της εν γένει μυστηρίου της αϊδίας υπάρξεως των θείων υποστάσεων της Παναγίας Τριάδος, μία θέση που εναρμονίζεται απόλυτα στην όλη αγιοπατερική αντίληψη και δογματική διατύπωση περί της δυνατότητας γνώσεως του Τριαδικού Θεού και του ακαταλήπτου Αυτού ως προς την ουσία Του[4].
Πολύ εύστοχα ο αλεξανδρινός πατέρας συμπληρώνει: «Λεπτή μέν γάρ πώς, μᾶλλον δέ ἀσθενεστάτη λίαν ἐστίν ἡ ἀνθρώπου διάνοια. Ἀδρανής δέ ἡ γλώττα, καί μόλις τά ἐν χερσίν ἐρμηνεύειν ἰσχύουσα. Δυσεύρετον δέ τῆς ἀληθείας τό κάλλος. Καί οὐ τοῖς πολλοῖς ἐκκαλύπτεσθαι πεφυκός. Ἀλλά μόνοις τοῖς ἐκ διανοίας ἀγαθῆς καί ἀκαπηλεύτου γνώμης ἀνιχνεύουσιν αὐτό»[5]. Στρεφόμενος κατά του Ευνομίου και των δοξασιών του ο Κύριλλος, τονίζει ότι η προς το ιδίωμα απόδοση του όρου «αγέννητος» στην ουσία του Θεού δεν υποδηλώνει παράλληλα και την οντολογική της ταύτιση με αυτήν. Εξηγεί δε ότι εξαίρεται ο άκτιστος χαρακτήρας της υπάρξεως του Θεού και ουδέποτε το «αγέννητον» συνιστά την ουσία του Θεού, διότι σε μία τέτοια περίπτωση θα ίσχυε η άστοχη θέση ότι οποιαδήποτε ιδιότητα υπαρχει στον Τριαδικό Θεό, ταυτόχρονα, πρέπει να εκλαμβάνεται και να εννοείται από τον άνθρωπο ως ουσία του Θεού![6]
Σε άμεση σχέση με τα προαναφερθέντα, ο αλεξανδρινός ιεράρχης, συντόμως αλλά άκρως κατατοπιστικώς, αναφέρεται στις ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Αναφέρεται στη δυνατότητα του ανθρώπου της κατανοήσεως και γνώσεως του Θεού μόνο μέσω των θείων Αυτού ενεργειών και ουχί της ουσίας Του. Ο άνθρωπος, ένεκα της αδυναμίας του να υπερβεί το δοθέν μέτρο της γνωστικής του ικανότητας, πάντοτε βάση της κτιστότητας της φύσεώς του, περιορίζεται στην «δί΄ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[7] κατανόηση και γνώση της υπάρξεως του κατά την ουσία ακαταλήπτου Θεού[8].
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Κυρίλλου περί της «αυτοφυούς ειδήσεως»[9]. Πιο συγκεκριμένα, ο αλεξανδρινός πατήρ υποστηρίζει ότι «αυτοφυής είδησις» είναι τρόπον τινά η «θεογνωσία» που έχει εγκαταβληθεί στη φύση του, η ικανότητα δηλαδή να αντιλαμβάνεται την βαθύτερη πηγή των όντων και την πηγή τους. Με άλλα λόγια, είναι και πρόκειται για μία έμφυτη γνώση, η οποία κεντρίζει και σταθερά κινεί τον ανθρώπινο νου στη γνώση των υπερτέρων και υπερβατικών: «Έμφυτός τε και αναγκαίος διανύττει νόμος και αυτοκέλευστος εγείρει γνώσις, εις γε το χρήναι νοείν το υπερτερούν και άμεινον ασυγκρίτως η καθ΄ ημάς, τουτέστι Θεόν»[10]. Συμπληρώνει δε ότι μόνο μέχρι ενός ορίου μπορούμε να λάβουμε γνώση του Θεού μέσω της κτίσης και αυτό όσο δύναται να επιτευχθεί από τα σωματικά να φθάσουμε στα πνευματικά[11].
Προς συμπλήρωση των ανωτέρω, ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, στην ουσία ερμηνεύοντας τους λόγους του αλεξανδρινού ιεράρχου, παραθέτει: «Τά πνευματικά θεωροῦμεν διά τῶν αἰσθητῶν καί τήν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀΰλου ὑψίστου ὄντος, συλλαμβάνομεν ἐκ τῆς γενέσεως, τῆς εὐταξίας καί τοῦ κάλλους τοῦ κόσμου, καθώς καί διά τῆς ἐντός αὐτοῦ παρατηρουμένης ἀνωτέρας προνοίας. Τά φαινόμενα ταῦτα ἔχουν τό αἴτιον τῶν, τό ὁποῖον διακρίνομεν διά μέσου τῶν αἰνιγματικῶν τῶν μαρτυριῶν, τοῦτο δέ εἶναι «ἡ τοῦ παντός τεχνίτις σοφία», ἡ θεία σοφία»[12].
Σε άλλο δε σημείο της εργογραφικής του διδασκαλίας, ο Κύριλλος ενώ αναγνωρίζει από την πλευρά του ανθρώπου την απόλυτη και ολοκληρωτική αδυναμία της γνώσης της ουσίας του Θεού, παρά ταύτα, τονίζει ότι τα πολλά ονόματα που αποδίδονται στον Θεό, κατά κάποιο τρόπο, συνιστούν την μοναδική για τους ανθρώπους οδό γνώσεως της υπάρξεως του Θεού. Δεν αναφέρεται βέβαια στη γνώση της ουσίας του Θεού, αλλά στη γνώση της υπάρξεως του Θεού. Υποστηρίζει τα κάτωθι: «εἰ τοίνυν ἐκ τῶν ὀνομάτων ἤτοι σημασιῶν ἠμεῖς ἐπί τήν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν χειραγωγούμεθα, πῶς εἰσόμεθα τήν οὐσίαν αὐτοῦ μόνα τά περί αὐτήν μανθάνοντες, οὐ τί ἔστι κατά φύσιν παιδευόμενοι;»[13].
Μάλιστα δε, ο Κύριλλος προβαίνει και σε έναν έξοχο συλλογισμό για να δομήσει και να υποστηρίξει έτι περισσότερο τις απόψεις του. Αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου. Υποστηρίζει ότι η γνώση από την πλευρά του ανθρώπου ότι η ψυχή στερείται υλικής υφής, σχήματος και μεγέθους, αυτό ταυτόχρονα, δεν συνιστά γνωσιολογική επιβεβαίωση περί του τι είναι κατ΄ουσίαν η ανθρώπινη ψυχή: «ὅμοιον γάρ ὡς εἰ τίς λέγοι τήν ἀνθρώπου ψυχήν τί κάτ΄οὐσίαν ἐστίν ἐπίστασθαι σαφῶς, εἶπερ εἰδείη ὅτι πέρ ἀποιος, ἀποσός τέ εστί καί ἀσχημάτιστος, Ἤ εἶπερ λέγοι τό σῶμα τυχόν τό ἀνθρώπινον τί κατά φύσιν ἐστίν εἰδέναι, ἤ λευκόν ἤ μέλαν εἶναι λέγοι. Οὐκοῦν οὐκ ἐκ τῶν περί τάς οὐσίας αἵ οὐσίαι γνωσθήσονται, ἄλλ΄ἐξ ὧν εἰσίν αὐταί κάθ΄ εαυτᾶς»[14]. Κατά αναλογία δηλαδή, δύναται καθένας να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι όπως η γνώση των φυσικών ιδιοτήτων του ανθρώπου και των γνωρισμάτων που τον προσδιορίζουν δεν πιστοποιεί επ΄ουδενί την γνώση της φύσεώς του, κατά τον ίδιο τρόπο, η γνώση από την πλευρά του ανθρώπου των φυσικών ιδιωμάτων του Θεού δεν δύναται να καταστεί ταυτόσημη και δηλωτική της γνώσεως της ουσίας του Θεού[15].
Κατά παρόμοιο τρόπο και με την αυτή αναλογική σύγκριση, ο Κύριλλος συνεχίζει να υποστηρίζει την ορθότητα της διδασκαλίας του αντλώντας παραδείγματα από την τρέχουσα γύρω του και απτή πραγματικότητα. Ο κάθε προσδιορισμός της φύσεως του ανθρώπου δεν έχει σκοπό να λειτουργήσει αποφατικά, να αποσαφηνίσει δηλαδή τί δεν είναι ο άνθρωπος. Αντίθετα, τονίζει τα ανθρώπινα στοιχεία που προσδιορίζουν και αναδεικνύουν τον άνθρωπο. Ομοίως, μια και ο όρος «αγένητος» δηλώνει όχι τι είναι ο Θεός αλλά τι δεν είναι – εν προκειμένω ότι δεν είναι κτιστός και γενητός – δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι το «αγένητον» είναι η ουσία του Θεού ή ακόμη ότι και αποδίδει εννοιολογικά αυτήν[16].
Εν κατακλείδι, ο Κύριλλος στην αντιαιρετική του διδασκαλία κατά του Ευνομίου και των δοξασιών του, κάνει σαφής και ξεκάθαρη αναφορά στην αδυναμία του ανθρώπου να οδηγηθεί στη γνώση της ουσίας του Θεού. Στον αντίποδα δε, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος, κατά το μέτρο της κτιστής του γνωσιολογικής ικανότητας, έχει τη δυνατότητα της κατανοήσεως και γνώσεως της υπάρξεως του Τριαδικού Θεού εκ των ενεργειών ή των φυσικών ιδιωμάτων αυτού. Κάθε άλλη άποψη και θεωρία επ΄ αυτού, ουχί μόνον απομακρύνεται ολωσδιόλου από την κυριλλική διδασκαλία, και δη την ορθόδοξη, μάλλον δε και προστρέχει προς την ευνομιακή αιρετική διδασκαλία και σηματοδοτεί εκτροπή και αναίρεση του ορθόδοξου αγιοπατερικού φρονήματος και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως.
Παραπομπές:
[1]Πρβλ., Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 44. Σχετικά με το έργο αυτό βλ., αυτόθι, σελ. 48:«Γράφηκε μάλλον μεταξύ των ετών 424-428 ή ακόμη παλαιότερα (Charlier: 412) και διαιρείται σε 35 κεφάλαια, αφιερωμένα στος όρους αγέννητος και γεννητός (1-3), στην αΐδια γέννηση, την ομοουσιότητα και την ισοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα 94-32,35) και στην θεότητα και ομοουσιότητα του αγίου Πνεύματος (33-34). Χαρακτηριστικό του αντιαρειανικού αυτού έργου είναι η πληθωρική χρήση βιβλικών και πατερικών χωρίων. Ακολουθεί τον Μ. Αθανάσιο, τους Καππαδόκες και τον Δίδυμο. Ιδιαίτερα από τον πρώτο έχει μεγάλη εξάρτηση. Με το έργο αυτό εγκαινιάζεται η ευρεία συναγωγή και χρήση πατερικών χωρίων ως αυθεντικό αποδεικτικό υλικό», πρβλ., Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυρός περί της αγίας και ομοουσίου Τριάδος, PG 75, 9Α-656D.
[2] Βλ.σχ., M. O. Boulnois, Le Paradoxe Trinitaire chez Cyrille d’ Alexandrie (Hermeneutique, analyses philosophiques et argumentation theologique), Paris 1994, σελ. 29-44.
[3]Θησαυρός, Προθεωρία, PG 75, 9α.
[4] Σχετικά με το ακατάληπτο του Θεού ως προς την ουσία Του βλ.:Ν. Ξεξάκη, Η θεολογία του ομοουσίου, Συμβολή εις την περί του εν Τριάδι Θεού ορθόδοξον διδασκαλία, Αθήναι 2003, κυρίως τις σελίδες 62-81, Μ. Φαράντου, Η περί Θεού ορθόδοξος διδασκαλία, Αθήναι 1985, σελ. 507-514, Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 114-117, Ν. Ξιώνης, Ουσία και ενέργεια του Θεού κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Αθήνα 1999, Χ. Σωτηρόπουλου, Θέματα θεολογίας του ΙΔ’ αιώνος, Αθήναι 1987, σελ. 50-58.
[5] Βλ. Θησαυρός, Προθεωρία, PG 75, 9Α.
[6] Βλ. Θησαυρός, 31, PG 75, 444 ΑΒ: «οὐκοῦν ὑποκειμένης τῆς οὐσίας, πάντα λέγεται τά ἔπ΄αὐτῆς κατηγορούμενα, οὐκ ἀναιρεθείσης τῆς οὐσίας, ὡς ὄροιτά ἐπισυμβεβηκότα αὐταῖς λαμβάνονται. Εἰ τοίνυν καί ἡ ἀγένητος φωνή κατηγορεῖται τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ὡς ἐν τί τῶν περί αὐτόν, οὐκ αὐτή τυγχάνον. Τό γάρ μή γενέσθω δηλοί, οὐ μέν τῷ ἀγενήτω τό ὑπάρχειν ἔξει ὁ Θεός. Ἄλλ΄ὧν καί ὑπάρχων, ἀγένητος ἐστίν». Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Λιάκουρας, αναφορικά με τα παραπάνω συμπληρώνει: «…η εξ αιτίας της ταυτίσεως του «αγενήτου» με την ουσία του Θεού εννοιολογική απόδοση της ουσίας του Θεού με τις προσηγορίες εκείνους που αποδίδονται ή αναφέρονται προσδιοριστικώς στον Θεόν και συνιστούν ουσιώδη ιδιώματα του Θεού («κατά φύσιν ενυπάρχοντα τω Θεώ»), όπως επί παραδείγματι και κατ΄ένδειξιν οι προσωνυμίες «άφθαρτος» και «αθάνατος» και «αόρατος», θα συνεπάγεται ύπαρξη τόσων ουσιών (!) στον Θεόν, όσες ακριβώς ουσιώδεις ιδιότητες θα υπάρχουν που αποδίδονται στον Θεόν από την Αγίαν Γραφή», Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Σπουδή στην αντιαρειανική Τριαδολογική διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2005, σελ. 73.
[7] Βλ. Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σελ. 81.
[8] Θησαυρός, 31, PG 75, 452 D-453Α.
[9] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ιουλιανού 3. PG 76, 653.
[10] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γλαφυρά, Γένεσιν, 1,2 PG 69,36.
[11] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ωσηέ, 30, PG 71,97.
[12] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ’, σελ. 367, πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γλαφυρά, Γένεσιν 5, 1, PG 69, 226. Ο ίδιος αλεξανδρινός πατήρ συμπληρώνει: «Ὥσπερ οὔν νοημάτων διασκευήν, ὁ τῶν σημείων ὀρᾶται τελειωτῆς», Εις Ιωάννην, 6, 2-4, PG 73, 441 C.
[13] Θησαυρός, 31, PG 75, 452 C. Λίαν κατατοπιστική είναι η παρατήρηση του καθηγητού Κ. Λιάκουρα: «Καθίσταται, κατά ταύτα, σαφές από την σχετική θεολογική θεώρηση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας ότι η κατά την εκφορά και αποτύπωσή της προσδιοριστική κατανόηση μιάς θείας προσηγορίας υποδεικνύει πράγματι και προσδιορίζει αληθώς την γνώση και κατανόηση της υπάρξεως της φυσικής εκείνης ιδιότητας που έχει αιδίως και κατ΄ άκτιστο τρόπο ο Τριαδικός Θεός και η οποία εκφράζεται εννοιολογικώς διά της θείας αυτής προσηγορίας. Η απόδοση στον ΤριαδικόνΘεόν της προσηγορίας «αγένητος» προσδιορίζει την κατανόηση του Τριαδικού Θεού ως υπάρχοντος κατ΄άκτιστον τρόπο και όχι κατά τον τρόπο εκείνον κατά τον οποίον έρχονται σε ύπαρξη και υπάρχουν τα κτιστά όντα», Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σελ. 82-83.
[14] Θησαυρός, 31, PG 75, 452 C.
[15] Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σελ. 84.
[16] Θησαυρός, 31, PG 75, 444C, πρβλ. Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σελ. 69: «Το όνομα «ουσία», αναφερόμενο γενικώς για κάθε ον, δηλώνει «το τί εστίν» εκείνο που προσδιορίζεται οντολογικώς και όχι φυσικά «το τί ουκ έστιν» αυτό».
Διαβάστε ακόμη: